“Κατά κυριολεξία εδώ, το ένδικο μέσο ενεργεί τυπικά μόνο ως έφεση, για να ανοίγει ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας και να λειτουργήσει, ακολούθως, ουσιαστικά ως αίτηση ανάκλησης της δήλωσης ή παραίτησης από το δικαίωμα της αγωγής που δικάστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο”, αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Οι διάδικοι σύζυγοι μπορούν να ανακαλέσουν ελεύθερα στο Εφετείο τη δήλωσή τους με βάση την οποία εκδόθηκε η οριστική απόφαση για τη λύση του γάμου τους, σύμφωνα με εφετειακή απόφαση.
Όπως έκρινε με την υπ´ αριθμόν 378/2020 το Μονομελές Εφετείο Πατρών η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται, παρά μόνο εάν προσβάλλονται συμφέροντα τρίτων που τυχόν στηρίχθηκαν στην ανακαλούμενη απόφαση, ως προς δε το δικονομικό σκέλος να μην παραβιάζονται οι νόμιμες προθεσμίες που οδηγούν στην τελεσιδικία ή στο αμετάκλητο της απόφασης.
Στο δικαστήριο είχε προσφύγει ζευγάρι που έλυσε συναινετικά το γάμο του στο Πρωτοδικείο , ωστόσο στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης η οποία και έγινε δεκτή.
Το σκεπτικό
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης:
«Οι αιτούντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 6.10.2017 αίτηση συναινετικού διαζυγίου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών εξέδωσε την με αριθμό 180/2018 οριστική απόφαση του με την οποία δέχθηκε την αίτηση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου οι αιτούντες με την από 26.2.2020 έφεση τους με αρ. εκθ. κατ. ./2020 ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και την με αρ. εκθ. κατ. ./2020 ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1441 του ΑΚ, καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου η συναίνεση των συζύγων. Βασική προϋπόθεση για τη λύση του γάμου, με το λόγο αυτό, είναι η κοινή θέληση των δύο συζύγων, η οποία πρέπει να διαπιστωθεί από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και περιορίζεται στην εξακρίβωση των προϋποθέσεων ως τυπικών στοιχείων, χωρίς να εξετάζονται οι ουσιαστικοί λόγοι που οδήγησαν τους συζύγους σε απόφαση να λύσουν το γάμο τους.
Όπως κάθε δίκη διαζυγίου, έτσι και εδώ, η απόφαση λύνει το γάμο έναντι όλων, όταν καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 613 του ΚΠολΔ). Από το χαρακτήρα αυτό του συναινετικού διαζυγίου ως ελεύθερης κοινής απόφασης των συζύγων, που παράγει όμως αποτελέσματα μόνο με τη δικαστική απόφαση, απορρέει η αρχή ότι η δυνατότητα των διαδίκων συζύγων να ανακαλέσουν ελεύθερα στο εφετείο τη δήλωση τους, με βάση την οποία εκδόθηκε η οριστική απόφαση για τη λύση του γάμου (από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), δεν πρέπει να περιορίζεται (δυνατότητα ανάκλησης) παρά μόνο, ως προς μεν το ουσιαστικό στοιχείο του διαζυγίου (δήλωση των διαδίκων) από τη θεμελιώδη αρχή του ιδιωτικού δικαίου να μην προσβάλλονται συμφέροντα τρίτων που τυχόν στηρίχτηκαν στην ανακαλούμενη απόφαση, ως προς δε το δικονομικό (έκδοση δικαστικής απόφασης) να μην παραβιάζονται οι νόμιμες προθεσμίες που οδηγούν στην τελεσιδικία ή στο αμετάκλητο της απόφασης (διαφορετικό είναι το ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, βλ. Γαζή ΝοΒ 31, σελ. 1297). Εξάλλου είναι μεν φανερό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 του ΚΠολΔ, βασική προϋπόθεση του δικαιώματος για την άσκηση από ένα διάδικο του ένδικου μέσου της έφεσης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος με την έννοια ότι για την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν τα αιτήματα του ή γενικά οι ισχυρισμοί του που τα στηρίζουν. Κατ’ εξαίρεση δε, το δικαίωμα αυτό παρέχεται και στο διάδικο που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, εφόσον όμως υπάρχει και η συνδρομή του έννομου συμφέροντος.
