Μία γενναία, ριζική αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου εισηγείται η ανεξάρτητη Αρχή σε δύο επιστολές προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, υπογραμμίζοντας το δικαίωμα της συνεπιμέλειας και μία σειρά άλλων μέτρων
Μία από τις βασικές αρχές στην οποία παραπέμπει ο Συνήγορος του Πολίτη είναι η φράση «ο γάμος ή η συμβίωση μπορεί να διαλυθούν, ο γονικός ρόλος όμως υπάρχει για μια ζωή».
Στη βάση αυτή, ο Συνήγορος του Πολίτη κατέθεσε τις προτάσεις του ενόψει της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου στις επιστολές του προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, που έχει θέσει σε διαβούλευση το σχετικό θεσμικό πλαίσιο.
Η κοινή ανατροφή του παιδιού ανεξάρτητα από την ύπαρξη νομικού δεσμού μεταξύ των γονέων και τα δικαιώματα τους σε επικοινωνία και διατροφή, αλλά ταυτόχρονα και η αναγκαιότητα διασφάλισης του δικαιώματος του παιδιού στην αληθή ταυτότητά του από τη γέννηση και τη διατήρηση των συγγενικών δεσμών περιλαμβάνονται σε αυτές.
«Με το ισχύον δίκαιο, η εξακολούθηση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας στην περίπτωση διάστασης, διαζυγίου και, πλέον, λύσης του συμφώνου συμβίωσης, όχι απλώς δεν αποτελεί τον κανόνα, αλλά είναι μία μόνο από τις επιλογές του δικαστή – σημειωτέον, όχι η πρώτη- η οποία, επιπρόσθετα, τελεί υπό την προϋπόθεση της σχετικής συμφωνίας των συζύγων. Ως εκ τούτου, αρκεί να διαφωνήσει ο γονέας που προσδοκά την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας στον εαυτό του, ώστε να εκλείψει η δυνατότητα αυτή από τις επιλογές του δικαστή» σημειώνει ο Συνήγορος.
Όπως προσθέτει η δικηγορική πρακτική – κατά κύριο λόγο – αναπαράγει τη συνήθη νομολογία, σύμφωνα με την οποία εφαρμόζεται η λειτουργική κατανομή της γονικής μέριμνας και, συγκεκριμένα, ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας στον ένα γονέα, σχεδόν απαρέγκλιτα στη μητέρα, διαιωνίζοντας ανέπαφη την αντίληψη, που επικρατούσε ακόμη πριν από την τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου του 1983, δηλαδή ότι τα ανήλικα τέκνα πρέπει να μένουν με τη μητέρα τους, η οποία θεωρούνταν καλύτερη γονέας από τον πατέρα σε κάθε περίπτωση, εκτός αν διήγε ανήθικο βίο.
Ο ρόλος των πατέρων έχει μεταβληθεί εντυπωσιακά
«Ως εκ τούτου, τα θετικά γνωρίσματα της μεταρρύθμισης του 1983 για την άσκηση της γονικής μέριμνας (περιορισμός της εξουσίας του ενός γονέα και κατοχύρωση της αρχής της κοινής ανατροφής από τους δύο γονείς) ανατρέπονται πλήρως στην πράξη μετά τη διάσταση/διαζύγιο/λύση του συμφώνου συμβίωσης, αφού η ‘εξουσία’ του γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου είναι (σχεδόν) απόλυτη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1518 παρ.1 ΑΚ, ο γονέας αυτός παίρνει μόνος όλες τις αποφάσεις για την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του παιδιού, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, ενώ ο άλλος περιορίζεται σε τυπική παρουσία.
«Αυτή η κατάσταση, όμως, που αποτελεί την πραγματικότητα, που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών χωρισμένων γονέων στη χώρα μας, πόρρω απέχει από το πρότυπο ανατροφής του παιδιού, που περιγράφει η ΔΣΔΠ, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα του παιδιού σε ανατροφή και από τους δύο γονείς, χωρίς καμία διάκριση σε σχέση με την ύπαρξη, διατήρηση ή μη νομικού δεσμού μεταξύ των γονέων (άρ.18). Επιπλέον, η παγιωμένη δικαστηριακή και δικηγορική πρακτική αποτυγχάνει εδώ και δεκαετίες να αποτυπώσει και να ανταποκριθεί στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, όπου ο ρόλος των πατέρων έχει μεταβληθεί εντυπωσιακά σε σχέση με τα οικογενειακά πρότυπα και δεδομένα που επικρατούσαν στην ελληνική κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1980» υπογραμμίζει η ανεξάρτητη Αρχή.
