Της Δήμητρας Καδδά
Συνεδριάζουν σήμερα και αύριο οι υπουργοί Οικονομικών με επίκεντρο τη δραματική εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις που αυτή έχει στα κράτη. Οι προβλέψεις για τη διάρκειά της έχουν πλέον “διαψευσθεί”, ενώ οι πρωτοβουλίες της ΕΕ καθυστερούν.
Επιχειρείται έτσι να βρεθούν τρόποι θωράκισης των κρατών-μελών και παροχής δημοσιονομικού “χώρου” για μέτρα στήριξης. Αυτό προτείνεται να γίνει μέσα από την παράταση της σχετικής “ρήτρας γενικής διαφυγής” που δίνει την “ελευθερία” για μέτρα στήριξης, της επιτάχυνσης των κοινοτικών εργαλείων παροχής δανείων (που χρονοκαθυστερούν από τον Απρίλιο), αλλά και με την εκκίνηση της συζήτησης για το πώς θα διατηρηθεί η βιωσιμότητα του χρέους τα μετά κρίσης έτη με τρόπο που να μην εμποδίζει τις κρατικές επενδύσεις και να μην οδηγήσει σε δημοσιονομικές πολιτικές που θα βάλουν προσκόμματα στην ανάκαμψη των χωρών.
Στο πεδίο των εργαλείων στήριξης της ΕΕ, γίνεται προσπάθεια επιτάχυνσης της ενεργοποίησης όσων έχουν ήδη εγκριθεί: δηλαδή των δανείων του SURE αλλά και των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Ο λόγος για δάνεια που έχουν αποφασιστεί πολιτικά από τον προηγούμενο Απρίλιο, αλλά προς το παρόν παραμένουν στο “ράφι” και μπορούν να δώσουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα παροχής νέων χρηματοδοτήσεων (περί τα 2-3 δισ. ευρώ) προς τις επιχειρήσεις στο πρότυπο του ταμείου εγγυοδοτήσεων της Αναπτυξιακής Τράπεζας ή του πακέτου Γιούνκερ.
Ωστόσο, πέραν αυτών των εργαλείων, τίποτε άλλο δεν είναι ακόμη διαθέσιμο. Ακόμη και το μεταβατικό πρόγραμμα React EU (που θα καλύψει το 2021 και αναδρομικά δαπάνες για μέτρα στήριξης) είναι στα σκαριά. Και τούτο αφού είναι μέρος του -υπό διαπραγμάτευση- Ταμείου Ανάκαμψης, η διαδικασία ενεργοποίησης του οποίου προχωρά με πολύ αργούς ρυθμούς και με πολλά προσκόμματα.
Το άλλο μεγάλο θέμα που απασχολεί τους ΥΠΟΙΚ -και έχει ειδική σημασία για κράτη όπως η Ελλάδα- είναι αυτό της δημοσιονομικής ευελιξίας και του χρέους. Η έκρηξη ελλειμμάτων και χρέους, μαζί με τη βαθύτερη ύφεση, αναμένεται να καταγράφονται στις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της ΕΕ οι οποίες σχεδιάζεται να δοθούν αύριο στη δημοσιότητα.
Προφανώς, εξηγούν αρμόδιες διπλωματικές πηγές, πλέον θεωρείται δεδομένο ότι θα ισχύει και το 2021 η ρήτρα γενικής διαφυγής. Δηλαδή η γενική άρση των δημοσιονομικών κανόνων. Βεβαίως, προσθέτουν, η Ελλάδα έχει και ένα άλλο, μεγαλύτερο, πρόβλημα: το υψηλό χρέος και την ανάγκη να ικανοποιεί τον στόχο περί βιωσιμότητάς του.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, πλέον η πανδημία προκαλεί πλήγμα στα δημοσιονομικά δεδομένα σε πολλά κράτη-μέλη. Οπότε, εκτιμάται πως πλέον θα ανοίξει η κουβέντα για έναν “ειδικό” τρόπο με τον οποίο θα αποτυπωθεί το στίγμα που θα αφήσει στο χρέος κάθε κράτους και ειδικά χωρών όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία που έχουν πάρα πολύ υψηλή έκθεση και ευαλωτότητα.
