ΑΡΙΘΜΟΣ 1010/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Μυστική διαθήκη.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 1738, 1741, 1742, 1743 και 1730 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει, ότι για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης, ο διαθέτης παραδίδει αυτοπροσώπως στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση. Το έγγραφο που εγχειρίζεται ή το περικάλυμμά του, αν δεν είναι σφραγισμένο έτσι που να μην μπορεί να ανοιχτεί χωρίς ρήξη ή βλάβη του σφραγίσματος, πρέπει να σφραγιστεί με τέτοιο τρόπο μπροστά στο διαθέτη και στα πρόσωπα που συμπράττουν. Επ’ αυτού του σφραγισμένου εγγράφου ή του περικαλύμματός του ο συμβολαιογράφος πρέπει να σημειώσει το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη και τη χρονολογία παραδόσεως του, η σημείο)ση δε αυτή πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν, τα οποία πρέπει να είναι παρόντα καθ’ όλη τη διάρκεια των παραπάνω διατυπώσεων. Για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης πρέπει να συνταχθεί από τον συμβολαιογράφο πράξη, η οποία πρέπει να περιέχει την ημεροχρονολογία καταθέσεώς της, τα στοιχεία του διαθέτη, του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που συμπράττουν, να βεβαιώνεται σ! αυτήν ότι τηρήθηκαν τα περί παραδόσεως του εγγράφου και προφορικής δηλώσεως του διαθέτη, τα περί σφραγίσεως του εγγράφου ή του περικαλύμματός του και της επ’ αυτού σημειώσεως του συμβολαιογράφου, να βεβαιώνεται ότι τα συμπράττοντα πρόσωπα ήταν παρόντα καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξεως, να διαβαστεί στο διαθέτη, ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και τέλος η πράξη αυτή να υπογραφεί από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν (ΑΠ 392/2018, ΑΠ 1527/2010). Αν δεν τηρηθούν οι παραπάνω διατυπώσεις η μυστική διαθήκη είναι, κατ’ άρθρο 1718 ΑΚ, άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1740 παρ. 1 εδ.α του ΑΚ, επί μυστικής διαθήκης, το έγγραφο που εγχειρίζεται (στο Συμβολαιογράφο), γραμμένο από το διαθέτη ή από άλλο πρόσο)πο, πρέπει με την επιφύλαξη της περίπτωσης του άρθρου 1744 ΑΚ, να φέρει την υπογραφή του διαθέτη, ενώ, σύμφωνα με το εδ.β του ίδιου άρθρου, αν είναι το κείμενο γραμμένο ολικά ή μερικά από άλλον, πρέπει να φέρει την υπογραφή του διαθέτη και σε κάθε ημίφυλλο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση απαιτείται η υπογραφή του διαθέτη, είτε δηλαδή το έγγραφο έχει γραφεί από τον ίδιο ή άλλο πρόσωπο ή με μηχανικό μέσο, δηλαδή ηλεκτρονικό υπολογιστή ή γραφομηχανή. Αν το έγγραφο έχει γραφεί από τον ίδιο το διαθέτη εξ ολοκλήρου (ιδιόγραφη μυστική διαθήκη), απαιτείται μόνο η υπογραφή του στο τέλος του εγγράφου και αν ακόμη πρόκειται επί πολύφυλλης διαθήκης (πρβ ΑΠ 750/2000 επί ιδιόγραφης διαθήκης με την προϋπόθεση ότι τα χωριστά φύλλα αποτελούν ενιαίο έγγραφο διαθήκης). Μόνον εφόσον έχει γραφεί ολικά ή μερικά από άλλον (αλλόγραφος μυστική διαθήκη), αλλά αναλογικά και εκείνη που έχει γραφεί με μηχανικό μέσο, τότε κατά άρθρο 1740 παρ. 1 έδ β ΑΚ απαιτείται να φέρει την υπογραφή του διαθέτη και σε κάθε ημίφυλλο. Ενόψει όμως του ότι στις διαθήκες σκοπός της υπογραφής, που τίθεται στο τέλος του εγγράφου, είναι η διακρίβωση της ταυτότητας του διαθέτη και η διαπίστωση ότι οι διατάξεις της αποτελούν την οριστική του βούληση και προέρχονται από αυτόν, ενώ η υπογραφή που απαιτείται επιπρόσθετα σε κάθε ημίφυλλο κατά το άρθρο 1740 παρ.1 εδ.β ΑΚ επί πολύφυλλης διαθήκης κατά τις εν λόγω διακρίσεις , έχει ως σκοπό να αποκλείσει το ενδεχόμενο και τον κίνδυνο να παρεισφρήσουν στη διαθήκη σελίδες και ημίφυλλα που δεν έχουν συνταχθεί από το διαθέτη και είναι μη γνήσια και, συνακόλουθα, αλλοιώνουν την τελευταία του βούληση, (πρβ ΑΠ 490/1991 επί δημόσιας διαθήκης με βάση το Ν. ΓΨΠ/1911 “περί διαθηκών” και αντίστοιχη σχεδόν πανομοιότυπη διάταξη του άρθρου 1733 παρ. 2 εδ.β ΑΚ), πρέπει να γίνει δεκτό με ευρεία ερμηνεία της διάταξης ότι ο τελευταίος αυτός σκοπός εξυπηρετείται αναμφισβήτητα και με την τεθείσα από το διαθέτη μονογραφή σε κάθε ημίφυλλο, αφού με αυτήν διακριβώνεται η προέλευση του κάθε ημίφυλλου από αυτόν και η βούλησή του να ενταχθεί το περιεχόμενο του στη διαθήκη και να αποτελούν όλα τα ημίφυλλα ενιαίο έγγραφο διαθήκης, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η διαθήκη φέρει την ιδιόχειρη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του διαθέτη στο τέλος του εγγράφου και ότι η μονογραφή στα ημίφυλλα ανήκει στο διαθέτη και είναι γνήσια. Τούτο μάλιστα, επιπρόσθετα, αφού γίνεται δεκτό ότι η ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη, ή μόνο το κύριο όνομα ή και τα δύο. Αρκεί να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα του διαθέτη, και δεν χρειάζεται να είναι πλήρης, αφού αρκεί και η σύντμηση της, ακόμη και η μονογραφή, εφόσον στην τελευταία περίπτωση είναι η συνηθισμένη μορφή υπογραφής του (ΑΠ 365/1971). Αντίθετη συσταλτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης και παραδοχή ότι η μονογραφή του διαθέτη δεν δύναται να αναπληρώσει την υπογραφή κατά τις άνω διακρίσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1740 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, με συνέπεια την ακυρότητα της διαθήκης, κατά το άρθρο 1718 ΑΚ, θα οδηγούσε στην ακύρωση της σαφώς εκπεφρασμένης τελευταίας βούλησής του και θα παραβίαζε την αρχή της διάσωσης του κύρους της διαθήκης και της διαφύλαξης της τελευταίας πραγματικής βούλησης του διαθέτη, στην οποία ο νομοθέτης αποδίδει πρωταρχική σημασία στη ρύθμιση της κληρονομικής διαδοχής, υπό το πνεύμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται και οι οικείες διατάξεις (ΟλΑΠ 67/1990).