Αφορά : Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που έχουν την ιδιότητα των διευθυνόντων υπαλλήλων, ενόψει και του αναιτιώδους χαρακτήρα της, θα κριθεί από άποψη καταχρηστικότητας (άρθ. 281 του ΑΚ) στο ίδιο πλαίσιο και με τα ίδια κριτήρια με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που δεν έχουν την ιδιότητα αυτή, πολλώ δε μάλλον εάν πρόκειται περί υπαλλήλων, στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα διεύθυνσης ή εποπτείας σημαντικών τομέων ή του προσωπικού της επιχείρησης, που απαιτούν αυξημένη εμπιστοσύνη, χωρίς όμως οι υπάλληλοι αυτοί να συγκεντρώνουν παράλληλα τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που τους προσδίδουν και την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου.
ΑΠ 630/2020
Καταγγελία σύμβασης εργασίας υπαλλήλων που έχουν την ιδιότητα των διευθυνόντων υπαλλήλων
Αριθμός 630/2020
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η (άτακτη) καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου.
Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ.
Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου.
Η καταγγελία όμως της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012).
Ειδικότερα η απώλεια της εμπιστοσύνης και η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, όχι βέβαια κατά την υποκειμενική αντίληψη και κρίση του καταγγέλλοντος εργοδότη, αλλά με τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων που τις δικαιολογούν και που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, θεμελιώνοντας μία αρνητική πρόγνωση ως προς τη λειτουργία της στο μέλλον, καθιστούν μη καταχρηστική τη για τους λόγους αυτούς καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζόμενου (σχετ. ΑΠ 1486/2007, ΑΠ 643/1988, ΑΠ 1067/1983).
Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη.
Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 1173/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016, ΑΠ 601/2013, ΑΠ 904/2012).
Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς διαφοροποίηση και αναφορικά με την άτακτη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των διευθυνόντων υπαλλήλων κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις” που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, ήτοι των υπαλλήλων εκείνων που, λόγω των ιδιαιτέρων προσόντων τους ή της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτούς, τους ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού, προσιδιάζοντα στο φορέα της επιχείρησης και επηρεάζοντα αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, οι οποίοι διακρίνονται εμφανώς από τους λοιπούς υπαλλήλους, κατέχοντας ανώτερες θέσεις στην υπαλληλική ιεραρχία και αμειβόμενοι κατά κανόνα με μισθούς σημαντικά ανώτερους από το λοιπό προσωπικό. Και τούτο διότι και οι διευθύνοντες υπάλληλοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία και επ’ αυτών εφαρμόζονται κατ’ αρχήν όλες οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας, πλην εκείνων που κρίνονται ασυμβίβαστες με τη θέση και τη φύση των καθηκόντων που ασκούν, όπως είναι ειδικότερα οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τη συμπληρωματική αμοιβή για παροχή υπερεργασιακής ή υπερωριακής απασχόλησης ή απασχόλησης κατά τα Σάββατα ή τις Κυριακές ή για την παροχή αδείας ανάπαυσης.
Επομένως η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που έχουν την ιδιότητα των διευθυνόντων υπαλλήλων, ενόψει και του αναιτιώδους χαρακτήρα της, θα κριθεί από άποψη καταχρηστικότητας (άρθ. 281 του ΑΚ) στο ίδιο πλαίσιο και με τα ίδια κριτήρια με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που δεν έχουν την ιδιότητα αυτή, πολλώ δε μάλλον εάν πρόκειται περί υπαλλήλων, στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα διεύθυνσης ή εποπτείας σημαντικών τομέων ή του προσωπικού της επιχείρησης, που απαιτούν αυξημένη εμπιστοσύνη, χωρίς όμως οι υπάλληλοι αυτοί να συγκεντρώνουν παράλληλα τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που τους προσδίδουν και την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο και Πελαγία Ακάσογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος – καλούντος: Κ. Τ. του Β., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Νιζάμη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “ΙΔΡΥΜΑ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟΝ ΒΟΛΟΥ”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Λυμπερδόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/7/2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 9/2018 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 23/5/2018 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 608/2019 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση. Η υπόθεση επαναφέρεται με την από 23/9/2019 κλήση του καλούντος. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 23.9.2019 κλήση του αναιρεσείοντος νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η από 23.5.2018 και με αριθ. κατάθ. 37/29.5.2018 αίτηση αναίρεσης αυτού στρεφομένη κατά του καθού η κλήση – αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, με την οποία ζητείται η αναίρεση της με αριθ. 9/5.1.2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, μετά την έκδοση της με αριθ. 608/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 12ης Μαρτίου 2019, καθότι, ενόψει της τότε απουσίας του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, δεν προέκυπτε ποίος των διαδίκων επέσπευσε τη συζήτηση αυτής και συνακόλουθα δεν προέκυπτε η νόμιμη κλήτευση του απολιπομένου διαδίκου. Με την από 23 Μαΐου 2018 και με αριθ. κατάθ. 37/29.5.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 9/5.1.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης αντιθέτων εφέσεων αυτών, κατά της εκδοθείσας κατά την αυτή διαδικασία με αριθ. 14/28.3.2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 9.6.2016 και με αριθ. κατάθ. 719/16.12.2016 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου Ιδρύματος [ενώ απορρίφθηκε ο με ίδιο δικόγραφο από 14.3.2017 ασκηθείς πρόσθετος λόγος έφεσης αυτού περί ακυρότητας του από 4.5.1979 Εσωτερικού Κανονισμού του] και εξαφανίσθηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μόνο κατά το κεφάλαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή (κατά το κεφάλαιο αυτό) ως ουσιαστικά βάσιμη η από 21.7.2015 και με αριθ. κατάθ. 67/22.7.2015 αγωγή αυτού κατά την κύρια αυτής βάση, και είχε αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 1.7.2015 εκ μέρους του εναγομένου Ιδρύματος καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού ως καταχρηστικής, και, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, είχε αναγνωρισθεί το μεν η υποχρέωση αυτού να αποδέχεται την εκ μέρους του ενάγοντος εργασία, το δε η υποχρέωση αυτού να καταβάλει στον ενάγοντα αποδοχές υπερημερίας ύψους 1.661,76 ευρώ μηνιαίως από της επομένης της καταγγελίας μέχρι τη λήξη της υπερημερίας. Στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κράτησε την υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά την εν λόγω περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ως καταχρηστικής, κύρια βάση της αγωγής, ως και κατά τη μη ερευνηθείσα πρωτοδίκως επικουρική βάση της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας με την καταγγελία, αντί της επιβολής πειθαρχικής ποινής με βάση τον ως άνω από 4.5.1979 Εσωτερικό Κανονισμό του Ιδρύματος. Σημειώνεται ότι οι λοιπές περί ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας βάσεις της αγωγής, λόγω μη τήρησης του χρόνου προμήνυσης και λόγω καταβολής αποζημίωσης μικρότερης της οφειλομένης, είχαν ήδη απορριφθεί με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η πρώτη ως μη νόμιμη, η δεύτερη ως ουσιαστικά αβάσιμη με την παραδοχή ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντας ανέρχονταν στο ποσό των 1.661,76 ευρώ, με βάση το οποίο και υπολογίσθηκε η αποζημίωση απόλυσης και όχι σε μεγαλύτερο ποσό, ως διατεινόταν με την αγωγή του ο ενάγων. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 17.6.2017 και με αριθ. κατάθ. 283/24.3.2017 αντίθετη έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός παραπονείτο α) για την εν μέρει απόρριψη της ως άνω αγωγής του κατά το κεφάλαιο αναγνώρισης οφειλών του εναγομένου Ιδρύματος από διαφορές στις δεδουλευμένες αποδοχές αυτού της περιόδου από τον Φεβρουάριο του 2013 έως την 1η Ιουλίου 2015, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας και για αποδοχές και επίδομα αδείας λόγω μη χορήγησης όλων των οφειλομένων σε αυτόν ημερών αδείας ανάπαυσης των ετών 2011 – 2015, συνεπεία υπολογισμού αυτών με βάση το πιο πάνω ποσό και όχι με βάση το ποσό των 2.187,74 ευρώ στο οποίο, κατά την αγωγή, ανέρχονταν οι συμφωνηθείσες αποδοχές του και β) για την απόρριψη στο σύνολό της της ως άνω αγωγής του κατά το κεφάλαιο καταβολής χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης ως εκ των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η εν λόγω καταγγελία, επικυρώνοντας κατά τα κεφάλαια αυτό την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως. Χάριν δε προφανώς του ενιαίου του τίτλου της εκτέλεσης, αν και χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε διάταξη στο διατακτικό του με την οποία αναγνώρισε ότι το εναγόμενο Ίδρυμα οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 27.929,50 ευρώ για διαφορές στις δεδουλευμένες αποδοχές και για αποδοχές και επίδομα μη ληφθείσας άδειας ανάπαυσης, όπως είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η (άτακτη) καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου.
