ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ 16877/2020
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 6ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 1 Ιουνίου 2020, με δικαστές τις: Αικατερίνη Τσαφούλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ελένη Αυγούστη (εισηγήτρια) και Κωνσταντίνα Γκαβαρδίνα, Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Ιουλία Ρέλλια, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή – αγωγή με χρονολογία άσκησης 31.3.2017,
της….., η οποία εδρεύει …..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε με την από 26.5.2020 δήλωση (άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ) του πληρεξούσιου δικηγόρου της Απόστολου Παπακωνσταντίνου.
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία ««Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.)» και ήδη «Ηλεκτρονικός Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» [e – Ε.Φ.Κ.Α. (άρθρο 1 του ν. 4670/2020 – ΦΕΚ Α’ 43)] που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με την από 29.5.2020 δήλωση (άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ) της πληρεξούσιας δικηγόρου του Παρασκευής Μπίζη
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε την δικογραφία
Σκέφτηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή – αγωγή, για τη συζήτηση της οποίας, κατά το κεφάλαιο που ασκείται ως προσφυγή καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. το με κωδικό …e – παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων σε συνδυασμό με το από 30.6.2020 αποδεικτικό πληρωμής της ALPHA BANK) ζητείται παραδεκτώς από την προσφεύγουσα – ενάγουσα αφενός η ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης από το καθ’ ου – εναγόμενο, λόγω απράκτου παρόδου τριμήνου, της ασκηθείσας στις 30.12.2016 αίτησης της, με την οποία ζητούσε την επιστροφή συνολικού ποσού 8.134.942,67 ευρώ, το οποίο, αντιστοιχεί σε πρόσθετες, πέραν των αναλογούντων βάσει των μισθολογικών στοιχείων, εργοδοτικές εισφορές ετών 2010, 2011, 2012, 2014 και 2015 τις οποίες αχρεωστήτως, όπως ισχυρίζεται, κατέβαλε στο τ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και ήδη καθ’ ου εναγόμενο (βλ. άρθρο 53 ν. 4327/2016 ΦΕΚ Α’ 85) και αφετέρου η αναγνώριση της υποχρέωσης καταβολής (από το καθ’ ου εναγόμενο) του ανωτέρω ποσού νομιμοτόκως από της επιδόσεως της ως άνω αίτησης στο καθ’ ου εναγόμενο άλλως από της επιδόσεως της αγωγής της.
2. Επειδή, στο άρθρο 23 του Καταστατικού του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού της …Εταιρείας ….όπως το Καταστατικό αυτό ανασυντάχθηκε με την ….απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β΄90), εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 59 παρ. 1 του α.ν. της 11.11.1935, όπως η διάταξη αυτή ερμηνεύθηκε αυθεντικώς με το άρθρο 1 του α.ν. 694/1937, ρυθμίζονται τα ζητήματα που αφορούν τους πόρους υπέρ του εν λόγω Ταμείου, όπως τροποποιήθηκαν η μεν παρ. 1 Β με την 66682/Σ.588/1966 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 580), η δε παρ. 2 με την 35011/Σ. 931-18 Ιουλ. 1952 απόφαση του Υπ. Εργασίας ορίζεται ότι : «Πόροι του Ταμείου είναι : 1. (….) “Β`. Κλάδος Ασφαλίσεως αναπηρίας γήρατος θανάτου : α) Εισφορά των ησφαλισμένων του Ταμείου ίση προς 7% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των. β) Ισόποσος εισφορά της Εταιρείας. Γ. Κλάδος Προνοίας : α) Εισφορά των ησφαλισμεων ίση προς 3% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των. β) Ισόποσος εισφορά της Εταιρείας. 2. Τυχόν έκτακτοι εισφοραί των ησφαλισμένων ή της Εταιρείας, εις χρήμα ή χρηματόγραφα μη έχουσαι τον χαρακτήρα δωρεάς. Το συνολικόν ποσόν των ως άνω υπέρ των κλάδων Συντάξεων και Προνοίας ετησίων τακτικών και εκτάκτων εισφορών της εργοδότιδος εταιρείας, δεν δύναται να είναι κατώτερον ποσοστού 2% των κατά την ιδίαν περίοδον πραγματοποιουμένων υπ`αυτής καθαρών ασφαλίστρων…». Εξάλλου, στο άρθρο 59 παρ. 1 του α.ν. της 11.11.1935 (ΦΕΚ Α΄ 559) «Περί Οργανισμού Υπουργείου Εργασίας», ορίζετο ότι : «1. Πάσα έγκρισις ή τροποποίησις των οιουδήποτε τύπου πλην των κατ΄ ουσίαν αναφερομένων εις κοινωνικούς πόρους, καταστατικών και οργανωτικών διατάξεων των οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας, γίνεται δια πράξεων του Υπουργού Εργασίας, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (…), ενώ στο άρθρο 1 παρ. 2 του α.ν. 694/1937 «Περί αυθεντικής ερμηνείας, συμπληρώσεως και τροποποιήσεως διατάξεων τινών της ασφαλιστικής νομοθεσίας» ότι :«Πάντες οι υπό του παρόντος Νόμου προβλεπόμενοι κανονισμοί θεσπίζονται δι΄ αποφάσεων του Υφυπουργού Εργασίας … της ακριβούς εννοίας του άρθρου 59 του Αναγκαστικού Νόμου ‘’περί Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας’’ (…) ούσης ότι, κατά την προβλεπόμενην αυτού διαδικασίαν τροποποιούνται πάσαι αι προγενέστεραι αυτού, αι αφορώσαι τας βασικάς αρχάς και τας λεπτομέρειας της οργανώσεως, πλην των αφορωσών κοινωνικούς πόρους, διατάξεις Ασφαλιστικών Οργανισμών της αρμοδιότητος του Υφυπουργείου Εργασίας και αι γενόμεναι δια τυπικών Νόμων. 3. Η διαδικασία του άρθρου 59 του Αναγκαστικού Νόμου ‘’περί Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας’’ εφαρμόζεται και επί των καταστατικών και οργανωτικών διατάξεων των υπό την αρμοδιότητα του Υφυπουργείου Εργασίας υπαγομένων Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, ως και των δια Νόμου θεσπισθεισών, μετά την ισχύν του Αναγκαστικού τούτου Νόμου…».
3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α’ 58), ορίζεται ότι: « Από την 1η του τέταρτου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του παρόντος νόμου, το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού ΗΣΑΠ (ΤΣΠ – ΗΣΑΠ), το Ταμείο Συντάξεων του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ – ΕΤΕ) και το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ – ΤΕ), καθώς και οι κλάδοι σύνταξης του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας “Η ΕΘΝΙΚΗ” (ΤΑΠΑΕ – Ε), του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΟΤΕ (ΤΑΠ – ΟΤΕ) και του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΑΠ – ΕΤΒΑ) εντάσσονται στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.» και στο άρθρο 2 ότι : «1. Από της εντάξεως των Ταμείων και κλάδων του άρθρου 1 όσοι προσλαμβάνονται σε εταιρίες και πιστωτικά ιδρύματα των οποίων το προσωπικό ασφαλιζόταν στα ανωτέρω Ταμεία και κλάδους σύνταξης, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στην ασφάλιση του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ και διέπονται από τη νομοθεσία του. Οι ασφαλισμένοι των ανωτέρω Ταμείων και κλάδων σύνταξης, υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και εξακολουθούν να διέπονται, ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, από τις διατάξεις της νομοθεσίας των εντασσόμενων Ταμείων και κλάδων, όπως ισχύουν με τις γενικές διατάξεις νόμων και τις διατάξεις του νόμου αυτού. Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της περ. ι` της παρ. 11α του άρθρου 2 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α`) καταργείται από 1.1.2013. 2. (…). 