Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: Η απαγόρευση διπλού αξιοποίνου που εφαρμόζεται στον χώρο Σένγκεν μπορεί να παρακωλύει έκδοση προσώπου σε μια τρίτη χώρα – Δεν απαγορεύεται η περαιτέρω επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που περιέχονται στο «Red Notice» εφόσον η επεξεργασία συνάδει με τους κανόνες της «αστυνομικής οδηγίας»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 19-11-2020 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek προτείνει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι η απαγόρευση διπλού αξιοποίνου που εφαρμόζεται στον χώρο Σένγκεν μπορεί να παρακωλύει έκδοση προσώπου σε μια τρίτη χώρα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα ΔΕΕ Bobek, η απαγόρευση αυτή, εάν εφαρμόζεται, δεν παρακωλύει μόνο κάθε επακόλουθη δίωξη σε άλλα κράτη μέλη, αλλά αποκλείει την προσωρινή κράτηση σε αυτά, βάσει ανακοίνωσης για αναζήτηση καταζητούμενων (ερυθρά αγγελία ή «Red Notice») που καταχωρίστηκε από την Interpol, ενόψει ενδεχόμενης μελλοντικής έκδοσης σε μια τρίτη χώρα.
Επιπλέον, ο γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ Bobek επισημαίνει ότι δεν απαγορεύεται η περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε εκδοθείσα από την Interpol ερυθρά αγγελία, ακόμη και αν η αρχή ne bis in idem έχει εφαρμογή στις κατηγορίες για τις οποίες εκδόθηκε η εν λόγω αγγελία, εφόσον η επεξεργασία αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 [οδηγία για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών] κανόνες.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ένας πολίτης και κάτοικος της Γερμανίας προσέφυγε ενώπιον του Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικoύ δικαστηρίου του Wiesbaden, Γερμανία) ζητώντας από το κράτος μέλος αυτό να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσει μια ανακοίνωση για αναζήτηση καταζητούμενων («ερυθρά αγγελία» ή «Red Notice») που καταχωρίσθηκε στον Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας –Ιnterpol– και στόχευε στον εντοπισμό του τόπου διαμονής του και την σύλληψή του με σκοπό την έκδοσή του. Η ανακοίνωση αυτή στηρίχθηκε σε ένταλμα σύλληψης των αρχών των ΗΠΑ σχετικά με κατηγορίες για διαφθορά, νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και απάτη.
Ο ενδιαφερόμενος πολίτης ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει σε κανένα κράτος στον χώρο Σένγκεν, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο σύλληψης. Πράγματι, λόγω της ανακοίνωσης, αυτά τα κράτη τον περιέλαβαν στις λίστες με τα καταζητούμενα άτομα. Υποστήριξε ότι αυτή η κατάσταση ήταν αντίθετη με την απαγόρευση διπλού αξιοποίνου, ήτοι την αρχή ne bis in idem, κατά την οποία δεν πρέπει να διώκεται ούτε να δικάζεται κανείς δύο φορές για τις ίδιες πράξεις, δεδομένου ότι η γερμανική εισαγγελία είχε ήδη κινήσει ποινική διαδικασία εναντίον του σχετικά με οι ίδιες πράξεις, η οποία τελικά περατώθηκε κατόπιν καταβολής προστίμου. Υποστήριξε, επίσης, ότι η περαιτέρω επεξεργασία, από τις αρχές των κρατών μελών, των προσωπικών του δεδομένων που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.
Εν τω μεταξύ, η εν λόγω ανακοίνωση διαγράφτηκε από την Interpol. Ο ενδιαφερόμενος πολίτης ζητά τώρα από το γερμανικό δικαστήριο να διατάξει τη Γερμανία να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέψει την καταχώριση νέας ανακοίνωσης σχετικά με τις ίδιες πράξεις από την Ιnterpol.
Yπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wiesbaden διερωτάται εάν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει στα κράτη μέλη, όταν καταχωρείται ανακοίνωση για αναζήτηση καταζητούμενων από την Ιντερπόλ κατόπιν αιτήματος τρίτου κράτους και η ανακοίνωση αυτή αφορά πράξεις για τις οποίες μπορεί να εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem, να εφαρμόζουν την ανακοίνωση περιορίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία του καταζητούμενου ατόμου και να επεξεργάζονται περαιτέρω τα προσωπικά δεδομένα του που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek πρότεινε, καταρχάς, στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ερυθρά αγγελία που εκδόθηκε από την Interpol κατόπιν αιτήματος τρίτου κράτους και, με τον τρόπο αυτό, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπου, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει αμετάκλητη απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια προς τούτο αρχή κράτους μέλους, με την οποία διαπιστώνεται ότι η αρχή ne bis in idem έχει πράγματι εφαρμογή στις συγκεκριμένες κατηγορίες για τις οποίες εκδόθηκε η εν λόγω αγγελία.
Στη συνέχεια, επισημαίνει ότιη αρχη nes bis in idem, εάν εφαρμόζεται, δεν παρακωλύει μόνο κάθε επακόλουθη δίωξη σε άλλα κράτη μέλη, αλλά αποκλείει την προσωρινή κράτηση σε αυτά, βάσει ανακοίνωσης για αναζήτηση καταζητούμενων που καταχωρίστηκε από την Interpol, ενόψει ενδεχόμενης μελλοντικής έκδοσης σε μια τρίτη χώρα. Πράγματι, ένας ενιαίος νομικός χώρος σημαίνει ενιαίος τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο: Δεν θα διωχθούν εκ νέου πρόσωπα κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για τα οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα χωρίς να φοβούνται νέες ποινικές διώξεις για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλο κράτος του χώρου Σένγκεν. Πρόσωπα τα οποία έχουν συλληφθεί ή έχουν τεθεί υπό προσωρινή κράτηση με σκοπό την έκδοσή τους, παρά το γεγονός ότι δικαιούνται να προστατευθούν δυνάμει της αρχής ne bis in idem, δεν διασφαλίζεται ούτε ότι δεν θα διωχθούν εκ νέου ούτε ότι μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της Ένωσης.
Επιπλέον, κατά τον γεν. εισαγγελέα, οι διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 54 Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν και με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν απαγορεύουν την περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε εκδοθείσα από την Interpol ερυθρά αγγελία, ακόμη και αν η αρχή ne bis in idem έχει εφαρμογή στις κατηγορίες για τις οποίες εκδόθηκε η εν λόγω αγγελία, εφόσον η επεξεργασία αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από την εν λόγω οδηγία κανόνες.
Το γεγονός ότι ένας ιδιώτης ενδέχεται να προστατεύεται από την αρχή ne bis in idem όσον αφορά ποινικές κατηγορίες για τις οποίες έχει εκδοθεί ερυθρά αγγελία δεν συνεπάγεται ότι τα περιεχόμενα σε αυτήν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν διαβιβαστεί παρανόμως. Η αρχή ne bis in idem δεν μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα και την ακρίβεια δεδομένων όπως είναι, για παράδειγμα, οι προσωπικές πληροφορίες, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο καταζητείται σε τρίτη χώρα λόγω της εις βάρος του απαγγελίας ποινικών κατηγοριών ή της καταδίκης του για ορισμένη αξιόποινη πράξη και την έκδοση εντάλματος συλλήψεως εις βάρος του σε αυτήν τη χώρα. Ούτε δε η αρχική διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων είναι παράνομη. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem δεν συνεπάγεται, για τον ενδιαφερόμενο, το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή των προσωπικών δεδομένων του δυνάμει του άρθρου 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.
Σε αυτή την περίπτωση, κατά τον γενικό εισαγγελέα, η περαιτέρω επεξεργασία δεν είναι απλώς νόμιμη αλλά, υπό το πρίσμα του σκοπού της επεξεργασίας, επιβεβλημένη. Ως εκ τούτου, η περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων (όπως η αναζήτηση, η προσαρμογή, η κοινολόγηση και η διάδοση) μπορεί να είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο το πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδόθηκε η ερυθρά αγγελία να αποτελέσει άδικα το αντικείμενο ποινικών μέτρων στα κράτη μέλη ή, στην περίπτωση λήψεως τέτοιων μέτρων, να διασφαλισθεί η έγκαιρη άρση τους.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA