Μετά περίπου επτά χρόνια ατελέσφορων έως τώρα διαπραγματεύσεων, η Ε.Ε. και η Κίνα ανακοίνωσαν χθες ότι κατέληξαν σε συμφωνία για τις μεταξύ τους επενδύσεις και την πρόσβαση των εταιρειών των δύο πλευρών στις εκατέρωθεν αγορές. Μια συμφωνία που όχι μόνον εγκυμονεί τριβές ανάμεσα στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον αλλά αμφισβητείται ως προς την ορθότητά της και εντός Ε.Ε.
Ωρες προτού ανακοινωθεί από την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζιπίνγκ, ο προεδρεύων της επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις σχέσεις με την Κίνα, Ράινχαρντ Μπιούτικοφερ, χαρακτήρισε τη συμφωνία «στρατηγικό σφάλμα». Με μήνυμά του στο Τwitter, ο κ. Μπιούτικοφερ χαρακτήριζε μάλιστα «γελοίο» εκ μέρους της Ε.Ε. να παρουσιάζει ως επιτυχία της δεσμεύσεις που ανέλαβε το Πεκίνο στο πλαίσιο της συμφωνίας ότι πρόκειται να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κι αυτό γιατί η Ε.Ε. έχει υποστεί πιέσεις από οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατηγορούν το Πεκίνο ότι χρησιμοποιεί τη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων σε ένα είδος καταναγκαστικών έργων.
Για καιρό, άλλωστε, κοινοτικοί αξιωματούχοι ανέφεραν πως το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούσε σκόπελο στις σχετικές διαπραγματεύσεις. Οι Βρυξέλλες έχουν ασκήσει πιέσεις στην Κίνα για να δεσμευθεί ότι θα εργαστεί ώστε σταδιακά να είναι σύντομα έτοιμη και να υπογράψει τις συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Ανάμεσά τους και η σύμβαση που απαγορεύει τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας.
Πολιτικοί παρατηρητές εκφράζουν την εκτίμηση πως το Πεκίνο έκανε τακτικούς ελιγμούς για να διασφαλίσει τη συμφωνία με την Ε.Ε. πριν από τις 20 Ιανουαρίου, οπότε αναλαμβάνει καθήκοντα η κυβέρνηση Μπάιντεν. Κι ενώ οι επικριτές της συμφωνίας υποστηρίζουν πως οι υποχωρήσεις του Πεκίνου είναι ανεπαρκείς, ο Επίτροπος Εμπορίου, Βάλντις Ντομπρόβσκις, τις χαρακτηρίζει πολύ σημαντικές από όποιες άλλες έχει κάνει η Κίνα στο πλαίσιο εμπορικών συμφωνιών της με άλλους εταίρους της.
Για την Ε.Ε. υπάρχει, πάντως, επιτυχία στη συμφωνία, καθώς διασφαλίζει καλύτερη πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά καταργώντας καίρια εμπόδια που ίσχυαν ώς τώρα: την υποχρέωση να δημιουργούν κοινοπραξίες με εγχώριες επιχειρήσεις και τους αυστηρούς περιορισμούς στο μερίδιο μετοχών κινεζικών επιχειρήσεων που μπορούν να αγοράσουν. Σύμφωνα με τον Επίτροπο Εμπορίου, οι βιομηχανίες της Ε.Ε. για τις οποίες διασφαλίζεται καλύτερη πρόσβαση στην κινεζική αγορά είναι οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι ιδιωτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών υγείας, οι υπηρεσίες «νέφους» στο Ιντερνετ και οι βοηθητικές υπηρεσίες στις αερομεταφορές.
Σε ό,τι αφορά τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η συμφωνία διασφαλίζει στις εταιρείες της Ε.Ε. όσα προσφέρει στις αμερικανικές εταιρείες η προκαταρκτική συμφωνία που συνήψε το Πεκίνο με την Ουάσιγκτον τον Ιανουάριο του 2020. Αλλες προβλέψεις της επιχειρούν, άλλωστε, να διασφαλίσουν διαφάνεια στις κρατικές επιδοτήσεις, που έχουν επίσης αποτελέσει ακανθώδες θέμα ανάμεσα στην Κίνα και όποιες άλλες χώρες έχουν ενδιαφερθεί για την αγορά της. Ορίζουν τέλος σαφείς κανόνες κατά της εξαναγκαστικής μεταφοράς τεχνογνωσίας από τις ευρωπαϊκές εταιρείες στις κινεζικές.
Μιλώντας στους Financial Times για το θέμα, κοινοτικοί αξιωματούχοι ανέφεραν πως η ευρωπαϊκή πλευρά διασφάλισε ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν θα τύχουν μεροληπτικής μεταχείρισης και δεν θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τις κρατικές εταιρείες της Κίνας. Εν ολίγοις, το Πεκίνο δέχθηκε συμβιβαστικές λύσεις στα θέματα που απασχολούσαν επί χρόνια την Ε.Ε. στις οικονομικές και εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα.
Σε ό,τι αφορά την επιτυχία της Κίνας συνίσταται στο ότι «κλειδώνει» οριστικά την πρόσβαση που έχει ήδη στις ευρωπαϊκές αγορές και τη διευρύνει σε ορισμένους τομείς της μεταποίησης και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οπως υπογραμμίζουν, πάντως, πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές, το βήμα προσέγγισης της Ε.Ε. στην Κίνα θα προκαλέσει τριβές ανάμεσα στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.
Η Ουάσιγκτον έχει καλέσει σε συστράτευση και σύμπηξη πολυμερούς συμμαχίας με σκοπό να ασκήσει πιέσεις στο Πεκίνο τόσο για ζητήματα εμπορίου όσο και στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την περασμένη εβδομάδα, μάλιστα, ο Τζέικ Σάλιβαν, που θα αναλάβει καθήκοντα συμβούλου εθνικής ασφαλείας της κυβέρνησης Μπάιντεν, έγραψε σε μήνυμά του στο twitter ότι η αμερικανική κυβέρνηση «θα χαρεί να διαβουλευθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους γύρω από τις κοινές ανησυχίες μας για τις οικονομικές πρακτικές της Κίνας».
Οπως, άλλωστε, σχολίασε ο Τόμας Ράιτ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Brookings, η απόφαση της Ε.Ε. να προχωρήσει στη συμφωνία για τις επενδύσεις με το Πεκίνο θα είναι «αναμφισβήτητα επιζήμια και θα νομιμοποιήσει πολλούς να θέσουν θέμα μήπως είναι καιρός να εξετάσει η κυβέρνηση Μπάιντεν τις σχέσεις της υπερδύναμης με την Ευρώπη».