Άρειος Πάγος 583/2020
Έκταση διευθυντικού δικαιώματος εργοδότη – Βλαπτική μεταβολή των όρων συμβάσεως εργασίας που οφείλεται σε εμπάθεια και όχι σε λόγους αναδιάρθρωσης της επιχείρησης
Απόφαση 583 / 2020
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Το διευθυντικό δικαίωμα, στο οποίο υπόκειται ο εργαζόμενος, με σχέση εξηρτημένης εργασίας [άρθρα 652, 648 ΑΚ], δίνει στον εργοδότη την εξουσία να εξειδικεύει, κάθε φορά, την υποχρέωση του εργαζομένου για εργασία, καθορίζοντας τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της, εφ’ όσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες του ουσιαστικού δικαίου ή από τη σύμβαση εργασίας (δηλ. ατομική σύμβαση εργασίας, επιχειρησιακή πρακτική ή συνήθεια, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, Διαιτητική Απόφαση, Κανονισμό ή Οργανισμό Εργασίας).
Υλοποιεί, όμως, παραλλήλως, το δικαίωμα αυτό, την εξουσία του εργοδότη, ως διευθυντή της εκμεταλλεύσεως, να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του, κατά το δυνατό προσφορότερο τρόπο. Βασικός περιορισμός του διευθυντικού δικαιώματος τίθεται από τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ. Η άσκησή του δηλ. δεν μπορεί να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του.
Μονομερής μεταβολή των όρων, ειδικότερα, της συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλου υπάρχει, όταν ο εργοδότης επιχειρεί τροποποίηση των όρων εργασίας, ενώ, δεν έχει τη συγκατάθεση του εργαζομένου – υπαλλήλου και δεν έχει τέτοια ευχέρεια από το νόμο ή τη σύμβαση εργασίας και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει, όταν η μεταβολή προκαλεί στον εργαζόμενο – υπάλληλο, άμεσα ή έμμεσα, υλική ή ηθική μόνο ζημία – βλάβη [άρθρα 7 εδ. (α), 8 ν. 2112/1920 (ΦΕΚ Α. 57)].
Επί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων αυτής της συμβάσεως εργασίας, ο υπάλληλος προστατεύεται, όχι μόνο από το άρθρο 7 εδ. (α) ν. 2112/1920, αλλά και από το άρθρο 281 ΑΚ.
Συγκεκριμένα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας, τον οποίο επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, ήτοι την κατά το δυνατό καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας καθώς και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των πιο πάνω σκοπών, αλλά ετέρων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε, δεν υπάρχει χρήση, αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος.
Η καλή πίστη δηλ. επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπ’ όψη, κατά την άσκηση του δικαιώματος, όσον οι περιστάσεις το επιβάλλουν, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους.
Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται στη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, αφού το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για τον προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής, ήτοι της εργασίας από τον υπάλληλο, αποτελεί μονομερή εξουσία του εργοδότη και η άσκησή της, έστω και αν στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών, υπόκειται στους περιορισμούς της καλής πίστεως, των χρηστών συναλλακτικών ηθών, του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Έτσι, η υπέρβαση των παραπάνω ορίων συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας, αφού η μεταβολή αυτή επέρχεται, κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1729/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Βλαπτική μεταβολή, υπό την εκτεθείσα έννοια, θεωρείται και ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον υπάλληλο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσεως στην επιχείρηση, που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή και ηθικές, ως προς την προσωπικότητά του, συνέπειες ενώ, δεν υφίσταται βλαπτική μεταβολή, όταν ο εργοδότης, στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, τοποθετεί τον υπάλληλο σε άλλο τομέα, τμήμα ή θέση της επιχειρήσεως και με άλλο αντικείμενο απασχολήσεως, αν αυτό επιβάλλει το πραγματικό συμφέρον της επιχειρήσεως για την αρτιότερη οργάνωση και λειτουργία της, εφ’ όσον τα νέα αυτά καθήκοντα δεν είναι υποδεέστερα για τον υπάλληλο και δεν συνεπάγονται γι’ αυτόν δυσμενείς υλικές ή ηθικές συνέπειες, ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του (ΑΠ 481/2018, ΑΠ 896/2018, ΑΠ 104/2017).
Αν η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της εξηρτημένης εργασίας, κατά παράβαση διατάξεως ουσιαστικού νόμου ή της συμβάσεως εργασίας, ως άνω, ενέχει, υπό τις περιστάσεις, που επιχειρείται και καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, με αποτέλεσμα την περιουσιακή θετική ζημία καθώς και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του υπαλλήλου, κατά την έκφανση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δικαιούται ο τελευταίος, αν δεν δέχεται τη μεταβολή, να αξιώσει από τον υπαίτιο εργοδότη και αποζημίωση [άρθρα 57, 59, 281, 288, 656, 349, 350, 351, 914, 299, 297 εδ. (α), 298 εδ. (α) ΑΚ, 5 παρ.3 ν. 3198/1955 (ΦΕΚ Α. 98)], ήτοι και την αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής του ζημίας καθώς και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του εξ αιτίας της ανεπίτρεπτης επαγγελματικής του μειώσεως (ΑΠ 34/2007).
Το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης καθορίζεται από το δικαστήριο, κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 517/2019).
