Η καταρτιζόμενη με τον εργοδότη σύμβαση εργασίας, χωρίς ο μισθωτός στον οποίον ανατίθεται η προαναφερόμενη δραστηριότητα να έχει εφοδιαστεί με την απαιτούμενη κατά τον νόμο άδεια εργασίας, είναι άκυρη, διότι αντίκειται στις οικείες απαγορευτικές διατάξεις, που αφορούν τη δημόσια τάξη.
H άδεια εργασίας του προσωπικού ασφαλείας εντάσσεται στον προληπτικό έλεγχο του υπαλληλικού προσωπικού από τις αρμόδιες αστυνομικές Αρχές και ανάγεται στην εύρυθμη ανάθεση και εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών, που άπτονται των προστατευόμενων συνταγματικά δικαιωμάτων της προσωπικής ελευθερίας και της ελεύθερης μετακινήσεως και δεν μπορούν να εκτελούνται κατ’ απόκλιση από τις ρυθμίσεις και τους περιορισμούς των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας χωρίς την εποπτεία και τον έλεγχο των αρμόδιων κατά τόπο αστυνομικών Αρχών.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων, και όχι μόνο για το προσωπικό επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, δηλαδή όχι μόνο για το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν σε τρίτους μία ή περισσότερες από τις αναφερόμενες στο νν. 2518/1997 υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η επιτήρηση ή η φύλαξη κινητών και ακίνητων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων.
Σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης, μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του μισθωτού ή καταγγέλλοντας τη σύμβαση χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, δεν καθίσταται υπερήμερος και δεν υποχρεούται, ως εκ τούτου, στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας, ούτε στη συνέχιση της σχέσεως εργασίας, αφού αυτή, μη αναγνωριζόμενη από τον νόμο, δεν μπορεί να εξακολουθήσει χωρίς τη θέλησή του.
Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμός οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται, μεταξύ άλλων, για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη.
Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπ’ όψιν του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο.
Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί ναι μεν η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως.
Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι δεκτοί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον στηρίζονται στο πραγματικό υλικό που υποβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και εφόσον γίνεται σαφής επίκληση στο αναιρετήριο (Απόφαση του Α.Π., Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, τόμος 2020, σελ. 722 επ.).