Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: Η επιδείνωση τέτοιων πλημμελειών ικανών να επηρεάσουν τη δικαστική ανεξαρτησία στην Πολωνία δεν αποτελεί λόγο να μην εκτελούνται αυτόματα όλα τα ευρ. εντάλματα σύλληψης που εκδίδουν οι δικαστικές αρχές της
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 12-11-2020 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Manuel Campos Sánchez-Bordona προτείνει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι η επιδείνωση των συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών ικανών να επηρεάσουν τη δικαστική ανεξαρτησία στην Πολωνία δεν δικαιολογεί να μην εκτελούνται αυτόματα όλα τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης που προέρχονται από το συγκεκριμένο κράτος μέλος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα ΔΕΕ Campos Sánchez-Bordona, το Δικαστήριο θα πρέπει να επαναβεβαιώσει τη νομολογία που καθιέρωσε με την απόφασή του Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) C‑216/18 PPU.
Σημειώνεται ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών προβλέπει μια σειρά περιπτώσεων στις οποίες η εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης απορρίπτεται. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να ανασταλεί, εάν αποδειχθεί ότι το εκζητούμενο πρόσωπο διατρέχει πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του.
Σημειώνεται ότι στην απόφαση Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) C‑216/18 PPU, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι μεταξύ αυτών των δικαιωμάτων είναι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η δικαστική αρχή εκτέλεσης πρέπει να εξετάζει, πρώτον, εάν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος παραβίασης του δικαιώματος αυτού λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών ικανών να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος του κράτους μέλους έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Δεύτερον, πρέπει να ελέγξει, κατά τρόπο απτό και σαφή, εάν υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι το εκζητούμενο πρόσωπο διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί, σε περίπτωση παράδοσης, παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη. Έτσι, παρά τη σοβαρότητα των πλημμελειών που υπήρχαν, το ΔΕΕ είχε αποκλείσει τη δυνατότητα, για τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, να αρνηθεί αυτόματα και αδιακρίτως την εκτέλεση οποιουδήποτε ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τα πολωνικά δικαστήρια.
Ιστορικό των υποθέσεων
Υπόθεση C‑354/20 PPU
Στις 7 Φεβρουαρίου 2020, ο officier van justitie (εισαγγελέας, Κάτω Χώρες) ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εκδοθέν στις 31 Αυγούστου 2015 από το Sąd Rejonowy w Poznaniu (περιφερειακό δικαστήριο Πόζναν, Πολωνία), για τη σύλληψη και παράδοση ενός Πολωνού υπηκόου χωρίς κατοικία ή διαμονή στις Κάτω Χώρες, με σκοπό τη δίωξή του για διακίνηση ναρκωτικών και κατοχή πλαστού εγγράφου ταυτότητας.
Στις 24 Μαρτίου 2020, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) ανέστειλε τη διαδικασία προκειμένου ο εκζητούμενος και η εισαγγελική αρχή να υποβάλουν, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) C‑216/18 PPU, τις παρατηρήσεις τους επί των πλέον πρόσφατων εξελίξεων στην Πολωνία σχετικά με το κράτος δικαίου, καθώς και επί των πιθανών συνέπειών τους όσον αφορά την παράδοση του πρώτου.
Μετά την υποβολή των παρατηρήσεων αυτών, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) ζήτησε, στις 12 Ιουνίου 2020, από την εισαγγελική αρχή να απευθύνει ορισμένες ερωτήσεις στο δικαστήριο εκδόσεως. Το τελευταίο απάντησε σε όλες τις υποβληθείσες ερωτήσεις, πλην εκείνων που αφορούσαν το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία), ως προς τις οποίες κάλεσε το αιτούν δικαστήριο να απευθυνθεί απευθείας στο ίδιο το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο).
Η εισαγγελική αρχή υπέβαλε στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) τις ερωτήσεις που το αφορούσαν, αλλά δεν έλαβε απάντηση.
Υπόθεση C‑412/20 PPU
Στις 23 Ιουνίου 2020, ο officier van justitie (εισαγγελέας, Κάτω Χώρες) ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εκδοθέν στις 26 Μαΐου 2015 από το Sąd okręgowy w Sieradzu (περιφερειακό δικαστήριο Sieradz, Πολωνία), για τη σύλληψη και παράδοση προσώπου που είχε καταδικαστεί από άλλο πολωνικό δικαστήριο σε ποινή στερητική της ελευθερίας.
Στις 17 Αυγούστου 2020, το εκζητούμενο πρόσωπο ζήτησε από το δικαστήριο αυτό να αναμείνει την απάντηση του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑354/20 PPU, αίτημα στο οποίο δεν αντιτάχθηκε η εισαγγελική αρχή.
Και στις δύο ως άνω υποθέσεις ενώπιόν του, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) διερωτάτο εάν, έναντι της επιδεινώσεως, μετά την απόφαση Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) C‑216/18 PPU, των γενικευμένων πλημμελειών στην πολωνική δικαιοσύνη, μπορεί να αρνηθεί την παράδοση που του έχει ζητήσει δικαστήριο της εν λόγω χώρας, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει ενδελεχώς τις συγκεκριμένες περιστάσεις του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Manuel Campos Sánchez-Bordona πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι ελλείψει επίσημης διαπιστώσεως εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, ΣΕΕ ότι υφίσταται σοβαρή και διαρκής παραβίαση από το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μόνον αφού εκτιμήσει, με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο, ότι, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως του εκζητουμένου προσώπου, της φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται και του πραγματικού πλαισίου που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, κατά τον γεν. εισαγγελέα, ο κίνδυνος αυτός είναι πιθανός τόσο εάν οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες συνέτρεχαν ήδη κατά τον χρόνο εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματός συλλήψεως όσο και εάν επήλθαν μεταγενέστερα και εξακολουθούν να υφίστανται κατά τον χρόνο της ενδεχόμενης παραδόσεως του εκζητουμένου προσώπου.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA