Σύμφωνα με τις αλλαγές οι κατάδικοι με ποινή άνω των 10 ετών για να έχουν δικαίωμα να αιτηθούν άδεια θα πρέπει να έχουν εκτίσει τα 2/5 ενώ οι ισοβίτες θα πρέπει να έχουν παραμείνει στις φυλακές τουλάχιστον 12 χρόνια.
Αύξηση των ορίων για να παίρνουν άδειες οι βαρυποινίτες (άνω των 10 ετών) και οι ισοβίτες, προβλέπει το νομοσχέδιο που συνέταξε η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής και συζητείται στη Βουλή.
Σύμφωνα με τις αλλαγές οι κατάδικοι με ποινή άνω των 10 ετών για να έχουν δικαίωμα να αιτηθούν άδεια θα πρέπει να έχουν εκτίσει τα 2/5 (από το 1/5 που ισχύει μέχρι σήμερα) ενώ οι ισοβίτες θα πρέπει να έχουν παραμείνει στις φυλακές τουλάχιστον 12 χρόνια (από τα 8 που ισχύει σήμερα).
Επίσης αυστηροποιείται το πλαίσιο για τους καταδίκους σε ληστεία μετά φόνου (άρθρο 380 παρ. 2) που αναφέρει πως «αν από την πράξη επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή.
Ανεξαρτήτως ποινής οι δράστες του συγκεκριμένου εγκλήματος θα πρέπει να έχουν εκτίσει τα 2/5 της ποινής και τουλάχιστον 2 χρόνια πραγματικής κράτησης.
Ολόκληρη η διάταξη που εισηγείται το Υπουργείο έχει ως εξής:
4. Οι περ. (1) και (2) της παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 2776/1999 αντικαθίστανται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«1. (1) Ο κατάδικος: α) εκτίει ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) έτη και έχει εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο (1/10) της ποινής του,
β) εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή μέχρι δέκα (10) έτη και έχει εκτίσει πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής του,
γ) εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή άνω των δέκα (10) ετών και έχει εκτίσει πραγματικά τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής του, δ) εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκτίσει πραγματικά τουλάχιστον δώδεκα (12) έτη.
Κατ’ εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής του και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη.
Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες στερητικές της ελευθερίας ποινές και δεν έχει γίνει προσμέτρησή τους σε μία συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που εκτίεται κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών.
(2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος
που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος ή διαδικασία
εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.
(3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του.
Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου
και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης κατά τη διάρκεια της κράτησης σε συνδυασμό
με την παρ. 2 του άρθρου 69 και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί,
β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις,
γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας.».
Η προηγουμένη διάταξη (Άρθρο 55 – Νόμος 2776/1999) ανέφερε:
1. Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον:
(1) Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη. Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρησή τους σε μία συνολική ποινή κατά το άρθρο 94 Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επιμέρους ποινών. Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, απαιτείται ο εφηβικής ή μετεφηβικής ηλικίας κατάδικος να έχει εκτίσει το ένα τρίτο τουλάχιστον του κατωτάτου ορίου που έχει ορισθεί.
(2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος.
(3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του.
Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως:
α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια, της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί,
β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις,
γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας.
2. Η τακτική άδεια χορηγείται από το Συμβούλιο του άρθρου 70 παράγραφος 1 του παρόντος μετά από αίτηση του καταδίκου. Κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου καλείται αυτός, καθώς και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο για την παροχή των αναγκαίων διευκρινίσεων.
3. Στους κρατουμένους σε θεραπευτικά καταστήματα είτε δυνάμει δικαστικών αποφάσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 54 του παρόντος, είτε για νοσηλεία, χορηγείται τακτική άδεια, εφόσον ο θεράπων ιατρός γνωματεύσει σχετικά. Ειδικά για τους κρατουμένους για νοσηλεία απαιτείται επιπλέον να γνωματεύσει και ο θεράπων ιατρός ότι πάσχουν από χρόνια ασθένεια και είναι αδύνατη επί του παρόντος η επαναμεταγωγή τους στο κατάστημα από το οποίο προήλθαν».