3. Τα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη, για τους μέχρι την ημερομηνία ένταξης ασφαλισμένους των ως άνω Ταμείων και κλάδων, μειώνονται ισόποσα και σταδιακά, κάθε τρία (3) χρόνια και μέσα σε μία δεκαετία, αρχής γενομένης από 1.1.2013, μέχρι να εξισωθούν πλήρως με τα αντίστοιχα ισχύοντα στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Ειδικά οι εισφορές ασφαλισμένων του κλάδου σύνταξης του ΤΑΠΑΕ “….” μειώνονται αμέσως από την ίδια ως άνω ημερομηνία, και καθορίζονται σε ποσοστό 6,67%, του δε εργοδότη σταδιακά, και σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω. 4. Πόροι του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ είναι και οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, τα έσοδα από κοινωνικούς πόρους, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο των Ταμείων και κλάδων που εντάσσονται. Πέραν των ανωτέρω, οι εργοδότριες Τράπεζες, Τράπεζα της Ελλάδος και Εθνική καταβάλλουν ετησίως και για δεκαπέντε χρόνια στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ποσό ίσο με το ύψος του ελλείμματος του ΤΣΠ – ΤΕ και του ΤΣΠ – ΕΤΕ, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί την 31.12.1992 και το οποίο για την Τράπεζα της Ελλάδος ανέρχεται στο ποσό των είκοσι τριών εκατομμυρίων ευρώ (23.000.000,00 €) για δε την Εθνική Τράπεζα στο ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (25.500.000,00 €)….». Η απόδοση του ποσού κάθε έτους θα γίνεται εντός του μηνός Δεκεμβρίου αρχής γενομένης από το 2009. 5. Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού που προέρχεται από τα εντασσόμενα Ταμεία και κλάδους, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, περιέρχονται από την ημερομηνία ένταξης στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ως καθολικό διάδοχο αυτών, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων.6. (…) 8. Εντός εξαμήνου από την ένταξη, συντάσσεται ειδική οικονομική μελέτη, για κάθε εντασσόμενο κλάδο και Ταμείο, που προκηρύσσεται και ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Αν διαπιστωθούν ελλείμματα, το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψη τους. Κατά τα λοιπά για τη χρηματοδότηση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3029/2002…..».
4. Επειδή, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη να αναθέτει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση στο κράτος ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου παρέχοντας του ευρεία εξουσία για την εξειδίκευσή της, με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Η εξουσία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 2197-2200/2010 Ολ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχολήσεως (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες) από ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς ή από ένα ασφαλιστικό φορέα αδιαφόρως της φύσεως της απασχολήσεως των ασφαλισμένων και, δη, υπό ενιαίους κανόνες, εφ’ όσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβ ΣτΕ 3294/2011, 3781/2010 κ.ά.). Λαμβάνοντας δε υπ’ όψη την φύση της ασφαλιστικής εισφοράς όχι μόνο ως δημόσιου βάρους για την κάλυψη της δαπάνης της κοινωνικής ασφαλίσεως αλλά και ως ανταποδοτικής παροχής του ασφαλιζόμενου για την πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να υπολογίζει αυτήν, επί βάσεως η οποία μαρτυρεί εισφοροδοτική ικανότητα (όπως είναι το πραγματοποιούμενο εισόδημα από την ασφαλιζόμενη εργασία και το ασφαλιζόμενο επάγγελμα), να καθορίζει δε το ύψος της σε επίπεδο που να διασφαλίζει μεν την επάρκεια των παροχών χωρίς όμως να πλήττει το κατά την διάρκεια του εργασιακού βίου παραγόμενο – κατ’ενάσκηση του συνταγματικώς αναγνωριζόμενου δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας – εισόδημα υπερμέτρως σε σχέση προς τον σκοπό της διασφαλίσεως εισοδήματος μετά το πέρας του εργασιακού βίου (πρβλ. ΣτΕ 1880/2019 Ολ).
