ΑΠ 5/2020 (Ολομέλεια): Αγωγή αποζημίωσης για αναγκαστική εκτέλεση βάσει μη τελεσίδικης διαταγής πληρωμής , η οποία εκ των υστέρων ακυρώθηκε αμετάκλητα. Θεμελίωση της αγωγής στο άρθρο 940 παρ.1 ΚΠολΔ
“Κατά τη διάταξη του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ. “Αν εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί απόφαση που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προξενήθηκαν από την εκτέλεση, μόνο αν αυτός ήξερε ή αγνοούσε από βαριά του αμέλεια, ότι το δικαίωμα δεν υπήρχε (παρ. 1). Αν εξαφανιστεί ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου τελεσίδικη απόφαση που εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προήλθαν από την εκτέλεση, μόνο αν αυτός είχε δόλο ως προς την μη ύπαρξη του δικαιώματος (παρ. 2). Αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Α.Κ. (παρ.3)”.
Με την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη (ολ. Α.Π. 12/2009, ολ. Α.Π. 49/2005) καθιερώνεται ιδιαίτερη μορφή αδικοπραξίας, εισάγεται αξίωση αποζημιώσεως του θιγέντος από την επίσπευση εναντίον του άδικης εκτελέσεως, ήτοι εκτελέσεως για ανύπαρκτη απαίτηση και ρυθμίζεται στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου αυτού το θέμα της υποχρεώσεως προς αποζημίωση εκείνου, ο οποίος προέβη σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως (προσωρινώς εκτελεστής ή τελεσίδικης, αντίστοιχα), που εξαφανίστηκε μεταγενέστερα ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου, ενώ στην τρίτη (παράγραφο) η αποζημίωση του οφειλέτη, όταν ακυρώνεται αυτή η ίδια η εκτέλεση ύστερα από άσκηση ανακοπής (άρθρα 933 και 936 Κ.Πολ.Δικ.).
Από τη φύση και την τελολογία των σχετικών ρυθμίσεων προκύπτει ότι η προβλεπόμενη τις δύο πρώτες παραγράφους του ως άνω άρθρου αξίωση αποζημιώσεως, για την εφαρμογή των οποίων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αμετάκλητη ακύρωση του εκτελεστού τίτλου, με βάση τον οποίο επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, όχι δε και η αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως – που απαιτείται μόνον για την εφαρμογή της διατάξεως της τρίτης παραγράφου του άρθρου αυτού, για τα οποία αναλυτικά παρακάτω – διαφοροποιείται κατά το βαθμό υπαιτιότητας του επισπεύδοντος την άδικη εκτέλεση, ο βαθμός δε της υπαιτιότητας αυτής κλιμακώνεται ανάλογα με την ωριμότητα του εκτελεστού τίτλου, με βάση τον οποίο επιχειρείται η εκτέλεση, υπό την έννοια ότι όσο ωριμότερος είναι ο εκτελεστός τίτλος, τόσο υψηλότερος οφείλει να είναι ο βαθμός της υπαιτιότητας του επισπεύδοντος.
Έτσι, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται με οριστική απόφαση, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, αξιώνεται η συνδρομή γνώσεως ή βαριάς αμέλειας (άρθρο 940 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), ενώ όταν αυτή επισπεύδεται με τελεσίδικη απόφαση αξιώνεται δόλος (άρθρο 940 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.). Και στις δύο πάντως περιπτώσεις ο δόλος ή η βαριά αμέλεια του επισπεύδοντος αναφέρεται όχι στο κύρος ή την ακυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας ή οποιασδήποτε πράξεως της εκτελέσεως ή του εκτελεστού τίτλου του ίδιου, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην ύπαρξη του ουσιαστικού δικαιώματος, προς ικανοποίηση του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση. Θεωρείται, δηλαδή, άδικη και, συνεπώς, γενεσιουργός υποχρεώσεως αποζημιώσεως, η αναγκαστική εκτέλεση μόνον εφόσον ο επισπεύδων γνώριζε στην περίπτωση εκτελέσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή, εφόσον επρόκειτο για εκτέλεση προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως, γνώριζε ή αγνοούσε από βαριά του αμέλεια, ότι η εκτέλεση επισπεύδεται για ανύπαρκτο δικαίωμα και όχι επειδή χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα ή άκυρους εκτελεστούς τίτλους.
Όμοια, κατ’ αναλογία, ρύθμιση ισχύει αν, αντί εξαφανίσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που εκτελέστηκε ή εκείνης που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και εκτελέστηκε, ακυρωθεί αμετάκλητα, ύστερα από άσκηση ενδίκου βοηθήματος, διαφορετικού της από το άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δικ. ανακοπής, εκτελεστός τίτλος, διαφορετικός της αποφάσεως, που εκτελέστηκε, και ειδικότερα αν ακυρωθεί αμετάκλητα διαταγή πληρωμής, που εκτελέστηκε, ύστερα από άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της από τα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δικ. ανακοπής. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633 του Κ.Πολ.Δικ., όπως ίσχυαν, κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, πριν αντικατασταθούν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, επιτελούν, κατ’ αρχήν, παρεμφερή λειτουργία με εκείνη των ενδίκων μέσων, δοθέντος ότι βάλλουν κατά της νομιμότητας της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς τα ένδικα μέσα βάλλουν κατά της νομιμότητας της δικαστικής αποφάσεως, προσέτι δε και από την άποψη των επερχομένων αποτελεσμάτων, η ευδοκίμηση των ανωτέρω ανακοπών εξαφανίζει τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς και η ευδοκίμηση των ενδίκων μέσων εξαφανίζει τη δικαστική απόφαση.
Σε περίπτωση δε υπάρξεως τελεσίδικης δικαιοδοτικής κρίσεως περί του κύρους της διαταγής πληρωμής, αυτή (τελεσίδικη απόφαση) παράγει και αναπτύσσει πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 331 Κ.Πολ.Δικ., και την οπλίζει με ωριμότητα και δύναμη ισοσθενή προς εκείνη της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, προς την οποία και εξομειώνεται πλήρως, ενόψει και του ότι το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμον να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου.
Συντρέχει, συνεπώς, περίπτωση ανάλογης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. και στην περίπτωση της μεταγενέστερης ακυρώσεως διαταγής πληρωμής, που έχει αποκτήσει τα προσόντα τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, εφόσον η τοιαύτη αναλογική εφαρμογή είναι επιτρεπτή και στο αστικό δικονομικό δίκαιο, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι κρίσιμο, εν προκειμένω, στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η σχετική εκτέλεση αφετηριάστηκε με την τελεσίδικη κρίση περί του κύρους της διαταγής πληρωμής και αυτή ακριβώς η τελεσίδικη κρίση ανατράπηκε μετά την ολοκλήρωση της εκτελέσεως. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όμοια, κατ’ αναλογία, ρύθμιση ισχύει και για την αξίωση αποζημιώσεως από εκτέλεση διαταγής πληρωμής, η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, τελούσε υπό καθεστώς προσωρινής ισχύος, με την έννοια ότι δεν είχε αποκτήσει τα προσόντα τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, πλην όμως μετέπειτα ακυρώθηκε αμετακλήτως. Τούτο δε διότι, η έκδοση της διαταγής πληρωμής προϋποθέτει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 625-629 του Κ.Πολ.Δικ., αφενός μεν την υποβολή αιτήσεως εκ μέρους του έχοντος χρηματική απαίτηση ή απαίτηση παροχής χρεογράφων δανειστή σε βάρος του οφειλέτη του, η οποία (απαίτηση) θα πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως, κατ’ άρθρο 623 Κ.Πολ.Δικ., και να πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 624 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δικ., αφετέρου δε την αποδοχή της αιτήσεως από τον αρμόδιο δικαστή, κατ’ άρθρο 629 Κ.Πολ.Δικ., “κατά το μέρος που κατά την κρίση του είναι νομικά και πραγματικά βάσιμη”. Επομένως, η διαταγή πληρωμής, ναι μεν δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, ωστόσο ενσωματώνει “οιονεί επί της ουσίας” δικαιοδοτική κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων εκδόσεώς της (ύπαρξη ληξιπρόθεσμης, μη εξαρτώμενης από όρο ή αντιπαροχή, βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαιτήσεως, καθώς και έγγραφη απόδειξη των ανωτέρω απαραίτητων στοιχείων), τις οποίες καθ’ ολοκληρίαν ελέγχει ο αρμόδιος δικαστής, και μόνον, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν, προχωρεί στην παραδοχή της αιτήσεως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 629 Κ.Πολ.Δικ.
