Αφορά : Ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις διευθύνοντος υπαλλήλου θεωρούνται εκείνοι οι εργαζόμενοι, στους οποίους, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή απολαμβάνουν την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη του εργοδότη, ανατίθενται διευθυντικά καθήκοντα στην επιχείρηση ή σε κάποιον τομέα αυτής, έτσι, ώστε να επηρεάζουν έντονα τη λειτουργία και την εξέλιξή της και να ξεχωρίζουν εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, επί των οποίων ασκούν εποπτεία.
ΑΠ 556/2020
Εργαζόμενοι με την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου
Απόφαση 556 / 2020 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Με τη διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ την 29-10-1919 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2269/1920, ορίζεται ότι στις οιουδήποτε είδους βιομηχανικές εργασίες, δημόσιες ή ιδιωτικές, καθώς και στα παραρτήματά τους, με εξαίρεση εκείνες στις οποίες απασχολούνται μέλη μόνον μιας και της αυτής οικογενείας, η διάρκεια της εργασίας του προσωπικού δεν δύναται να υπερβαίνει τις 8 ώρες την ημέρα και τις 48 ώρες την εβδομάδα, εκτός από τις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στις οποίες πρόκειται για πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέση εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, ως προς τα οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της διεθνούς σύμβασης για τα χρονικά όρια εργασίας.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως πρόσωπα που κατέχουν τέτοιες θέσεις θεωρούνται εκείνοι οι εργαζόμενοι, στους οποίους, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή απολαμβάνουν την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη του εργοδότη, ανατίθενται διευθυντικά καθήκοντα στην επιχείρηση ή σε κάποιον τομέα αυτής, έτσι, ώστε να επηρεάζουν έντονα τη λειτουργία και την εξέλιξή της και να ξεχωρίζουν εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, επί των οποίων ασκούν εποπτεία.
Στα πρόσωπα αυτά εκχωρούνται σε μεγάλη έκταση δικαιώματα του εργοδότη, ενδείξεις δε για τον χαρακτηρισμό του υπαλλήλου ως διευθύνοντος συνιστούν ο μισθός, ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές, η δυνατότητα πρόσληψης ή απόλυσης προσωπικού και γενικότερα η άσκηση εργοδοτικών δικαιωμάτων επ` αυτού, η ευθύνη εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας επί του προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών έναντι τρίτων για τυχόν παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, η ανεξαρτησία τους αναφορικά με το χρόνο εργασίας τους και τα χρονικά πλαίσια εντός των οποίων παρέχουν αυτή, η παραχώρηση εξουσίας εκπροσώπησης του εργοδότη προς τρίτους και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη των στόχων, στους οποίους αποβλέπει ο εργοδότης.
Για το χαρακτηρισμό κάποιου μισθωτού ως “διευθύνοντος υπαλλήλου” δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω περιστάσεις, αφού η έννοια αυτή, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθύνοντος, αποδίδεται σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της συναλλακτικής εμπειρίας, εξαρτώμενη από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, καθώς και την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, απέναντι τόσο στον εργοδότη όσο και στους λοιπούς εργαζομένους.
Εφ` όσον, λοιπόν, κάποιος μισθωτός μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως “διευθύνων υπάλληλος”, τότε, αν και αυτός εξακολουθεί να παρέχει εξαρτημένη εργασία, εξαιρείται από την προστασία των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας (μόνο αυτό προβλέπει ρητώς η ως άνω διεθνής σύμβαση της Ουάσιγκτον) και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, για την εβδομαδιαία ανάπαυση και για τις αποζημιώσεις ή προσαυξήσεις σε περίπτωση υπερεργασιακής ή υπερωριακής απασχόλησης ή εργασίας κατά τη νύκτα ή τις Κυριακές και τις εξαιρετέες ημέρες, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση των διευθυνόντων υπαλλήλων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν με τη σύμβασή τους (ΑΠ 935/2017, ΑΠ 478/2014, ΑΠ 1467/2012, ΑΠ 978/2009, ΑΠ 1047/2007, ΑΠ 747/2007, ΑΠ 583/2007).
Η έννοια δε του διευθύνοντος υπαλλήλου, όπως αυτή προσδιορίζεται ανωτέρω, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στην εργασιακή του σχέση ενυπάρχει και το στοιχείο της εξάρτησης αυτού, ως μισθωτού, από τον εργοδότη, έστω και σε χαλαρότερη μορφή (ΑΠ 1030/2005, ΑΠ 747/2007).