Εξ άλλου, το π.δ. 246/2006 (ΦΕΚ Α. 261 / 29.11.2006) “Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των Κ.Τ.Ε.Λ. ΑΕ και των Κ.Τ.Ε.Λ. του ν. 2963/2001” ισχύει, κατά το άρθρο 39 αυτού, από την 1.1.2007 και είναι ουσιαστικός νόμος (ΑΠ ολ. 11/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) εκδόθηκε δε, κατά την εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ.1 ν. 2963/2001 (ΦΕΚ Α. 268 / 23.11.2001). Στο π.δ. 246/2006, ορίζονται (και) τα εξής: Στο άρθρο 1 παρ.1 ότι με τον παρόντα Κανονισμό, καθορίζονται τα προσόντα προσλήψεως του προσωπικού των ανωνύμων εταιριών Κοινών Ταμείων Εισπράξεων Λεωφορείων (Κ.Τ.Ε.Λ. ΑΕ) όλης της χώρας, η υπηρεσιακή κατάσταση, η συμπεριφορά και οι υποχρεώσεις αυτού του προσωπικού. Στο άρθρο 2 παρ.1 εδ. (α) ότι ο Κανονισμός εφαρμόζεται και στο τακτικό προσωπικό των Κ.Τ.Ε.Λ. ΑΕ. Στο άρθρο 3 εδ. (β) ότι “τακτικό είναι το προσωπικό, που κατέχει οργανικές θέσεις και εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες και συνδέεται με το Κ.Τ.Ε.Λ., με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου”. Στο άρθρο 5 παρ.2 εδάφια (β) και (γ) ότι Τακτικό προσωπικό Κινήσεως είναι και οι οδηγοί και οι εισπράκτορες, ενώ Βοηθητικό – Εργατικό προσωπικό είναι και οι κλητήρες, εργάτες, χορηγητές πετρελαίου, φύλακες, καθαρίστριες.
Στο άρθρο 9 παρ.2 -όπως ίσχυσε, κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο (Μάιο 2013), πριν να αντικατασταθεί από το άρθρο 63 παρ.2 ν. 4554/2018 (ΦΕΚ Α. 130 / 18.7.2018)- ότι “το Δ.Σ. του ΚΤΕΛ μπορεί, με απόφασή του, εφ’ όσον οι λειτουργικές ανάγκες το επιβάλλουν, να μεταβάλλει θέσεις εργασίας του προσωπικού από αυτές των ειδικοτήτων τους σε άλλες, με εξαίρεση αυτές του Βοηθητικού προσωπικού, χωρίς να θίγεται μισθολογικά ο εργαζόμενος”. Στο άρθρο 10 – Β αριθμοί (4) και (5) ότι ο οδηγός, ως προσωπικό Κινήσεως, διευθύνει την κίνηση και τη λειτουργία των λεωφορείων και ο εισπράκτορας φροντίζει (και) για την κανονική και τακτική είσοδο των επιβατών στο λεωφορείο.
Αριθμός 583/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Πελαγία Ακάσογλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, την 22 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ Κ.Τ.Ε.Λ. … Α.Ε.”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Σ. Σ. του Γ., κατοίκου … και 2)Φ. Χ. του Ι., κατοίκου … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους …….., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/9/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 606/2014 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Ειρηνοδικείο Λάρισας, 236/2017 του Ειρηνοδικείο Λάρισας και 505/2018 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22/11/2018 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι).- Από το συνδυασμό των (ισχυόντων) άρθρων 294, 295, 296, 299, 96, 98, 68, 73, 513, 552, 573 παρ.1, 553 παρ.1 στοιχείο (β), 556 παρ.2, 566 παρ.1, 309 εδ. (α), 495 παρ.1 και 577 ΚΠολΔ, 238, 65, 67, 68, 70 και 71 ΑΚ προκύπτουν (και) τα εξής: Σε αναίρεση υπόκειται η δικαστική απόφαση, που έχει καταστεί τελεσίδικη δηλ. εκείνη, η οποία, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως (ΑΠ ολ. 5/2001, ΑΠ 891/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η αποδοχή της τελεσίδικης αποφάσεως, πριν από την άσκηση του έκτακτου ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως κατ’ αυτής (αποφάσεως) αναιρέσεως δύναται δε, η αποδοχή να γίνει είτε ρητώς, με την τήρηση του νόμιμου διαδικαστικού τύπου, κατά το ισχύον άρθρο 297 ΚΠολΔ είτε σιωπηρώς, με πράξεις (ή πράξη), από τις οποίες σαφώς συνάγεται η πρόθεση (σκοπός) αποδοχής. Η δήλωση δηλ. για παραίτηση από το δικαίωμα προς άσκηση αναιρέσεως είναι έγκυρη και χωρίς να τηρηθεί ο νόμιμος διαδικαστικός τύπος, κατά το ισχύον άρθρο 297 ΚΠολΔ, εφ’ όσον ο τύπος αυτός αφορά, αποκλειστικά, την παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα ήδη ασκηθέντος τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου. Η αποδοχή της τελεσίδικης αποφάσεως, μετά την άσκηση κατά της αποφάσεως αυτής αναιρέσεως, έχει την έννοια της παραιτήσεως από την αναίρεση, όμως, δύναται να γίνει μόνο ρητώς, με την τήρηση του νόμιμου διαδικαστικού τύπου [ισχύον άρθρο 297 ΚΠολΔ]. Για το κύρος της ρητής ή σιωπηρής αποδοχής της τελεσίδικης αποφάσεως, αφού ενέχει, ως άνω, παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, που υπογράφει τη ρητή αποδοχή της τελεσίδικης αποφάσεως ή προβαίνει σε πράξη, από την οποία συνάγεται η πρόθεση αποδοχής. Ειδικά, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, η αποδοχή πρέπει να γίνει από (φυσικό) πρόσωπο, που ασκεί τη διοίκησή του ή είναι εφοδιασμένο με την ειδική εξουσία να ενεργεί πράξεις (ή πράξη) αποδοχής της τελεσίδικης αποφάσεως. Η ακυρότητα από την έλλειψη της ειδικής πληρεξουσιότητας μπορεί να θεραπευθεί, με την εκ των υστέρων έγκριση, ρητή ή σιωπηρή, από τον ενδιαφερόμενο διάδικο των πράξεων, που έγιναν, οπότε η παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως ισχυροποιείται, αναδρομικώς. Δικονομική έννομη συνέπεια της νόμιμης αποδοχής τελεσίδικης αποφάσεως είναι η απόρριψη της ασκηθείσης κατ’ αυτής αναιρέσεως, ως απαράδεκτης για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ ολ. 15/2008, ΑΠ 604/2018, ΑΠ 1204/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Υπόκειται προς κρίση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η από 22.11.2018 [Α.