ΑΠΟΦΑΣΗ
Ευστρατίου κ.α. κατά Ελλάδας της 19.11.2020 (αρ. προσφ. 53221/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικονομικός φορμαλισμός. Πρόσβαση σε δικαστήριο. Μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ένορκης βεβαίωσης.
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν με την προσφυγή τους ότι η άρνηση του Εφετείου και του Αρείου Πάγου να λάβουν υπόψη ένορκη βεβαίωση, που κατά την άποψή τους ήταν καθοριστική για την έκβαση της υπόθεσης, ήταν υπερβολικά φορμαλιστική. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια θεώρησαν ότι το εν λόγω έγγραφο δεν είχε υποβληθεί στο Εφετείο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 240 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε, ιδίως, ότι η κατάθεση ενός άλλου μάρτυρα για τους προσφεύγοντες στην ακροαματική διαδικασία, είχε αποτυπώσει με ακρίβεια την ουσία της κατάθεσης που περιλαμβάνετο στην επίδικη ένορκη βεβαίωση, την οποία είχε απορρίψει το Εφετείο για τον λόγο ότι δεν είχε υποβληθεί σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το γεγονός αυτό εξασθένισε σοβαρά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η ένορκη βεβαίωση ήταν κρίσιμη για την έκβαση της υπόθεσης, δεδομένου ότι το κύριο επιχείρημά τους ενώπιον του Εφετείου προέκυψε ξεκάθαρα από την προφορική κατάθεση άλλου μάρτυρα. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες δεν είχαν υποστεί καμία δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Κυριάκη Ευστρατίου, Αμαλία Ευστρατίου, Νεόφυτος Ευστρατίου, Άννα Σαμιώτου και Καλλιόπη Σαμιώτου, γεννήθηκαν μεταξύ 1944 και 1982 και ζουν στην Αθήνα.
Η υπόθεση αφορούσε αστικές διαδικασίες που οδήγησαν τους προσφεύγοντες να καταβάλουν υπέρ του αντιδίκου τους ποσό ύψους 334.330,95 ευρώ, καθώς το Εφετείο έκρινε ότι είχαν λάβει αυτό το ποσό αδικαιολόγητα ως δωρεά, σε βάρος ενός από τους κληρονόμους του δωρητή.
Οι εσωτερικές διαδικασίες κινήθηκαν το 2010 ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την έκδοση απόφασης υπέρ των προσφευγόντων που απέρριψε τις αξιώσεις του αντιδίκου τους. Ο τελευταίος άσκησε έφεση και το Εφετείο Αθηνών το 2012 την έκανε δεκτή.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο το 2014. Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν στην αναίρεσή τους ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη κατά την εκτίμησή του ένα αποδεικτικό στοιχείο που είχε υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ένορκη βεβαίωση μάρτυρα), με την αιτιολογία ότι δεν είχε υποβληθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 240 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι προσφεύγοντες θεώρησαν ότι το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο ήταν καθοριστικό για την έκδοση της απόφασης.
Βασιζόμενοι ιδίως στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο), οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η άρνηση του Εφετείου να λάβει υπόψη το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο ήταν υπερβολικά φορμαλιστική. Θεώρησαν επίσης ότι τα αστικά δικαστήρια είχαν περιορίσει το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη με τρόπο που ήταν ασαφής, απρόσιτος και απρόβλεπτος, ότι ο περιορισμός αυτός δεν είχε επιδιώξει την επίτευξη ενός νόμιμου στόχου και ήταν δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο στόχο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 240 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται σε διάδικο να αναφέρει τις προηγούμενες προτάσεις του κατά τη διαδικασία ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου) επιδιώκει έναν νόμιμο σκοπό: να εξασφαλίσει την ορθή λειτουργία των δικαστηρίων, να εγγυηθεί ότι θα ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται οι διάδικοι στο δικαιοδοτικό βαθμό της έφεσης και να αποφευχθεί ο περιττός φόρτος εργασίας στο Εφετείο προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία.
