Σε μία νέα, ωριμότερη και πιο επωφελή για την οικονομία περίοδο φιλοδοξούν να οδηγήσουν την αγορά της «χρυσής βίζας» η κυβέρνηση αλλά και οι συμμετέχοντες στην αγορά ακινήτων και την κεφαλαιαγορά. Αν και καταλυτικός παράγοντας για να αποκτήσουν πάλι δυναμική οι αριθμοί των συναλλαγών είναι η άρση των περιορισμών που προκαλεί η πανδημία, σειρά εξελίξεων και πρωτοβουλιών δείχνουν πως το πρόγραμμα «χρυσή βίζα» γυρίζει σελίδα:
Τις αμέσως επόμενες ημέρες αναμένεται να υπογραφεί η κοινή υπουργική απόφαση που θα επιτρέπει στους ξένους επενδυτές που αγοράζουν μετοχές, ομόλογα ή φέρνουν χρήματα σε ελληνικές τράπεζες, αξίας άνω των 400.000 ευρώ, να έχουν τα ίδια ευεργετήματα που προβλέπονται και για τις αγορές ακινήτων αξίας άνω των 250.000. Υπενθυμίζεται πως το πρόγραμμα προβλέπει σήμερα τη χορήγηση αδειών διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών και σε μέλη οικογενειών τους, που προβαίνουν σε αγορά ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, η αξία της οποίας υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ.
Παράλληλα, προχωράει ο σχεδιασμός του υπουργείου Ανάπτυξης και επενδύσεων για τη θωράκιση της αγοράς χορήγησης «χρυσής βίζας» με απόκτηση ακινήτων και στόχο αφενός να παραμένουν τα κεφάλαια αυτά στη χώρα, και να αποκλείονται «επιστροφές», και αφετέρου να γίνεται σοβαρός έλεγχος του προφίλ των αγοραστών. Αυτή η τελευταία προσπάθεια συνδέεται και με τις αντιδράσεις που έχουν εκδηλωθεί από άλλα ευρωπαϊκά κράτη και την Ευρωπαϊκή Ενωση, αφού η χορήγηση ελληνικής βίζας δίνει δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης σε όλες τις χώρες Σένγκεν, σε μια εποχή που η καχυποψία περισσεύει. Οσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, κτηματομεσιτικές αλλά και διπλωματικές πηγές αναφέρουν πως υπάρχει έντονο, αυξανόμενο και, επιπροσθέτως, σωρευμένο από την παύση που έφερε η πανδημία επενδυτικό ενδιαφέρον για την αγορά ελληνικών ακινήτων, τόσο από χώρες που έχουν πρωταγωνιστήσει μέχρι στιγμής στις συναλλαγές «χρυσής βίζας» όπως η Κίνα, η Τουρκία και η Ρωσία, αλλά και από άλλες χώρες όπως, για παράδειγμα, η Βρετανία μετά το Brexit.
Η αισιοδοξία πως η Ελλάδα μπορεί να απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος αυτής της ζήτησης μετά την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών που έχει φέρει η πανδημία, στηρίζεται εσχάτως και στο γεγονός πως επί του παρόντος φαίνεται ότι τα σκάνδαλα με τις χορηγίες διαβατηρίων στην Κύπρο βγάζουν εκτός μία ευθέως ανταγωνιστική αγορά τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Στον αντίποδα βεβαίως η Τουρκία –που έχει συνάψει διμερείς συμφωνίες με πάνω από 100 χώρες για ελεύθερη μετακίνηση– έχει καταφέρει να προσελκύει έναν αυξανόμενο αριθμό επενδύσεων σε ακίνητα έναντι 250.000 δολαρίων, χορηγώντας με ταχύτατες διαδικασίες διαβατήρια. Σε δύο χρόνια έχουν πουληθεί 9.000 τουρκικά διαβατήρια, με ένα μεγάλο αριθμό να πηγαίνει σε Κινέζους και Ινδούς. Οι τελευταίοι θεωρούνται και στην Ελλάδα η μεγαλύτερη ανερχόμενη αγορά προσέλκυσης αγοραστών στο προσεχές μέλλον.