Αριθμός 556/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Καρυστηναίου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Λ. του Ι., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευστράτιου Μαυραγάνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Δημοτικής επιχείρησης του Δήμου Θεσσαλονίκης με την επωνυμία “Δημοτική Εταιρία Πληροφόρησης Θεάματος και Επικοινωνίας (Δ.Ε.Π.Θ.Ε.)”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Βασιλακάκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-8-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν η 22320/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2899/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13-6-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν από τους διαδίκους (Ολ.ΑΠ 2/2008, 42/2002). Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 ΚΠολΔ, αλλά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, γι` αυτό και πρέπει να γίνεται ρητή μνεία αυτών στην απόφαση, η δε αναφορά σ` αυτή ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και όλα τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, δεν αποδεικνύει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και αυτές (ΑΠ 176/04). Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη ένορκη βεβαίωση που ο αναιρεσείων προσκόμισε και επικαλέστηκε, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητα του και η νόμιμη λήψη αυτού (αριθμός, όνομα εξετασθέντος μάρτυρα, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή παράσταση αυτού κατά την εξέταση του μάρτυρα), να προσδιορίζεται το περιεχόμενο της και το παραδεκτό της προσαγωγής της στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου το αποδεικτικό αυτό μέσο προσκομίστηκε.(ΑΠ1551/2008). Όσον αφορά τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτησή της, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια, δεν λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να βεβαιώνεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ώστε να μη καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό της ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 227/2008, ΑΠ 338/2007).
2. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως,κατά το πρώτο μέρος, ο αναιρεσείων αποδίδει στο Εφετείο την αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, διότι αυτό παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την …/2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, και την …/2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Α. των εκεί αναφερομένων ενόρκως βεβαιούντων ,ως εκ της μη ειδικής αναφοράς τους στην προσβαλλόμενη, οι οποίες λήφθηκαν μετά κλήτευση του αντιδίκου και τις οποίες ο ήδη αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο λόγος αυτός ,κατά το μέρος που αποδίδεται παράβαση για μη λήψη υπόψη της ανωτέρω δεύτερης …/2017 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με αφορμή την ενώπιον του Εφετείου δίκη ελέγχεται αόριστος διότι ο αναιρεσείων δεν αναφέρει στο αναιρετήριο τον ισχυρισμό προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου η βεβαίωση αυτή προσκομίστηκε ούτε το περιεχόμενο αυτής, δηλαδή τα κατατεθέντα από τους μάρτυρες στη βεβαίωση αυτή ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, περί των οποίων καταρτίστηκε η ένορκη αυτή βεβαίωση, ώστε να κριθεί η επίδραση αυτής στην έκβαση της δίκης. Κατά το μέρος που αποδίδεται η ίδια αναιρετική πλημμέλεια για μη λήψη υπόψη της …/2017 ένορκης βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ίδιας βεβαίωσης αυτή λήφθηκε ενόψει εκδικάσεως της από 28-12-2016 άλλης αγωγής του ενάγοντος κατά του εναγομένου,ως εκ τούτου δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτού στην προσβαλλομένη αλλά αποτελεί έγγραφο το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο και το οποίο από την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη “και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα”, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα το έλαβε υπόψη του. Επομένως, ο κατά το μέρος αυτό, ο ερευνώμενος λόγος είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως ,κατά το δεύτερο μέρος , προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ’ όψη τα ειδικότερα αναφερόμενα εκεί έγγραφα που ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου από τα οποία προκύπτει ότι για τη λήψη άδειας αναψυχής έπρεπε να λάβει εντολή από το σύμβουλο διοίκησης της εναγομένης και επίσης έγκριση για οποιαδήποτε δαπάνη,αποδείξεις που ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στον ισχυρισμό της εναγομένης περί κατοχής θέσης διευθύνοντος υπαλλήλου.Από την επισκόπηση όμως του όλου περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου μάλιστα υπάρχει η ρητή διαβεβαίωση σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος και όλα τα παραπάνω έγγραφα που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο της αναίρεσης. Επομένως, ο πρώτος λόγος ,κατά το δεύτερο μέρος του, είναι αβάσιμος.
3.Από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι εκείνη που έγινε ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, ενώ κάθε άλλη ομολογία, όπως και εκείνη που έγινε στα πλαίσια άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), είναι εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Προκειμένου περί Δικαστικής ή εξώδικης ομολογίας, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ` του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ, εφ` όσον ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε νόμιμα με τις προτάσεις του τόσο την ύπαρξη του αποδεικτικού αυτού μέσου όσο και του εγγράφου στο οποίο περιεχόταν για την επίκληση δε αυτή πρέπει να γίνει ρητή αναφορά στο αναιρετήριο, άλλως ο λόγος αναίρεσης κρίνεται αόριστος και απαράδεκτος (ΑΠ 1573/2006,11/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το τρίτο μέρος της αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τη δικαστική ομολογία του αναιρεσίβλητου που περιλαμβανόταν στις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής (σελ.10 αυτών) ότι ” οι αποδοχές του ενάγοντος καθορίζονταν βάσει της συλλογικής ρύθμισης του προσωπικού τεχνικών,μελετητικών και εργοληπτικών επιχειρήσεων όλης της χώρας” που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης προς ανταπόδειξη του ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού του ήδη αναιρεσιβλήτου ότι ο ίδιος (αναιρεσείων) κατείχε θέση διευθύνοντος υπαλλήλου και ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο είχε επικαλεσθεί ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του (σελ.7 και 8 αυτών) ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της έφεσης του ιδίου και αντέφεσης του αναιρεσίβλητου ,επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλομένη.. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των ενώπιον του Εφετείου προτάσεων του αναιρεσείοντος δεν προκύπτει ότι έγινε επίκληση της ίδιας δικαστικής ομολογίας στο Εφετείο αλλά επίκληση ομολογίας με ταυτόσημο πραγματικό που περιλαμβανόταν στις προτάσεις που κατέθεσε το αναιρεσίβλητο στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης κατά τη συζήτηση της νέας αγωγής αυτού (αναιρεσείοντος)(σελ.23 αυτών) και όχι της ένδικης που συνιστά εξώδικη ομολογία. Επομένως ,ο λόγος αυτός κατά το μέρος που αποδίδεται η παράβαση της μη λήψης υπόψη του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου της δικαστικής ομολογίας είναι αβάσιμος.
4..Με τη διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ την 29-10-1919 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2269/1920, ορίζεται ότι στις οιουδήποτε είδους βιομηχανικές εργασίες, δημόσιες ή ιδιωτικές, καθώς και στα παραρτήματά τους, με εξαίρεση εκείνες στις οποίες απασχολούνται μέλη μόνον μιας και της αυτής οικογενείας, η διάρκεια της εργασίας του προσωπικού δεν δύναται να υπερβαίνει τις 8 ώρες την ημέρα και τις 48 ώρες την εβδομάδα, εκτός από τις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στις οποίες πρόκειται για πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέση εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, ως προς τα οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της διεθνούς σύμβασης για τα χρονικά όρια εργασίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως πρόσωπα που κατέχουν τέτοιες θέσεις θεωρούνται εκείνοι οι εργαζόμενοι, στους οποίους, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή απολαμβάνουν την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη του εργοδότη, ανατίθενται διευθυντικά καθήκοντα στην επιχείρηση ή σε κάποιον τομέα αυτής, έτσι, ώστε να επηρεάζουν έντονα τη λειτουργία και την εξέλιξή της και να ξεχωρίζουν εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, επί των οποίων ασκούν εποπτεία. Στα πρόσωπα αυτά εκχωρούνται σε μεγάλη έκταση δικαιώματα του εργοδότη, ενδείξεις δε για τον χαρακτηρισμό του υπαλλήλου ως διευθύνοντος συνιστούν ο μισθός, ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές, η δυνατότητα πρόσληψης ή απόλυσης προσωπικού και γενικότερα η άσκηση εργοδοτικών δικαιωμάτων επ` αυτού, η ευθύνη εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας επί του προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών έναντι τρίτων για τυχόν παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, η ανεξαρτησία τους αναφορικά με το χρόνο εργασίας τους και τα χρονικά πλαίσια εντός των οποίων παρέχουν αυτή, η παραχώρηση εξουσίας εκπροσώπησης του εργοδότη προς τρίτους και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη των στόχων, στους οποίους αποβλέπει ο εργοδότης. Για το χαρακτηρισμό κάποιου μισθωτού ως “διευθύνοντος υπαλλήλου” δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω περιστάσεις, αφού η έννοια αυτή, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθύνοντος, αποδίδεται σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της συναλλακτικής εμπειρίας, εξαρτώμενη από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, καθώς και την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, απέναντι τόσο στον εργοδότη όσο και στους λοιπούς εργαζομένους.