Η καταγγελία όμως της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012).
Ειδικότερα η απώλεια της εμπιστοσύνης και η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, όχι βέβαια κατά την υποκειμενική αντίληψη και κρίση του καταγγέλλοντος εργοδότη, αλλά με τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων που τις δικαιολογούν και που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, θεμελιώνοντας μία αρνητική πρόγνωση ως προς τη λειτουργία της στο μέλλον, καθιστούν μη καταχρηστική τη για τους λόγους αυτούς καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζόμενου (σχετ. ΑΠ 1486/2007, ΑΠ 643/1988, ΑΠ 1067/1983).
Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 1173/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016, ΑΠ 601/2013, ΑΠ 904/2012).
Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς διαφοροποίηση και αναφορικά με την άτακτη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των διευθυνόντων υπαλλήλων κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις” που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, ήτοι των υπαλλήλων εκείνων που, λόγω των ιδιαιτέρων προσόντων τους ή της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτούς, τους ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού, προσιδιάζοντα στο φορέα της επιχείρησης και επηρεάζοντα αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, οι οποίοι διακρίνονται εμφανώς από τους λοιπούς υπαλλήλους, κατέχοντας ανώτερες θέσεις στην υπαλληλική ιεραρχία και αμειβόμενοι κατά κανόνα με μισθούς σημαντικά ανώτερους από το λοιπό προσωπικό. Και τούτο διότι και οι διευθύνοντες υπάλληλοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία και επ’ αυτών εφαρμόζονται κατ’ αρχήν όλες οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας, πλην εκείνων που κρίνονται ασυμβίβαστες με τη θέση και τη φύση των καθηκόντων που ασκούν, όπως είναι ειδικότερα οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τη συμπληρωματική αμοιβή για παροχή υπερεργασιακής ή υπερωριακής απασχόλησης ή απασχόλησης κατά τα Σάββατα ή τις Κυριακές ή για την παροχή αδείας ανάπαυσης.
Επομένως η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που έχουν την ιδιότητα των διευθυνόντων υπαλλήλων, ενόψει και του αναιτιώδους χαρακτήρα της, θα κριθεί από άποψη καταχρηστικότητας (άρθ. 281 του ΑΚ) στο ίδιο πλαίσιο και με τα ίδια κριτήρια με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων που δεν έχουν την ιδιότητα αυτή, πολλώ δε μάλλον εάν πρόκειται περί υπαλλήλων, στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα διεύθυνσης ή εποπτείας σημαντικών τομέων ή του προσωπικού της επιχείρησης, που απαιτούν αυξημένη εμπιστοσύνη, χωρίς όμως οι υπάλληλοι αυτοί να συγκεντρώνουν παράλληλα τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που τους προσδίδουν και την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου. Τέλος λόγος αναίρεσης όπου η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν επιδρά επί του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ή όπου βασίμως πλήττεται κάποιο από τα επάλληλα ερείσματα που στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, αλλά τα λοιπά ερείσματα αυτής επαρκούν για τη στήριξη του διατακτικού της (σχετ. ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 10/2016, ΑΠ 1652/2010, ΑΠ 406/2010, ΑΠ 318/2009) είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Ο ενάγων [ήδη αναιρεσείων] προσλήφθηκε από το εναγόμενο Ίδρυμα (Γηροκομείο) [ήδη αναιρεσίβλητο] στις 15.6.2011 για να εργασθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου αρχικά από 15.6.2011 έως 31.12.2011 ως Διευθυντής, μετά δε την πάροδο του ως άνω χρονικού διαστήματος, καταρτίσθηκε νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τους ίδιους όρους σχετικά με την απασχόλησή του και μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες το Φεβρουάριο του έτους 2013 ανέρχονταν στο ποσό των 2.207,14 ευρώ, ενώ από το Μάρτιο 2013 και μετέπειτα καθορίσθηκαν στο ποσό των 1.661,76 ευρώ. Βέβαια με την υπ’ αριθ. 79/18.9.2013 απόφαση του απερχόμενου Δ.Σ. του εναγόμενου, η αμοιβή του ενάγοντος επανακαθορίσθηκε στο ποσό των 2.187,74 ευρώ με αναδρομική ισχύ από το Μάρτιο του 2013, πλην όμως η ως άνω απόφαση ουδέποτε εφαρμόσθηκε, καθόσον ούτε ο ίδιος ο ενάγων διεκδίκησε με οποιονδήποτε τρόπο την υπέρτερη καθορισθείσα αμοιβή του, πιθανόν σεβόμενος την άσχημη οικονομική κατάσταση του εναγομένου, αλλά και ουδέποτε το εναγόμενο του κατέβαλε την ως άνω διαμορφωθείσα αμοιβή του, συμμορφούμενο με την απόφαση του απερχόμενου Διοικητικού του Συμβουλίου. Ο ενάγων βέβαια υπέγραψε μόνο τρεις από τις αποδείξεις πληρωμής που έλαβε από το εναγόμενο και δεν προέβη στην υπογραφή νέας ατομικής σύμβασης εργασίας με μείωση των αποδοχών του, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ότι ελάμβανε το μισθό των 1.661,76 ευρώ έναντι των νομίμων αποδοχών του (2.187,74 ευρώ) και ότι διαρκώς οχλούσε το εναγόμενο, διεκδικώντας τις σαφώς υπέρτερες αποδοχές του. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι έμμεσα παραιτήθηκε από τις υπέρτερες αποδοχές του, γεγονός που συνάγεται ευχερώς από το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα που επακολούθησε μετά τον καθορισμό των υπέρτερων αποδοχών του, χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, να εισπράξει την αμοιβή του με την επιφύλαξη διεκδίκησης της διαφοράς των υπέρτερων αποδοχών με των πράγματι καταβαλλομένων, αλλά και της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας για την διεκδίκησή της τους, ενέργεια στην οποία κατόπιν για άλλη αιτία, ως θα εκτεθεί κατωτέρω, προέβη.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της δεύτερης έφεσης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ο ενάγων συνέχισε να εργάζεται με αυτές τις συνθήκες και αμοιβή μέχρι τις 1.7.2015, οπότε το εναγόμενο κατήγγειλε εγγράφως την εργασιακή του σύμβαση, προσφέροντάς του ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 5.816,16 ευρώ, το οποίο αυτός αρνήθηκε να παραλάβει, ισχυριζόμενος ότι υπολείπεται των νομίμων αποδοχών του. Το εναγόμενο αποτελεί Ίδρυμα που συστάθηκε και εγκρίθηκε με το υπ’ αριθ. 754/1972 Βασιλικό Διάταγμα, στο δε άρθρο 16 παρ. 1 του ως άνω διατάγματος ορίζεται ότι: “Δι’ εσωτερικού κανονισμού καταρτιζομένου υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος εντός έξ (6) μηνών από της δημοσιεύσεως του εγκριτικού Βασ. Δ/τος και εγκρινομένου δι’ αποφάσεως του οικείου Νομάρχου, θέλουν καθορισθεί: α. Η σύνθεσις, τα προσόντα, τα καθήκοντα και αι αρμοδιότητες του προσωπικού, η διαδικασία προσλήψεως, η εν γένει υπηρεσιακή κατάστασις αυτού ως και η αντιμισθία τούτου, τηρουμένων εν πάση περιπτώσει των κειμένων διατάξεων περί κατωτάτων ορίων αμοιβής, των προβλεπομένων υπό των οικείων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας …” . Στα πλαίσια του ως άνω άρθρου συντάχθηκε ο από 4.5.1979 εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας του εναγομένου Ιδρύματος, στον οποίο καθορίζονται στο άρθρο 4 τα καθήκοντα του Διευθυντή, ως ακολούθως: ” 2. Ο Διευθυντής του Ιδρύματος διευθύνει και ελέγχει όλες τις υπηρεσίες και όλο το προσωπικό αυτού, επιμελείται και διαφυλάττει την περιουσία του Ιδρύματος και είναι υπεύθυνος έναντι του Διοικητικού Συμβουλίου δια την εύρυθμο λειτουργία και εσωτερική τάξη του Ιδρύματος. 3. Ο Διευθυντής προφορικώς ή εγγράφως απευθύνεται προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος για την επίλυση των εκάστοτε προκυπτόντων δι’ αυτό ζητημάτων, λαμβάνων παρά του Διοικητικού Συμβουλίου οδηγίες και συμμορφούμενος προς ταύτας. 4. Ο Διευθυντής επιθεωρεί και ελέγχει ποιοτικώς και ποσοτικώς τα εισερχόμενα τρόφιμα και εν γένει είδη και υλικά, αναφέρει εγκαίρως στον Πρόεδρο ποίων ποσοτήτων τροφίμων και λοιπών ειδών πρέπει να γίνεται νόμιμος υπό του Διοικητικού Συμβουλίου προμήθεια, ελέγχει τους λογαριασμούς και υπογράφει αυτούς, παραδίδοντας αυτούς στον Πρόεδρο, ελέγχει τα τιμολόγια αγορών και εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο και σε συνεννόηση με τον Ιατρό του Ιδρύματος το διαιτολόγιο των περιθαλπομένων και του προσωπικού του Ιδρύματος. 5. Ο Διευθυντής πρέπει να είναι ενήμερος των διατάξεων που έχουν σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του προσωπικού του Ιδρύματος και αναφέρει πάσα παράβαση των υποχρεώσεων των εργαζομένων στον Πρόεδρο του Ιδρύματος. Επίσης κάθε μήνα υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο έγγραφη κατάσταση της δυνάμεως και των τυχόν μεταβολών του προσωπικού, καθ’ εξάμηνο δε έκθεση περί της πορείας των εργασιών του Ιδρύματος, περιλαμβάνουσα και προγραμματισμό της μελλοντικής αυτού αναπτύξεως προς καλυτέρα επιτέλεση της αποστολής, εκτός [ενν. εντός] των υπαρχουσών οικονομικών δυνατοτήτων του Ιδρύματος. Εντός του Ιανουαρίου εκάστου έτους συντάσσει τον Ισολογισμό της προηγουμένης οικονομικής χρήσεως, τον οποίο και υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο. 6. Ο Διευθυντής ευθύνεται για τυχόν ανωμαλίες στη λειτουργία και στην εσωτερική τάξη του Ιδρύματος, ως και για κάθε αδικαιολόγητη κατανάλωση υλικού την οποία μπορούσε να αποτρέψει. Αυτός υπόκειται στην πειθαρχική εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος. 7. Ο Διευθυντής τηρεί τα υπό του άρθ. 10 του υπ’ αριθ. 754/1972 διατάγματος προβλεπόμενα βιβλία, δύναται να τηρήσει και κάθε άλλο, κατά την κρίση του, βιβλίο …” . Ο ως άνω εσωτερικός κανονισμός, παρότι επί σειρά ετών ισχύει και καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας του Ιδρύματος και καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εργαζομένων αυτού, του Διοικητικού Συμβουλίου κλπ., εν τούτοις δεν κυρώθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, πλην όμως μεταξύ των εργαζομένων του Ιδρύματος και της σχέσης αυτών με το Διοικητικό Συμβούλιο συνεχίζει να ισχύει και κατ’ επέκταση μεταξύ των διαδίκων, απορριπτομένου του προβληθέντος εκ μέρους του Ιδρύματος λόγου έφεσης, όπως ειδικότερα διευκρινίζεται με το μόνο πρόσθετο λόγο έφεσης αυτού. Όπως αποδείχθηκε από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 12.3.2015 και από 1.12.2013 έως 31.10.2014 παράλληλα με τα καθήκοντά του εκτελούσε και χρέη γραμματέα και κλητήρα αντίστοιχα, λόγω ελλείψεως του αντιστοίχου προσωπικού. Στις 13.2.2014 και μετά από δύο παραιτήσεις προηγουμένων Δ.Σ. συγκροτήθηκε σε σώμα το νέο Δ.Σ. Περαιτέρω ένα χρόνο μετά άρχισε μεταξύ του Δ.Σ. του εναγομένου και του ενάγοντος μία διαμάχη, αφού είχε χαθεί κάθε πλαίσιο ομαλής λειτουργίας της σχέσης μεταξύ τους. Συγκεκριμένα ο ενάγων κατηγόρησε τον Πρόεδρο του Δ.Σ. Π. Π. για απαγορευμένη κατ’ άρθ. 58 παρ.4 Ν. 5182/2013 [ενν. Ν. 4182/2013] οικονομική συναλλαγή των επιχειρήσεών του με το εναγόμενο ύψους 63.687,93 ευρώ που έγινε εντός του έτους 2014 και την οποία εξέθεσε και παρουσίασε με την από 3.3.2015 “Έκθεση διαχειριστικού ελέγχου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014”, που συνέταξε ο εξωτερικός συνεργάτης του εναγομένου Γ. Κ. μετά από εντολή που είχε λάβει από τον ενάγοντα και στο πλαίσιο του ετήσιου απολογιστικού οικονομικού ελέγχου που ήταν στα καθήκοντά του. Παράλληλα ο Πρόεδρος του Δ.Σ., έχοντας παράπονα σχετικά με τον τρόπο που ο ενάγων επιτελούσε τα καθήκοντά του, στις 22.4.2015 με την από 21.4.2015 δήλωση – κλήση και πρόσκληση του, αφενός του κοινοποίησε τις υπ’ αριθ. πρωτ. …/16.4.2015 αναφορές των μελών του Δ.Σ. Σ. Β. και Ό. Σ., αφετέρου τον εγκάλεσε για παραλείψεις στη διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ιδρύματος και για τη μη γνωστοποίηση των όποιων προβλημάτων στο Δ.Σ., καλώντας τον εντός δέκα (10) ημερών να παράσχει εγγράφως τις απόψεις του για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η περιουσία [κινητή και ακίνητη] του Ιδρύματος. Στην από 16.4.2015 αναφορά των ανωτέρω μελών του Δ.Σ. προτείνεται να αναζητηθούν και αποδοθούν ευθύνες στον ενάγοντα για την ευθύνη συντήρησης της ακίνητης περιουσίας του Ιδρύματος και της διαφύλαξης των οικονομικών συμφερόντων του εναγομένου, ενώ στην από 16.4.2015 αναφορά της Κ. Ε. αναφέρονταν ότι παρέμεναν ανείσπρακτα μισθώματα και οφειλές από τροφίμους ύψους 71.834,42 ευρώ, ενώ με την με ίδια ημερομηνία αναφορά της ιδίας αποδίδεται ευθύνη στον ενάγοντα για τη μη ενημέρωση των μελών του Δ.Σ. σχετικά με τον οικονομικό έλεγχο του εναγομένου, των ακινήτων του κλπ. Ο ενάγων σε απάντηση της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης κατέθεσε την από 20.5.2015 έγγραφη παροχή εξηγήσεων, στην οποία αρνήθηκε αιτιολογημένα όλα τα ανωτέρω, ισχυριζόμενος ότι σύμφωνα με το άρθ. 5 του εγκεκριμένου από το π.δ. [ενν. β.δ.] 754/1972 οργανισμού του Ιδρύματος, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει περί της διοικήσεως του Ιδρύματος και της διαχειρίσεως της περιουσίας και των πόρων αυτού, καθώς και ότι ενημέρωσε το Δ.Σ. και τα μέλη αυτού για την οικονομική κατάσταση του Γηροκομείου. Κατόπιν ο Πρόεδρος του Δ.Σ. με την από 3.6.2015 δήλωση – κλήση – πρόσκληση του εγκάλεσε τον ενάγοντα για τα κάτωθι πειθαρχικά παραπτώματα και δη: α) για τη μη παρουσίαση του ισολογισμού του έτους 2014 και του προϋπολογισμού 2015, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθ. 4 του Εσωτερικού Κανονισμού, β) για τη μη υποβολή των καταστάσεων του ΕΟΠΥΥ μηνός Απριλίου 2015 στις αρχές Μαΐου, γ) ότι κατέθεσε δικαιολογητικά στο ΙΚΑ για χορήγηση αναρρωτικής άδειας, υπογράφοντας αυτά ως εργοδότης αυθαίρετα και χωρίς ενημέρωση του Δ.Σ., δ) ότι στις 21.5.2015 και ενώ βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, υπέγραψε παράνομα εσωτερική εγκύκλιο και παραχώρησε δικαίωμα υπογραφής εγγράφων της αρμοδιότητάς του σε υπαλλήλους του Ιδρύματος και ε) ότι μετά από επανειλημμένες εκκλήσεις του Προέδρου για τα στοιχεία επικοινωνίας με δωρητή της πόλης Αθηνών, που μόνο ο ίδιος είχε, αυτός αδιαφόρησε και γι’ αυτό το Δ.Σ. αποφάσισε ομόφωνα τη χορήγηση σ’ αυτόν δεκαήμερης άδειας. Ο ενάγων στην ως άνω κλήση απάντησε με το από 12.6.2015 έγγραφό του, με το οποίο αρνήθηκε αιτιολογημένα τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν και κατόπιν, στις 19.6.2015 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, ζητώντας τη διενέργεια εργατικής διαφοράς, διεκδικώντας την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών του, την καταβολή αποζημίωσης για άδειες αναψυχής κλπ. Στη μετ’ αναβολή ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της άνω εργατικής διαφοράς, που έγινε στις 1.7.2015 παρουσία του ενάγοντος, του πληρεξουσίου δικηγόρου του και του Δ.Σ. του εναγομένου, συνομολογήθηκε ότι το τελευταίο οφείλει στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του από το Φεβρουάριο 2013, ενώ έγινε κοινά αποδεκτός ο διευκρινιστικός κατάλογος των καθηκόντων του ενάγοντος, που κατέθεσε το Δ.Σ. του εναγομένου. Παράλληλα σε έκτακτη συνεδρίαση του Δ.Σ. του εναγομένου που έγινε την 1.7.2015 και περί ώρα 13.00 μμ αποφασίσθηκε κατά πλειοψηφία η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος με το αιτιολογικό ότι ο ενάγων εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά του και δεν αποδίδει ικανοποιητικά στην εργασία του, καθώς και ότι πλέον έχει επέλθει διατάραξη της αρμονικής συνεργασίας του με το Δ.Σ. και κλονίσθηκε η εμπιστοσύνη του εναγομένου προς το πρόσωπό του. Ειδικότερα το Δ.Σ. του εναγομένου στο ως άνω υπ’ αριθ. 25/1.7.2015 πρακτικό καταλόγισε στον ενάγοντα τις εξής πλημμέλειες “1) ενοίκια απλήρωτα για μεγάλο χρονικό διάστημα, 2) ακίνητα σε κακή κατάσταση, φθορές και λογαριασμοί ΔΕΚΟ σε βάρος του Ιδρύματος, 3) ακίνητα κενά για μεγάλο χρονικό διάστημα, 4) ακίνητα Αθηνών κενά για μεγάλο χρονικό διάστημα και πλήρης εγκατάλειψη αυτών (απλήρωτα ενοίκια και λογαριασμοί ΔΕΚΟ), 5) ανείσπρακτες συντάξεις διαβιούντων, 6) ο ισολογισμός του 2014 παραδόθηκε το Μάιο του 2015 αντί τον Ιανουάριο, παρά τα οριζόμενα στο άρ. 4 του εσωτερικού κανονισμού και χωρίς να ενημερωθεί το Δ.Σ. για τους λόγους της καθυστέρησης, 7) ο προϋπολογισμός του 2015 έγινε από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. με τον εξωτερικό συνεργάτη και παραδόθηκε τον Ιούνιο αντί το Δεκέμβριο, 8) τα τιμολόγια κόπηκαν από τον Πρόεδρο του Ιδρύματος προς εξυπηρέτηση αυτού, χωρίς να ελεγχθούν από τον ενάγοντα, 9) καθυστέρηση δικαιολογητικών για τις συμβατικές κλίνες, 10) καθυστέρηση δικαιολογητικών πιστοποίησης φορέα που είχαν ήδη λήξει από τον Δεκέμβριο 2014 και ανάθεση διεκπεραίωσής τους στην Κοινωνική Λειτουργό, 11) δεν υπάρχουν οικονομικές εκθέσεις τριμήνων, 12) η ενημερωτική έκθεση 2013, ενώ υπήρχε, δεν γνωστοποιήθηκε στο εναγόμενο, 13) υπέγραψε άδεια ασθενείας ΙΚΑ, χωρίς δικαίωμα υπογραφής, 14) παράδοση εσωτερικής εγκυκλίου προς το προσωπικό, παρότι τελούσε σε άδεια ασθενείας, 15) απόκρυψη στοιχείων επικοινωνίας με δωρητή Αθηνών, 16) χειρισμός διαβιούντων κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο 2015 με άσχημο και εριστικό τρόπο, 17) χειρισμός προσωπικού με απειλές, επιπλήξεις, δημιουργώντας αναταραχή και αναστάτωση στο προσωπικό, 18) μη υπακοή στο Διοικητικό Συμβούλιο με αφορμή των αποφάσεων του, 19) μη ενημέρωση του Δ.Σ. σχετικά με τα προσόντα του λογιστή που απαιτούσε η θέση αυτή, 20) μη τήρηση του ωραρίου εργασίας, 21) επισκέψεις σε υπηρεσίες ΙΚΑ, Δ.Ο.Υ., Τράπεζες για εργασίες που θα μπορούσαν να γίνουν από λογιστή, 22) καμία επίβλεψη και συνεργασία με το προσωπικό, 23) μη αποστολή εγκαίρως των νοσηλίων του μηνός Απριλίου στον ΕΟΠΥΥ με κίνδυνο να χαθούν χρήματα, 24) μη διορισμός γραμματέα, 25) καμία πρόταση εκ μέρους του για την εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος και 26) μη υλοποίηση των αποφάσεων του Δ.Σ. παρά μόνο μέρος αυτών “. Βέβαια από όλα όσα του προσάπτει το Δ.Σ. και κυρίως ο Πρόεδρος αυτού, τα περισσότερα από αυτά δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του ενάγοντος, πλην όμως από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ευχερώς ότι ο τελευταίος που είναι Διευθύνων υπάλληλος με την έννοια του άρθρου 2 εδ. Α της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον απώλεσε την εμπιστοσύνη του εργοδότη του, που εν προκειμένω είναι το εναγόμενο Ίδρυμα, το οποίο μπορεί μεν να μην είναι επιχείρηση, πλην όμως έχει χαρακτηριστικά τέτοιας, αφού αποτελεί μια οργανική ενότητα προσώπων, τεχνικών μέσων ή εγκαταστάσεων και άυλων αγαθών προς επιδίωξη συγκεκριμένου εργασιακού σκοπού. Ο δε ενάγων είναι Διευθύνων υπάλληλος με την έννοια του νόμου, δεδομένου ότι διευθύνει το Ίδρυμα, εν προκειμένω προΐσταται όλων των υπαλλήλων και εργατών αυτού, έχει πλήθος πρωτοβουλιών, ασκεί εργοδοτικά δικαιώματα στο προσωπικό, συμμετέχει στα διοικητικά συμβούλια του Δ.Σ. [ενν. εναγομένου] και πρέπει να φέρει την εμπιστοσύνη αυτού, αμείβεται δε με μισθό σαφώς υπέρτερο των λοιπών υπαλλήλων, χωρίς να δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για τυχόν υπερωρίες κλπ που πραγματοποιεί. Η υπεύθυνη θέση του ενάγοντος άλλωστε εμφαίνεται και από το γεγονός ότι προϊστάμενος αυτού είναι το Δ.Σ., ο δε ίδιος παρότι κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα ασκούσε χρέη γραμματέα και κλητήρα, εν τούτοις ο ίδιος θεώρησε ότι δεν δικαιούται επιπλέον αμοιβής, που σημειωτέον άλλωστε, μέχρι να διαρρηχθούν οι σχέσεις των διαδίκων, ουδέποτε διεκδίκησε πρόσθετη αμοιβή για υπερωρίες κλπ, αποδεχόμενος την υπεύθυνη θέση που κατείχε και το χαρακτήρα αυτής.