«Κατά τη νέα χιλιετία, είναι εγνωσμένη η επιθυμία και τάση των πατέρων να διεκδικούν όλο και πληρέστερη εμπλοκή στην ανατροφή των παιδιών τους, ποιοτικά και ποσοτικά, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γάμου/συμφώνου, αλλά και μετά τη λύση του. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί και από τις οργανώσεις που έχουν δραστηριοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, στα πρότυπα αντίστοιχων οργανώσεων του εξωτερικού, με επιδίωξη την ισότιμη συμμετοχή και των δύο γονέων στη λήψη αποφάσεων, που αφορούν τα παιδιά, και τον δικαιότερο διαμοιρασμό του χρόνου των τέκνων μεταξύ των γονέων, ώστε να είναι ενεργοί και παρόντες οι πατέρες εξίσου με τις μητέρες στην καθημερινότητα των παιδιών, σε κάθε στάδιο της εξελικτικής τους διαδικασίας».
Οι προτάσεις της Αρχής
Στην πρώτη του επιστολή, υποστηρίζει μία γενναία, ριζική αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου που θα αποτελεί πραγματικά και ουσιαστικά αλλαγή παραδείγματος και θα εδράζεται στις ακόλουθες αρχές και κανόνες:
– Την διάκριση της ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των γονέων (όποια τυπική/νομική μορφή/έκφραση και αν έχουν, ή και άνευ τυποποίησης, άτυπα, ως ελεύθερη συμβίωση) και εκείνης μεταξύ αφενός των γονέων και αφετέρου του/ων τέκνου/ων τους. Οι σχέσεις των γονέων μεταξύ τους δύνανται να μεταβάλλονται στο χρόνο και στην αλλαγή των συνθηκών της ζωής, με ανάλογη αναπροσαρμογή της νομικής τους μορφής ή και διάρρηξη κάθε δεσμού, νομικού και φυσικού. Οι σχέσεις των γονέων με το/α τέκνο/α τους, ως άλλης φύσεως, θα πρέπει να παραμένουν ανεπηρέαστες από τις αλλαγές που συντελούνται στις σχέσεις των γονέων μεταξύ τους. Η αρχή αυτή συνοψίζεται στη φράση «ο γάμος ή η συμβίωση μπορεί να διαλυθούν, ο γονικός ρόλος όμως υπάρχει για μια ζωή».
– Την αναγνώριση και αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος του παιδιού σε κοινή φροντίδα και ανατροφή από τους γονείς του. Ανεξαρτήτως της διάρρηξης του νομικού (όπου υφίσταται) ή/και φυσικού δεσμού μεταξύ των γονέων, η άσκηση της γονικής μέριμνας στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης και της επιμέλειας, από αμφότερους τους γονείς και η διασφάλιση ισόρροπου, ισοβαρούς, ισόχρονου και ισάξιου (δικαιώματος, αλλά πρωτίστως) καθήκοντος ανατροφής από εκείνους αποτελούν τον απαραβίαστο πυρήνα του δικαιώματος του τέκνου.
– Την εμπέδωση του ισότιμου ρόλου των γονέων έναντι του/ων τέκνου/ων τους, από της γεννήσεώς του/ων. Ενός ρόλου που αναδεικνύει δικαιώματα και υποχρεώσεις, όχι έναντι του έτερου γονέα, αλλά έναντι του/ων τέκνου/ων, ως καθήκον του γονέα στη γονική μέριμνα στο σύνολό της, και υπό όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις της.
– Τη ρύθμιση των επιμέρους ζητημάτων της άσκησης της κοινής γονικής μέριμνας στο σύνολό της με συμφωνία των γονέων, και δη κατά προτίμηση σε χρόνο που να εναρμονίζεται με ζωή του παιδιού και όχι με τη ζωή των γονέων, στη βάση της αρχής, ότι η διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των γονέων δεν πρέπει να επιδρά στις σχέσεις τους με το/α τέκνο/α τους και του κανόνα της κοινής γονικής μέριμνας στο σύνολο αυτής.
– Την προσφυγή στη δικαιοσύνη με επίκληση σπουδαίου λόγου, ερειδόμενου είτε στη νομοθεσία είτε στην μεταξύ των γονέων συμφωνία.
Στη δεύτερη επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με θέμα την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου, ο Συνήγορος του Πολίτη, εκθέτει τις απόψεις και προτάσεις για τη μεταρρύθμιση διατάξεων, που συναρτώνται κατά κύριο λόγο με το δικαίωμα του παιδιού στην αληθή ταυτότητά του από τη γέννηση και στη διατήρηση των συγγενικών δεσμών του.
Σε αυτό το πλαίσιο προτείνει επιπλέον:
– μεταβολή του μοντέλου της υιοθεσίας, σε «ανοιχτό», το οποίο θα εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών και πρωτίστως τα δικαιώματα του παιδιού,
– νέες ρυθμίσεις σχετικά με τις διατάξεις για την άσκηση της επιμέλειας και της επικοινωνίας, που να μη συνδέονται απαραίτητα με τη γονική ιδιότητα,
– τροποποίηση των όρων για τη σύναψη του γάμου καθώς δεν προστατεύουν επαρκώς την ανηλικότητα.
Διαβάστε την πρώτη επιστολή εδώ
Διαβάστε την δεύτερη επιστολή εδώ