Για το λόγο αυτό, εξ άλλου, η διαταγή πληρωμής, καταρχήν, αναπτύσσει, ήδη από την στιγμή της εκδόσεώς της, κατ’ άρθρο 630 Α εδ. α’ και β’ του Κ.Πολ.Δικ., πλήρη εκτελεστότητα, αποτελώντας εκτελεστό τίτλο, κατ’ άρθρο 631 Κ.Πολ.Δικ., δυνάμενο να αποτελέσει τη βάση έγκυρης διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Προσέτι, τόσον η προσωρινά εκτελεστή απόφαση, όσο και η διαταγή πληρωμής εκτελούνται αμέσως κατά ομοιόμορφο τρόπο και μόνον αν ζητηθεί η αναστολή εκτελέσεώς τους κάτω από τις διαγραφόμενες από τα άρθρα 632 παρ. 2 και 912 του Κ.Πολ.Δικ., αντίστοιχα, προϋποθέσεις, εμποδίζεται αυτή μέχρι να τελεσιδικήσουν. Τούτο σημαίνει ότι σε αντίθεση με τους άλλους εκτελεστούς τίτλους η διαταγή πληρωμής και η προσωρινά εκτελεστή δικαστική απόφαση διέρχονται από τα ίδια στάδια προσωρινής ισχύος. Η πρώτη διατηρεί την προσωρινή ισχύ της μέχρι την πάροδο των προθεσμιών ασκήσεως ανακοπής του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δικ. ή την τελεσίδικη απόρριψη της τυχόν ασκηθείσας ανακοπής, ενώ η δεύτερη (προσωρινά εκτελεστή απόφαση) μέχρι την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως ή την τελεσίδικη απόρριψη αυτής. Έκτοτε, η μεν διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου η δε δικαστική απόφαση κέκτηται δεδικασμένο.
Από τα προεκτεθέντα, προσέτι δε και από το ότι η διαταγή πληρωμής επιφέρει στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως συνέπειες ισοδύναμες με την προσωρινή εκτελεστότητα, αλλά και από το γεγονός ότι μετά το ν. 4335/2015 στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως η ισοσθένεια διαταγής πληρωμής και οριστικής δικαστικής αποφάσεως, εκδηλώνεται τόσον στη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δικ., κατά την οποία “σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης”, όσο και στη διάταξη του άρθρου 724 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία “(ο) δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής”, προκύπτει ότι και στην περίπτωση αξιώσεως αποζημιώσεως από την εκτέλεση διαταγής πληρωμής, η οποία όταν εκτελέστηκε δεν ήταν τελεσίδικη, πλην όμως μετέπειτα ακυρώθηκε αμετακλήτως, μετά από άσκηση ανακοπής του άρθρου 632 του Κ.Πολ.Δικ. εφαρμοστέα τυγχάνει, επίσης κατ’ αναλογία, η ρύθμιση του άρθρου 940 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.
Περαιτέρω, με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ. ρυθμίζεται, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα της αποζημιώσεως του οφειλέτη, όταν ακυρώνεται η ίδια η εκτέλεση ύστερα από άσκηση ανακοπής, παρέχεται δε και στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική μορφή αδικοπραξίας, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 του Α.Κ. Προϋποθέσεις, επομένως, της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ. είναι: α) επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του τίτλου, βάσει του οποίου επισπεύδεται αυτή, β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής των άρθρων 933 και 936 του Κ.Πολ.Δικ., γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914 ή 919 του Α.Κ., δ) ζημία του καθ’ ου η εκτέλεση θετική ή αποθετική ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως.
