ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ Ν. 4745/2020 (ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ) ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΔΙΕΞΟΔΟΥ
Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης
Νικήτας Βελίας, Ειρηνοδίκης
Μάνος Φωτάκης, Ειρηνοδίκης
Μέλη Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Α) Κατά την πρώτη συνεδρίαση του νέου Δ.Σ. της Ένωσής μας, στις 19-9-2020, με απόφαση του Προεδρείου, συστάθηκε, για πρώτη φορά στα χρονικά της Ένωσης, «Επιτροπή Ειρηνοδικών». Το άρθρο 21 του Καταστατικού της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων προβλέπει τη συγκρότηση «ειδικών» επιτροπών, στις οποίες το Διοικητικό Συμβούλιο αναθέτει τη μελέτη επιστημονικών ή άλλων θεμάτων που ενδιαφέρουν την Ένωση. Με βάση δε το άρθρο αυτό, εδώ και πολλά έτη, έχουν συσταθεί και λειτουργούν ειδικές επιτροπές για ζητήματα που ενδιαφέρουν το σύνολο των συναδέλφων (π.χ. επιτροπή διεθνών σχέσεων της ΕνΝΕ, επιτροπή επιστημονικών και λοιπών εκδηλώσεων) ή μεγάλο αριθμό αυτών (π.χ. επιτροπή μέριμνας για οικόπεδα στις Ροβιές). Ο σκοπός του ανωτέρω άρθρου του Καταστατικού είναι σαφής και συγκεκριμένος. Σε καμία δε περίπτωση στη ρύθμιση του άνω άρθρου δεν εμπίπτει η σύσταση ειδικής επιτροπής, κατ’ ουσίαν ειδικού οργάνου, που να ασχολείται με τα ζητήματα ενός κλάδου ή ενός βαθμού των Δικαστικών Λειτουργών της Τακτικής Δικαιοσύνης π.χ. Ειρηνοδικών, Εφετών κλπ., διότι για τα ζητήματα αυτά αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσής μας. Συνεπώς, η απόφαση του Προεδρείου της Ένωσης περί συγκρότησης «Επιτροπής Ειρηνοδικών», γενικώς και αορίστως, είναι αντικαταστατική και, ως τέτοια, πάσχει. Εξάλλου, η επιτροπή αυτή με τις εισηγήσεις της θα καθορίζει το μέλλον των συναδέλφων Ειρηνοδικών, δίχως τα μέλη της, πλην της κ. Κώστα, να αντλούν τη νομιμοποίησή τους από το Δικαστικό Σώμα, καθότι δεν τυγχάνουν εκλεγμένα μέλη του Δ.Σ.. Η εκχώρηση δε από το Προεδρείο της εκπροσώπησης του 1/3 του Δικαστικού Σώματος σε μια επιτροπή, και μάλιστα συγκροτούμενη από με μη εκλεγμένα μέλη, συνιστά ευθεία υποβάθμιση του θεσμικού ρόλου των Ειρηνοδικών. Αν δικαιολογητικός λόγος είναι η συμβολή στην επίλυση των πολλών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοι Ειρηνοδίκες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τότε θα έπρεπε να συσταθούν και επιτροπές Πρωτοδικών, Εφετών, Εισαγγελέων κλπ., καθότι όλοι οι λειτουργοί αντιμετωπίζουν πλήθος προβλημάτων που επιζητούν επίλυση. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ήταν πάντοτε ανοικτή σε όλα τα μέλη της. Ζητήματα Ειρηνοδικών, όπως και άλλων Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών ετίθεντο απευθείας στα εκλεγμένα μέλη του Δ.Σ., δίχως μεσολαβητές. Εξάλλου, το ίδιο το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. ε του Καταστατικού ορίζει ότι «τα τακτικά μέλη (σ.σ. της Ενώσεως) έχουν το δικαίωμα να προτείνουν οτιδήποτε συντελεί στην εκπλήρωση των σκοπών της Ενώσεως με έγγραφη ή προφορική πρότασή τους προς το Δ.Σ., που είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στην πρόταση». Συνεπώς, το ίδιο το Καταστατικό μας θεσπίζει την ανόθευτη και απευθείας επικοινωνία των μελών της Ένωσης με τα μέλη του Δ.Σ., χωρίς τρίτους – μεσολαβητές.