Ως εκ τούτου, ο στόχος ήταν σύμφωνος με τον στόχο που εκτίθεται στην αιτιολογική έκθεση για την θέσπιση του άρθρου 240, δηλαδή την αποφυγή υπερβολικής πίεσης στους δικαστές να εντοπίσουν τις παρατηρήσεις των διαδίκων, όπως παρουσιάζονται στη διαδικασία ενώπιον των κατωτέρων δικαστηρίων.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, δεν επαρκεί, προκειμένου να είναι παραδεκτή και νόμιμη η συμπερίληψη των προτάσεων που υποβλήθηκαν αρχικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στη συνέχεια υποβάλλονται σε δευτεροβάθμιο βαθμό, να προσαρτώνται οι πρώτες στις δεύτερες. Και οι δύο διαδικασίες κατάθεσης έπρεπε να παρουσιαστούν με τη μορφή ενιαίου εγγράφου που επιδιώκει την αποδοχή ή την απόρριψη της έφεσης. Εάν τα έγγραφα ήταν σημαντικά ώστε να βασιστεί σε αυτά το Εφετείο, έπρεπε να γίνεται αναφορά με συγκεκριμένο, σαφές και ακριβή τρόπο στο προαναφερθέν ενιαίο έγγραφο, και όχι έμμεσα μέσω απλής αναφοράς στις πρωτοβάθμιες προτάσεις.
Στην παρούσα περίπτωση, οι πρωτοβάθμιες προτάσεις δεν είχαν ενσωματωθεί στις δευτεροβάθμιες κατά τον τρόπο που απαιτείται από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, δηλαδή ως ενιαίο έγγραφο με τίτλο «Προτάσεις ενώπιον του Εφετείου». Εξάλλου, η αναφορά στην ένορκη βεβαίωση και στις καταστάσεις λογαριασμών των τραπεζών δεν ήταν συγκεκριμένη, σαφής ή ακριβής, όπως απαιτείται και από την ίδια νομολογία.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία χαρακτηρίζεται αβάσιμο το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι στηρίζονται στα έγγραφα που αναφέρονται στις πρωτοβάθμιες προτάσεις ελλείψει αναφοράς σε ένα συγκεκριμένο απόσπασμα των εν λόγω προτάσεων, δεν ήταν υπερβολικά φορμαλιστική. Το δικαστήριο απλώς εφάρμοζε τους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ήταν σαφείς, προσιτοί και κατανοητοί από τους προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν επικουρηθεί από έμπειρο δικηγόρο στις δικαστικές διαδικασίες.
Το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαίο να επαναλάβει ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματικό εάν τα αιτήματα και οι προτάσεις των διαδίκων είχαν πράγματι «ακουστεί/εξεταστεί», δηλαδή αξιολογηθεί δεόντως από το εν λόγω «δικαστήριο». Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα του άρθρου 6 ήταν να αναγκάσει το «δικαστήριο» να διεξάγει την ορθή αξιολόγηση των προτάσεων, των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι με την επιφύλαξη της εκτίμησής του για το κατά πόσον αυτά είχαν σημασία.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η μαρτυρική κατάθεση άλλου μάρτυρα που δόθηκε στο ακροατήριο αναφορικά με τους προσφεύγοντες περιλάμβανε την ουσία της ένορκης βεβαίωσης την οποία μνημόνευσαν.
Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη αυτή την κατάθεση του μάρτυρα που περιελάμβανε ουσιωδώς το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης αποδυνάμωσε σοβαρά τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι αυτή η ένορκη βεβαίωση άλλου μάρτυρα ήταν κρίσιμη για την έκβαση της υπόθεσης. Πράγματι, το κύριο επιχείρημα των προσφευγόντων ενώπιον του Εφετείου είχε προκύψει σαφώς από τη κατάθεση άλλου μάρτυρα στο ακροατήριο.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν υπέστησαν δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους πρόσβασης σε δικαστήριο και ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ
(επιμέλεια echrcaselaw.com).