ΑΠΟΦΑΣΗ
Παναγής κατά Ελλάδας της 05.11.2020 (αρ. προσφ. 72165/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων από κατηγορούμενο. Καταδίκη του προσφεύγοντος σε φυλάκιση έξι μηνών για πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου με την αιτιολογία ότι είχε εκδώσει πιστοποιητικό διαμονής σε Ρουμάνο υπήκοο.
Μη δυνατότητα εξέτασης από τον κατηγορούμενο σε οιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας δύο μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι κατέθεσαν μόνον στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, και οι οποίοι απουσίαζαν. Οι μάρτυρες αυτοί, παρότι υπήρχαν και άλλοι μάρτυρες κατηγορίας, ήταν σημαντικοί γιατί ήταν οι μόνοι που κατέθεσαν ότι ο προσφεύγων ήταν ο πλαστογράφος. Οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν γνώριζαν ποιος διέπραξε το αδίκημα.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψιν του την ένορκη κατάθεση ενός από τους δύο αυτούς μάρτυρες κατηγορίας, η οποία δόθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου στη Ρουμανία, και με την οποία ο ίδιος ανακαλούσε την αρχική του μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχαν αντισταθμιστικοί παράγοντες στις καταθέσεις των δύο απολειπομένων μαρτύρων και λαμβανομένης υπόψη τη μη ανάγνωσης της ένορκης κατάθεσης του ενός μάρτυρα σε συνδυασμό με την απουσία αντισταθμιστικών παραγόντων, και με την μη αιτιολόγηση για την μη κατάθεση των δύο μαρτύρων κατηγορίας διαπίστωσε ότι ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας είχε τεθεί σε κίνδυνο στο σύνολό του και παραβιάστηκε και το δικαίωμα σε εξέταση μαρτύρων (άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ).
Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
Άρθρο 6 § 3 (δ)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Αθανάσιος Παναγής, είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1968. Ζει στην Κόρινθο. Μεταξύ του 1999 και του 2004 ο προσφεύγων ήταν δημοτικός υπάλληλος στο δημαρχείο του Λουτρακίου.
Η υπόθεση αφορούσε την καταδίκη του προσφεύγοντος σε φυλάκιση έξι μηνών για πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου με την αιτιολογία ότι είχε εκδώσει πιστοποιητικό διαμονής σε Ρουμάνο υπήκοο με αντάλλαγμα χρηματικό ποσό και είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του τελευταίου. Τα γεγονότα έλαβαν χώρα το 2004. Οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν με την καταδίκη του το 2013.
Τελικώς, παραγράφηκε το αξιόποινο της πράξης και έπαυσε η ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4198/2013.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε ότι δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εξετάσει τους δύο μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι είχαν καταθέσει στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας. Παραπονέθηκε επίσης για άρνηση του Εφετείου να λάβει υπόψη του την ένορκη κατάθεσή ενός εξ αυτών των μαρτύρων, η οποία δόθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου στη Ρουμανία και με την οποία ο ίδιος ανακαλούσε την αρχική του μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Σοβαρός λόγος που δικαιολογεί τη μη εξέταση μαρτύρων
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι μόνο η ύπαρξη σοβαρού λόγου δικαιολογεί τη μη εμφάνιση/εξέταση μάρτυρα στη δίκη και, κατά συνέπεια, την αποδοχή ως απόδειξη της κατάθεσής του. Εάν υπήρχε ένας ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογούσε τη μη εμφάνιση του μάρτυρα, θα μπορούσε να προκύψει βάσιμος λόγος ή δικαιολογία για το δικαστήριο να αποδεχθεί την μη επαληθευμένη κατάθεση του μάρτυρα ως αποδεικτικό στοιχείο.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, ο P.L. εξετάστηκε δύο φορές, στις 25 Φεβρουαρίου 2005, από τους αρμόδιους φορείς και ο P.C. τέσσερις φορές, στις 24 και 25 Φεβρουαρίου 2005. Οι δύο μάρτυρες κατονόμασαν τον προσφεύγοντα ως τον πλαστογράφο. Κλήθηκαν να εμφανιστούν κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου και στη συζήτηση της έφεσης στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, αλλά οι μάρτυρες αυτοί δεν εμφανίστηκαν.
Το πρωτόδικο ποινικό δικαστήριο δεν έδωσε καμία εξήγηση για την απουσία τους και προχώρησε την ακροαματική διαδικασία με τις καταθέσεις τριών άλλων μαρτύρων κατηγορίας και ενός μάρτυρα υπεράσπισης. Από την άλλη πλευρά, το Εφετείο, αφού διαπίστωσε ότι οι δύο μάρτυρες είχαν κληθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσαν να εμφανιστούν και καταθέσουν επειδή κατοικούσαν στο εξωτερικό σε άγνωστη διεύθυνση. Το Εφετείο πρόσθεσε ότι λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι προσπάθειες της δικαστικής αρχής εξαντλήθηκαν χωρίς να είναι δυνατή η κλήτευση των μαρτύρων, εκτίμησε δε, ότι ήταν αδύνατο να εμφανιστούν και να καταθέσουν οι ίδιοι στο δικαστήριο και έτσι έκρινε ότι έπρεπε να διαβάσει τις καταθέσεις τους που έγιναν κατά τη διάρκεια της προδικασίας.
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι η μη εμφάνιση ενός μάρτυρα σε μια δίκη μπορεί να εξηγηθεί από διάφορους λόγους (Al-Judge και Tahery, §§ 120-125, Bobeş κατά Ρουμανίας, αριθ. 29752/05, §§ 39 -40, 09.07.2013, Vronchenko κατά Εσθονίας, αριθ. 59632/09, § 58, 18.07.2013) και ότι δεν είναι καθήκον του να αντικαταστήσει τον εθνικό δικαστή για να αποφασίσει αναγκαιότητα ή σκοπιμότητα πρόσκλησης ενός μάρτυρα. Το Δικαστήριο κατανοεί ότι, κατά την άποψη των εθνικών δικαστηρίων, η εξέταση των δύο μαρτύρων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν ήταν απαραίτητη για την απόδειξη της αλήθειας. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι εάν οι εισαγγελικές αρχές αποφασίζουν ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών και βασίζεται στην κατάθεσή του στο δικαστήριο και εάν η κατάθεση αυτού του μάρτυρα χρησιμοποιείται από το δικαστήριο προκειμένου να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι η προσωπική παρουσία και εξέταση αυτού του μάρτυρα είναι απαραίτητη, εκτός εάν η κατάθεσή του είναι προφανώς άσχετη ή περιττή (Cevat Soysal κατά Τουρκίας, αρ. 17362/03, § 77, 23.09.2014).
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κατά την πρώτη ακροαματική διαδικασία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν διατύπωσε καμία παρατήρηση σχετικά με τη μη εμφάνιση των απολειπομένων μαρτύρων και δεν απάντησε στον ισχυρισμό του προσφεύγοντος σύμφωνα με τον οποίο οι αρχές δεν είχαν λάβει μέτρα για να παραστούν στο δικαστήριο. Επιπλέον, δεν ελήφθησαν στη συνέχεια μέτρα για να τους εντοπίσουν στην Ρουμανία και κατά τη συνεδρίαση της 02.10.2012, το Εφετείο, αναφέρθηκε μόνο στην έκθεση κοινοποίησης των κλήσεων στην οποία σημειώνονταν ότι οι μάρτυρες δεν μπορούσαν να εντοπιστούν στην προηγούμενη διεύθυνσή τους στην Ελλάδα, γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε και ο Άρειος Πάγος.
Ωστόσο, το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι αυτή η απροθυμία των δικαστηρίων να εξετάσουν σε βάθος τη σοβαρότητα του λόγου που δικαιολογεί την απουσία αυτών των δύο μαρτύρων δεν ήταν από μόνη της καθοριστική.
Εάν οι αμφισβητούμενες καταθέσεις αποτελούσαν τη μοναδική ή αποφασιστική βάση της καταδίκης
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, με την απόφασή του, το Εφετείο ανέφερε ότι οι καταθέσεις των δύο μαρτύρων δεν αποτελούσαν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Αλλά ελήφθησαν υπόψη ταυτόχρονα με τις καταθέσεις των τριών λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, καθώς και τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εγγράφων που πρέπει να διαβαστούν και άλλα έγγραφα που προσκόμισε ο προσφεύγων. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί ο βαθμός σπουδαιότητας και σοβαρότητας των μαρτύρων που απουσίαζαν, και, ειδικότερα, εάν αυτές οι καταθέσεις αποτελούσαν τη μοναδική ή αποφασιστική βάση για την καταδίκη του προσφεύγοντος το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη κυρίως την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, μολονότι οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών δεν αποτελούσαν το μοναδικό στοιχείο εναντίον του προσφεύγοντος, τα εθνικά δικαστήρια δεν ανέφεραν σαφώς αν τα θεωρούσαν «αποφασιστικά», υπό την έννοια που έδωσε στις καταθέσεις στην υπόθεση Al-Khawaj και Tahery, δηλαδή ως απόδειξη τόσο σημαντικής σημασίας που είναι πιθανό να επηρεάσουν και να καθορίσουν την απόφαση επί της υπόθεσης (Schatschaschwili § 142). Μολονότι τα εθνικά δικαστήρια ανέφεραν ότι βασίστηκαν σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία στην υπόθεση συνολικά, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι αναμφισβήτητο ότι οι καταθέσεις των P.L. και P.C. έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταδίκη του προσφεύγοντος (Kuchta κατά Πολωνίας, αρ. 58683/08, § 58, 23.01.2018).