Κριτήριο, καταρχήν, για τον προσδιορισμό εδώ του έννομου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη που τυχόν προξενεί γενικά η απόφαση στο διάδικο που νίκησε. Προκειμένου για τις δίκες διαζυγίου, στις οποίες προέχει και το δημόσιο συμφέρον με τη μορφή της διατήρησης του γάμου ως κοινωνικού θεσμού, η έννοια της βλάβης θα αναζητηθεί σε ευρύτερα πλαίσια με κριτήριο ότι το συμφέρον αυτό επιτυγχάνεται με την αποφυγή της λύσης του γάμου, όταν δηλαδή αυτό επιδιώκει με την έφεση ο διάδικος που νίκησε πρωτοδίκως. Κατά κυριολεξία εδώ, το ένδικο μέσο ενεργεί τυπικά μόνο ως έφεση, για να ανοίγει ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας και να λειτουργήσει, ακολούθως, ουσιαστικά ως αίτηση ανάκλησης της δήλωσης ή παραίτησης από το δικαίωμα της αγωγής που δικάστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα, προκειμένου για το συναινετικό διαζύγιο που δικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία η δυνατότητα άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης από τους συζύγους βρίσκει στήριγμα στη διάταξη του άρθρου 761 του ΚΠολΔ, με την οποία (στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας) παρέχεται το δικαίωμα έφεσης και στο διάδικο που νίκησε. Η διάταξη αυτή είναι από εκείνες που συμπορεύεται με τις παραπάνω γενικές διατάξεις που αναφέρονται στο έννομο συμφέρον των συζύγων για τη διατήρηση του γάμου και επομένως βρίσκει εφαρμογή σε ό,τι έχει σχέση με τις δίκες του συναινετικού διαζυγίου. Σχετικό είναι εδώ το ζήτημα της αφετηρίας της προθεσμίας για την άσκηση των ένδικων μέσων, η οποία, λόγω της ιδιορρυθμίας της δίκης που γίνεται χωρίς αντιδικία, δεν θα ταυτιστεί καταρχήν, με το καθιερωμένο γεγονός επίδοσης της οριστικής απόφασης, αφού συνήθως οι ενδιαφερόμενοι δεν αντιμετωπίζουν άμεσο λόγο κοινοποίησης της.
Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την προθεσμία αυτή στις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, θα εφαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 741 του ΚΠολΔ η γενική διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία αν δεν επιδόθηκε η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο (2) χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντιστρατεύεται στο πνεύμα του παραπάνω νόμου που καθιέρωσε το συναινετικό διαζύγιο, αφού, σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα, που δημιουργείται στους διαδίκους συζύγους να επανασυνδέσουν με τη δική τους θέληση μέσα στην προθεσμία αυτή τις σχέσεις τους στο γάμο, στηρίζεται στην καθιερωμένη από το δίκαιο γενική αρχή της αδέσμευτης από τους ενδιαφερομένους ρύθμισης των θεμάτων που αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις του γάμου τους με την επιφύλαξη μόνο της μη προσβολής ξένων συμφερόντων. Αυτά, αν τυχόν δημιουργηθούν (π.χ. διγαμίας κλπ) στο μεσοδιάστημα των δικονομικών προθεσμιών που τρέχουν χωρίς κοινοποίηση και οπωσδήποτε είναι μεγάλες, πρέπει να αποτελέσουν λόγο για άρνηση του δικαστηρίου προς εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης που έλυσε με συναίνεση το γάμο και όχι ανασταλτικό (εκ των προτέρων) παράγοντα για τη μη εφαρμογή των παραπάνω γενικών διατάξεων. Ας σημειωθεί ότι αν την εφαρμογή τους δεν ήθελε ο νομοθέτης στο συναινετικό διαζύγιο, θα την απέκλειε με την καθιέρωση συντομότερου τρόπου επιβολής στις σχετικές δίκες της τελεσιδικίας και του αμετάκλητου (ΕφΠειρ 30/2018, ΝΟΜΟΣ ΕφΔωδ 81/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 1302/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008. 282, ΕφΑΘ 2391/1995 ΕλλΔνη 1996.354).
Στην προκειμένη υπόθεση οι διάδικοι, που συνήλθαν σε νόμιμο γάμο, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Λ. Αχαΐας την 13.7.2013, ζήτησαν με την κοινή από 6.10.2017 αίτηση τους, που απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών (αρ. έκθ. καταθ. ./2017), τη λύση του γάμου τους με βάση το άρθρο 1441 του ΑΚ. Αφού τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία από την παραπάνω διάταξη, εκδόθηκε η με αριθμό 180/4.4.2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία λύθηκε ο γάμος τους. Πριν η παραπάνω απόφαση τελεσιδικήσει, οι διάδικοι άσκησαν την κατ’ αυτής από 26.2.2020 (αρ. έκθ. καταθ. ./26.2.2020 ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αρ. εκθ. κατ. ./2020 ενώπιον του δικαστηρίου τούτου) υπό κρίση κοινή έφεση – αίτηση τους, με την οποία ζητούν να εξαφανιστεί η παραπάνω απόφαση και, στη συνέχεια, να γίνει δεκτή η νέα δήλωση τους με την οποία ανακαλούν την πρώτη δήλωση τους, με βάση την οποία το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση.
Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προαναφερθείσες σκέψεις, η υπό κρίση έφεση κατά της παραπάνω 180/2018 απόφασης (η οποία δε δημοσιεύτηκε με παρόντες τους διαδίκους — άρθρο 757 του ΚΠολΔ.- ούτε κοινοποιήθηκε σ’ αυτούς), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο (e-παράβολο με αριθμό … συνολικού ποσού 100,00 ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην από 26.2.2020 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ενώ το συμφέρον για την άσκηση της από τους εκκαλούντες συζύγους είναι αυτό που προσδιορίστηκε στην παραπάνω νομική σκέψη. Επομένως, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να εκδικασθεί η υπόθεση κατ’ ουσίαν από το δικαστήριο αυτό να γίνει δεκτή η νέα δήλωση των διαδίκων, με την οποία αυτοί ανακαλούν την πρώτη δήλωση τους και, στη συνέχεια, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 296 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, η δίκη που ανοίχθηκε με την ένδικη αίτηση, να θεωρηθεί καταργημένη.»