5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 49 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 43 ΣΕΚ) του Κεφαλαίου 2 της ΣΛΕΕ («Το δικαίωμα εγκαταστάσεως») ορίζεται ότι : «Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. […] Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας Συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων», ενώ στο άρθρο 63 παρ. 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 56 ΣΕΚ) του Κεφαλαίου 4 της ΣΛΕΕ («Κεφάλαια και πληρωμές») ορίζεται ότι «Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών». Όπως δε έχει ήδη κριθεί οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 49 και 63 της ΣΛΕΕ, με τις οποίες κατοχυρώνονται, αντίστοιχα, η ελευθερία εγκαταστάσεως, η οποία περιλαμβάνει και τη σύσταση και διαχείριση εταιριών, και η ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων, στην οποία εμπίπτει και η συμμετοχή σε επιχείρηση δια της κατοχής μετοχών, με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρήσεων (ΔΕΕ απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-81/09, Ίδρυμα Τύπου ΑΕ, σκέψη 48), παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και είναι, συνεπώς, δεκτικές άμεσης επικλήσεως από ιδιώτες (βλ., ιδίως, ΔΕΚ απόφαση της 21.6.1974, 2/74, Reyners, Rec. 1974, σ. 631, καθώς και ΣτΕ 7μ. 2157/2002, Ολ. 3168/2014, Ολ. 237-9/2015 προτελευταία σκ. μειοψηφίας, κ.ά.). Στην έννοια δε της απαγόρευσης των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως, που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, περιλαμβάνονται όλα εκείνα τα νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα που απαγορεύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, C-518/06, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 62, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση Ίδρυμα Τύπου Α.Ε., σκέψη 54), πρέπει δε να χαρακτηρίζονται ως «περιορισμοί», κατά την έννοια του άρθρου 63 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, εθνικά μέτρα, τα οποία είναι ικανά να αποτρέψουν τους επενδυτές από άλλα κράτη μέλη να επενδύσουν στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-112/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας σκέψη 13, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση Ίδρυμα Τύπου Α.Ε., σκέψη 55). Στις εν λόγω ελευθερίες, γίνονται δεκτοί, ως μέτρα παρεκκλίσεως, περιορισμοί για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, οι οποίοι ρητώς προβλέπονται στα άρθρα 51 και 52 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρα 45 και 46 της ΣΕΚ), ή περιορισμοί που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (ΔΕΕ απόφαση της 19.7.2012, C-470/11, Sia Garkalns, σκέψη 35). Ωστόσο, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την άσκηση πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, το περιθώριο αυτό όμως εκτιμήσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει προσβολή των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από τις διατάξεις της Συνθήκης, οι οποίες κατοχυρώνουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που πρέπει να απολαμβάνουν (ΔΕΚ απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-208/05, ITC, σκέψη 40, ΔΕΚ απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97, Nicole Seymour Smith – Laura Perez, σκέψεις 75-76, ΔΕΚ απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, C-187/00, Helga Kutz-Bauer, σκέψη 57, ΔΕΚ απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, C-388/07, The Incorporated Trustees of the National Council on Ageing, σκέψη 51, ΔΕΕ απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, C-379/11, Caves Krier Frères Sàrl, σκέψη 52). Προϋπόθεση πάντως για την εφαρμογή του πρωτογενούς κοινoτικού δικαίου και ειδικότερα των βασικών κοινοτικών ελευθεριών που κατοχυρώνονται από τις συνθήκες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να συντρέχει το στοιχείο της διασυνοριακότητας να υπάρχει δηλαδή συνδετικό στοιχείο με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο και να μην περιορίζονται τα στοιχεία της υπόθεσης αποκλειστικά στο εσωτερικό του κράτους – μέλους. (πρβλ. ενδεικτικά ΔΕΚ απόφαση της 15.5.2003, C-300/01, Doris Salzmann, σκέψη 32, ΔΕΕ απόφαση της 22.12.2010, C-245/09, Omalet NV, σκέψεις 12-14, κ.ά.).
6. Επειδή, εξ άλλου, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Οι δύο τελευταίες διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν περιπτώσεις επεμβάσεως στο δικαίωμα της αδιατάρακτης χρήσεως και καρπώσεως της περιουσίας, πρέπει να ερμηνεύονται εν όψει του γενικού κανόνα ο οποίος διατυπώνεται στην πρώτη διάταξη. Επομένως, σε κάθε περίπτωση επεμβάσεως στην περιουσία ενός προσώπου, πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου αφ’ ενός, και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου αφ’ ετέρου. Εξ άλλου, η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25, Adrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 83)”[ΣτΕ 668/2012]. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της αναλογικότητας, συνάγεται ότι ο άμεσος ή έμμεσος νομοθετικός περιορισμός των ενοχικών δικαιωμάτων είναι επιτρεπτός εφόσον α) συντρέχουν σοβαροί και συνταγματικώς θεμιτοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος, β) ο περιορισμός είναι πρόσφορος και γ) αναγκαίος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου δημοσίου συμφέροντος σκοπού, και δ) δεν τελεί σε προφανή σχέση δυσαναλογίας με αυτόν [αρχή της εν στενή εννοία αναλογικότητας] (βλ. ΣτΕ 1116/2014 Ολ., 2115/2014 Ολ.,2561/2015 Ολ., πρβλ. ΑΠ 5/2013). Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης – στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κανονιστικός νομοθέτης- διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (πρβλ ΣτΕ 922/2020, 3031/2008 Ολομ., 1210/2010 Ολομ., 3013/2014 Ολομ., 2248/2018 κ.ά.).
7. Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Η προσφεύγουσα – ενάγουσα είναι ανώνυμη εμπορική εταιρεία γενικών ασφαλίσεων, οι εργαζόμενοι της οποίας υπήγοντο μέχρι τις 31.7.2008 στην ασφάλιση του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας «….», (….), εντάχθηκαν από 1.8.2008 στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και ήδη από 1.1.2017 υπάγονται για παροχές σύνταξης στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ). Με την από 30.12.2016 αίτηση που υπέβαλε στο καθ’ ου εναγόμενο η προσφεύγουσα – ενάγουσα ζήτησε την επιστροφή συνολικού ποσού 8.134.942,67 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί σε πρόσθετες επιβαρύνσεις εισφορών, πέραν εκείνων που υπολογίζονται επί της μισθοδοσίας του προσωπικού της, που καταβάλει κατά τις κοινές διατάξεις, ετών 2010, 2011, 2012, 2014 και 2015 τις οποίες αχρεωστήτως, κατά τους ισχυρισμούς της κατέβαλε, σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 2 εδάφιο β του καταστατικού του (πρώην) ΤΑΠΑΕ –Ε, στο οποίο ορίζεται ότι το ύψος των εισφορών που καταβάλει η εργοδότρια εταιρεία δεν μπορεί να υπολείπεται του 2% των καθαρών ασφαλίστρων που πραγματοποίησε κατά το έτος το οποίο τούτες αφορούν. Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρά, μετά την άπρακτη τριμήνου από της υποβολής της. Ήδη, η προσφεύγουσα – ενάγουσα με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το εμπροθέσμως υποβληθέν υπόμνημα της, ζητά την ακύρωση της ως άνω σιωπηρής απόρριψης καθώς και την αναγνώριση της υποχρέωσης του καθ’ ου εναγόμενου να της επιστρέψει το συνολικό ποσό των 8.134.942,67 ευρώ (3.546.845,33 ευρώ για το έτος 2010, + 2.581.030,58 ευρώ για το έτος 2011 + 729.608,33 ευρώ για το έτος 2012 + 208.571,64 ευρώ για το έτος 2014 + 1.068.886,70 ευρώ για το έτος 2015), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής της στο καθ’ ου εναγόμενο. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ενάγουσα υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του ΤΑΠΑΕ- Ε, το οποίο εξακολουθεί και εφαρμόζεται παρά την ένταξη του ταμείου στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και ήδη στο καθ’ ου εναγόμενο, συνιστά κοινωνικό πόρο και συνακόλουθα φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι υπολογίζεται επί των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττει η εταιρεία κατά το έτος στο οποίο αναφέρεται και όχι με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων, καταβάλλεται χωρίς να προκύπτει ειδικό αντάλλαγμα και αποσκοπεί στην ενίσχυση του ασφαλιστικού κεφαλαίου συγκεκριμένου φορέα ασφάλισης (ΤΑΠΑΕ- Ε και ήδη ΕΦΚΑ). Ο ως άνω ισχυρισμός της προσφεύγουσας – ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι με τη συγκεκριμένη διάταξη δεν θεσπίζεται ένας κοινωνικός πόρος, ο οποίος καταβάλλεται επ’ ευκαιρία μιας συναλλαγής της εταιρείας με τρίτους, αλλά πρόσθετη εργοδοτική εισφορά, πέραν της υπολογιζόμενης επί της μισθοδοσίας του προσωπικού της, η οποία συνδέεται με την επίτευξη των οικονομικών της αποτελεσμάτων (ετήσια πραγματοποιούμενα καθαρά ασφάλιστρα) καθορίζοντας συνολικά ένα ελάχιστο ποσό εργοδοτικών εισφορών που καλείται να καταβάλει η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία για την ασφάλιση του προσωπικού της. Η επιβολή δε των εν λόγω επιβαρύνσεων σε ποσοστό ανάλογο των ετησίως πραγματοποιούμενων καθαρών ασφαλίστρων, προφανώς και κατά την κοινή πείρα συνδέεται άρρηκτα με την αποτελέσματα της εργασίας του προσωπικού της και κατατείνει στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ταμείου. Ενδεικτικό των ανωτέρω είναι το γεγονός ότι, όπως και η ίδια η προσφεύγουσα – ενάγουσα συνομολογεί, κατά το έτος 2013 η ως άνω διάταξη δεν ενεργοποιήθηκε λόγω του γεγονότος ότι το ύψος των εισφορών του προσωπικού της εταιρείας υπερέβαινε το ποσό ασφαλίστρων που εισέπραξε τούτη κατά το αντίστοιχο έτος.
8. Επειδή, περαιτέρω η προσφεύγουσα – ενάγουσα υποστηρίζει ότι η ρύθμιση που διαλαμβάνεται στην διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του ΤΑΠΑΕ – Ε εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού η έκδοση της δεν προβλέπεται σε προγενέστερη νομοθετική εξουσιοδότηση. Ο ως άνω ισχυρισμός της προσφεύγουσας – ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη νομική προϋπόθεση αφού η ως άνω διάταξη η οποία προστέθηκε με την 35011/Σ. 931-18 Ιουλ. 1952 απόφαση του Υπ. Εργασίας, εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 παρ. 1 του α.ν. της 11.11.1935, όπως ερμηνεύτηκε αυθεντικά με το άρθρο 1 παρ. 2 του α.ν. 694/1937, ενώ είναι σύμφωνη και με το από 8.12.1923 Β.Δ (ΦΕΚ Α’ 323) με το οποίο κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις περί της σύστασης και λειτουργίας των φορέων ασφάλισης εργατών και υπαλλήλων.
9 Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα ενάγουσα υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του ΤΑΠΑΕ –Ε, η οποία όπως άλλωστε και το σύνολο των λοιπών διατάξεων εξακολούθησε να ισχύει παρά την ένταξη του ταμείου στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, παραβιάζει την αρχή της ισότητας αφού θέτει την εταιρεία σε δυσμενέστερη θέση έναντι των λοιπών εταιρειών γενικών ασφαλίσεων, ενώ σε κάθε περίπτωση νοθεύει τον ανταγωνισμό, όπως τούτος ορίζεται και απαγορεύεται από τις κοινοτικές διατάξεις (άρθρο 101 και 106 και 4 της ΣΛΕΕ) διότι εισάγει μια υπέρμετρη επιβάρυνση στα οικονομικά της εταιρείας αφού αυξάνει το λειτουργικό κόστος της υπολογίζοντας τις εργοδοτικές εισφορές όχι σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις λοιπές εταιρείες ασφαλιστικά δεδομένα του προσωπικού της αλλά με βάση το κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε κατά το έτος στον οποίο αυτές ανάγονται. Οι ως άνω ισχυρισμοί της προσφεύγουσας – ενάγουσας πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως αναπόδεικτοι αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ο τρόπος που υπολογίζονται οι εργοδοτικές εισφορές που καταβάλουν οι λοιπές εταιρείες γενικών ασφαλειών, με τις οποίες, όπως ισχυρίζεται, τελεί, ενόψει του αντικειμένου εργασιών της, υπό παρόμοιες συνθήκες.
10. Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα – ενάγουσα υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του Ταμείου παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις που κατοχυρώνουν την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος) στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η προστασία της περιουσίας, ενώ είναι αντίθετη τόσο με την αρχή της αναλογικότητας όσο και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι με την ως άνω διάταξη εισάγεται, ενόψει του ύψους της οικονομικής επιβάρυνσης, ένας υπέρμετρος περιορισμός στην οικονομική ελευθερία και διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων δημοσίων συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα στην περιουσία), ο οποίος δεν δύναται να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Οι ισχυρισμοί αυτοί της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι ο καθορισμός ενός ελάχιστου ποσού εργοδοτικών εισφορών, ανάλογου συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της εταιρείας, αποτελεί κριτήριο άμεσα συνδεδεμένο με την επιχειρηματική της δραστηριότητα και την συνεισφορά του προσωπικού σε αυτή καθώς και το ποσοστό (2%), επί των οποίου τούτες υπολογίζονται δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας της, ούτε ότι διαταράσσει την δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού ο οποίος συνίσταται στην ασφάλιση του προσωπικού της προσφεύγουσας – ενάγουσας και την βιωσιμότητα του ταμείου τους, και της αδιατάρακτης απόλαυσης της περιουσίας της, δοθέντος ότι η ενεργοποίηση της ως άνω διάταξης εξαρτάται κάθε φορά τόσο από τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της εταιρείας όσο και από τις αποδοχές των εργαζομένων του, οι οποίες και αποτελούν την καταρχήν βάση υπολογισμού των εργοδοτικών εισφορών.
11. Επειδή, περαιτέρω η προσφεύγουσα – ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο καθορισμός ελάχιστου ποσού εργοδοτικών εισφορών, με κριτήρια τα οποία ουδόλως συνδέονται με τις αποδοχές του προσωπικού της αποτελεί παραβίαση του άρθρου 49 της ΣΛΕΕ (δικαίωμα εγκατάστασης) διότι συνιστά έναν υπέρμετρο, δραστικό, περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας της εταιρείας αφού επιβάλλοντας την ένδικη εισφορά καθίσταται λιγότερο αποδοτική η διενέργεια ασφαλιστικών συμβολαίων. Ο ως άνω ισχυρισμός της προσφεύγουσας – ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, διότι το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, στο οποίο εντάσσονται και οι κοινοτικές ελευθερίες, έλκεται σε εφαρμογή μόνο όταν συντρέχει το κριτήριο της κοινοτικότητας όταν δηλαδή η διαφορά αφορά την κοινοτική έννομη τάξη και όχι σε υποθέσεις που όλα τα στοιχεία της περιορίζονται αποκλειστικά στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού αντικείμενο της διαφοράς είναι ο καθορισμός ελάχιστων εισφορών που καλείται να καταβάλει μια ημεδαπή εταιρεία σε ημεδαπό φορέα για την ασφάλιση του προσωπικού της.
12. Επειδή, τέλος η προσφεύγουσα – ενάγουσα υποστηρίζει ότι παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3655/2008 οι εργοδοτικές εισφορές που καλείται κάθε φορά να καταβάλει μειώνονται, ποσοστιαία από 1.1.2013, υποχρεώθηκε να καταβάλει, ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 23 του καταστατικού, εργοδοτικές εισφορές οι οποίες τελικώς υπολογίστηκαν χωρίς την εφαρμογή της ως άνω μείωσης. Ο ισχυρισμός αυτός της προσφεύγουσας – ενάγουσας θα πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης αφού, όπως έγινε δεκτό σε προηγούμενη σκέψη, με την ως άνω ρύθμιση δεν εισάγεται μέθοδος υπολογισμού του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών αλλά καθορίζεται ένα ελάχιστο ποσό εργοδοτικών εισφορών και ενεργοποιείται μόνο όταν οι εργοδοτικές εισφορές, όπως αυτές κάθε φορά υπολογίζονται από τις οικείες ασφαλιστικές διατάξεις, υπολείπονται του 2% των καθαρών ασφαλίστρων της εταιρείας. Ως εκ τούτου η εφαρμογή της ως άνω διάταξης δεν εξαρτάται από την τυχόν διαφοροποίηση του τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων εργοδοτικών εισφορών αλλά από το ύψος που τούτες διαμορφώνονται με βάση τις αποδοχές του προσωπικού και τις ισχύουσες διατάξεις. Προς ενίσχυση δε των ανωτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά ως προς το έτος 2013, για το οποίο οι εργοδοτικές εισφορές υπολογίστηκαν για πρώτη φορά σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3655/2008, η ως άνω διάταξη του καταστατικού δεν εφαρμόστηκε, αφού οι εισφορές αν και υπολογιζόμενες με χαμηλότερο, σε σχέση με το παρελθόν, συντελεστή, υπερέβαιναν το 2% των καθαρών ασφαλίστρων που εισέπραξε η εταιρεία κατά το αντίστοιχο έτος.
12. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς εξέταση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κρινόμενη προσφυγή- αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 277 παρ. 9 του Κ.Διοικ.Δικ, να απαλλαχθεί όμως, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων, η προσφεύγουσα ενάγουσα των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου εναγόμενου.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή – αγωγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Απαλλάσσει την προσφεύγουσα – ενάγουσα των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου εναγόμενου.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 19.10.2020 και 2.11.2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 23-11-2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΗ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