Το πλέον εφιαλτικό σενάριο, με την ύφεση να προσεγγίζει το 12% και την ανεργία να ξεπερνά το 20% επαναφέρει στο προσκήνιο το δεύτερο lockdown στο οποίο εισήλθε από χθες η χώρα, σε συνδυασμό με την πορεία της πανδημίας που φαίνεται πως δεν απέχει πολύ από το ξεφύγει επικίνδυνα.
Οι αναλυτές θεωρούν αυτονόητο πως η ανεργία όχι απλώς θα αυξηθεί στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά το 2013, αλλά ενδέχεται να αγγίξει ακόμη και το 22%. Εκφράζονται μάλιστα εκτιμήσεις, σύμφωνα με τις οποίες για κάθε μία μονάδα πτώσης του ΑΕΠ, θα χάνονται περίπου 50.000 θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα πολλοί να μιλούν για αύξηση των ανέργων από τις αρχές Μαρτίου έως το τέλος του έτους κατά 350.000, ίσως και περισσότερους.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που παραμένουν ή εισέρχονται για δεύτερη φορά μέσα σε 8 μήνες σε αναστολή σύμβασης, ζουν επί μήνες με τα 534 ευρώ, εγκλωβισμένοι σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ ανεργίας και εργασίας, πνίγονται από την αβεβαιότητα και τα χρέη. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, το οικονομικό επιτελείο αποφάσισε ειδικά για τον μήνα Νοέμβριο, το ποσό της ειδικής αποζημίωσης να αυξηθεί στα 800 ευρώ, εφόσον η αναστολή διαρκεί 30 ημέρες.
Οι επιστήμονες βλέπουν πλέον πιο κοντά στην πραγματικότητα το απαισιόδοξο σενάριο από αυτά που εξέταζαν κατά την έναρξη της πανδημίας, τον Μάρτιο, ενώ εκτιμούν ότι η επιστροφή στην κανονικότητα, ήτοι σε συνθήκες 2019, θα επιτευχθεί κοντά στο 2023. Πρόσφατα, η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε ότι η πανδημία του νέου κορωνοϊού ενδέχεται να οδηγήσει σε ακραία φτώχεια έως και 150 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι τα τέλη του 2021, εξαλείφοντας τρία χρόνια προόδου στις προσπάθειες για τη μείωση της φτώχειας στον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι το 9,1%-9,4% του παγκόσμιου πληθυσμού ενδέχεται να ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας φέτος, ποσοστό παραπλήσιο με εκείνο του 2017, όταν έφτασε το 9,2%. Είναι επίσης η πρώτη αύξηση του ποσοστού ακραίας φτώχειας μετά περίπου 20 χρόνια. Μάλιστα, ενώ στο παρελθόν η ακραία φτώχεια εντοπιζόταν κυρίως στις αγροτικές περιοχές, όπως διαπιστώνει και η Παγκόσμια Τράπεζα τώρα, λόγω της πανδημίας όλο και μεγαλύτερος αριθμός κατοίκων αστικών περιοχών περιέρχεται σε ένδεια, καθώς χάνονται θέσεις εργασίας λόγω των lockdown και της μειωμένης ζήτησης.
Ο οίκος αξιολόγησης DBRS (Σεπτέμβριος 2020) εκτίμησε για τις χώρες της Ευρωζώνης ότι θα πληγούν από μία άνιση ανάκαμψη εις βάρος των χωρών του Νότου ως τα πλέον ευάλωτα και εξαρτημένα κράτη-μέλη από τον τουρισμό. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης, από τη συγκεκριμένη μελέτη αναδεικνύεται ότι η χώρα μας είναι η πλέον ευάλωτη οικονομία και εξαρτημένη από την ύφεση του τουρισμού, καθώς το 20,8% του ΑΕΠ και το 21,7% της απασχόλησης εξαρτώνται από αυτόν και ακολουθούν η Κύπρος, η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Σε επίπεδο στατιστικής ανεργίας, αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει αύξηση του ήδη υψηλού επιπέδου. Συγκεκριμένα, από 17,3% ή 758.000 άνεργους το 2019, φθάσαμε στο 18,3% και τους 836.000 ανέργους τον Ιούνιο του 2020 και εκτιμάται ότι θα αγγίξουμε το 21,3% με 22,1% σε ποσοστό ανεργίας και το 1.020.000 με 1.070.000 στον αριθμό των ανέργων, στο τέλος του έτους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ πως η ανεργία θα κυμανθεί στο τέλος του 2020 στο 21,2%, με το κόστος απώλειας εργασίας να διατηρείται σημαντικά υψηλά, καθώς ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απολέσει το 47% του εισοδήματός του.
Σύμφωνα με τον υποψήφιο διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου Βασίλη Μπέτση, προστίθενται στις υπάρχουσες ευελιξίες των αμοιβών, του χρόνου εργασίας, κ.λπ., νέες ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπως είναι η αναστολή των συμβάσεων εργασίας που στην πράξη είναι μερική ανεργία, η απασχόληση μετά την αναστολή των συμβάσεων εργασίας, η τηλεργασία, η απλήρωτη υπερωρία, η μερική και εκ η περιτροπής απασχόληση.
Στην «γκρίζα ζώνη»
Πριν από το δεύτερο καθολικό lockdown, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ εκτιμούσε ότι περισσότεροι από 180.000 εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια «γκρίζα περιοχή» μεταξύ υποαπασχόλησης και ανεργίας, καθώς παρέμεναν σε καθεστώς αναστολής της σύμβασης εργασίας τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών με αποδοχές μειωμένες κατά τουλάχιστον 50%, σε σχέση με τον μισθό τους. Πλέον, εκτιμάται ότι σχεδόν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι ξαναβλέπουν τις συμβάσεις τους να «παγώνουν» και η συντριπτική πλειονότητα αυτών φοβάται πως δύσκολα θα ξαναγυρίσει στη δουλειά του, τουλάχιστον με τη μορφή που ήταν πριν από την εξάπλωση της πανδημίας.
Παράλληλα, εν μέσω της πανδημίας και συγκεκριμένα κατά το β΄ τρίμηνο του έτους, ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά 10%, οι εργαζόμενοι με αποδοχές έως 200 ευρώ εκτινάχθηκαν από 1% σε 12% του συνόλου των μισθωτών, το 31% των απασχολουμένων έχουν αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό, ενώ το 83% όσων αμείβονται με τον κατώτατο βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας
Οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης εκτιμούν μάλιστα ότι η ελληνική οικονομία θα συναντήσει αντίστοιχα μακροοικονομικά και κοινωνικά μεγέθη τουέτους 2019 όχι νωρίτερα από το 2023 και θεωρούν πως οι εργαζόμενοι σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης στη χώρα μας απειλούνται από την ολική ανεργία, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την πιθανότητα φτωχοποίησής τους