Απόφαση 559 / 2020 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 559/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου – Εισηγήτρια και Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 18 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Παππαδά, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Α. Μ. του Λ., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αδαμόπουλου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6106/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία “INTERAMERIKAN E.E.A.Z. A.E.”, νομίμως εκπροσωπούμενη, που δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 241/13.1.2020 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 122/2020.
Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο κατά το κεφάλαιο της μη χορηγηθείσας αναστολής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το μέρος αυτό, για νέα συζήτηση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. 241/ 13.1.2020 και από 10.1.2020 δήλωση – αίτηση του Α. Μ. του Λ., για αναίρεση της υπ’ αριθμόν 6106/ 27.11.2019 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημμάτων Αθηνών (το οποίο κατ’ έφεση δικάζοντας κήρυξε τον ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της αξιοποίνου πράξεως της παράβασης του νόμου για επιταγές κατ’ εξακολούθηση και, με την αναγνώριση των ελαφρυντικών των περ. β’ και δ’ της παρ. 2 του άρθρου 84 Π.Κ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε μηνών) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (καταχώρηση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο στις 23.12.2019), από πρόσωπο που ειχε δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς τούτο , κατ’ άρθρα 462 περ. β, 463, 465 παρ. 1,2, 473 παρ. 3 ,504 παρ. 1 και 505 προϊσχύσαντος ΚποινΔ, σε συνδ. με το άρθρο 590 παρ. 1 του νυν ισχύοντος ΚποινΔ (ν. 4620/1.7.2019).Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί η
βασιμότητα των λόγων της.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 99 § 1 εδ. α’ του ισχύσαντος έως 30.6.2019 Ποινικού Κώδικα: “Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Η διάταξη του άρθρου 99 § 1 εδ. α’του νυν ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (ν. 4619/2019) ορίζει ότι εάν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Από την αντιπαραβολή των δύο διατάξεων προκύπτει ότι η τελευταία είναι ευμενέστερη της πρώτης, δεδομένου ότι πλέον η χορήγηση της αναστολής αποσυνδέεται από την ύπαρξη ή μη προηγούμενων καταδικών, καθώς και του συνολικού ύψους των ποινών που έχουν επιβληθεί.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 § 1 ΠΚ (ν. 4619/2019) “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 465 του ίδιου Κώδικα “Οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος”.
Το τελευταίο άρθρο, το οποίο συνιστά διάταξη ειδικότερη του άρθρου 2 § 1 ΠΚ (ν. 4619/2019), πρέπει να παραμερισθεί – καθόσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα – ως αντικείμενο σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος που καθιερώνουν την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου (retroactivity in mitius) και ειδικότερα: α) στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 και 7 Συντάγματος (αρχές της ισότητας και της νομιμότητας, βλ. ΟλΑΠ 1/2015 ΠοινΧρ 2016.50), β) στην διάταξη του άρθρου 15 § 1 εδ. γ’ του κυρωθέντος με το ν. 2462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπου ο όρος “ελαφρύτερη ποινή” δεν καταλαμβάνει μόνο το πλαίσιο της ποινής, αλλά ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να εμπίπτει και ο τρόπος εκτίσεως αυτής και γ) στο άρθρο 7 § 1 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου, στο πλαίσιο ερμηνείας του οποίου γίνεται δεκτή η υποχρέωση της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης {βλ. Scoppola ν. Ιταλίας (No. 2) [Τμ. Ευρείας Σύνθεσης], ΕΔΔΑ 2017}. Σημειωτέον ότι, το άρθρο 49 § 1 περ. γ’ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιερώνει ρητώς την ως άνω αρχή στις περιπτώσεις, όπου εφαρμόζεται ενωσιακό δίκαιο (π.χ. όταν η ποινική διάταξη θεσπίσθηκε ή τροποποιήθηκε, προκειμένου να μεταφερθεί οδηγία, βλ. άρθρο 51 § 1 του Χάρτη). Πάντως, και πριν από την ως άνω ρητή θέσπισή της η αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου είχε κριθεί ότι αποτελεί μέρος του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατούν μελών, και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των γενικών άρχών του ενωσιακού δικαίου, τις οποίες ο εθνικός δικαστής πρέπει να σέβεται κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 3ης Μαΐου 2005, B. κ.λπ., στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-387/02, C-391/02 και C-403/02). Επομένως, μετά την ισχύ του ν. 4619/2019 εφαρμοστέο τυγχάνει σε κάθε περίπτωση το άρθρο 99 § 1 εδ. α’ του νέου Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 § 1 αυτού, που έχει αυξημένη τυπική ισχύ, καθώς πηγάζει από τα προαναφερθέντα άρθρα 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το άρθρο 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Ενώ η προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 Π.Κ. μπορεί να εφαρμοσθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 2 του νέου Π.Κ. μόνο όταν οι νέες διατάξεις είναι δυσμενέστερες από τις παλαιότερες. Σύμφωνα , εξ άλλου, με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4619/ 2019, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής χορηγείται κατ’ αρχήν σε όλους όσοι καταδικάζονται σε ποινή φυλάκισης ως τρία έτη, ανεξαρτήτως υπάρξεως προηγουμένων καταδικών, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 6106/ 27.11.2019 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημμάτων Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του νόμου για επιταγές κατ’ εξακολούθηση σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά από την απαγγελία της ποινής και την περί αναστολής της εκτέλεσης αυτής εισαγγελική πρόταση, το αυτό ζήτησε και ο συνήγορος του κατηγορουμένου. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την ακόλουθη αιτιολογία , έκρινε – κατά πλειοψηφία – ότι:
“Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 99 § 1 εδ. α’ του ισχύσαντος έως 30.6.2019 Ποινικού Κώδικα: “Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων”. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 99 § 1 εδ. α’ του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) ορίζει ότι “Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων”, ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 του νέου Ποινικού Κώδικα, που άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 “Οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος”. Από την αντιπαραβολή των δύο διατάξεων του άρθρου 99 ΠΚ προκύπτει σαφώς ότι η τελευταία είναι ευμενέστερη της πρώτης, δεδομένου ότι πλέον η χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής αποσυνδέεται από την ύπαρξη ή μη προηγούμενων καταδικών, καθώς και από το συνολικό ύψος των ποινών που έχουν επιβληθεί. Όμως, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, το νεοπαγές αυτό άρθρο δεν εφαρμόζεται κατά ρητή πρόβλεψη της ειδικής μεταβατικής διάταξης του άρθρου 465 του ίδιου ως άνω νέου ΠΚ στο πεδίο των διατάξεων εκτέλεσης και έκτισης των ποινών για τις πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, ήτοι μέχρι την 1-7-2019. Σημειώνεται ότι εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 2 § 1 ΠΚ (Ν. 4619/2019), σύμφωνα με το οποίο “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”, καθόσον για τις πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι την 1-7-2019 δεν ίσχυσαν διαδοχικά περισσότερες διατάξεις νόμων, ώστε να προτιμηθεί η μία έναντι της άλλης ως ευμενέστερη διάταξη για τον κατηγορούμενο, κατ’ εφαρμογή του παραπάνω άρθρου. Αντίθετα, με τον ίδιο ως άνω νόμο (4619/2019), με την παραπάνω μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 του νέου ΠΚ προβλέφθηκε ρητά εξαίρεση ως προς το πεδίο των διατάξεων εκτέλεσης και έκτισης των ποινών για τις πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι την 1-7-2019 και ειδικότερα ως προς τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε τελολογική ερμηνεία αυτής στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ, καθόσον η μεταβατική αυτή διάταξη θα καθίστατο άνευ αντικειμένου (βλ. όμως ΓνωμΕισΑΠ 5/2019, Μεταβατικές διατάξεις νέου ΠΚ για την απόλυση υπό όρο – Ευεργετικός υπολογισμός ποινών – Καταδικασθέντες άνω των 65 ετών – Νόμος επιεικέστερος, σε ΠοινΔνη 2019.991). Εξάλλου, η διάταξη αυτή του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ δεν καλύπτεται από τη διάταξη του άρθρου 7 § 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο “Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης” και συνεπώς δεν αποκλείεται ο κοινός νομοθέτης θεσπίζοντας νέο ηπιότερο νόμο, να ορίσει ότι αυτός δεν εφαρμόζεται επί πράξεων που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του, κρίνοντας ότι οι νέες συνθήκες δεν ταυτίζονται με τις προϋφιστάμενες, που δεν δικαιολογούν την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, όπως ακριβώς εν προκειμένω. Τέλος, η ως άνω μεταβατική διάταξη δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 7 § 1 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου, στο πλαίσιο ερμηνείας του οποίου γίνεται μεν δεκτή η υποχρέωση της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης, πλην όμως η ως άνω αρχή δεν εφαρμόζεται αναφορικά με την εκτέλεση της ποινής (ad hoc Απόφαση R. κατά Γαλλίας της 26-9-2019 (αριθ. 1652/16) ούτε βέβαια στο άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997), η οποία επίσης αφορά στον προσδιορισμό και στην επιβολή της ευμενέστερης ποινής και όχι στην εκτέλεση αυτής.
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα ανωτέρω, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, εφόσον από το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου προκύπτει ότι αυτός έχει καταδικαστεί για άλλες αξιόποινες πράξεις σε ποινές φυλάκισης άνω του ενός έτους, δεν δικαιούται αναστολής εκτέλεσης της ποινής του, κατ’ άρθρο 99 του προϊσχύσαντος ΠΚ.”.
Και απέρριψε το αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής των δεκαπέντε μηνών, την οποία εν συνεχεία, μετέτρεψε, κατ’ άρθρο 82 Π.Κ., προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως.
Έτσι όμως που έκρινε σχετικά με την μη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως των δεκαπέντε μηνών στην οποία καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα του, (κατ’ εφαρμογή της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 99 ΠΚ) και μετατρέποντας αυτή κατ’ άρθρο 82 Π.Κ. προς πέντε ευρώ ημερησίως, έσφαλε, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις αρχικές σκέψεις της παρούσης αποφάσεως.
Πρέπει, επομένως, δεκτού καθισταμένου ως βασίμου του – μόνου – εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε’ ΚΠΔ λόγου, με τον οποίο ο αναιρεσείων παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 99 Π.Κ. εκ μέρους του δικάσαντος Δικαστηρίου, να αναιρεθεί εν μέρει η αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 6106/27.11.2019 απόφαση, μόνο ως προς τη διάταξή της για τη μη χορήγηση της αναστολής και για μετατροπή της ποινής φυλάκισης, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αντίστοιχο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δεδομένου ότι η συγκρότησή του από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 523 ΚΠοινΔ), προκειμένου το σχετικό αίτημα να κριθεί υπό το πρίσμα της ήδη ισχύουσας διάταξης του ανωτέρω άρθρου 99 ΠΚ, εν απουσία της νομίμως κλητευθείσας υποστηρίζουσας την κατηγορία εταιρείας με την επωνυμία “INTERAMERIKAN EAAZ A.E.” (από 28 Ιανουαρίου 2020 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Α.Π. Α. Σ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμό 6106/2019 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, μόνο ως προς τη διάταξή της περί μη χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης των δέκα πέντε (15) μηνών στον αναιρεσείοντα Α. Μ. του Λ. συνακόλουθα περί μετατροπής της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