ΑΡΙΘΜΟΣ 11/2018
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
– Ενεχύραση απαίτησης. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενεχυρίασης, κατά τις διατάξεις του ΝΔ/τος 17.07/13-08.1923, η απαίτηση του εργολάβου, από προσύμφωνο, κατά του οικοπεδούχου, να του μεταβιβάσει τα συμφωνηθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας σε ακίνητο, ως εργολαβικό αντάλλαγμα.
– Στο από 17.07/13-08.1923 νομοθετικό διάταγμα, μεταξύ άλλων, ορίζονται τα ακόλουθα: (άρθρο 35) “Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται, οσάκις η εταιρεία (πιστώτρια) λαμβάνει ενέχυρον κινητόν πράγμα ή απαίτησιν α) λόγω δανείου, είτε απλού, είτε επ’ ανοικτώ λογαριασμώ, β) λόγω εξασφαλίσεως προγενεστέρας απαιτήσεως αυτής”, (άρθρο 36) “ι. Πρός σύστασιν του ενεχύρου απαιτείται σύμβασις ενεχυριάσεως και παράδοσις του ενεχυριαζομένου πράγματος. 2. Η σύμβασις ενεχυριάσεως καταρτίζεται, είτε δια συμβολαιογραφικού, είτε δι” ιδιωτικού εις απλούν εγγράφου”, (άρθρο 39) “1. Εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι απαίτησις ονομαστική του οφειλέτου κατά τρίτου, η ενεχυρίασις συνεπάγεται εκχώρησιν της απαιτήσεως υπό του οφειλέτου προς την πιστώτριαν. 2. Αντίγραφον της συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδίδεται τω τρίτω. 3- Από της επιδόσεως θεωρείται η πιστώτρια, ως νεμομένη την απαίτησιν”. (άρθρο 40 παρ. ι) “Εάν το δάνειον κατέστη, απαιτητόν οπωσδήποτε, δικαιούται η πιστώτρια να προβεί εις αναγκαστική ν εκτέλεσιν, αρχομένην δι’ επιδόσεως επιταγής προς πληρωμήν”. (άρθρο 41 παρ. ι) “Εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι ανώνυμα χρεώγραφα εκ των αναγραφομένων εν τω δελτίω του Χρηματιστηρίου Αθηνών, εκποιούνται ταύτα χρηματιστηριακούς”, (άρθρο 42) “1. Περί παντός άλλου πράγματος γίνεται την πρώτην Κυριακήν μετά παροδον οκτώ ημερών από της επιταγής αναγκαστικός πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου, οριζομένου εν τη επιταγή υπό της επισπευδούσης, άνευ κατασχέσεως.. 3. Επί του τοιούτου πλειστηριασμού κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις περί πλειστηριασμού κινητών”, (άρθρο 44) “Εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι απαίτησις, η πιστώτρια δικαιούται, ίνα εισπράξει την απαίτησιν, ως εκδοχεύς, το δε μετά την εξόφλησιν υπόλοιπον αποδίδει τω οφειλέτη”, (άρθρο 45) “1. Εκ του τιμήματος ή του πλείστη μιάσματος λαμβάνει η πιστώτρια τα οφειλόμενα αυτή άμα τη καταβολή ή επί συμψηφισμώ. 2. Το υπόλοιπον αποδίδεται τω οφειλέτη ή, εάν εγένετο αναγγελίαι πιστωτών, γίνεται κατάταξις ενώπιον συμβολαιογράφου”. (47 παρ. ι) “Αι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται επί δανείου (πιστώσεως) επ’ ανοικτώ λογαριασμώ”. Με τις ανωτέρω διατάξεις του από 17.07/13-08.1923 νομοθετικού διατάγματος που διατηρήθηκε σε ισχύ, με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ και, ακολούθως, με το άρθρο 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, με τις οποίες καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, εισήχθη, ως προς την ενεχυρίαση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιριών από δάνειο, απλό ή με ανοικτό λογαριασμό, ή προγενέστερων απαιτήσεών τους, εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Οι ως άνω ρυθμίσεις του από 17.07/13-08.1923 νομοθετικού διατάγματος θεσπίστηκαν υπό το νομικό καθεστώς του από 1 (13) Δεκεμβρίου 1836 διατάγματος “Περί ενεχύρων” (ΦΕΚ 72/6 Δεκεμβρίου 1836) που καταργήθηκε με το άρθρο 70 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο αντικείμενο ενεχύρου μπορούσαν να αποτελέσουν απαιτήσεις (“μεταβατικές πιστώσεις”) που αφορούσαν κινητά πράγματα και από το οποίο ο νομοθέτης του από 17.07/13-08.1923 νομοθετικού διατάγματος δεν παρέκκλινε, με αντίθετη ρύθμιση. Ο Αστικός Κώδικας το ενέχυρο δεν το περιορίζει ρητά στις απαιτήσεις που αφορούν κινητά. Όμως, και υπό τον ΑΚ μόνον απαιτήσεις κινητών ενεχυριάζονται. Τούτο, διότι το ενέχυρο είναι δεκτό μόνον επί κινητών, ενώ αν ενεχυριαζόντουσαν οι περί των ακινήτων απαιτήσεις, η είσπραξή τους θα οδηγούσε σε ενέχυρο επί ακινήτων (άρθρα 1252 εδ. β’ και 1254 εδ. α’ ΑΚ), αποτέλεσμα ασυμβίβαστο με τη ρύθμιση του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, σε περίπτωση ενεχυριασμένης απαίτησης κατά το από 17.07/13-08.1923 νομοθετικό διάταγμα, όταν λήξει η ενεχυριασμένη απαίτηση, ενώ δεν έληξε το ακόμη το ασφαλιζόμενο χρέος, η ενεχυρούχος δανείστρια έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνη την απαίτηση, είτε αυτή είναι χρηματική, είτε μη χρηματική. Με την είσπραξη της μη χρηματικής απαιτήσεως που μόνο σε κινητό μπορεί να αφορά και όχι ακίνητο, εφόσον κατά το άρθρο 1252 εδ. β’ ΑΚ η δανείστρια αποκτά ενέχυρο σ’ αυτό, η τελευταία θα ικανοποιηθεί από αυτό, όταν λήξει το χρέος κατά τα άρθρα 40 επ. του ν. δ/τος. Αν έληξαν ασφαλιζόμενη και ενεχυριασμένη απαίτηση, η ενεχυρούχος δανείστρια έχει κατά το άρθρο 44 του ν.δ/τος το δικαίωμα να προβεί μόνη στην είσπραξη της απαίτησης, όταν δε η απαίτηση δεν είναι χρηματική, αποκτά με την είσπραξή της, ενέχυρο στο πράγμα του ενεχυραστή κατά το άρθρο 1254 εδ α AK που βρίσκει έδαφος εφαρμογής από τη λήξη της ενεχυρασμένης απαίτησης τo οποίο μπορεί να εκποιήσει κατά τα άρθρα 40 επ. του δ/τος. Από τις ανωτέρω διατάξεις του ΝΔ/τος, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1247, 1248, 1252, 1254 ΑΚ, στο βαθμό που βρίσκουν συμπληρωματική εφαρμογή, κατά τα ανωτέρω, προκύπτει, ότι αντικείμενο ενεχυρίασης δεν μπορεί να αποτελέσει ονομαστική απαίτηση που αφορά ακίνητο, καθόσον η είσπραξή της θα οδηγούσε, εκ των πραγμάτων, ανεπιτρέπτως, σε σύσταση ενεχύρου επί ακινήτου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενεχυρίασης, κατά τις διατάξεις του ανωτέρω ΝΔ/τος, η απαίτηση του εργολάβου, από προσύμφωνο, κατά του οικοπεδούχου, να του μεταβιβάσει τα συμφωνηθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας σε ακίνητο, ως εργολαβικό αντάλλαγμα. Υπό την αποκρουσμένη άποψη ότι στην περίπτωση του ανωτέρω ΝΔ/τος δεν μετατρέπεται η ενεχυρασθείσα-εκχωρηθείσα απαίτηση από ενέχυρο απαιτήσεως σε ενέχυρο πράγματος και εισπράττεται από τον εκδοχέα αποκλειστικά και μόνο με ρευστοποίησή της, με αναγκαστική εκτέλεση, ο υπερθεματιστής θα αποκτήσει στη συνέχεια το πράγμα (ακίνητο), είτε με αυτοσύμβαση, είτε ασκώντας αγωγή καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως, δηλαδή ουσιαστικά μέσω λειτουργίας του μηχανισμού του ενεχύρου, αποτέλεσμα που αντιστρατεύεται το δόγμα του δικαίου περί ενεχύρου.