Κ. 310 / 23.11.2018 – Πρωτοδικείο Λάρισας] αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία “ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ Κ.Τ.Ε.Λ. Ν. … Α.Ε.”, που εδρεύει στη … και νομίμως εκπροσωπείται κατά των αναιρεσίβλητων (1).- Σ. Σ. του Γ. και (2).- Φ. Χ. του Ι., αμφοτέρων κατοίκων … Προσβάλλεται δε, η 505/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε, την 6.11.2018, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 30.10.2017 [Α.Κ. … 30.10.2017 – Ειρηνοδικείο Λάρισας και Α.Κ.Δ. … / 30.10.2017 – Πρωτοδικείο Λάρισας] εφέσεως της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά των εφεσίβλητων και ήδη αναιρεσίβλητων. Εκκαλούμενη ήταν η 236/2017 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε, την 11.8.2017, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 4.9.2013 [Ε.Κ.Δ. … 12.9.2013] καταψηφιστικής αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας. Πριν από την 236/2017 απόφαση, επί της αγωγής, που ασκήθηκε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, είχε εκδοθεί, την 25.11.2014, αντιμωλία των διαδίκων, η 606/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Λάρισας, ως κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμόδιο. Με την 236/2017 πρωτόδικη απόφαση, η αγωγή, η οποία αφορά απαιτήσεις των εναγόντων από παροχή εξηρτημένης εργασίας, κρίθηκε νόμιμη και, στη συνέχεια, έγινε μερικώς δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία, ειδικότερα, για τα ποσά (i).- των (2.437,78) ευρώ, όσον αφορά τον ενάγοντα Σ. Σ. και (ii).- των (2.561,23) ευρώ, όσον αφορά τον ενάγοντα Φ. Χ., καταβλητέα, με το νόμιμο δικονομικό τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με την 505/2018 απόφαση, που προσβάλλεται, η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και στην ουσία, εξαφανίσθηκε η 236/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας, ακολούθως, κρατήθηκε η υπόθεση και η αγωγή, κριθείσα νόμιμη, έγινε μερικώς δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία, ειδικότερα, για τα ποσά (i).- των (2.308,64) ευρώ, όσον αφορά τον ενάγοντα Σ. Σ. και (ii).- των (2.368,27) ευρώ, όσον αφορά τον ενάγοντα Φ. Χ., καταβλητέα, με το νόμιμο δικονομικό τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Στους πρώτο και δεύτερο βαθμούς δικαιοδοσίας, η υπόθεση εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το άρθρο 1 – άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α. 87 / 23.7.2015), ισχύον για την ειδική αυτή διαδικασία, από 1.1.2016, κατά το άρθρο 1 – άρθρο ένατο ν. 4335/2015]. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε, ως άνω, την 23.11.2018, νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι στη νόμιμη προθεσμία των δύο (2) ετών, από την 6.11.2018 [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ], δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της 505/2018 αποφάσεως, που προσβάλλεται ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της. Οι αναιρεσίβλητοι, με τις νόμιμες, εμπρόθεσμες έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσαν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου [ισχύον άρθρο 570 παρ.1 ΚΠολΔ], προβάλουν τον ισχυρισμό – ένταση απαραδέκτου της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, συνεπεία “σιωπηρής ολικής αποδοχής” από την αναιρεσείουσα της 505/2018 αποφάσεως, που προσβάλλεται, πριν από την άσκηση, την 23.11.2018, της αιτήσεως αναιρέσεως. Πλην όμως, οι αναιρεσίβλητοι δεν επικαλούνται -ούτε προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας- κυρίως, εάν οι πράξεις, που φέρονται, ως δηλωτικές αποδοχής της 505/2018 αποφάσεως, πριν από την άσκηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, έγιναν από πρόσωπο, που ασκεί τη διοίκηση της αναιρεσείουσας ή από πρόσωπο, εφοδιασμένο με την ειδική εξουσία να ενεργεί πράξεις αποδοχής της κρίσιμης αποφάσεως (505/2018). Εξ άλλου, η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, στο ακροατήριο, στην ως άνω νόμιμη δικάσιμο (22.10.2019), έλαβε χώρα, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ ώστε να μη γίνεται λόγος για την εκ των υστέρων έγκριση από την αναιρεσείουσα των πράξεων, φερομένων, ως δηλωτικών αποδοχής της 505/2018 αποφάσεως. Επομένως, η ένσταση των αναιρεσιβλήτων περί απαραδέκτου της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, είναι, κατά τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο (Ι) μείζονα σκέψη, αβάσιμη και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των τριών (3) συνολικά, λόγων της [ισχύοντα άρθρα 577 παράγραφοι 1 και 3, 591 παρ.7 ΚΠολΔ].