Η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ. εφαρμόζεται και στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως όχι μόνον του συνόλου των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επί μέρους πράξεων, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ολ.Α.Π.10/2011, 7/2006). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παράβαση.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των παρακάτω αναφερομένων διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων με την ένδικη από 8.6.2010 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εξέθετε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Η εναγομένη εταιρία είχε ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “Η… ΑΒΕΕ”, της οποίας αυτός (ενάγων και ήδη αναιρεσείων) υπήρξε Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, είχε ως αντικείμενο την εμπορία ηλεκτρικών οικιακών συσκευών. Κατά την 24-5-1989, μεταξύ της εναγομένης εταιρίας και της εταιρίας “Η… ΑΒΕΕ” συμφωνήθηκε αφενός η αγοραπωλησία ηλεκτρικών συσκευών “Ι…”, “Ε…” και “Κ…” και αφετέρου η παραγωγή και πώληση από την εναγομένη προς την εταιρία Η… ηλεκτρικών συσκευών που παράγονταν στο εργοστάσιο της πρώτης με το σήμα “Κ…”, τη διάθεση των οποίων ανέλαβε αποκλειστικά η δεύτερη. Με το από 24-5-1989 ιδιωτικό συμφωνητικό διακανονισμού χρέους η εταιρία, με την επωνυμία “Η… ΑΒΕΕ” ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει τη συνολική μέχρι τότε οφειλή της, ποσού 112.500.000 δρχ., στην οποία συμπεριλαμβανόταν το έως τότε χρεωστικό υπόλοιπο 82.000.000 δραχμών, με τη διαδοχική καταβολή 211 δόσεων και ότι χάριν καταβολής του ως άνω ποσού η εταιρία “Η… ΑΒΕΕ” αποδέχθηκε ισάριθμες, ισόποσες συναλλαγματικές, τις οποίες υπέγραψε ως τριτεγγυητής ο ενάγων. Με το από 25-8-1989 ιδιωτικό συμφωνητικό προστέθηκε στην αρχική σύμβαση διακανονισμού χρέους, μεταξύ άλλων, και ο γ’ όρος αυτού, σύμφωνα με τον οποίο συνδέθηκε και εξαρτήθηκε η πληρωμή των δόσεων με την παράλληλη παράδοση από την εναγομένη εταιρία ηλεκτρικών συσκευών, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που καθορίστηκε και, ειδικότερα συμφωνήθηκε ότι, εάν η εναγομένη σταματούσε να παραδίδει ηλεκτρικές συσκευές για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου ή αν οι παραδοθείσες ηλεκτρικές συσκευές δεν ήταν οι συμφωνηθείσες, τότε η εταιρία Η… θα είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή των δόσεων (συναλλαγματικών) και να επιδιώξει την καταβολή αποζημιώσεως για την αποδεικνυόμενη ζημία της. Η εναγομένη παραβίασε την προαναφερθείσα συμφωνία και σταμάτησε να παραδίδει τις συμφωνηθείσες ηλεκτρικές συσκευές, λόγος για τον οποίο η εταιρία Η…, ενεργοποιώντας το σχετικό όρο του από 25.8.1989 ιδιωτικού συμφωνητικού, σταμάτησε από την 1-1-1990 να καταβάλει τα ποσά των συναλλαγματικών. Η εναγομένη, παρά το γεγονός ότι δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα και μολονότι γνώριζε ότι δεν είχε δικαίωμα να επιδιώξει την είσπραξη των δόσεων του διακανονισμού, προέβη στην έκδοση διαταγών πληρωμής, με βάση τις απλήρωτες συναλλαγματικές που είχε αποδεχθεί η εταιρία Η… και είχε τριτεγγυηθεί ο ενάγων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπ’ αριθμ. 1677/1991 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε επί τη βάσει 23 συναλλαγματικών, ποσού 8.740.000 δραχμών, αλλά και η υπ’ αριθμ. 1025/1994 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί τη βάσει 43 συναλλαγματικών ποσού 38.580.000 δραχμών. Κατά της υπ’ αριθμ. 1677/1991 διαταγής πληρωμής ασκήθηκαν η υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 13939/1991 ανακοπή και οι υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 5825/1997 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, επί των οποίων εκδόθηκε τελεσίδικα η υπ’ αριθμ. 3019/2005, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που την ακύρωσε, με την αιτιολογία ότι εκδόθηκε παρανόμως, αφού η απαίτηση τελούσε υπό (διαλυτική) αίρεση, η οποία πληρώθηκε, ενώ επίσης η υπ’ αριθμ. 1025/1994 διαταγή πληρωμής ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 974/2003 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που και αυτή κατέστη ήδη αμετάκλητη. Στο μεταξύ, ενώ είχαν ήδη ασκηθεί κατά της 1677/1991 διαταγής πληρωμής η προαναφερόμενη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα για την ουσιαστική ευδοκίμησή τους, η εναγομένη, με σκοπό να προλάβει την ακύρωση του τίτλου και να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον ενάγοντα, προχώρησε εσπευσμένα, δυνάμει της ως άνω (1677/1991) διαταγής πληρωμής, σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του, ως τριτεγγυητή, και συγκεκριμένα προέβη, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 335/20-7-1993 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του αναφερομένου δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης, σε αναγκαστική κατάσχεση του λεπτομερώς περιγραφόμενου διαμερίσματος, ιδιοκτησίας του, το οποίο εξετέθη σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 25.5.1994 και με την υπ’ αριθμ. 2412/30.5.1994 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της αναφερομένης Συμβολαιογράφου κατακυρώθηκε στον αναφερόμενο υπερθεματιστή, αντί του ποσού των 33.000.000 δραχμών. Περαιτέρω εκτίθεται στην ένδικη αγωγή ότι εναγομένη παρανόμως εξέδωσε σε βάρος του ενάγοντος την υπ’ αριθμ. 1677/1991 διαταγή πληρωμής, καθότι γνώριζε ότι από τις συναλλαγματικές, με βάση τις οποίες αυτή εκδόθηκε, δεν απέρρεαν απαιτήσεις εναντίον του, άλλως ακόμη και αν δεν το γνώριζε με βεβαιότητα, αυτή, όντας μεγάλη εταιρία, με οργανωμένο λογιστήριο και νομικούς συμπαραστάτες, μπορούσε να διαπιστώσει την ανυπαρξία της απαιτήσεώς της και ότι παρανόμως προχώρησε εσπευσμένα σε αναγκαστική εκτέλεση, παρά το γεγονός ότι αυτός είχε ασκήσει ανακοπή και πρόσθετους λόγους ανακοπής, από το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δικ., κατά του εκτελεστού τίτλου, επικαλούμενος την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής για τον προεκτεθέντα λόγο, με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί την αναφερόμενη σ’ αυτήν (αγωγή) θετική ζημία, καθώς και ηθική βλάβη. Με την επίκληση των πραγματικών αυτών περιστατικών ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.330.372 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η 3116/2015 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 914, 919, 288 και 932 του Α.Κ., απερρίφθη ως παραγεγραμμένη, κατά παραδοχήν ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας από την εναγομένη ενστάσεως πενταετούς παραγραφής, εκ του άρθρου 937 του Α.Κ., λόγω παρελεύσεως πενταετίας από τον πλειστηριασμό μέχρι την άσκησή της (αγωγής). Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση από τον ενάγοντα και επ’ αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: α) ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά, αυτή βρίσκει έρεισμα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, στην προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ. ειδική αδικοπραξία και δη στη διάταξη της παραγράφου 2 αυτής, όχι δε στη διάταξη της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, με την αιτιολογία ότι στην αγωγή “αναφέρεται ότι έχει ακυρωθεί αμετάκλητα μόνον ο τίτλος επί τη βάσει του οποίου έχει διενεργηθεί η εκτέλεση, χωρίς να αναφέρεται ότι έχει επέλθει αμετάκλητη ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας – απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να θεμελιωθεί η ένδικη αγωγή στη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.” και β) δεν αποδείχθηκε ότι η επισπεύσασα την εκτέλεση της παραπάνω αναφερομένης διαταγής πληρωμής – εναγομένη “γνώριζε θετικά ότι δεν είχε απαίτηση εναντίον του ενάγοντος, προερχόμενη από τις 23 συναλλαγματικές, με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής, προς ικανοποίηση της οποίας επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση και ότι ενήργησε δολίως με σκοπό να του προκαλέσει βλάβη. Αντίθετα, η εναγομένη είχε κάθε δικαίωμα να θεωρεί υπαρκτή την απαίτησή της και να προσπαθεί να ικανοποιηθεί δια της εκτελέσεως της ως άνω διαταγής πληρωμής”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., τυγχάνει απορριπτέα, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η επισπεύσασα την εκτέλεση εναγομένη γνώριζε ότι δεν είχε απαίτηση κατά του ενάγοντος και ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την έφεση, αντικαθιστώντας, κατ’ άρθρο 578 του Κ.Πολ.Δικ., τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, η ένδικη αγωγή είχε απορριφθεί ως παραγεγραμμένη.
Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι με αυτήν εγείρεται αξίωση αποζημιώσεως που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στην ειδική αδικοπραξία του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ. και ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, εφόσον σ’ αυτήν (αγωγή) δεν αναφέρεται ότι έχει επέλθει αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημιώσεως του καθ’ ου η εκτέλεση στην εν λόγω διάταξη (του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ), ενόψει και του ότι η επικαλούμενη αμετάκλητη ακύρωση του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, μέσω των ανακοπών των άρθρων 632 και 633 του Κ.Πολ.Δικ., δεν αποτελεί και ακύρωση της εκτελέσεως, που πραγματοποιήθηκε με βάση τη διαταγή πληρωμής. Το δευτεροβάθμιο, επομένως, δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή δεν μπορεί, για τον προεκτεθέντα λόγο, να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ., ορθώς ερμήνευσε την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ. και, συνακολούθως, ο συναφής με το κεφάλαιο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραπεμφθείς στην Πλήρη Ολομέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., πρώτος αναιρετικός λόγος, όπως αυτός συμπληρώθηκε εν μέρει αυτεπαγγέλτως (άρθρο 562 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δικ.) είναι αβάσιμος. Κατά το μέρος όμως που το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε στη συνέχεια ότι η αγωγή θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., την οποία εφάρμοσε, έσφαλε ως προς την ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Τούτο δε γιατί, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι η εκτέλεση της 1677/1991 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε ως αποτέλεσμα να εκπλειστηριασθεί, στις 30.5.1994, το διαμέρισμα ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος, πραγματοποιήθηκε όχι υπό καθεστώς πλήρους, αλλά προσωρινής ισχύος του ανωτέρω εκτελεστού τίτλου, ο οποίος στη συνέχεια (μεταγενεστέρως της εκτελέσεως) ακυρώθηκε αμετάκλητα (χωρίς ακύρωση και της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία, άλλωστε, δεν απαιτείται, εν προκειμένω), πλην όμως κατά το χρόνο εκτελέσεως του τίτλου δεν ήταν αυτός τελεσίδικος, – ενόψει του ότι η υπ’ αριθμ. 32356/1997 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί της ασκηθείσας ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής εκδόθηκε σε μεταγενέστερο του πλειστηριασμού χρόνο-, συνέτρεχε, εν προκειμένω, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη της παρούσας, περίπτωση ανάλογης εφαρμογής της παραγράφου 1 της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ., όπως, δηλαδή, θα συνέβαινε εάν εκτελείτο προσωρινώς εκτελεστή δικαστική απόφαση, για την οποία ως προς τον βαθμό υπαιτιότητας του επισπεύδοντος την άδικη εκτέλεση, αξιώνεται όχι μόνον δόλος, αλλά αρκεί και βαριά αμέλεια. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο παραπεμφθείς στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου πρώτος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ., εφάρμοσε την παράγραφο 2 αυτού, θεωρώντας ότι για την γένεση της αξιώσεώς του για αποζημίωση εξαιτίας της άδικης εκτελέσεως που υπέστη, απαιτείτο η διαπίστωση δόλου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεώς της και δεν εφάρμοσε, όπως έπρεπε, την παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως, για την οποία αξιώνεται όχι μόνον δόλος, αλλά αρκεί και βαριά αμέλεια της τελευταίας, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.), λόγω δε της αναιρετικής εμβέλειας του λόγου τούτου παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως ως προς τους οποίους το Τμήμα είχε επιφυλαχθεί να αποφασίσει. Η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), η επιστροφή του οικείου παραβόλου σ’αυτόν, όπως ορίζεται στο διατακτικό». (areiospagos.gr)