Εφ` όσον, λοιπόν, κάποιος μισθωτός μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως “διευθύνων υπάλληλος”, τότε, αν και αυτός εξακολουθεί να παρέχει εξαρτημένη εργασία, εξαιρείται από την προστασία των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας (μόνο αυτό προβλέπει ρητώς η ως άνω διεθνής σύμβαση της Ουάσιγκτον) και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, για την εβδομαδιαία ανάπαυση και για τις αποζημιώσεις ή προσαυξήσεις σε περίπτωση υπερεργασιακής ή υπερωριακής απασχόλησης ή εργασίας κατά τη νύκτα ή τις Κυριακές και τις εξαιρετέες ημέρες, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση των διευθυνόντων υπαλλήλων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν με τη σύμβασή τους (ΑΠ 935/2017, ΑΠ 478/2014, ΑΠ 1467/2012, ΑΠ 978/2009, ΑΠ 1047/2007, ΑΠ 747/2007, ΑΠ 583/2007).
Η έννοια δε του διευθύνοντος υπαλλήλου, όπως αυτή προσδιορίζεται ανωτέρω, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στην εργασιακή του σχέση ενυπάρχει και το στοιχείο της εξάρτησης αυτού, ως μισθωτού, από τον εργοδότη, έστω και σε χαλαρότερη μορφή (ΑΠ 1030/2005, ΑΠ 747/2007). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006).
Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξ άλλου, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999).
5..Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση αυτού κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα Ότι με με την υπ’ αριθμ. 16092/15-3-1988 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ 167 Β/24-3-1988), όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 63617/27-9-1990 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ 646 Β/11-10-1990), σύμφωνα με τις με αριθμό … και …1987 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, συστήθηκε η εναγόμενη αμιγής δημοτική επιχείρηση, ως ίδιο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, , με σκοπό την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τοπικού ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού στο Δήμο Θεσσαλονίκης, εξακολουθεί δε να υφίσταται με την ίδια μορφή ως δημοτική επιχείρηση, με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού. Ότι από τη σύσταση της η εναγόμενη δημοτική επιχείρηση που συνιστά αυτοτελές, έναντι του Οργανισμού τούτου (ΟΤΑ), , νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και διέπεται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, για όσα δε ζητήματα δεν ρυθμίζονται ειδικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εμπορικής και αστικής νομοθεσίας.Ότι αυτή λειτουργεί και εκμεταλλεύεται τον τηλεοπτικό σταθμό “Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης TV 100” και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς “Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης FM100” (ενημερωτικός – ψυχαγωγικός). “Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης FM 101” (νεανικός) και “Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης FM 100,6 – …. Ότι στα πλαίσια της ανωτέρω επιχειρηματικής της δραστηριότητας, η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα, την …1987, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως τεχνικό διευθυντή, κάτοχο πτυχίου της σχολής Μηχανολόγων – Μηχανικών του Νταρμαστάτ της Γερμανίας ,ισότιμης με τις αντίστοιχες σχολές ΑΕΙ εσωτερικού,με ιδιαίτερες και εξαιρετικές τεχνικές γνώσεις και ικανότητες, προσόντα στα οποία προσέβλεπε η εναγόμενη, η οποία εκτιμώντας αυτά, αλλά και έχοντας προς το πρόσωπο του εμπιστοσύνη, ανάθεσε σ’ αυτόν τα καθήκοντα του τεχνικού διευθυντή της. Ότι ο ενάγων τα καθήκοντα αυτά άσκησε συνεχώς μέχρι την 24-2-2011, που η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας και του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση ποσού 87.656,60 ευρώ. Ότι ο ανωτέρω από την 1-2-1987 κατείχε θέση διευθύνοντος υπαλλήλου και συγκεκριμένα θέση τόσο εποπτείας και διευθύνσεως, όσο και εμπιστοσύνης, διακρινόμενος σαφώς από το υπόλοιπο προσωπικό,ιδιότητα που συνάγεται από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση του, τόσο προς την εργοδότρια όσο και προς τους λοιπούς εργαζόμενους. Ότι ειδικότερα αφότου ανέλαβε τη θέση του, δεν αμείβετο με τον ελάχιστο νόμιμο μισθό των σ.