Β) Οι επιφυλάξεις μας, ως προς τη σύσταση, τις αρμοδιότητες και τη μη οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της εν λόγω επιτροπής, επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά με τη δημοσιοποίηση της από 26-11-2020 εισήγησης της επιτροπής αυτής περί της αντιμετώπισης του μεγάλου ζητήματος που απασχολεί τους Ειρηνοδίκες του επαναπροσδιορισμού των εκκρεμών υποθέσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και του νέου Πτωχευτικού Κώδικα.
Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε ότι:
– τα μέλη της επιτροπής αυτής δεν προέρχονται από Ειρηνοδικεία με εκκρεμείς αιτήσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να μην έχουν γνώση για τη ροή εκδίκασης των υποθέσεων αυτών στα 30 Ειρηνοδικεία της Χώρας μας, όπου παρατηρείται εκκρεμότητα
– ένα μέλος δε αυτής συμμετείχε και στην Ομάδα Εργασίας που υπέβαλε προτάσεις για την επίσπευση των εκκρεμών αιτήσεων του ν. 3869/2010, τα πορίσματα της οποίας προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, διότι επιχειρήθηκε και τελικά επετεύχθη μια πρωτοφανής εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης. Οι αντιδράσεις δε των Ειρηνοδικών έφθασαν σε σημείο ανάληψης πρωτοβουλίας για σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης της ΕνΔΕ, δεδομένου ότι εν λόγω Ομάδα Εργασίας αποδέχτηκε και το ενδεχόμενο αποσπάσεων Ειρηνοδικών και Πταισματοδικών, προκειμένου να εκδικαστούν άμεσα, εντός του 2021, περί τις 80.000 εκκρεμείς αιτήσεις του ν. 3869/2010, γεγονός που επιβεβαιώθηκε κατά την εθιμοτυπική συνάντηση του Δ.Σ της ΕνΔΕ την 1.10.2020 με τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Επί της εισήγησης αυτής που θα «ληφθεί υπόψη από το Δ.Σ. της Ένωσής μας», οι υπογράφοντες την παρούσα θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:
α) Σε αντίθεση με την αρνητική κριτική που έχει δεχθεί από τον νομικό – και όχι μόνον – κόσμο τόσο ο νόμος για την επίσπευση των εκκρεμών αιτήσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών όσο και ο νέος πτωχευτικός κώδικας, η εν λόγω επιτροπή ειρηνοδικών στο πόρισμά της καταλήγει: α) στην ανάγκη μιας μικρής παράτασης στις προθεσμίες που ορίζει ο Ν. 4745/2020 και β) στα μικρά/μονοεδρικά Ειρηνοδικεία να μην είναι επιφορτισμένος και με τα καθήκοντα του Εισηγητή Πτωχεύσεων ο εκεί υπηρετών Ειρηνοδίκης, καθώς στα συμπεράσματα της εισήγησης αναφέρει επί λέξει: «Με βάση τα ανωτέρω κρίνεται επιβεβλημένη η αποδέσμευση των Ειρηνοδικείων με μικρό αριθμό υπηρετούντων Ειρηνοδικών από τον ορισμό τους ως Εισηγητών της πτώχευσης, κατόπιν ενεργοποίησης του αρ. 208 του ν. 4738/2020 που ορίζει «Με προεδρικό διάταγμα, έπειτα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να ορίζεται ότι στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου τα Ειρηνοδικεία ορισμένων μόνο περιφερειών έχουν πτωχευτική αρμοδιότητα και να ρυθμίζονται ειδικότερα οι λοιπές περιφέρειες για τις οποίες τα δικαστήρια αυτά έχουν κατά τόπο αρμοδιότητα, θέματα οργάνωσης και στελέχωσής τους και κάθε άλλο ειδικό θέμα και σχετική λεπτομέρεια.», έτσι ώστε να ορίζονται Εισηγητές της Πτώχευσης οι Ειρηνοδίκες που υπηρετούν στα κεντρικά Ειρηνοδικεία των νομών».