(ΙΙ).- Η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως, αγωγών, παρεμβάσεων, ενδίκων μέσων, προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το (ισχύον) άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, όταν η πλημμέλεια, που αποδίδεται στα έγγραφα αυτά, δημιουργεί λόγο αναιρέσεως από τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 559 ΚΠολΔ ή στο άρθρο 560 ΚΠολΔ. Για τη διαπίστωση της πλημμέλειας πρέπει να προσκομίζονται τα επίμαχα διαδικαστικά έγγραφα προς έλεγχο. Το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ αναφέρεται σε όλους τους λόγους των άρθρων 559 ή 560 ΚΠολΔ και δεν εισάγει άλλο ειδικό λόγο αναιρέσεως. Λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, όταν τα περιστατικά, που αναφέρονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, πληρούν το πραγματικό λόγου του άρθρου 559 ΚΠολΔ ή του άρθρου 560 ΚΠολΔ (ΑΠ 345/2015, ΑΠ 756/1996 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το ισχύον άρθρο 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ -το οποίο εννοιολογικώς ταυτίζεται με το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ- ορίζει (και) ότι κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του? ήτοι, αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αν αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, δηλ. όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, δηλ. όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι, αποκλειστικά, των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, είναι δυνατό να έχει, ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε συγκεκριμένος κανόνας ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ή να απορριφθεί, ως αβάσιμη, κατ’ ουσία. Για να είναι, τότε, ορισμένος (παραδεκτός) ο ως άνω λόγος αναιρέσεως και, συνεπώς, να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει στο έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως [άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 495 παρ.1, 577 παρ.3, 566 παρ.1, 562 ΚΠολΔ] να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, επίσης, να εκτίθενται, πλήρως και σαφώς, οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή, ως βάσιμη ή να απορριφθεί, ως αβάσιμη, κατ’ ουσία. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρεται, έστω και συνοπτικώς, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που η απόφαση δέχθηκε και κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, εφ’ όσον μόνο από τις ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικώς, η ευδοκίμηση της αναιρέσεως (άρθρο 578 ΚΠολΔ) δηλ. η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται από την ορθότητα του διατακτικού, το οποίο συνάπτεται, αιτιωδώς, με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ ολ. 11/2017, ΑΠ ολ. 2/2013, ΑΠ ολ. 28/1998, ΑΠ 780/2019, ΑΠ 164/2018, ΑΠ 319/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η έλλειψη μείζονος προτάσεως, η παράλειψη δηλ. παραθέσεως των νομικών διατάξεων, στις οποίες στηρίζεται το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα, κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ ή κατά το άρθρο 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογήσεως της δικαστικής αποφάσεως [άρθρο 93 παρ.3 Συντάγματος] δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο κοινός νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει, κατ’ άρθρο 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ ή κατ’ άρθρο 560 αριθμός 6 ΚΠολΔ, ως λόγο αναιρέσεως, την έλλειψη νόμιμης βάσεως “και ιδίως, αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Ως ‘αιτιολογίες’, όμως, στα άρθρα 559 αριθμός 19 και 560 αριθμός 6 ΚΠολΔ νοούνται μόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Οι νομικές διατάξεις, που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα, αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην απόφαση, που προσβάλλεται, να υφίστανται και να δικαιολογούν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ (ΑΠ 951/2013, ΑΠ 282/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
(ΙΙΙ).- Το διευθυντικό δικαίωμα, στο οποίο υπόκειται ο εργαζόμενος, με σχέση εξηρτημένης εργασίας [άρθρα 652, 648 ΑΚ], δίνει στον εργοδότη την εξουσία να εξειδικεύει, κάθε φορά, την υποχρέωση του εργαζομένου για εργασία, καθορίζοντας τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της, εφ’ όσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες του ουσιαστικού δικαίου ή από τη σύμβαση εργασίας (δηλ. ατομική σύμβαση εργασίας, επιχειρησιακή πρακτική ή συνήθεια, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, Διαιτητική Απόφαση, Κανονισμό ή Οργανισμό Εργασίας). Υλοποιεί, όμως, παραλλήλως, το δικαίωμα αυτό, την εξουσία του εργοδότη, ως διευθυντή της εκμεταλλεύσεως, να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του, κατά το δυνατό προσφορότερο τρόπο. Βασικός περιορισμός του διευθυντικού δικαιώματος τίθεται από τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ. Η άσκησή του δηλ. δεν μπορεί να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του. Μονομερής μεταβολή των όρων, ειδικότερα, της συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλου υπάρχει, όταν ο εργοδότης επιχειρεί τροποποίηση των όρων εργασίας, ενώ, δεν έχει τη συγκατάθεση του εργαζομένου – υπαλλήλου και δεν έχει τέτοια ευχέρεια από το νόμο ή τη σύμβαση εργασίας και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει, όταν η μεταβολή προκαλεί στον εργαζόμενο – υπάλληλο, άμεσα ή έμμεσα, υλική ή ηθική μόνο ζημία – βλάβη [άρθρα 7 εδ. (α), 8 ν. 2112/1920 (ΦΕΚ Α. 57)]. Επί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων αυτής της συμβάσεως εργασίας, ο υπάλληλος προστατεύεται, όχι μόνο από το άρθρο 7 εδ. (α) ν. 2112/1920, αλλά και από το άρθρο 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας, τον οποίο επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, ήτοι την κατά το δυνατό καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας καθώς και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των πιο πάνω σκοπών, αλλά ετέρων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε, δεν υπάρχει χρήση, αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Η καλή πίστη δηλ. επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπ’ όψη, κατά την άσκηση του δικαιώματος, όσον οι περιστάσεις το επιβάλλουν, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται στη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, αφού το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για τον προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής, ήτοι της εργασίας από τον υπάλληλο, αποτελεί μονομερή εξουσία του εργοδότη και η άσκησή της, έστω και αν στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών, υπόκειται στους περιορισμούς της καλής πίστεως, των χρηστών συναλλακτικών ηθών, του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Έτσι, η υπέρβαση των παραπάνω ορίων συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας, αφού η μεταβολή αυτή επέρχεται, κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1729/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Βλαπτική μεταβολή, υπό την εκτεθείσα έννοια, θεωρείται και ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον υπάλληλο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσεως στην επιχείρηση, που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή και ηθικές, ως προς την προσωπικότητά του, συνέπειες ενώ, δεν υφίσταται βλαπτική μεταβολή, όταν ο εργοδότης, στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, τοποθετεί τον υπάλληλο σε άλλο τομέα, τμήμα ή θέση της επιχειρήσεως και με άλλο αντικείμενο απασχολήσεως, αν αυτό επιβάλλει το πραγματικό συμφέρον της επιχειρήσεως για την αρτιότερη οργάνωση και λειτουργία της, εφ’ όσον τα νέα αυτά καθήκοντα δεν είναι υποδεέστερα για τον υπάλληλο και δεν συνεπάγονται γι’ αυτόν δυσμενείς υλικές ή ηθικές συνέπειες, ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του (ΑΠ 481/2018, ΑΠ 896/2018, ΑΠ 104/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αν η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της εξηρτημένης εργασίας, κατά παράβαση διατάξεως ουσιαστικού νόμου ή της συμβάσεως εργασίας, ως άνω, ενέχει, υπό τις περιστάσεις, που επιχειρείται και καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, με αποτέλεσμα την περιουσιακή θετική ζημία καθώς και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του υπαλλήλου, κατά την έκφανση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δικαιούται ο τελευταίος, αν δεν δέχεται τη μεταβολή, να αξιώσει από τον υπαίτιο εργοδότη και αποζημίωση [άρθρα 57, 59, 281, 288, 656, 349, 350, 351, 914, 299, 297 εδ. (α), 298 εδ. (α) ΑΚ, 5 παρ.3 ν. 3198/1955 (ΦΕΚ Α. 98)], ήτοι και την αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής του ζημίας καθώς και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του εξ αιτίας της ανεπίτρεπτης επαγγελματικής του μειώσεως (ΑΠ 34/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης καθορίζεται από το δικαστήριο, κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 517/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου, το π.δ. 246/2006 (ΦΕΚ Α. 261 / 29.11.2006) “Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των Κ.Τ.Ε.Λ. ΑΕ και των Κ.Τ.Ε.Λ. του ν. 2963/2001” ισχύει, κατά το άρθρο 39 αυτού, από την 1.1.2007 και είναι ουσιαστικός νόμος (ΑΠ ολ. 11/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) εκδόθηκε δε, κατά την εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ.1 ν. 2963/2001 (ΦΕΚ Α. 268 / 23.11.2001). Στο π.δ. 246/2006, ορίζονται (και) τα εξής: Στο άρθρο 1 παρ.1 ότι με τον παρόντα Κανονισμό, καθορίζονται τα προσόντα προσλήψεως του προσωπικού των ανωνύμων εταιριών Κοινών Ταμείων Εισπράξεων Λεωφορείων (Κ.Τ.Ε.Λ. ΑΕ) όλης της χώρας, η υπηρεσιακή κατάσταση, η συμπεριφορά και οι υποχρεώσεις αυτού του προσωπικού. Στο άρθρο 2 παρ.1 εδ. (α) ότι ο Κανονισμός εφαρμόζεται και στο τακτικό προσωπικό των Κ.Τ.Ε.Λ. ΑΕ. Στο άρθρο 3 εδ. (β) ότι “τακτικό είναι το προσωπικό, που κατέχει οργανικές θέσεις και εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες και συνδέεται με το Κ.Τ.Ε.Λ., με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου”. Στο άρθρο 5 παρ.2 εδάφια (β) και (γ) ότι Τακτικό προσωπικό Κινήσεως είναι και οι οδηγοί και οι εισπράκτορες, ενώ Βοηθητικό – Εργατικό προσωπικό είναι και οι κλητήρες, εργάτες, χορηγητές πετρελαίου, φύλακες, καθαρίστριες. Στο άρθρο 9 παρ.2 -όπως ίσχυσε, κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο (Μάϊο 2013), πριν να αντικατασταθεί από το άρθρο 63 παρ.2 ν. 4554/2018 (ΦΕΚ Α. 130 / 18.7.2018)- ότι “το Δ.Σ. του ΚΤΕΛ μπορεί, με απόφασή του, εφ’ όσον οι λειτουργικές ανάγκες το επιβάλλουν, να μεταβάλλει θέσεις εργασίας του προσωπικού από αυτές των ειδικοτήτων τους σε άλλες, με εξαίρεση αυτές του Βοηθητικού προσωπικού, χωρίς να θίγεται μισθολογικά ο εργαζόμενος”. Στο άρθρο 10 – Β αριθμοί (4) και (5) ότι ο οδηγός, ως προσωπικό Κινήσεως, διευθύνει την κίνηση και τη λειτουργία των λεωφορείων και ο εισπράκτορας φροντίζει (και) για την κανονική και τακτική είσοδο των επιβατών στο λεωφορείο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως περιέχουν, με την επίκληση του άρθρου 560 αριθμοί 1 εδ. (α) και 6 ΚΠολΔ, τις αιτιάσεις ότι η 505/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας ευθέως παραβίασε τα άρθρα 7 ν. 2112/1920, 648, 288, 652, 281 ΑΚ και 9 παρ.2 π.δ. 246/2006, όπως ίσχυσε στον κρίσιμο χρόνο (Μάϊος 2013), σε συνδυασμό προς τα άρθρα 656, 349 – 351 ΑΚ και 5 παρ.3 ν. 3198/1955? ειδικότερα, παραβίασε τις συγκεκριμένες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, με τη μη ορθή υπαγωγή σε αυτές των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, έκρινε, ως αποδεδειγμένα και, μάλιστα, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 π.δ. 246/2006, όπως ίσχυσε τον Μάϊο 2013, την οποία, αναιτιολόγητα, “ουδόλως μνημονεύει”, με αποτέλεσμα η αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία.
Κατά τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο (ΙΙ) μείζονα σκέψη και οι τρεις λόγοι αναιρέσεως είναι παραδεκτοί (ορισμένοι), συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου για αοριστία των πρώτου και δεύτερου λόγων αναιρέσεως, την οποία (ένσταση) οι αναιρεσίβλητοι προβάλλουν, με τις ίδιες πιο πάνω έγγραφες προτάσεις τους, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Από την με ημερομηνία 4.9.2013 ένδικη αγωγή και την 505/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, τις οποίες παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο (ΙΙ) μείζονα σκέψη, χάριν της εξετάσεως και των τριών παραδεκτών λόγων αναιρέσεως [άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ], προκύπτουν τα εξής:
– Στην από 4.9.2013 ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι και ήδη αναιρεσίβλητοι) Σ. Σ. και Φ. Χ. ισχυρίσθηκαν ότι από 1.12.2000 και από 1.3.1999, αντιστοίχως, με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολήθηκαν στην εναγομένη (εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα), ως υπάλληλοι – οδηγοί διώροφων λεωφορείων Δ.Χ., ιδιοκτησίας της, αντί τακτικών “καθαρών” μηνιαίων αποδοχών, που ανέρχονται, τον μήνα Απρίλιο 2013, στο ποσό των (1.675,04) ευρώ για τον εξ αυτών Σ. Σ. και στο ποσό των (1.860,35) ευρώ για τον εξ αυτών Φ. Χ., επίσης, ήταν συνδικαλιστές, δηλ. Πρόεδρος ο εξ αυτών Σ. Σ. και Α’ Αντιπρόεδρος ο εξ αυτών Φ. Χ. του Σωματείου εργαζομένων στην εναγομένη υπό την επωνυμία “ΕΝΩΣΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟΥ Κ.Τ.Ε.Λ. Ν..” ότι η εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της, τον Μάϊο 2013, που είναι ο κρίσιμος χρόνος, στην ένδικη υπόθεση, προέβη σε μονομερή βλαπτική των όρων των συμβάσεων εργασίας και η μεταβολή, που δεν επιβάλλεται από λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως της εναγομένης, οφείλεται σε καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος για ανάθεση σε αυτούς καθηκόντων υποδεέστερης θέσεως στην επιχείρησή της ότι δεν απεδέχθησαν τη μεταβολή, ενώ, από την παράνομη και υπαίτια αυτή πράξη της εναγομένης υπέστησαν θετική περιουσιακή ζημία (μείωση των μηνιαίων συνολικών αποδοχών τους, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, στους επίδικους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο 2013), ακόμη, προσβλήθηκαν παρανόμως στην προσωπικότητά τους, κατά την έκφανση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας ώστε να υποστούν σημαντική ηθική βλάβη. Ζήτησαν, ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, ως αποζημίωση, (α).- στον εξ αυτών Σ. Σ., το ποσό των 1.437,78 ευρώ προς αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής ζημίας του καθώς και το ποσό των 12.000 ευρώ, ως εύλογο, για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και (β).- στον εξ αυτών Φ. Χ., το ποσό των 1.561,23 ευρώ προς αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής του ζημίας καθώς και το ποσό των 12.000 ευρώ, ως εύλογο, για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης, με το νόμιμο δικονομικό τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
– Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, με την 505/2018 απόφασή του, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα παρακάτω ουσιώδη: “Ο πρώτος εφεσίβλητος Σ. Σ. προσελήφθη από την εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ‘ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ ΚΤΕΛ Ν. … ΑΕ’, ως οδηγός λεωφορείων, με την από 1.3.2007 σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σε συνέχεια προηγουμένων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, των οποίων η κατάρτιση ανατρέχει στον Δεκέμβριο του έτους 2000. Ο δεύτερος εφεσίβλητος Φ. Χ., επίσης, προσελήφθη, ως οδηγός λεωφορείων, αρχικώς με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, από τον Μάρτιο του έτους 1999 και, τελικώς, με την από 18.2.2007 σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τα δύο συμφωνητικά εργασίας αορίστου χρόνου, η πρόσληψη των εφεσίβλητων έγινε σε θέσεις οδηγών λεωφορείων του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Νομού …. Όπως προκύπτει από τα ίδια εκείνα συμφωνητικά και, ειδικότερα, από την πρόβλεψη ότι ο προγραμματισμός των υπηρεσιών, των ημερών ανάπαυσης και των αδειών θα γίνεται από το Γραφείο Κινήσεως ή το Γραφείο Τουρισμού, ως ‘λεωφορεία του ΚΤΕΛ’ νοούνται είτε αυτά, που δρομολογούνται στις υπεραστικές γραμμές είτε αυτά, που ανήκουν στο Γραφείο Τουρισμού, που εκμεταλλεύεται η εργοδότρια. Ούτε με τις αρχικές συμβάσεις εργασίας ούτε δια μεταγενεστέρων ρητών ή σιωπηρών συμφωνιών, έγινε πρόσληψη των δύο εργαζομένων, αποκλειστικά, για την οδήγηση διώροφων λεωφορείων ή για την εκτέλεση του δρομολογίου ………….., με επιστροφή. Τον Απρίλιο του 2013, η τότε διοίκηση της Ένωσης Προσωπικού Κινήσεως Αστικού και Υπεραστικού ΚΤΕΛ Νομού …… απέστειλε στην εκκαλούσα και κοινοποίησε σε συναρμόδιες Δημόσιες Υπηρεσίες και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας το με αριθμό πρωτοκόλλου ….4.2013 έγγραφο, με θέμα ‘Πιστή Εφαρμογή Νομοθεσίας’. Με αυτό, εφιστούσε την προσοχή της εκκαλούσας στην τήρηση και πιστή εφαρμογή των υποχρεωτικών ωρών ανάπαυσης, στην παροχή διαλείμματος (45) λεπτών μετά την οδήγηση (4,5) ωρών, ιδίως, σε σχέση με το από ώρας (15.00) δρομολόγιο Λάρισας – Αθήνας με επιστροφή στις (19.30) και στην εφαρμογή των διακοπών εργασίας, ανά εβδομάδα. Οι επισημάνσεις του εγγράφου αφορούσαν στο εξπρές δρομολόγιο Λάρισας – Αθήνας. Πρόκειται για το πλέον εμπορικό και αποδοτικό δρομολόγιο του Υπεραστικού ΚΤΕΛ, σε σχέση με τον ανταγωνισμό των σιδηροδρόμων και με άλλες άγονες γραμμές και η εκκαλούσα στηρίζεται, κατά μεγάλο βαθμό, σε αυτό ακριβώς το δρομολόγιο προς αναπλήρωση ζημιών και επίτευξη κερδοφορίας. Το ανωτέρω έγγραφο υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Ένωσης Λ. Ζ. και από τον γενικό Γραμματέα Κ. Β. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ….6.2013 απαντητικό έγγραφο της Ένωσης προς την εκκαλούσα ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο για την κρινόμενη υπόθεση (Μάιο 2013), ο πρώτος εφεσίβλητος Σ. Σ. είχε αναδειχθεί Πρόεδρος και ο δεύτερος εφεσίβλητος Φ. Χ. Β’ Αντιπρόεδρος της Ένωσης, γι’ αυτό η εκκαλούσα θεώρησε αυτούς υπεύθυνους για το ζήτημα, που δημιουργήθηκε καθώς μάλιστα οι επισημανθείσες παρατυπίες (ωραρίου, αναπαύσεων, διαλείμματος) αναφέρονταν στο δρομολόγιο προς Αθήνα, στο οποίο απασχολούνταν οι εφεσίβλητοι. Αντιδρώντας στις διαμαρτυρίες, η εκκαλούσα επέδωσε στον Σ. Σ. τα με αριθμό πρωτ. ….5.2013 δύο έγγραφα. Με το πρώτο από αυτά, του γνωστοποίησε τη μεταβολή της θέσης εργασίας του και του έδωσε εντολή να ασκεί καθήκοντα εισπράκτορα, από την 17.5.2013. Με το δεύτερο έγγραφο, τον ενημέρωσε ότι δεν θα υποστεί μισθολογική μείωση εξ αιτίας της μεταβολής αυτής. Με το χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου και με ημερομηνία 18.5.2013 έγγραφο προς τον δεύτερο εφεσίβλητο Φ. Χ., η εκκαλούσα γνωστοποίησε και σε εκείνον μεταβολή της απασχόλησής του, κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2013 έως 14.6.2013, εντός του οποίου θα εργαζόταν, ως οδηγός, στη θυγατρική εταιρία της εκκαλούσας με επωνυμία … ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ’, επίσης, χωρίς μισθολογική μείωση. Μεταγενέστερα, με το από 23.5.2013 έγγραφο, η εργοδότρια μετέβαλε ξανά τη θέση εργασίας του Φ. Χ. και, συγκεκριμένα, ορίσθηκε ότι μέχρι την 21.6.2013, θα εκτελέσει καθήκοντα οδηγού αυτοκινήτου ελέγχου του ΚΤΕΛ και, στη συνέχεια, καθήκοντα εισπράκτορα μέχρι τη λήξη των θερινών δρομολογίων. Με το νεώτερο υπ’ αριθμ. πρωτ. …9.2013 έγγραφό της, η εργοδότρια επανέφερε τον Φ. Χ. σε θέση οδηγού του Υπεραστικού ΚΤΕΛ, όχι, όμως, σε λεωφορεία, αλλά σε αυτοκίνητο ελέγχου. Αργότερα, εκτός του επιδίκου χρονικού διαστήματος (η αγωγή ασκήθηκε, αρχές Σεπτεμβρίου 2013), ο Φ. Χ. μετακινήθηκε σε θέση εισπράκτορα μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 2014, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ….4.2014 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εκκαλούσας και ξανά σε θέση οδηγού απλών λεωφορείων, με το υπ’ αριθμ. ….9.2014 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου. Αμφότεροι οι εργαζόμενοι παρέλαβαν, με ρητή επιφύλαξη, τα αρχικά έγγραφα, με τα οποία απομακρύνθηκαν από τις θέσεις οδηγών λεωφορείων. Με τις από 24.5.2013 και 22.5.2013 έγγραφες γνωστοποιήσεις, που απηύθυναν στην εργοδότρια, απέκρουσαν τις μεταβολές των θέσεων απασχόλησης, ως καταχρηστικές και μονομερώς βλαπτικές… Έως σήμερα, οι δύο εργαζόμενοι δεν έχουν αποδεχθεί τον αποκλεισμό τους από θέσεις οδηγών διώροφων λεωφορείων. Δεν είναι δυνατόν να συναχθεί τέτοια αποδοχή από τη μη υποβολή αιτήματος να υποχρεωθεί η εργοδότρια να τους απασχολήσει στην παλαιά θέση τους, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα διότι τέτοιο αίτημα απόκειται στη βούλησή τους, αν θα το υποβάλουν.
Εξ άλλου, το γεγονός ότι η θέση του εισπράκτορα περιλαμβάνεται στο προσωπικό Κίνησης, σύμφωνα με το π.δ. 246/2006 (ΦΕΚ Α. 261), δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό των επίδικων μεταβολών, ως μονομερών βλαπτικών μεταβολών ή καταχρηστικών, όπως αβασίμως προβάλλει η εκκαλούσα διότι το σχετικό άρθρο 10 του ως άνω διατάγματος απαριθμεί, ενδεικτικώς και κατηγοριοποιεί τα ειδικά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του προσωπικού … Περαιτέρω, από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και, ιδίως, από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, αποδεικνύεται ότι η ανάθεση στους εργαζόμενους, κατά την επίδικη χρονική περίοδο (Μάιος – Σεπτέμβριος 2013), των νέων καθηκόντων εισπράκτορα και οδηγού οχήματος ελέγχου (όχι όμως και η προσωρινή ανάθεση της οδήγησης απλών τουριστικών λεωφορείων στον Φ. Χ.) ήταν μεταβολές μειωτικές εις βάρος των εργαζομένων, από άποψη ηθική και υλική… Πράγματι, όπως ιδίως κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης… οι προηγούμενες θέσεις των εφεσιβλήτων ήταν ‘περιζήτητες θέσεις … τιμητικές για τον οδηγό’, ενώ και ο μάρτυρας απόδειξης κατέθεσε ότι ‘είναι υλική και ηθική μείωση να γίνεις εισπράκτορας ή άλλου λεωφορείου οδηγός και να σε βγάλουν από οδηγό διώροφου λεωφορείου’. Εξ άλλου, αποδεικνύεται ότι η τοποθέτηση των εφεσιβλήτων σε θέσεις απασχόλησης άλλες από εκείνες, στις οποίες, μέχρι τότε, παρείχαν υπηρεσίες, έγινε καταχρηστικώς. Συγκεκριμένα, δεν έγινε από λόγους αναδιάρθρωσης της επιχείρησης ή