Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε αναίρεση κρατούμενου των φυλακών Κασσαβέτειας στον οποίο δεν είχε αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας, που είχε αιτηθεί ισχυριζόμενος ότι συνεργάστηκε με την Αστυνομία.
Την εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης με βάση τον νέο ποινικό κώδικα ζήτησε ο Άρειος Πάγος σε υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής για διακίνηση ναρκωτικών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε αναίρεση κρατούμενου των φυλακών Κασσαβέτειας στον οποίο δεν είχε αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας, που είχε αιτηθεί ισχυριζόμενος ότι συνεργάστηκε με την Αστυνομία.
Ο κατηγορούμενος ο οποίος έχει καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλάκισης 13 ετών και σε χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, καταδικάστηκε ότι διέπραξε μαζί με άλλους τρεις συγκατηγορουμένους του (οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι για τα αδικήματα της σύστασης συμμορίας για τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων) αδικήματα που αφορούσαν σε υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών.
Παράλληλα στον κατηγορούμενο είχε επιβληθεί και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων η οποία πλέον δεν περιλαμβάνεται ως παρεπόμενη ποινή στον νέο ποινικό κώδικα που τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιούλιο του 2019.
Οι δικαστές αρχικά απέρριψαν την αναίρεση ως προς την αναγνώριση ελαφρυντικού, κρίνοντας αβάσιμους τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ο οποίος επικαλείτο ότι “συνεργάστηκε με τις αρχές με κίνδυνο της ζωής του και απέτρεψε μεγαλύτερο κακό με τη συνεργασία του αυτή, η οποία θεωρείται ως μεταμέλειά του”.
Οι αρεοπαγίτες αν και επισημαίνουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να αιτιολογήσουν τους λόγους απόρριψης ωστόσο αναφέρουν ότι “ανεξαρτήτως της αοριστίας, καθόσον δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά της συνεργασίας του με την αστυνομία και ποιο κακό απέτρεψε, δεν αποδείχθηκε καμία συνεργασία του με την αστυνομία, ούτε και περιστατικά που να μαρτυρούν την ειλικρινή προσπάθειά του για να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ ΠΚ”.
Αυτεπάγγελτη
Ωστόσο, οι αρεοπαγίτες έκαναν δεκτή την αναίρεση ως προς το ύψος της ποινής που είχε επιβάλει το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας στον κατηγορούμενο ενώ επέκτειναν αυτεπάγγελτα το ευεργετικό αναιρετικό αποτέλεσμα και στους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους, ως προς την επιβολή της ποινής και τον καθορισμό της συνολικής ποινής τους.
«Ειδικότερα με την απόφαση του ( 297/2020) ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ως προς τα όρια της πρόσκαιρης κάθειρξης το άρθρο 52 παρ.2 του νέου ΠΚ εισάγει ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση, αφού ορίζει ότι η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών, ενώ η αντίστοιχη διάταξη του καταργηθέντος Ποινικού Κώδικα όριζε ότι η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη.
Αυτεπάγγελτα εφαρμόζεται η ευμενέστερη ως προς το πλαίσιο της ποινής κάθειρξης διάταξη (άρθρ. 2 παρ. 1 νέου ΠΚ και 514 και 511 εδ. τελ. ΚΠΔ).
Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση α) ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινής για το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών και τον καθορισμό συνολικής ποινής και συνακόλουθα και ως προς τη διάταξή της περί καθορισμού συνολικής ποινής και β) ως προς τη διάταξη της για την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, αφού δεν περιλαμβάνεται ως παρεπόμενη ποινή η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στα άρθρα 59 και 60 του ισχύοντος ΠΚ.
Η υπόθεση επεστράφη στο Πενταμελές Εφετείο για τον ορισμό επιεικέστερης συνολικής ποινής και στους τέσσερις κατηγορούμενους».