σ.ε., αλλά ελάμβανε μισθό, κατά πολύ υψηλότερο. Ότι ενδεικτικά ο ελάχιστος νόμιμος μισθός του ήταν κατά το χρόνο πρόσληψης του 185.000 δρχ. και αυτός λάμβανε 230.000 δρχ. το μήνα ενώ μόλις έξι άτομα της εναγόμενης επιχείρησης ελάμβαναν (τότε) αποδοχές ανερχόμενες σε 200.000 δρχ., οι δε αμοιβές των λοιπών εργαζομένων κυμαίνονταν από 25.000 δρχ. έως 150.000 δρχ.Ότι ο μισθός του, κατά τον τελευταίο μήνα της απασχόλησης του ανήρχετο στο ποσό των 4.382,83 ευρώ. Ότι το ιδιαίτερο αυτό μισθολόγιο τονίζει την ιδιάζουσα θέση του στην επιχείρηση της εργοδότριας και καθιστά εμφανές επίσης, ότι η εργοδότρια ανέμενε απ’ αυτόν αυξημένη αποδοτικότητα και ευθύνη επιτελικού χαρακτήρα που επηρέαζε αποφασιστικά την εξέλιξη της επιχείρησης στον συγκεκριμένο τομέα και γι* αυτό του κατέβαλε τέτοια αμοιβή. Ότι τα ειδικότερα καθήκοντα του ενάγοντος συνίσταντο στις τοποθετήσεις, εγκαταστάσεις και επισκευές τεχνικού και ηλεκτρικού εξοπλισμού, που αφορούσαν, τόσο τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές μεταδόσεις και παραγωγές των ραδιοφωνικών σταθμών και του τηλεοπτικού σταθμού της εναγομένης. Ότι στα πλαίσια των καθηκόντων του είχε αναλάβει την επίβλεψη και εποπτεία διαχείριση και συντονισμό της εργασίας των εργαζομένων, που υπαγόταν στην τεχνική υπηρεσία που αποτελούσε βασικό τομέα της επιχείρησης της εναγομένης και είχε την δυνατότητα να λαμβάνει ελευθέρα αποφάσεις κρίσιμες για την τεχνική εξέλιξη της . Ότι συγκεκριμένα είχε την εξουσία να καθοδηγεί και να δίνει στους εργαζόμενους-τεχνικούς εντολές και να εκφράζει στην εργοδότρια παρατηρήσεις, για την υπηρεσιακή πρόοδο και αποδοτικότητα τους. Ότι δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο εργασίας και απολάμβανε ιδιάζουσας εμπιστοσύνης και μεταχείρισης από το ΔΣ της εναγομένης. Ότι εργαζόταν, κατά βάση στο ωράριο των υπαλλήλων του τμήματος που διηύθυνε, αλλά και οποιαδήποτε άλλη ώρα του 24ώρου, ανάλογα με τις μηχανολογικές ανάγκες, που προέκυπταν. Ότι με τις εισηγήσεις του, για την κατάσταση του προσωπικού του τομέα του αναφορικά με την ποιότητα και τον αριθμό του, στις οποίες στηρίζονταν οι προσλήψεις ή οι απολύσεις αυτού, αποδακνύεται, ότι ασκούσε τα δικαιώματα της εργοδότριας, έναντι σημαντικού μέρους του προσωπικού της επιχειρήσεως.Ότι, λόγω της θέσεως του, ως τεχνικού διευθυντή θα μπορούσε να υπέχει και ποινική ευθύνη, σε σχέση με την τήρηση των διατάξεων, που έχουν θεσπισθεί, προς το συμφέρον των εργαζομένων .Ότι επίσης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος, όχι μόνο απέναντι στη Διοίκηση της εναγομένης, αλλά και απέναντι στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, για την, κατά το δυνατό, αδιάλειπτη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών της Δ.Ε.Π.Θ.Ε, τη διαμόρφωση του σήματος, τη συγκεκριμένη εμβέλεια, για το κάθε μέσο και την μη διακοπή του σήματος, λόγω βλάβης μηχανημάτων.Ότι δεν είχε μεν εξουσία να προσλαμβάνει ή να απολύει μόνος του προσωπικό (εννοείται στο τμήμα του), αλλά οι εισηγήσεις του επί των ζητημάτων αυτών ήταν καίριες. Ότι συμμετείχε σε διάφορα υπηρεσιακά συμβούλια του ΔΣ της εναγομένης, όπου εξέθετε υπεύθυνες γνώμες και υπέβαλε εισηγήσεις, για τον τομέα του. Ότι αναλάμβανε, δηλαδή στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, σημαντικές πρωτοβουλίες, οι οποίες επηρέαζαν σε επίπεδο επιχειρησιακό σημαντικά για την κατεύθυνση και την εξέλιξη τον πιο πάνω τομέα της εναγομένης. Ότι σύμφωνα, με τα προαναφερόμενα, ο ενάγων ως διευθύνων υπάλληλος της εναγομένης εξαιρούνταν από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες, προς την εξέχουσα θέση τέτοιων υπαλλήλων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ανέλαβαν με τη σύμβαση τους, ενόψει του ότι δεν απαιτείται για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως διευθύνων υπάλληλος να έχει την ανώτατη διεύθυνση της επιχείρησης. Ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της υπερδεκαετούς υπηρεσίας του, χρειάσθηκε πολλές φορές να εργασθεί, πέρα από τα όρια του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου, ωστόσο έχοντας συνείδηση της ιδιότητας του, ως διευθύνοντος υπαλλήλου της εναγομένης, ουδέποτε έλαβε ή αξίωσε αποζημίωση, για την υπερωριακή του εργασία.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχόμενο ότι ο ενάγων -ήδη αναιρεσείων είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου στην επιχείρηση της εναγομένης – ήδη αναιρεσίβλητης, κατά την έννοια της διάταξης του εδ. α* του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον, και ως εκ τούτου, παρότι ήταν μισθωτός με σχέση εξαρτημένης εργασίας, κατέληξε ότι εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, περί χρονικών ορίων εργασίας, περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως, για την τυχόν υπερωριακή του εργασία ή εργασία του, κατά τις Κυριακές και εορτές ή νύχτες.και επίσης, δεν έχει αξίωση, για την απόδοση της ωφέλειας της εργοδότριας από την παροχή εργασίας, πέρα από το νόμιμο ωράριο, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, διότι δεν οφείλεται σε παράνομη αιτία. Στη συνέχεια απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του ενάγοντος με την οποία παραπονείτο για τα απορριπτικά κεφάλαια ,δέχθηκε την αντέφεση της εναγομένης και τους ισχυρισμούς της ότι ο εναγόμενος κατείχε θέση διευθύνοντος υπαλλήλου, εξαφάνισε την εκεί εκκαλουμένη που είχε κρίνει αντίθετα (ότι ο ενάγων δεν κατείχε θέση διευθύνοντος υπαλλήλου), δίκασε εκ νέου την αγωγή κατά τα κεφάλαια καταβολής αποζημίωσης, για εργασία, κατά τις εορτές και τις ημέρες του Σαββάτου και απέρριψε αυτή..
6..Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο αναιρεσείων ασκούσε τα καθήκοντά του, η φύση και το είδος των υπηρεσιών που παρείχε και η ιδιάζουσα σχέση του τόσο προς την διοίκηση της εναγομένης, όσο και προς τους υπόλοιπους εργαζομένους αυτής [μεγάλη εμπειρία, ιδιάζουσα εμπιστοσύνη από τη διοίκηση της εναγομένης, ανάθεση σε αυτόν σημαντικών καθηκόντων της επιχείρησης, όπως εκπαίδευσης και εποπτείας του προσωπικού, μισθός κατά πολύ μεγαλύτερος των υπολοίπων υπαλλήλων, ελευθερία ως προς την ώρα προσέλευσης και αποχώρησής του στην εταιρεία, άσκηση δικαιωμάτων εργοδότριας έναντι σημαντικού μέρους του προσωπικού,, εξουσία να εκπροσωπεί την εταιρεία έναντι του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, και συμμετοχή αυτού σε ΔΣ , με εισηγήσεις στον τομέα του για τη χάραξη της πολιτικής του αναιρεσίβλητου ] αρκούν κατά την αντικειμενική καλή πίστη και την συναλλακτική εμπειρία να προσδώσουν στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου. Για τους αμέσως προεκτεθέντες λόγους είναι επομένως αβάσιμος ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, διότι με βάση τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης ο αναιρεσείων είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου και κατά συνέπεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το να δεχθεί τούτο δεν παραβίασε ευθέως την διάταξη του άρθρου 2 της από 29.10.1919 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας της Ουάσιγκτον, που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, την οποία αντιθέτως ορθώς εφάρμοσε. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για εκ πλαγίου παράβαση της ίδιας ανωτέρω διάταξης λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, είναι αβάσιμος, διότι με βάση τις ανωτέρω παραδοχές στηρίζεται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως διευθύνοντος υπαλλήλου..
7.Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-6-2018 αίτηση περί αναιρέσεως της 2899/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