εξυπηρέτησης του συμφέροντος της εκμετάλλευσης, αλλά από εμπάθεια των νομίμων εκπροσώπων της εκκαλούσας, έναντι των εργαζομένων, επειδή είχε προηγηθεί η προαναφερόμενη επιστολή και, επιπλέον, επειδή και οι δύο εργαζόμενοι είχαν βεβαιώσει ενόρκως, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Λάρισας και στην υπ’ αριθμ. ….4.2013 ένορκη βεβαίωση ότι ως οδηγοί των διώροφων λεωφορείων, στη γραμμή Λάρισα – Αθήνα, δέχονταν έντονες πιέσεις ώστε ακόμη και με παραβάσεις των ορίων ταχύτητας, να τηρούν ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του εξπρές δρομολογίου. Επιπροσθέτως, ιδίως, από την κατάθεση του μάρτυρος ανταποδείξεως, προκύπτει ότι στη θέση των εφεσιβλήτων προσελήφθησαν άλλοι, ως οδηγοί στα διώροφα λεωφορεία, γεγονός, που καταδεικνύει την έλλειψη πραγματικών υπηρεσιακών λόγων, που να επέβαλαν, αντικειμενικώς, τη μετακίνηση των εφεσιβλήτων
Η εν λόγω μεταβολή καθηκόντων προκάλεσε αιτιωδώς και υλική ζημία στους εφεσίβλητους, η οποία συνίσταται στην απώλεια επιπλέον εισοδημάτων από την παροχή εργασίας Κυριακών και εξαιρετέων ημερών και από υπερωριακή και νυκτερινή απασχόληση. Από τη σύγκριση των προσκομισθέντων εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών αποδεικνύεται ότι κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησης στα διώροφα λεωφορεία (Απρίλιος 2013) για τις ανωτέρω αιτίες, ο Σ. Σ. εισέπραξε πρόσθετες αμοιβές συνολικού ποσού 479,26 ευρώ και ο Φ. Χ. συνολικό ποσό 520,41 ευρώ. Τα επιπλέον αυτά ποσά, αναφερόμενα στις βεβαιώσεις αποδοχών, ως ‘έκτακτες αποδοχές’, μηδενίσθηκαν ή απλώς ελαττώθηκαν, κατά το χρονικό διάστημα Ιουνίου – Ιουλίου και Αυγούστου 2013, το οποίο και μόνο είναι επίδικο. Από την καταχρηστικώς γενομένη μεταβολή των όρων απασχόλησής τους, οι εφεσίβλητοι υπέστησαν ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ποσό (1000) ευρώ έκαστος, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση”.
Η αγωγή, όπως έχει το περιεχόμενό της, ως άνω, θεμελιώνεται σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, την οποία αυτοί (ενάγοντες) δεν αποδέχθηκαν οφείλεται δε, η βλαπτική μεταβολή, σε καταχρηστική άσκηση από μέρους της εναγομένης του διευθυντικού της δικαιώματος για ανάθεση στους ενάγοντες καθηκόντων υποδεέστερης θέσεως στην επιχείρησή της και χωρίς να επιβάλλεται από λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεώς της ώστε να υποστούν θετική περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη από την προσβολή της προσωπικότητάς τους [άρθρα 7 εδ. (α) ν. 2112/1920, 648, 652, 288, 281, 57, 59, 299, 297 εδ. (α), 298 εδ. (α), 914, 361 ΑΚ, 9 παρ.2 π.δ. 246/2006, όπως ίσχυσε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 63 παρ.2 ν. 4554/2018]. Εν όψει των προηγούμενων ουσιαστικών παραδοχών, όπως έγινε δεκτό στην υπό στοιχείο (ΙΙΙ) μείζονα σκέψη, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, ως Εφετείο, το οποίο δέχθηκε μερικώς την αγωγή στην ουσία, υπό την ως άνω νομική θεμελίωσή της, εφάρμοσε σωστά και δεν παραβίασε ευθέως τις πιο πάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, εφ’ όσον δέχθηκε ότι η τοποθέτηση των αναιρεσιβλήτων σε θέσεις άλλες οφείλονταν σε εμπάθεια της αναιρεσείουσας και όχι σε λόγους αναδιάρθρωσης της επιχείρησής της και εξυπηρέτησης του συμφέροντος της εκμετάλλευσης των λεωφορείων καθώς και η μονομερής αυτή μεταβολή των καθηκόντων των εργαζομένων ήταν μειωτική γι’ αυτούς και τους προκάλεσε αιτιωδώς υλική ζημία.
Ειδικότερα, δε, καθ’ όσον αφορά το άρθρο 9 παρ.2 π.δ. 246/2006, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, δεχόμενο, ως αποδειχθέν, κατά τα παραπάνω ότι “… η τοποθέτηση των εφεσιβλήτων δεν έγινε από λόγους … εξυπηρέτησης του συμφέροντος της εκμετάλλευσης…”, δεν έσφαλε, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών και ορθώς εφήρμοσε τη συγκεκριμένη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν αυτή (διάταξη) δεν μνημονεύεται στην 505/2018 απόφασή του. Τούτο διότι όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο (ΙΙ) μείζονα σκέψη, το άρθρο 9 παρ.2 π.δ. 246/2006, που δεν μνημονεύεται, υφίστατο, τον κρίσιμο χρόνο (Μάιος 2013), στηρίζει το αγωγικό αίτημα και δικαιολογεί, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές, το διατακτικό της 505/2018 αποφάσεως. Έτσι, ύστερα από παράθεση – συμπλήρωση του άρθρου 9 παρ.2 π.δ. 246/2006 στη νομική αιτία της 505/2018 αποφάσεως [άρθρο 578 ΚΠολΔ], πρέπει και οι τρεις λόγοι αναιρέσεως να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθία τούτων, εφ’ όσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως κατά της 505/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, στο σύνολό της.
Η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, η οποία ορίζεται στο συνολικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ [άρθρα 176, 183, 191 παρ.2, 106 ΚΠολΔ, 480 ΑΚ].ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12.11.2018 αίτηση για αναίρεση της 505/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, στο σύνολό της.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 19 Δεκεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27 Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.taxheaven.gr/circulars/34967/areios-pagos-583-2020