Την ίδια ώρα, όπως αναφέρουν κτηματομεσιτικές αλλά και συμβολαιογραφικές και τραπεζικές πηγές, ο θόρυβος που έγινε στην Ελλάδα προ διετίας σχετικά με την υπόθεση του επιχειρηματία Παπαευαγγέλου και της εταιρείας του Destiny, μία από τις πιο δραστήριες μεσιτικές με συναλλαγές «χρυσής βίζας», απεδείχθη άστοχος αφού η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Ειδικότερα, κατόπιν έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε όλα τα φυσικά πρόσωπα και σε όλες τις εταιρείες συμφερόντων της οικογένειας Παπαευαγγέλου από την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος, υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών και την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η δίωξη για φοροδιαφυγή στο εισόδημα και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να τεθούν στο αρχείο όλες οι δικογραφίες, βάσει των πορισμάτων των επίκουρων εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Εσοδα 1 δισ. ευρώ
Οι προσδοκίες για την αξία των συναλλαγών σε ακίνητα από επενδυτές «χρυσής βίζας» κατά το πρώτο έτος μετά την πανδημία είναι πολύ υψηλές. Ορισμένες πηγές, εκτιμώντας τη διαπιστωμένη ζήτηση, μιλούν ακόμα και για έσοδα άνω του ενός δισ. ευρώ, τη στιγμή που από την έναρξη του προγράμματος το 2014 έως σήμερα τα έσοδα υπολογίζεται πως δεν ξεπερνούν τα τέσσερα δισ. Πάντως, φέτος η αγορά ακινήτων από το εξωτερικό εμφανίζει καθίζηση, η οποία το πρώτο εξάμηνο ξεπέρασε το 40%, σύμφωνα με τα στοιχεία εισροής ξένων κεφαλαίων στη χώρα μας, για την απόκτηση ακινήτων. Με βάση τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η Τράπεζα της Ελλάδος, τα συνολικά κεφάλαια διαμορφώθηκαν στο πρώτο εξάμηνο φέτος σε 230,7 εκατ. έναντι 392,7 εκατ. το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και ειδικότερα της Γενικής Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής, με ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου, οι συνολικές αιτήσεις αδειών διαμονής για τους επενδυτές αγοραστές ακινήτων μέχρι και τον Σεπτέμβριο έφτασαν τις 7.903 από την αρχή του προγράμματος το 2014. Εάν συμπεριληφθούν και τα μέλη της οικογένειας των αγοραστών, οι άδειες που έχουν χορηγηθεί από το 2014 έως τον Σεπτέμβριο ανέρχονται στις 23.618. Εξ αυτών οι 17.794 έχουν κατευθυνθεί σε Κινέζους και μέλη των οικογενειών τους, 1.424 σε Τούρκους, 902 σε Ρώσους, 502 σε Λιβανέζους, 386 σε Ιρανούς, 375 σε Αιγύπτιους, 367 σε Ιρακινούς, 205 σε Ιορδανούς, 193 σε Αμερικανούς και 191 σε Σύρους.
Ελεγχοι για προέλευση χρημάτων, ύψος επένδυσης
Προκειμένου να μην υπάρξουν σκιές στο ελληνικό πρόγραμμα «χρυσή βίζα», που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντιδράσεις ένθεν και ένθεν των συνόρων, αλλά και να αποτρέπονται πρακτικές που ουσιαστικά ελαχιστοποιούν το όφελος για τη χώρα, η κυβέρνηση σκοπεύει να εισαγάγει μια σειρά αλλαγών μετά το τέλος της πανδημίας και αφού ισορροπήσει η αγορά. Στόχος είναι να μπορεί κατ’ αρχήν να παρακολουθεί την προέλευση των χρημάτων που έρχονται και να εξασφαλίζει πως δεν θα γίνονται συναλλαγές με ονομαστικό μόνον τίμημα τις 250.000 ευρώ και στην πραγματικότητα οι πωλητές να επιστρέφουν ένα μέρος των χρημάτων στους αγοραστές στο εξωτερικό. Κτηματομεσιτικές πηγές πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη πρακτική εφαρμόστηκε για κάποια περίοδο τα πρώτα χρόνια του προγράμματος, αλλά σύντομα εξέλειψε λόγω της επιφυλακτικότητας των ξένων επενδυτών. Προκειμένου όμως το πλαίσιο να είναι τέτοιο που η κυβέρνηση να μπορεί να διαπιστώσει εάν πράγματι γίνονται τέτοιες ή άλλες αμφιλεγόμενες συμφωνίες, εξετάζει μηχανισμούς που θα παρακολουθούν την προέλευση των χρημάτων του αγοραστή αλλά και τη συναλλαγή που προηγήθηκε στο ακίνητο το οποίο αγοράζει. Να διαπιστώνει δηλαδή ποιοι αγοράζουν πολύ φθηνότερα από ό,τι πουλάνε, επειδή αυτό μπορεί να αποτελεί έναν δείκτη ενδεχόμενου εικονικού τιμήματος και επανεξαγωγής κεφαλαίων ανάπτυξης. Το τι μπορεί να κάνει με την πληροφορία αυτή το Δημόσιο παραμένει πάντως αδιευκρίνιστο. Μια άλλη πρόταση που υπάρχει στο τραπέζι είναι να δημιουργηθεί ένα μητρώο εταιρειών που ασχολούνται με αγοραπωλησίες ακινήτων για χορήγηση «χρυσής βίζας», με βάση το οποίο θα υποχρεούνται στην υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών. Στην αγορά, βεβαίως, τόσο ιδιώτες ιδιοκτήτες ακινήτων όσο και κτηματομεσίτες αλλά και οικονομολόγοι θυμίζουν την αγγλοσαξονική ρήση «if it works don’t fix it», δηλαδή αν κάτι δουλεύει μην το πειράζεις. Και αυτό διότι θεωρούν πως κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις δεν μπορούν να δαιμονοποιούν ολόκληρη την αγορά και να οδηγούν σε υπερβολική ρύθμιση που εντέλει μπορεί να τη «σκοτώσει». Αντιδράσεις επίσης ακούγονται και για την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει μετά την πανδημία, πιθανότατα το 2022, το ελάχιστο ποσό επένδυσης για χορήγηση «χρυσής βίζας» σε περιοχές όπως η Αττική. Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει την αγορά ακινήτων και της υπόλοιπης Ελλάδας.