ΑΡΙΘΜΟΣ 398/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Αδικοπραξία. Παραγραφή. Ποινική παραγραφή.
– Στη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε, όμως, περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται, και η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της κατά το άρθρο 937 παρ. 1 εδ. α΄ του ΑΚ πενταετούς παραγραφής είναι η παρέλευση χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και τον προς αποζημίωση υπόχρεο (ΑΠ 932/2014, ΑΠ 374/2001). Δεν απαιτείται, όμως, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής ο δικαιούχος να είναι σε θέση να προσδιορίσει κατά ποσό το ύψος και την έκταση της ζημίας (ΑΠ 374/2001, ΕφΔωδ 31/2019). Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο, όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΑΠ 932/2014, ΑΠ 374/2001, ΕφΑθ (Μον) 225/2018). Εξάλλου στην περίπτωση που μία αδικοπραξία αποτελεί συνάμα και κολάσιμη πράξη, η τυχόν μακρότερη παραγραφή του ποινικού νόμου ισχύει και για την αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 374/2001, ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΑθ (Μον) 76/2017). Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ (ΟλΑΠ 21/2003). Συνεπώς, αν η αδικοπραξία τιμωρούμενη και ποινικώς (π.χ. ανθρωποκτονία από πρόθεση, ΠΚ 299) υπόκειται σε 20 ετή ή 15ετή παραγραφή κατά το άρθρο 111 του ΠΚ, τότε θα υπόκειται στη μακρότερη τελευταία παραγραφή και η αξίωση αποζημιώσεως και όχι στην πενταετή του άρθρου 937 του ΑΚ. Αν η αδικοπραξία φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, κατά το άρθρο 111 παρ. 3 του ΠΚ, που αρχίζει κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, από τότε που ο υπαίτιος ενήργησε, τότε δεν εφαρμόζεται η τελευταία αυτή παραγραφή, γιατί δεν θεωρείται μακρότερη. Μακρότερη δεν θεωρείται η ποινική επί πλημμελήματος παραγραφή σε σύγκριση με την ΑΚ 937 εκ του λόγου ότι η ποινική παραγραφή, συντρεχουσών των όρων του νόμου, με την αναστολή επί πλημμελήματος των (3) ετών του άρθρου 113 παρ. 3 του ΠΚ καθίσταται οκταετής. Τούτο γιατί το αν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη προκύπτει από τη γενική ρύθμιση του άρθρου 111 του ΠΚ, στην οποία και μόνο παραπέμπει η ΑΚ 937 κατά το αληθές πνεύμα της (ΑΠ374/2001, ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΛαρ 183/2003, ΕφΑθ (Μον) 76/2017). Ακόμη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 261 εδ. α΄του ΑΚ και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής-τέτοια δε αποτελεί και η κατά την ποινική διαδικασία νόμιμη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ (Ποιν) 670/2015, ΑΠ (Ποιν) 617/2010)- για μέρος μόνον της αξιώσεως αποζημιώσεως, η επίδοση της αγωγής επιφέρει διακοπή της παραγραφής μόνον ως προς το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται εκκρεμοδικία κατά την έννοια των άρθρων 221 και 222 του ΚΠολΔ (ΑΠ 374/2001, ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΛαρ 183/2003, ΕφΛαρ (Μον) 231/2019).