Συνεπώς από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητές του ασκούσε πλημμελώς τα καθήκοντά του και γι’ αυτό απώλεσε την εμπιστοσύνη του Δ.Σ. του εναγομένου και ως εκ τούτου, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της πρώτης έφεσης, η καταγγελία της σύμβασής του που ελέγχεται κατ’ άρθ. 281 ΑΚ έγινε για σπουδαίο λόγο εκ μέρους του εναγομένου και ως εκ τούτου αυτή δεν είναι άκυρη, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι θα μπορούσε για την τυχόν πλημμελή εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του το εναγόμενο, δια του Δ.Σ., να του επιβάλλει πειθαρχική ποινή και όχι να προβεί στην καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον οι σχέσεις μεταξύ τους είχαν φθάσει σε αδιέξοδο, αφού αντάλλασσαν εξώδικες δηλώσεις και απειλές και ως εκ τούτου θα ήταν πολύ δύσκολο στο μέλλον να εξομαλυνθούν τα πράγματα και να εργασθούν και οι δύο πλευρές για τη σωστή και εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος. Επιπλέον μεταξύ του ενάγοντος και του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου εκκρεμεί αντιδικία σε ποινικό επίπεδο και ως εκ τούτου η εξομάλυνση των σχέσεών τους και η παραμονή του ενάγοντος στη θέση του Διευθυντή, έστω και με επιβολή μιας πειθαρχικής ποινής, κρίνεται ανέφικτη. Επιπλέον από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν έγινε με τέτοιο τρόπο που να επιφέρει μείωση της προσωπικότητάς του, της επαγγελματικής του αξίας και της τιμής και της υπόληψής του, αφού πρόκειται για συνήθη αντιδικία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και γι’ αυτό πρέπει ν’ απορριφθεί το αίτημα περί επιδικάσεως στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, απορριπτομένου του αντίστοιχου λόγου της δεύτερης έφεσης. Σημειωτέον ότι τα επιδικασθέντα ποσά στον ενάγοντα από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αφορούν οφειλόμενες αποδοχές, άδειες αναψυχής κλπ. δεν εκκαλούνται από τους διαδίκους και ως εκ τούτου, λόγω του μεταβιβαστικού της έφεσης, δεν θα εξετασθούν ειδικότερα με την παρούσα απόφαση”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κατά παραδοχή ως κατ’ ουσία βάσιμης της από 9.6.2016 (πρώτης) έφεσης του εναγομένου – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου Ιδρύματος εξαφάνισε την αντιθέτως αποφανθείσα με αριθ. 14/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου μόνο κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορούσε την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος – εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσείοντος, κράτησε την υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό και, δικάζοντας την αγωγή, απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη αυτή κατά το κεφάλαιο αναγνώρισης της ακυρότητας της από 1.7.2015 καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, αναγνώρισης της υποχρέωσης αποδοχής εκ μέρους του εναγομένου Ιδρύματος της προσφερόμενης από τον ενάγοντα εργασίας και αναγνώρισης της υποχρέωσης καταβολής μισθών υπερημερίας. Περαιτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμες την από 17.6.2016 αντίθετη έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και τον με ίδιο από 14.3.2017 δικόγραφο πρόσθετο λόγο έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου Ιδρύματος.
Με τον πρώτο από τους αριθμούς 1, 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι αυτός είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου, διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, τη διάταξη του άρθρου 2 εδ.α της κυρωθείσας με το Ν. 2269/1920 Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, παραλλήλως δε παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφων και ειδικότερα του Εσωτερικού Κανονισμού του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, αναφορικά με τα αναγραφόμενα στη σχετική ρύθμιση καθήκοντα αυτού, ως Διευθυντή του αναιρεσίβλητου, ως και της με αριθ. 79/2013 απόφασης και των με αριθ. 4,5 και 6/201 πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, διότι η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αναιρεσείων ήταν διευθύνων υπάλληλος του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, δεν επιστηρίζει κατά νόμο το διατακτικό αυτής περί μη ακυρότητας της ένδικης καταγγελίας και μη αντίθεσης αυτής προς την αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου έχει τεθεί πλεοναστικά. Ειδικότερα, οι κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης παραδοχές αυτής ότι η από 1.7.2015 καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του αναιρεσείοντος εκ μέρους του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, ο οποίος είχε προσληφθεί και εργαζόταν σε αυτό ως Διευθυντής, κατέχοντας υπεύθυνη θέση και ασκώντας τα διαλαμβανόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό του αναιρεσίβλητου καθήκοντα, έλαβε χώρα λόγω της δημιουργηθείσας, για τους διαλαμβανόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους, οξύτητας στις σχέσεις μεταξύ αυτού και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου και της συνακόλουθης απώλειας εμπιστοσύνης, η οποία καθιστούσε ανέφικτη τη συνέχιση της εργασιακής σύμβασης του αναιρεσείοντος σε αυτό και ότι για το λόγο αυτό η εκ μέρους του αναιρεσείοντος πλημμελής εκπλήρωση μέρους των καθηκόντων του δεν θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με την επιβολή πειθαρχικής ποινής, αρκούν [ενόψει και του αναιτιώδους χαρακτήρα της άτακτης καταγγελίας] για τη στήριξη του απορριπτικού διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το αγωγικό κεφάλαιο της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας ως καταχρηστικής (άρθ. 281 του ΑΚ) και της αντίθεσης της προς την αρχή της αναλογικότητας από την επιλογή αυτής αντί της επιβολής πειθαρχικής ποινής και των εκ της επικαλουμένης ακυρότητας της καταγγελίας περαιτέρω συνεπειών. Είναι δε αδιάφορο το εάν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, ως εκ των ειδικοτέρων συνθηκών απασχόλησης αυτού, συγκεντρώνονταν επί πλέον ή όχι οι κατά νόμο προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτού ως διευθύνοντος υπαλλήλου. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει ν’ απορριφθεί. Με τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Αντιθέτως δεν θεωρούνται “πράγματα” κατά την προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 139/2014, ΑΠ 1720/2013, ΑΠ 232/2009). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης “ή δεν διέταξε απόδειξη γι’ αυτά” με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται “πράγματα”, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι’ αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη και μάλιστα σε σχέση με συγκεκριμένο ισχυρισμό, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 273/1011, ΑΠ 1700/2009, ΑΠ 259/2007, ΑΠ 223/2006). Τέλος με τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ 1 του ιδίου Κώδικα του αναιρετικού ελέγχου. Για να ιδρυθεί όμως ο λόγος αυτός δεν αρκεί μόνο η εσφαλμένη ανάγνωσή του εγγράφου, αλλά απαιτείται επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα επί του ουσιώδους ισχυρισμού, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά έγγραφα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Για τη θεμελίωση του αναιρετικού αυτού λόγου απαιτείται η προσκομιδή στον Άρειο Πάγο από τον αναιρεσείοντα του εγγράφου, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του φέρεται ότι παραμορφώθηκε, προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο αυτού (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), ως προς τη διαπίστωση της βασιμότητας του σφάλματος του δικαστηρίου της ουσίας. Διαφορετικά ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, ως αναπόδεικτος (ΑΠ 1167/2019, ΑΠ 1665/2018, ΑΠ 1002/2015, ΑΠ 1965/2014, ΑΠ 1414/2010, ΑΠ 533/2009, ΑΠ 364/2008).
Με τον δεύτερο από τους αριθμούς 8, 10 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι αυτός κατηγόρησε τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου Π. Π. ότι προέβη σε απαγορευμένη κατά το άρθρο 58 παρ. 4 του Ν. 4182/2013 οικονομική συναλλαγή των επιχειρήσεών του με το αναιρεσίβλητο Ίδρυμα, ύψους 63.687,93 ευρώ, την οποία εξέθεσε και παρουσίασε με την από 3.3.2015 “Έκθεση διαχειριστικού ελέγχου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014”, δέχθηκε πράγματα που δεν είχαν προταθεί, αφού το αναιρεσίβλητο Ίδρυμα δεν επικαλέσθηκε ότι αυτός “κατηγόρησε” τον Πρόεδρο του Δ.Σ. αυτού και μάλιστα δέχθηκε αυτά χωρίς απόδειξη, αφού δεν προσκομίσθηκε προς τούτο κανένα αποδεικτικό στοιχείο, παράλληλα δε παραμόρφωσε το περιεχόμενο της πιο πάνω από 3.3.2015 έκθεσης διαχειριστικού ελέγχου, την οποία αυτός υπέβαλε στο πλαίσιο των καθηκόντων του, χωρίς με αυτή να προβεί στον διαλαμβανόμενο στην απόφαση παραμορφωτικό χαρακτηρισμό της “κατηγορίας”. Ο λόγος αυτός: α) κατά το μέρος που αφορά αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, καθότι η μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσείων “κατηγόρησε” τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος με το να διαλάβει στην από 3.3.2015 έκθεση διαχειριστικού ελέγχου, που υπέβαλε, την ως άνω απαγορευμένη κατά νόμο συναλλαγή δεν αποτελεί “πράγμα”, αλλά συμπέρασμα (χαρακτηρισμό) του δικαστηρίου της ουσίας, συναγόμενο από τις αποδείξεις και ιδία από το περιεχόμενο της πιο πάνω έκθεσης, β) κατά το μέρος που αφορά αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (και) σχετικά με τα ανωτέρω, έλαβε υπόψη του τ’ αναγραφόμενα στη σελίδα 12 της προσβαλλομένης απόφασης αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις ανωμοτί καταθέσεις του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου Ιδρύματος κατά την πρωτοβάθμια δίκη και όλα ανεξαιρέτως τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και κατά συνέπεια δεν δέχθηκε πράγματα χωρίς απόδειξη, ενώ δεν απαιτείτο η από την προσβαλλόμενη απόφαση ιδιαίτερη μνεία των αποδεικτικών στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού και γ) κατά το μέρος που αφορά αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ της παραμόρφωσης του περιεχομένου της από 3.3.2015 έκθεσης διαχειριστικού ελέγχου του διαστήματος από 1.1.2014 έως 31.12.2014, είναι αβάσιμος (αναπόδεικτος), διότι η εν λόγω έκθεση δεν προσκομίσθηκε στον Άρειο Πάγο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει ν’ απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά υπό την επίφαση αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η επί της ουσίας κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού η ουσία της υπόθεσης, όπως κρίθηκε από το δικαστήριο, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Τέλος λόγος αναίρεσης ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, πράγμα που συμβαίνει, όταν υποστηρίζεται με αυτόν ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά γεγονότα, ενώ από την τελευταία προκύπτει το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 1611/2008).
Με τον τρίτο και υπό την επίκληση των αριθμών 8, 10 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης [αληθώς όμως από τους αριθμούς 10 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ] ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι, χωρίς απόδειξη και διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς και συνάμα αντιφατικές αιτιολογίες, α) δέχθηκε ότι υπήρξε διατάραξη της σχέσης αυτού με τη διοίκηση του Ιδρύματος, η οποία αποτέλεσε το λόγο της από 1.7.2015 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού, πριν την υποβολή από αυτόν της έκθεσης διαχειριστικού ελέγχου στις 3.3.2015, ενώ εάν είχε δεχθεί το αντίθετο, θα είχε κρίνει ως καταχρηστική την ως άνω καταγγελία, αφού έξι μήνες πριν, στις 29.10.2014 σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, δεν είχε προκύψει κανένα ζήτημα ως προς τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του αναιρεσείοντος ως Διευθυντή αυτού και β) δέχθηκε ότι υπήρξε κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης που αποτέλεσε το λόγο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού, λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης (μέρους) των καθηκόντων του, τα οποία δεν συγκεκριμενοποιεί περαιτέρω, ενώ ο αναιρεσείων, ο οποίος δεν έφερε την ιδιότητα του Διευθύνοντος υπαλλήλου, απολύθηκε για λόγους εμπάθειας και εκδίκησης στο πρόσωπό του, μετά τη σύνταξη και υποβολή της πιο πάνω από 3.3.2015 έκθεσης διαχειριστικού ελέγχου, ενόψει μάλιστα του ότι εάν αυτός είχε πράγματι υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του, θα του είχε επιβληθεί πειθαρχική ποινή πριν τη συζήτηση της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ο λόγος αυτός από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά το μέρος μεν που αναφέρεται σε αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλονται πραγματικά επιχειρήματα υπέρ των απόψεων του αναιρεσείοντος δεν θεμελιώνει αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, κατά το μέρος δε όπου, υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετική ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η από 1.7.2015 καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του αναιρεσείοντος, ως Διευθυντή του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, κατέχοντας υπεύθυνη θέση και ασκώντας τα διαλαμβανόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό του αναιρεσίβλητου καθήκοντα, έλαβε χώρα λόγω της δημιουργηθείσας, για τους διαλαμβανόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους, οξύτητας στις σχέσεις μεταξύ αυτού και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου και της συνακόλουθης απώλειας εμπιστοσύνης, η οποία καθιστούσε ανέφικτη τη συνέχιση της εργασιακής σύμβασης του αναιρεσείοντος σε αυτό και όχι για λόγους εκδίκησης, είναι απαράδεκτος. Ούτε άλλωστε το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι υπήρξε διατάραξη των σχέσεων του αναιρεσείοντος με τη διοίκηση του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος σε χρόνο πριν την υποβολή από τον πρώτο στις 3.3.2015 της έκθεσης διαχειριστικού ελέγχου, ως διαλαμβάνεται στον οικείο αναιρετικό λόγο, και, επομένως, οι σχετικές αιτιάσεις ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου είναι αβάσιμες. Εξ άλλου για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείτο η περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των καθηκόντων, τα οποία ο αναιρεσείων ασκούσε πλημμελώς, εφόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στα καθήκοντα του αναιρεσείοντος ως Διευθυντή του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, η τρέχουσα διαχείριση των υποθέσεων του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος και της περιουσίας αυτού κατά το άρθρο 4 παρ.2 του Εσωτερικού Κανονισμού αυτού, ως προς την άσκηση της οποίας (διαχείρισης) υπήρξαν βασίμως συγκεκριμένα παράπονα εκ μέρους της διοίκησης για παραλείψεις αυτού. Ούτε δημιουργείται αντίφαση μεταξύ της παραδοχής περί πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων του αναιρεσείοντος, ως αιτίας απώλειας της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος και συνακόλουθα ως λόγου της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού και της παραδοχής ότι ο αναιρεσείων αρνήθηκε αιτιολογημένα τις αποδιδόμενες σε αυτόν πλημμέλειες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του με τα από 20.5.2015 και 12.6.2015 έγγραφα αυτού, καθόσον η αιτιολογημένη παροχή εξηγήσεων δεν επάγεται άνευ άλλου τινός την έλλειψη βασιμότητας των όσων προσάπτονται στον παρέχοντα τις εξηγήσεις. Τέλος ο ίδιος λόγος από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ της λήψης υπόψη πραγμάτων χωρίς απόδειξη είναι αβάσιμος, διότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη του τα αναγραφόμενα στη σελίδα 12 της προσβαλλομένης απόφασης αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις ανωμοτί καταθέσεις του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου Ιδρύματος κατά την πρωτοβάθμια δίκη και όλα ανεξαιρέτως τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και κατά συνέπεια δεν δέχθηκε πράγματα χωρίς απόδειξη, ενώ δεν απαιτείτο η από την προσβαλλόμενη απόφαση ιδιαίτερη μνεία των αποδεικτικών στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη του συγκεκριμένου ισχυρισμού.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 552 και 553 παρ.1 του ΚΠολΔ, η πρώτη των οποίων ορίζει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, η δεύτερη των οποίων ορίζει ότι με αναίρεση μπορεί να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων και η τρίτη των οποίων ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται κατά αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και με έφεση και που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη, συνάγεται ότι, εάν η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν μεταβιβάσθηκε στο σύνολό της στο εφετείο για το λόγο ότι δεν ασκήθηκε έφεση (ή αντέφεση) κατά το μη προσβληθέν μέρος της από τον έχοντα έννομο συμφέρον ηττηθέντα πρωτοδίκως κατά το μέρος αυτό διάδικο, σε αναίρεση υπόκειται από τον διάδικο αυτό τόσο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τις διατάξεις της που αναφέρονται στα μεταβιβασθέντα με την έφεση κεφάλαια, όσο και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τις οριστικές της διατάξεις (κεφάλαια) που δεν μεταβιβάσθηκαν στο Εφετείο με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 820/2017, ΑΠ 634/2017, ΑΠ 306/2009, ΑΠ 1565/2001). Για το παραδεκτό όμως της σχετικής αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτήν πλήττεται η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1 και 566 παρ.2 του ΚΠολΔ, η αναίρεση να στρέφεται και κατά της απόφασης αυτής και επί πλέον να κατατίθεται το δικόγραφο της αναίρεσης και στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εξέδωσε την συμπροσβαλλόμενη οριστική απόφαση (ΑΠ 634/2017, ΑΠ 306/2009, ΑΠ 963/1988). Επομένως λόγος αναίρεσης που αφορά κεφάλαιο της αγωγής που δεν αποτέλεσε αντικείμενο της έκκλητης δίκης, για το λόγο ότι αυτό δεν μεταβιβάσθηκε στο Εφετείο με την άσκηση έφεσης (ή αντέφεσης) απορρίπτεται ως απαράδεκτος κατά τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 577 του ΚΠολΔ, εάν με την αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Με τον τέταρτο και τελευταίο και υπό την επίκληση των αριθμών 1 και 19 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι αυτός δεν διέλαβε αξιώσεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής από παρασχεθείσα πρόσθετη εργασία στην από 19.6.2015 προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας και ότι αυτός ουδέποτε διεκδίκησε πρόσθετη αμοιβή για την από αυτόν εκτέλεση καθηκόντων γραμματέα [κατά την περίοδο από τον Απρίλιο του 2014 έως τις 12 Μαρτίου 2015, λόγω συνταξιοδότησης της γραμματέως του Ιδρύματος] και κλητήρα [κατά την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2013 έως τον Οκτώβριο του 2014, λόγω αποχώρησης του υπαλλήλου του λογιστηρίου και μέχρι την πρόσληψη νέου], αποδεχόμενος έτσι την υπεύθυνη θέση που κατείχε, με συνέπεια να απορρίψει τις σχετικές αξιώσεις αυτού για την καταβολή πρόσθετης αμοιβής, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ σε συνδυασμό προς τις περί παραγραφής διατάξεις του ΑΚ, καθότι η από αυτόν έγερση με την ένδικη αγωγή των σχετικών αξιώσεων καταβολής πρόσθετης αμοιβής για παρασχεθείσα πρόσθετη εργασία δεν θεμελιώνει εκ μέρους του μακροχρόνια αδράνεια ως προς την άσκηση των αξιώσεών του αυτών, ικανή να δημιουργήσει εύλογη πεποίθηση στο αναιρεσείον Ίδρυμα ότι δεν θ’ ασκήσει τις αξιώσεις του αυτές, ενόψει μάλιστα και του εσφαλμένου χαρακτηρισμού αυτού ως διευθύνοντος υπαλλήλου. Όμως από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων από τον Άρειο Πάγο κατά την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η από 21.7.2015 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, κατά το υπ’ αριθ. 3 κεφάλαιο αυτής περί επιδίκασης πρόσθετης αμοιβής σε αυτόν για την παροχή πρόσθετης εργασίας 685 συνολικά ωρών, ως γραμματέα, κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο, αξίας 3.726,40 ευρώ συνολικά και για την εκτέλεση πρόσθετης εργασίας 319 συνολικά ωρών ως κλητήρα κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο, αξίας 1.435,50 ευρώ συνολικά, απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 14/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και μάλιστα, όχι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά ως μη νόμιμη με το αιτιολογικό ότι κατά την αγωγή η ως άνω πρόσθετη εργασία παρασχέθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου του ενάγοντος και ως εκ τούτου συνιστούσε υπερεργασία ή υπερωρία, για την επιδίκαση της οποίας απαιτούνταν άλλες προϋποθέσεις ( 3ο φύλλο της πρωτοβάθμιας απόφασης). Η υπόθεση κατά το ως άνω κεφάλαιο της επιδίκασης πρόσθετης αμοιβής για πρόσθετη εργασία δεν μεταβιβάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Εφετείο Λάρισας) με την από 17.6.2016 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος – εκκαλούντος, καθότι οι λόγοι έφεσης αφορούσαν μόνο παράπονα α) για τον μη υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος στο ποσό των 2.187,74 ευρώ μηνιαίως, όπως ζητείτο με την αγωγή, αλλά στο ποσό των 1.661,76 ευρώ μηνιαίως, και στις εκ του εσφαλμένου αυτού υπολογισμού συνέπειες κατά την επιδίκαση διαφορών στις δεδουλευμένες αποδοχές αυτού και στις αποδοχές και επίδομα μη ληφθείσας αδείας, ως και στις επιδικασθείσες αποδοχές υπερημερίας και β) για την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης κατά το κεφάλαιο επιδίκασης του ποσού των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας του, ως εκ των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού. Επομένως η αγωγή κατά το κεφάλαιο της επιδίκασης πρόσθετης αμοιβής για παρασχεθείσα πρόσθετη εργασία δεν αποτέλεσε αντικείμενο της έκκλητης δίκης, αλλά μόνο της πρωτοβάθμιας. Συνακόλουθα, εφ’ όσον ο αναιρεσείων δεν προσέβαλε με την ένδικη αίτηση αναίρεσης και την με αριθ. 14/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου [ζητώντας την αναίρεσή της κατά το κεφάλαιο αυτό] με κατάθεση του οικείου δικογράφου και στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ), στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, που παρέστη και είχε καταθέσει προτάσεις κατά τη λαβούσα χώρα συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 12.3.2019, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 608/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.5.2018 και με αριθ. κατάθ. 37/29.5.2018 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 9/5.1.2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Aπριλίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