Του Γ. Αγγέλη
Μια διαχειριστική πράξη του γερμανικού δημόσιου χρέους, αποκαλυπτική της ελαστικότητας με την οποία στην πραγματικότητα και όχι στις δημόσιες δηλώσεις, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας και ο επικεφαλής της κ. Γιένς Βάϊντμαν, αντιμετωπίζουν την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην Γερμανία, είναι ενδεικτική για το πως κινούνται οι εξελίξεις πίσω από τις… κουρτίνες της δημοσιότητας.
Όπως αποκαλύπτεται στα κείμενα του προϋπολογισμού του 2020 και του 2021, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Βερολίνου αποφάσισε να αυξήσει από 10% (2020) σε 20% την έκδοση δημόσιου χρέους για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες στήριξης της οικονομίας, η οποία εξακολουθεί να είναι η “ατμομηχανή” της Ευρωζώνης.
Μέχρι εδώ τίποτα το παράδοξο δεδομένων των συνθηκών.
Το αξιοπρόσεκτο και… ενδιαφέρον είναι το πως το Βερολίνο χρησιμοποιεί το χρέος αυτό και ποιες είναι οι συνέπειες για το κόστος δανεισμού της Γερμανίας αλλά και των άλλων της Ευρωζώνης. Βέβαια σ’ αυτό το “παιχνίδι” ο ρόλος της Bundesbank και της ΕΚΤ είναι καταλυτικός και… διαφωτιστικός για το πως το χρέος χρησιμοποιείται σαν εργαλείο πολιτικής στην Ευρωζώνη.
Σύμφωνα λοιπόν με μία τακτική που εφαρμόζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η οποία αποδεικνύεται από τα μηνιαία στοιχεία της Bundesbank, το υπουργείο Οικονομικών δεν βγάζει το συγκεκριμένο χρέος που εκδίδει στην δευτερογενή αγορά, αλλά το διακρατεί σε πολύ μεγάλο μέρος του, η ίδια η κυβέρνηση στο χαρτοφυλάκιό της.
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα “μαξιλάρι” ομολόγων (καλή ώρα σαν αυτό που έχει το ΥΠΟΙΚ στην Ελλάδα μετά από την συμφωνία του Ιουνίου του 2018), του γερμανικού δημοσίου που ξεπερνάει τα 140 δισ. ευρώ και το οποίο χρησιμοποιεί/ξοδεύει κατά το δοκούν για την στήριξη των εκτάκτων περιστάσεων, όπως τώρα με τον κορονοϊό.
Όσο το μαξιλάρι αυτό δεν ξοδεύεται δεν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης.
Όμως το σύνολο των εκδόσεων χρέους στην πηγή, δηλαδή στο ΥΠΟΙΚ, είναι αυτό που μετράει ως διαθέσιμο προς αγορά η ΕΚΤ και οι Κεντρικές Τράπεζες για να “αγοράσει” στο προβλεπόμενο ποσοστό της “κλείδας” της χώρας.
Με άλλα λόγια οι εκδόσεις πάνω στις οποίες υπολογίζονται οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ και τις άλλες Κεντρικές Τράπεζες είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που υπάρχουν διαθέσιμες στην δευτερογενή αγορά. Και άρα επιτρέπεται να αγοράσει από την δευτερογενή αγορά μεγαλύτερα ποσά από όσο θα ήταν αν πραγματικά το χρέος αυτό είχε διατεθεί ολόκληρο στην δευτερογενή αγορά.
Αυτό διευκολύνει τις αγορές μέσω του PEPP και του APP, δηλαδή το έκτακτο και το τακτικό QE της ΕΚΤ, αυξάνοντας την πίεση για μείωση των αποδόσεων και την αύξηση των τιμών των γερμανικών ομολόγων.
Λίγο πολύ το Βερολίνο ακολουθεί την τακτική να κρατάει την προσφορά χαμηλότερα από την ζήτηση, περιορίζοντας τα διαθέσιμα ποσά – όπως κάνει και ο ο ελληνικός ΟΔΔΗΧ – αλλά με ένα “τέχνασμα” που είναι στα όρια της νομιμότητας και το οποίο γνωρίζει βέβαια η κα Λαγκάρντ και δεν αναφέρει ποτέ “κουβέντα” γι’ αυτό…
Σ’ αυτό το “υπόστρωμα” των εξελίξεων αναπτύσσονται οι ζυμώσεις που γίνονται μεταξύ των Κεντρικών Τραπεζιτών της ΕΚΤ εν όψη των αποφάσεων του Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο των οποίων οι “πιέσεις” μεταξύ των διαφορετικών πλευρών είναι επί της ουσίας σε διαφορετικό επίπεδο, από εκείνο που φαίνεται δημόσια από τις επίσημες τοποθετήσεις των Κεντρικών Τραπεζιτών.
Αυτό άλλωστε είναι φανερό από την “διαφωνία” που τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων παραμένει μεταξύ Λαγκάρντ – Βάϊντμαν, ειδικά στο κρίσιμο ζήτημα της διατήρησης ή μη του έκτακτου προγράμματος PEPP και μετά από την εκτόνωση της πανδημίας…