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι απολειπόμενοι δύο μάρτυρες ήταν οι μόνοι που αναγνώρισαν τον προσφεύγοντα ως δράστη του αδικήματος. Όσον αφορά τους άλλους μάρτυρες κατηγορίας, κατά την συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, ο πρώτος μάρτυρας K.M., κατέθεσε ότι δεν γνώριζε αν ο προσφεύγων είχε διαπράξει το αδίκημα, ο δεύτερος Α.Γ., δεν ήταν σίγουρος για τίποτα και ο τρίτος Π.Π. κατέθεσε ότι το αδίκημα θα μπορούσε να έχει διαπραχθεί από οποιοδήποτε άλλον. Οι καταθέσεις μαρτύρων κατά την συζήτηση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου δεν περιείχαν τίποτα εναντίον του προσφεύγοντος εκτός από το γεγονός ότι ήταν παρών κατά καιρούς στις εγκαταστάσεις του δημαρχείου. Επιπλέον, ούτε τα δικαστήρια ούτε η κυβέρνηση ανέφεραν εάν ένα ή περισσότερα από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση ήταν αποφασιστικά για τη διαπίστωση της ενοχής του προσφεύγοντος.
Σχετικά με την πιθανή ύπαρξη αντισταθμιστικών στοιχείων
Όσον αφορά τώρα την πιθανή ύπαρξη αντισταθμιστικών στοιχείων, το Δικαστήριο παρατήρησε εξαρχής ότι το Εφετείο αρνήθηκε να αναγνώσει κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση και να εκτιμήσει τη συνάφεια της ένορκης κατάθεσης που συντάχθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου από τον μάρτυρα P.C., στην οποία επανεξέτασε και αναθεώρησε την πρώτη του κατάθεση σχετικά με τον προσφεύγοντα. Αυτή η κατάθεση, η οποία είχε κατατεθεί στο εφετείο, είχε μεγάλη σημασία για τον προσφεύγοντα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, καθώς ήταν ικανή να υπονομεύσει την πεποίθηση ότι ο προσφεύγων ήταν ο δράστης. Ακόμη και αν στο τέλος της διαδικασίας το εφετείο έπρεπε να αποφανθεί δυσμενώς εναντίον του προσφεύγοντος, θα μπορούσε να είχε αιτιολογήσει γιατί δεν βρήκε αξιόπιστη τη δήλωση ανάκλησης του P.C. της πρώτης του κατάθεσης η οποία δόθηκε στην προδικασία. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η ανάγνωση αυτής της κατάθεσης συνιστούσε μέτρο που θα μπορούσε από τη φύση του να αντισταθμίσει την αδυναμία εξέτασης των δύο μαρτύρων και η οποία θα επέτρεπε στο Εφετείο να ρίξει περισσότερο φως στην αξιοπιστία αυτών και στην αποδεικτική αξία των μαρτυριών τους. Το Δικαστήριο υπογράμμισε, ότι δεν αποσκοπεί, με αυτή τη διαπίστωση, να αποφανθεί για την εκτίμηση αυτού του αποδεικτικού μέσου, εκτίμηση η οποία αποτελεί προνόμιο των εγχώριων δικαστηρίων, αλλά σημείωσε ότι αυτή η ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης θα μπορούσε να αποτελούσε αντισταθμιστικό στοιχείο και ότι δεν υπάρχει άλλο τέτοιο στοιχείο στην παρούσα υπόθεση.
Αξιολόγηση της ορθότητας της διαδικασίας στο σύνολό της
Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων και ιδίως της απουσίας αντισταθμιστικών παραγόντων, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε παρά να σημειώσει μόνο τον καθοριστικό χαρακτήρα των καταθέσεων των P.L. και P.C. στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας και την ανάγνωσή τους κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση ενώπιον του εφετείου. Ελλείψει άλλων ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων που να επιβεβαιώνουν αυτές τις καταθέσεις, η δικαιοσύνη και ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας είχε τεθεί σε κίνδυνο στο σύνολό της.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του προσφεύγοντος περιορίστηκαν σε σχέση με τις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.