Ενδιαφέρουσα απόφαση για την ερμηνεία του άρθρου 187 παρ. 3 του νέου Ποινικού Κώδικα
Απόσπασμα απόφασης Αρείου Πάγου 527/2020 (Τμήμα ΣΤ Ποινικό)
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 5 του ΠΚ, περί συμμορίας, όπως ίσχυε μέχρι 30-6-2019, με βάση την οποία, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από εγκληματική οργάνωση, επίσης καταδικάστηκαν όλοι οι αναιρεσείοντες, “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος …”, ενώ κατά την παρ. 3 της ίδιας διάταξης (187) του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ “Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος…”.
Από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για τη μορφή της σύστασης για τη διάπραξη πλημμελήματος ευμενέστερη διάταξη, που οδηγεί στην επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, είναι αυτή του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, καθόσον αφενός μεν, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική έκθεση, δεν αναφέρεται πλέον η “ένωση” με άλλον για τη “διάπραξη” κακουργήματος και προβλέπεται ρητά ότι το έγκλημα τελείται όταν ο δράστης “οργανώνεται” με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα.
Διευκρινίζεται με τον τρόπο αυτό ότι για να υπάρχει συμμορία δεν αρκεί απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά απαιτείται σύσταση οργάνωσης, με στοιχειώδη έστω δομή, ενώ απαιτείται και η ύπαρξη συμφωνίας για την από κοινού τέλεση των αξιόποινων πράξεων, αφετέρου δε με αυτήν προβλέπεται ποινή φυλάκισης 10 ημερών έως 3 ετών, ενώ η προϊσχύσασα διάταξη προέβλεπε ποινή φυλάκισης 3 μηνών έως 5 ετών.
Εξάλλου, κατά το άρθρο πρώτο του ν. 4620/2019 (ΦΕΚ A’96/l 1-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 585 του νέου ΚΠΔ). Κατά το άρθρο 589 παρ. 3 του νέου ΚΠΔ, “Αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και τις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος κώδικας ποινικής δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα”, κατά δε το άρθρο 590 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους”.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 511 εδ. δ’ του νέου ΚΠΔ, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, πράγμα που συμβαίνει ακόμη και σε περίπτωση ερημοδικίας του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου (άρθρο 514 εδ. δ’ περ. β’ ΚΠΔ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, συνάγεται ότι ο Άρειος Πάγος για την εκδίκαση αίτησης αναίρεσης απόφασης, που εκδόθηκε πριν την 1-7-2019, συζητήθηκε όμως μετά την ημερομηνία αυτή (1-7-2019), στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από το αν εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος κατά τη συζήτηση της τελευταίας.
Τέλος, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη, αρχόμενη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα.
[…] Περαιτέρω, αναφορικά με την πράξη της συμμορίας, για την οποία καταδικάστηκαν όλοι οι αναιρεσείοντες καθώς και η μη ασκήσασα αναίρεση Ό. Ζ., τα δεκτά γενόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά ότι δηλαδή οι αναιρεσείοντες και η ανωτέρω Ό. Ζ. ” τις πράξεις τους της απάτης από κοινού σε απόπειρα αλλά και τετελεσμένης κατ’ επάγγελμα και συνήθεια και ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, καθώς και της διακεκριμένης κλοπής από κοινού και κατ’ επάγγελμα και συνήθεια όλοι οι ως άνω κατηγορούμενοι, πλην του Ν. Κ., τις τέλεσαν ως ομάδα, που είχε ενωθεί για να διαπράξει κακουργήματα και πλημμελήματα, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό όφελος, δηλαδή ως συμμορία κατά την έννοια του άρθρου 187 παρ. 5 Π.Κ.
Πρόκειται δηλαδή για ομάδα παρανόμων προσώπων συγγενών μεταξύ τους, που στην προκειμένη περίπτωση διέπρατταν ευκαιριακά για βιοπορισμό παράνομες πράξεις, χωρίς να υπάρχει δομή και υλική υποδομή ούτε απόφαση διάρκειας δράσης σε βάθος χρόνου”, δεν στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συμμορίας, ως τούτο προβλέπεται από το άρθρο 187 παρ. 3 του νέου ΠΚ, αφού από τις παραπάνω παραδοχές ουδόλως προκύπτει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, η απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος σύσταση οργάνωσης με στοιχειώδη έστω υποδομή, κατά τους βάσιμους περί τούτου, εξεταζόμενους και αυτεπαγγέλτως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, τέταρτο, κατά το αντίστοιχο σκέλος του, λόγο αναίρεσης των Γ. Μ., Θ. Μ. και Χ. Ζ. και πρώτο λόγο αναίρεσης της Μ. Μ., οι οποίοι, μετά ταύτα, πρέπει να γίνουν δεκτοί και, αφού αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο της τούτο, να κηρυχθούν αυτοί αθώοι της εν λόγω πράξεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 του Κ.Π.Δ καθώς και, λόγω του επεκτατικού αποτελέσματος (άρθρο 469 ΚΠΔ) η μη ασκήσασα αναίρεση συγκατηγορουμένη τους και καταδικασθείσα για την ως άνω πράξη Ό. Ζ..
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr