Απόταξη αστυνομικού υπαλλήλου. Παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης για τις αποδοχές που απωλέσθηκαν. Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής δεν εξαρτάται από το πότε κατέστη αμετάκλητη η ποινική απόφαση επί του αδικήματος για το οποίο αποτάχθηκε ο ενάγων, ενόψει και της αυτοτέλειας της πειθαρχικής διαδικασίας έναντι της ποινικής.
14/12/2020
ΔΠΑ 599/2020, 25ο Τμήμα
Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων, πρώην αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει ως αποζημίωση το ισόποσο των αποδοχών που απώλεσε λόγω της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς του, απόταξής του από το σώμα της ΕΛ.ΑΣ.. Ζήτησε επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω αιτία.
Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι η απόταξή του ήταν παράνομη, καθότι με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου κρίθηκε ότι τα ποινικά αδικήματα στα οποία υπέπεσε ήταν διαφορετικά και μειωμένης κατά πολύ απαξίας σε σύγκριση με αυτά για τα οποία αποτάχθηκε.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος, για τις αποδοχές που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 16.3.2005 έως 31.12.2010, έχουν παραγραφεί, καθότι από το χρόνο γένεσης τους (αρχή κάθε δεκαπενθήμερου) μέχρι το χρόνο επίδοσης της ένδικης αγωγής (11.2.2016) παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, απορριπτομένων ως αβάσιμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος (πρβλ. ΔΕφΑθ 3689/2013, σκ 13). Ειδικότερα, το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι ο χρόνος παραγραφής των ως άνω αξιώσεων είναι πενταετής και αρχίζει από το τέλος του έτους γέννησής τους, διότι στην διετή παραγραφή των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου υπάγονται και οι αποζημιωτικού χαρακτήρα αξιώσεις των αστυνομικών, ενώ ως σημείο έναρξης της ειδικής αυτής βραχύχρονης παραγραφής ορίζεται η γέννησή τους, και όχι το τέλος του έτους εντός του οποίου αυτή επήλθε.
Περαιτέρω, ενόψει και της αυτοτέλειας της πειθαρχικής δίκης έναντι της ποινικής (πρβλ. ΣτΕ 4662/2012, σκ. 20), ο ειδικότερος ισχυρισμός του ενάγοντος, περί του ότι οι ως άνω απαιτήσεις του κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες μόνο αφότου η προαναφερθείσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου κατέστη αμετάκλητη, απορρίφθηκε ως αβάσιμος, καθότι κρίθηκε ότι η εκκρεμής σε βάρος του ποινική διαδικασία δεν αποτελούσε κώλυμα για την έγερση σχετικής αγωγής (πρβλ. Δ.Εφ.Πει. 685/2017). Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας, ουδόλως προκύπτει κάποιος άλλος από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 92 και 93 του ν. 2362/1995 λόγους για την αναστολή ή διακοπή της ως άνω παραγραφής. Επιπροσθέτως, κρίθηκε ότι εφόσον ο ενάγων στηρίζει την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στη σχέση δημοσίου δικαίου που είχε με το Δημόσιο, ως αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, η αξίωση του αυτή υπόκειται, ομοίως, σε διετή παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 (βλ. ΔΕφΑθ 4898/2014, σκ. 5, 330/2014, σκ. 5, πρβλ. ΣτΕ 258/2016, σκ. 4, 2197/2014, σκ. 5, 1636/2014, σκ. 4). Δεδομένου δε ότι η απαίτησή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης πηγάζει από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός, στο οποίο αυτός στήριξε, ως αντικείμενο της αυτής δίκης, και την αξίωσή του για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, κρίθηκε ως ομοίως παραγεγραμμένη και η θεμελιούμενη στην ηθική βλάβη αξίωσή του (βλ. ΣτΕ 1065/2017, σκ.8). Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.