Εχοντας υποστεί συρρίκνωση της κερδοφορίας τους έπειτα από χρόνια αρνητικών επιτοκίων, οι ευρωπαϊκές τράπεζες προσπαθούν να αποσπάσουν και το ελάχιστο κέρδος από τους πελάτες τους. Ανάμεσά τους ευρωπαϊκοί τραπεζικοί κολοσσοί όπως οι ισπανικές τράπεζες Banco Santander SA και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, αλλά και η ING Groep NV.
Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, οι εν λόγω τραπεζικοί κολοσσοί καταφεύγουν σε διαφόρων ειδών χρεώσεις, που θα επιβληθούν οι περισσότερες από το νέο έτος, σε όσους καταθέτες δεν πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Και βέβαια, η τακτική τους αυτή εγκυμονεί τον κίνδυνο μαζικής φυγής των καταθέσεων, καθώς οι Ευρωπαίοι που αποταμιεύουν έχουν ήδη ένα λόγο για να είναι δυσαρεστημένοι. Τον ίδιο ακριβώς που ενοχλεί και τις τράπεζες: τα αρνητικά επιτόκια, που τους εμποδίζουν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους και σε πολλές περιπτώσεις τις μειώνουν.
Οι τράπεζες φαίνονται, ωστόσο, αποφασισμένες να μεταφέρουν στους πελάτες τους μεγαλύτερο μέρος του κόστους των αρνητικών επιτοκίων. Η Santander, για παράδειγμα, ετοιμάζεται από την αρχή του έτους να επιβάλει μηνιαία χρέωση ύψους 20 ευρώ σε όσους πελάτες έχουν τρεχούμενους λογαριασμούς που, όμως, δεν περιλαμβάνουν τον μισθό τους, ενώ δεν έχουν αγοράσει κάποιο άλλο χρηματοπιστωτικό προϊόν. Στη σχετική ενημέρωσή της προς τους καταθέτες τόνισε μάλιστα πως «οι πιστοί» πελάτες θα αποφύγουν τις προμήθειες.
Ομοίως η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria έχει αρχίσει να χρεώνει όσους πελάτες της είναι άνω των 29 ετών και δεν καταθέτουν τον μισθό τους στον λογαριασμό τους αλλά τον χρησιμοποιούν για να πληρώνουν τα τιμολόγια των εταιρειών κοινής ωφελείας. Σκοπεύει, άλλωστε, να επιβάλει χρέωση 2 ευρώ για κάθε συναλλαγή στο ταμείο, κάτι ανάλογο με αυτό που έχουν υιοθετήσει και ορισμένες ελληνικές τράπεζες, αλλά και να χρεώνει 0,4% στα εμβάσματα.ADVERTISING
Μιλώντας στο Bloomberg ο Μάικλ Σόουφ, Βρετανός που έχει επιχειρήσεις ειδών γάμου και κέτερινγκ στη Μάλαγα της Ισπανίας, δηλώνει πως έχει παρατηρήσει τη σταθερή αύξηση των χρεώσεων στις πιστωτικές κάρτες, στις χρεωστικές κάρτες αλλά και στα εμβάσματα. Ως ιδιο-κτήτης της επιχείρησης Banco Unicaja SA, είχε τη δυνατότητα να αποφύγει ένα μέρος αυτών των χρεώσεων, αλλά οι χρεώσεις που του έχουν επιβληθεί έχουν τετραπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Εχει, άλλωστε, παρατηρήσει πως οι τράπεζες ασκούν εντεινόμενες πιέσεις στους πελάτες τους προσπαθώντας να τους πείσουν να αγοράσουν άλλα προϊόντα τους, όπως, για παράδειγμα, την ασφάλιση κατοικίας.
Σε ό,τι αφορά την ING, που επί πολλά χρόνια διαφήμιζε την παροχή τρεχούμενων λογαριασμών στην Ισπανία χωρίς καμία χρέωση, έστειλε προσφάτως ηλεκτρονική επιστολή στους πελάτες της και τους ενημέρωσε ότι θα αρχίσει να επιβάλλει χρέωση 10 ευρώ τον μήνα σε καταθέσεις άνω των 30.000 ευρώ όταν ο πελάτης δεν χρησιμοποιεί την τράπεζα για την κατάθεση του μισθού του ή έχει έσοδα ύψους τουλάχιστον 700 ευρώ τον μήνα. Στη σχετική ανακοίνωση δεν έκρυψε, βέβαια, το πραγματικό αίτιο της απόφασής της αυτής, καθώς τονίζει «την ασυνήθη οικονομική συγκυρία των επιτοκίων που πιέζονται ασταμάτητα προς τα κάτω».
Εχουν προηγηθεί οι προμήθειες που έχουν επιβάλει τραπεζικοί κολοσσοί της Ευρωζώνης στους πελάτες τους. Στη διάρκεια του 2019 οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, ο κολοσσός της Deutsche Bank και η Commerzbank, μείωσαν σε 100.000 ευρώ το κατώτερο ποσό επί του οποίου επιβάλλεται χρέωση στους νέους αποταμιευτές. Στη Δανία, ειδικότερα, όπου τα επιτόκια είναι αρνητικά από το 2012, οι περισσότερες τράπεζες επιβάλλουν προμήθεια σε όσους πελάτες τους διατηρούν καταθέσεις άνω ενός συγκεκριμένου ποσού.
Οπως τονίζουν αναλυτές της αγοράς, η συγκυρία ενδέχεται να αποτελέσει μεγάλη ευκαιρία για τις ψηφιακές τράπεζες όπως οι Monzo Bank, Revolut LTD και N26 Bank GmbH, οι οποίες χάρη στο χαμηλότερο λειτουργικό κόστος τους έχουν τη δυνατότητα να προσελκύσουν πελάτες υποσχόμενες ότι δεν θα τους επιβάλουν χρεώσεις. Οπως σημειώνει ο Τζο Φίλντινγκ, επικεφαλής του τομέα τραπεζών και πληρωμών στην Bain & Co. της Νέας Υόρκης, «οποτεδήποτε οι πελάτες των τραπεζών έχουν κάποια αρνητική εμπειρία από τις παραδοσιακές τράπεζες, ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για κάποιον άλλο που έρχεται και προσφέρει κάτι καλύτερο. Και στις μέρες μας οι καλύτεροι είναι αναπόφευκτα ψηφιακοί».