β) Τα παραδείγματα, που εμπεριέχονται στην εν λόγω εισήγηση για την εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 από τα Ειρηνοδικεία στα οποία εκκρεμούν είναι εντελώς αυθαίρετα, καθότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη στατιστικά στοιχεία από τα εν λόγω Ειρηνοδικεία. Ωστόσο, η μεγάλη αυθαιρεσία παρατηρείται στη διαπίστωση της επιτροπής ότι «το 30% των υποθέσεων δεν θα επαναπροσδιοριστεί, με τις πλέον δυσοίωνες προβλέψεις», καθότι δεν αναφέρει τα στοιχεία στα οποία βασίζει το συμπέρασμά της αυτό. Συνεπώς, η αναφορά αυτή αποτελεί ευχολόγιο, καθώς δεν αποδεικνύεται από κανένα στατιστικό στοιχείο. Σε κάθε περίπτωση μία τέτοια αναφορά σε μία εισήγηση Δικαστών αντίκειται στις αρχές του Κράτους Δικαίου, δεδομένου ότι προσεγγίζει το εν λόγω ζήτημα μόνο από την πλευρά της μείωσης του φόρτου εργασίας των Ειρηνοδικών, δίχως να λαμβάνει υπόψη και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των οφειλετών και μάλιστα τη στιγμή που δεν υφίσταται πλέον άλλη διαδικασία διάσωσης της κύριας κατοικίας του οφειλέτη καθώς και τους λόγους, που θα οδηγήσουν αυτούς στον μη επαναπροσδιορισμό των αιτήσεων τους και αν αυτοί συνέχονται με οικονομική αδυναμία, με ανέχεια λόγω της πανδημίας ή με έλλειψη δυνατότητας να συγκεντρώσουν τα πολλά σε αριθμό έγγραφα που απαιτεί ο ν. 4745/2020.
γ) Η εν λόγω επιτροπή επιμελώς αποφεύγει να παραθέσει ήδη δημοσιευμένα στοιχεία αναφορικά με τις υποθέσεις που δικάζονται σε ετήσια βάση και χρεώνονται ανά Ειρηνοδίκη στα 30 Ειρηνοδικεία, που παρατηρείται η εκκρεμότητα των εν λόγω υποθέσεων ενώ προκαλεί εντύπωση ότι η επιτροπή αυτή ουδόλως αναφέρει ως προϋπόθεση για την τήρηση των προθεσμιών που ορίζονται στον ανωτέρω νόμο, όχι μόνο την κάλυψη του συνόλου των κενών οργανικών κενών, αλλά, ταυτοχρόνως, την περαιτέρω αύξηση των οργανικών θέσεων στα Ειρηνοδικεία που έχουν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό κατατεθειμένων αιτήσεων σε σχέση με τις υπάρχουσες οργανικές θέσεις. Μήπως άραγε και αυτή η Επιτροπή, θέτοντας ως ανώτατο όριο χρέωσης υποθέσεων του ν. 3869/2010 και ν. 4745/2020 για κάθε Δικαστή τον αριθμό 180, πλην των άλλων υποθέσεων και καθηκόντων του, υιοθετεί εμμέσως πλην σαφώς το ενδεχόμενο αποσπάσεων, που αποδέχθηκε και η ανωτέρω Ομάδα Εργασίας περί επίσπευσης των υποθέσεων του ν. 3869/2010; Από τα στοιχεία αυτά, που επιμελώς αποφεύγει να παραθέσει η επιτροπή, εύκολα άγεται κανείς στο συμπέρασμα ότι η αιτία καθυστέρησης εκδίκασης των εκκρεμών αιτήσεων οφείλεται στο γεγονός ότι στα Ειρηνοδικεία αυτά κατατέθηκε πολύ μεγάλος αριθμός αιτήσεων σε σχέση με τον αριθμό των υπηρετούντων Ειρηνοδικών, με συνέπεια την υπερχρέωση των Ειρηνοδικών (λ.χ. στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου κάθε Ειρηνοδίκης χρεώθηκε κατ’ έτος τουλάχιστον 230 υποθέσεις).
δ) Στην εν λόγω εισήγηση, και παρά τη χρήση των αυθαίρετων παραδειγμάτων, που προαναφέρθηκαν, συνομολογείται ότι οι εκκρεμείς αιτήσεις του Ν. 3869/2010 θα συζητηθούν εν τέλει σε βάθος τριετίας (31 μήνες) και όχι εντός του έτους 2021, καθότι αυτό είναι ανέφικτο. Η παραδοχή αυτή θέτει τον εξής εύλογο προβληματισμό: Σε μία υπόθεση, ο φάκελος της οποίας «έκλεισε» στις αρχές του έτους 2021, ο Ειρηνοδίκης πώς, και στην βάση ποίων εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων, θα εκδώσει απόφαση το έτος 2024; Σε χρονικό διάστημα τριών ετών ένας οφειλέτης είναι δυνατό, ενδεικτικά: α) να απωλέσει την εργασία του, β) να εξεύρει νέα, γ) να αποκτήσει νέα προστατευόμενα μέλη, δ) να κληρονομήσει περιουσιακά στοιχεία κλπ. Όλα τα ανωτέρω επηρεάζουν ουσιωδώς την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν.3869/2010 και τους όρους αυτής, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης και με ουσιαστικούς όρους, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται και επικαιροποίηση των αναγκαίων στοιχείων.