Η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει. Ο Πάολο Τζεντιλόνι, αρμόδιος Επίτροπος για τις οικονομικές υποθέσεις, προανήγγειλε προ ημερών ότι η ρήτρα γενικής διαφυγής (δηλαδή η άρση όλων των δημοσιονομικών κανόνων σε επίπεδο ελλειμμάτων), δεν θα ισχύει μόνο για το σύνολο του 2021 (σ.σ. επισήμως θα επανεξετασθεί η ανάγκη τους στα μέσα του επόμενου χρόνου), αλλά και για το 2022. Επισήμανε πως “πρέπει να διατηρήσουμε την υποστήριξη της οικονομίας. Όσο χρειάζεται, για όσο διάστημα χρειάζεται”, αναφέροντας πως “πιστεύω ότι έχουμε μάθει τα διδάγματα από την προηγούμενη κρίση. Έχουμε ήδη καταστήσει σαφές ότι η γενική ρήτρα διαφυγής μας θα παραμείνει σε ισχύ καθ ‘όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους και (μετά) για όσο χρειάζεται”.
Το πιο σημαντικό στοιχείο της δήλωσης του Επιτρόπου ήταν άλλο: το άνοιγμα της κουβέντας αναφορικά με το χρέος και με τις εξαιρέσεις από αυτό που θα πρέπει να υπάρχουν, όπως για διευκολύνσεις στις κρατικές επενδυτικές δαπάνες, ειδικά σε τομείς προτεραιότητας της ΕΕ. Η ρήση αυτή έχει ειδική σημασία για κράτη όπως αυτό από το οποίο προέρχεται, ως πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, μιας χώρας που έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος μετά την Ελλάδα ως αναλογία του ΑΕΠ.
Ουσιαστικά πρόκειται για τις προτάσεις που έθεσε το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην ετήσια έκθεσή του, η οποία αύριο συζητείται στο Ecofin. Ο Επίτροπος επισήμανε πως η συζήτηση για το πώς και πότε να ομαλοποιηθεί η δημοσιονομική πολιτική είναι μια συζήτηση που δεν μπορεί να διεξαχθεί μεμονωμένα από τη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο βελτίωσης του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης. Αναφέρθηκε στις προτάσεις που έγιναν από το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο για την αλλαγή των κανόνων περιλαμβανομένων μηχανισμών για τη διευκόλυνση των επενδύσεων (ιδίως για την κλιματική αλλαγή), αλλά και για το πώς “θα προσαρμόσουμε τις πολιτικές μας ώστε να αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα των πολύ υψηλότερων επιπέδων χρέους που θα δούμε σε μεγάλο αριθμό κρατών-μελών μετά την πανδημία”.
Η εν λόγω συζήτηση έχει ειδική σημασία για την Ελλάδα, λόγω των περιορισμών που προκαλούν στις κινήσεις της κυβέρνησης τα κριτήρια για το χρέος και η αύξησή του ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της ύφεσης αλλά και του αναδρομικού επανυπολογισμού του ΑΕΠ από την ΕΛΣΤΑΤ που επίσης “χτύπησε” στο χρέος.
Το νέο πακέτο στήριξης των 2,3 δισ. ευρώ θεωρείται δεδομένο πως θα έχει συνέχεια αφού τα περιοριστικά μέτρα εντείνονται, με την κυβέρνηση να μετρά τις αντοχές των κρατικών ταμείων και του ΑΕΠ. Και παράλληλα παραμένει η ανάγκη ενεργοποίησης (μετά το τέλος της πανδημίας) των μόνιμων μειώσεων φόρων και εισφορών αλλά και η κάλυψη άλλων, επιπλέον, δαπανών, όπως για την αμυντική θωράκιση της χώρας.