ε) Είναι ανεξήγητο για ποίο λόγο αναφορικά με τις αιτήσεις μεταρρύθμισης και έκπτωσης να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι δεν παρουσιάζουν μεγάλο αριθμό, η δε εκκαθάρισή τους είναι αναγκαίο να γίνει πολύ πιο άμεσα, δοθέντος ότι οι εν λόγω οφειλέτες έχουν ήδη υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010.
στ ) Η ανωτέρω επιτροπή συνομολογεί ότι 30 τουλάχιστον Ειρηνοδικεία πρέπει, εν μέσω πανδημίας, να καταρτίσουν νέο Κανονισμό, διαφορετικό από τον ισχύοντα και μάλιστα υπό τον όρο του μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος της έγκρισής του από τον Άρειο Πάγο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων διαβεβαίωνε, ήδη από τον χρόνο αρχικής ανάληψης των καθηκόντων του, δηλαδή πριν από 4 χρόνια, ότι επί των ημερών του θα τροποποιούνταν άμεσα οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κάθε Δικαστήριο θα κατάρτιζε τον Κανονισμό, δίχως να απαιτείται έγκριση αυτού. Οι εξαγγελίες αυτές ουδόλως πραγματοποιήθηκαν.
ζ) Στην εισήγηση της εν λόγω επιτροπής αναφέρεται ως θέσφατο ότι: «Το καταληκτικό σημείο της 15.6.2021 πρέπει να διατηρηθεί προς αποφυγή διπλών πινακίων», δίχως να τίθεται ζήτημα μετάθεσης του καταληκτικού σημείου σε μεταγενέστερο χρόνο, με δεδομένο ότι εξ αιτίας της πανδημίας, δεν εκδικάζονται ήδη από τον μήνα Νοέμβριο του 2020: α) ούτε οι υποθέσεις που έχουν εισαχθεί στα οικεία πινάκια των Δικαστηρίων β) ούτε αυτές που επαναπροσδιορίστηκαν οίκοθεν λόγω απόσυρσής τους εξ αιτίας του πρώτου κύματος πανδημίας.
η) Η εν λόγω επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη: α) ότι το άνοιγμα της ειδικής πλατφόρμας επαναπροσδιορισμού των αιτήσεων γίνεται εν μέσω πανδημίας, β) δεν θα είναι ευχερής η εντός 60 ημερών κατάθεση από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων των προτάσεων και των σχετικών τους «σε ηλεκτρονική μορφή», και μάλιστα σε άλλο, δεύτερο, ψηφιακό περιβάλλον, κυρίως λόγω του πλήθους των απαιτούμενων σχετικών κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρ. 4Η παρ. 2 Ν.4745/2020. Η αναφορά δε ότι «κρίνεται σκόπιμη η διερεύνηση της δυνατότητας παράτασης των προθεσμιών με επιμήκυνσή τους, προκειμένου να μπορέσουν τα Ειρηνοδικεία να ανταπεξέλθουν, οργανωτικά, στη νέα διαδικασία είναι γενική και παντελώς αόριστη.
θ) Η εν λόγω επιτροπή δεν επισημαίνει τη δυνατότητα διαμεσολάβησης, παρά το γεγονός ότι η φύση των υποθέσεων εναρμονίζεται απόλυτα με το σκοπό του του σχετικού νόμου. Η πρόβλεψη δε του άρθρου 4ΙΕ του Ν. 4745/2020 ότι «η πρόσκληση για διαμεσολάβηση δεν αναστέλλει τη διαδικασία ή τις προθεσμίες του παρόντος» είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα οδηγήσει σε καμία εξωδικαστική επίλυση, ενόψει και των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων που τίθενται.
Ενόψει των παραπάνω, οι υπογράφοντες μέλη του Δ.Σ. της ΕνΔΕ προτείνουμε:
Α) Την τροποποίηση του άρθρου 4Α Ν. 4745/2020 και την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου των αιτήσεων ρύθμισης οφειλών, που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό και η συζήτηση έχει προσδιοριστεί μετά τις 31-12-2021 και όχι μετά τις 15-06-2021, που προβλέπει το άνω άρθρο. Και τούτο διότι:
α) Σε πολλά περιφερειακά Ειρηνοδικεία δεν έχουν προσδιοριστεί αιτήσεις του Ν. 3869/2010 μετά την 31-12-2021 ενώ και όσες αιτήσεις αποσύρονται λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίες, οι γραμματείες των Δικαστηρίων θα έχουν τη δυνατότητα να τις προσδιορίσουν έως την 31-12-2021 και συνεπώς θα απαλλαγούν από το πρόσθετο καθήκον της τήρησης και δημιουργίας δύο διαφορετικών ηλεκτρονικών αρχείων. β) Ακόμη κι αν τηρούνταν κατά γράμμα οι προθεσμίες του Ν. 4745/2020, δεν θα είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις επί των εκκρεμών αυτών αιτήσεων πριν τις 31-12-2021, εξ αιτίας των ανωτέρω λόγων. γ) Με την διατήρηση του ακροατηρίου και την προσκομιδή ενώπιον της Έδρας των πιο πρόσφατων οικονομικών δεδομένων του οφειλέτη επιτυγχάνεται η ουσιαστικότερη απονομή της Δικαιοσύνης, που σε τελική ανάλυση είναι το ζητούμενο.
Β) Για τις αιτήσεις που έχουν προσδιοριστεί μετά την 1-1-2022 προτείνεται ο επαναπροσδιορισμός τους με επιμέλεια του Δικαστηρίου, προς αποφυγή εξόδων του οφειλέτη, εντός χρονικού διαστήματος τριών ετών, κατά τον τρόπο που επαναπροσδιορίστηκαν οίκοθεν οι εκκρεμείς αιτήσεις υπό την ισχύ του Ν.4336/2015. Ο χρόνος αυτός κρίνεται σύντομος, αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος προσδιορισμού της συζήτησής τους σήμερα για μετά από 7 και πλέον έτη. Έτσι εξασφαλίζεται η ορθότητα της δικαστικής κρίσης και παράλληλα η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των Ειρηνοδικείων που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Οι οφειλέτες των οποίων οι αιτήσεις προσδιορίστηκαν μετά την 1-1-2022 θα έχουν χρονικό περιθώριο από 1-1-2021 έως 15-9-2021 να δηλώσουν με μια απλή δήλωση προς την γραμματεία του Δικαστηρίου, η οποία θα δύναται να παραλαμβάνεται και ηλεκτρονικά με σχετική βεβαίωση παραλαβής ότι επιθυμούν την εκδίκαση της αίτησής τους. Στο ίδιο ανωτέρω χρονικό πλαίσιο (1-1-2021 έως 15-9-2021) προτείνεται να τεθεί ως όρος του παραδεκτού της συζήτησης η προηγούμενη απόπειρα διαμεσολάβησης, τα αποτελέσματα της οποίας θα γνωστοποιούνται στην γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την 15-9-2021. Με τον τρόπο αυτόν, θα υπάρχει πραγματική εικόνα για τις εκκρεμείς αιτήσεις που θα πρέπει να προσδιοριστούν στο μετέπειτα χρονικό διάστημα και, αναλόγως, θα έχουν καλυφθεί και οι κενές οργανικές θέσεις των Ειρηνοδικείων.
Σε κάθε περίπτωση, προτείνεται η μετάθεση κατά 6 μήνες όλων των χρονικών διαστημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 4Δ Ν. 4745/2020 (λ.χ. «Επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση επαναπροσδιορισμού υποβάλλεται για αίτηση ρύθμισης οφειλής που κατατέθηκε: α) μέχρι και την 31-12-2014, από την 1-6-2021 ως και τις 1-7-2021 β) από την 1-1-2015 ως και τις 30-6-2015, από την 1-6-2021 ως και τις 31-7-2021 κλπ.».
Αθήνα, 3-12-2020
Μαργαρίτα Στενιώτη
Νικήτας Βελίας
Μάνος Φωτάκης