Ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την ετικέτα σε φιάλες κρασιού
Με απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (ΜΠρΑθ 5694/2020) απέρριψε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σε υπόθεση που αφορούσε τη διάθεση προς πώληση φιαλών κρασιού με παραποιημένη και παραπλανητική ως προς τον παρασκευαστή οίκο του προϊόντος.
Σύμφωνα με το ιστορικό, στις φιάλες του προϊόντος είχαν επικολληθεί ετικέτες στις οποίες οποία αναγραφόταν ότι ο παρασκευαστής οίκος του συγκεκριμένου οίνου είναι ένας οίκος, αποκλειστικό διανομέας του οποίου στην Ελλάδα είναι η αιτούσα εταιρία.
Απόσπασμα απόφασης
Η εμπορική επωνυμία ανήκει στα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου, προσδιορίζει υποχρεωτικά στις συναλλαγές το φορέα της επιχείρησης (επιχειρηματία) και διαφοροποιείται τόσο από το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης ή του εμπορικού καταστήματος της (διακριτικό τίτλο) όσο και από τα διακριτικά γνωρίσματα των προϊόντων της επιχείρησης (σήμα και ιδιαίτερος σχηματισμός).
Το δικαίωμα στην εμπορική επωνυμία και στο διακριτικό τίτλο αποκτάται κατά το ουσιαστικό σύστημα με κριτήριο την αρχή της προτεραιότητας ως προς την πραγματική χρησιμοποίηση τους στις συναλλαγές, η δε προβλεπόμενη καταχώρηση αυτών έχει μόνο δηλωτικό χαρακτήρα και στηρίζει μαχητό τεκμήριο, ότι εκείνος που προηγήθηκε χρονικά είναι ο πραγματικός δικαιούχος.
Ειδικότερα, το δικαίωμα στο διακριτικό τίτλο αποκτάται με μόνη την πραγματική χρησιμοποίηση της σχετικής ένδειξης στις συναλλαγές, εάν αυτή διαθέτει διακριτική δύναμη, ενώ, αν η χρησιμοποιούμενη ένδειξη δεν διαθέτει τέτοια δύναμη, προσαπαιτείται αυτή να επικρατήσει στις συναλλαγές ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης, με κριτήριο την αντίληψη και εκτίμηση ενός μη αμελητέου μέρους του οικείου συναλλακτικού κύκλου. Για την απόκτηση δικαιώματος στον διακριτικό τίτλο, κεντρική σημασία έχει καθ’ εαυτή η διακριτική δύναμη της ένδειξης, και ιδίως η πρωτοτυπία ή η ονοματική ικανότητα αυτής, δηλαδή η ικανότητα της ένδειξης να αποτελέσει όνομα της επιχείρησης ή του καταστήματος της.
Τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης ή καταστήματος αυτής προστατεύονται με το σκοπό να αποτρέπεται η εκμετάλλευση ξένης φήμης, αλλά και να προφυλάσσεται το καταναλωτικό κοινό από τον κίνδυνο σύγχυσης. Η ύπαρξη κίνδυνου σύγχυσης από τη χρήση εμπορικής επωνυμίας δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το αντικείμενο δραστηριότητας των δύο επιχειρήσεων συμπίπτει ή είναι όμοιοι αφού αυτή αφορά τον φορέα της επιχείρησης και συνδέεται με τη φερεγγυότητα και την καλή συναλλακτική πίστη αυτού, ενώ δεν αποκλείεται η σύννομη χρήση ταυτόσημης επωνυμίας, εφόσον προστεθεί σ” αυτή διακριτικό στοιχείο, που την καθιστά ευδιάκριτη και αποτρέπει τη σύγχυση με τη χρονικά προγενέστερη. Το δικαίωμα της εμπορικής επωνυμίας και του διακριτικού τίτλου είναι απόλυτο και κάθε προσβολή αυτού είναι παράνομη, εάν δεν συντρέχει λόγος που να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της.
Η προσβολή συντελείται είτε με μόνη την αμφισβήτηση του δικαιώματος είτε με τη χρήση της επωνυμίας ή του διακριτικού τίτλου από άλλον. Ο δε παράνομος χαρακτήρας της προσβολής, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 13 του. Ν. 146/1914, έγκειται στη χρήση της επωνυμίας ή του διακριτικού τίτλου με τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, ενώ, κατά την έννοια του άρθρου 58 ΑΚ, προκύπτει μετά από στάθμιση ορισμένων κρίσιμων στοιχείων, όπως η προτεραιότητα στη χρήση, ο τομέας συναλλαγών όπου γίνεται η χρήση και ο κίνδυνος σύγχυσης που προκαλείται από τη χρήση. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 297, 298, 914, 919 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής διακριτικού τίτλου, εμπορικής επωνυμίας, ιδιαίτερου διασχηματισμού ή άλλου διακριτικού γνωρίσματος, ο φορέας αυτών έχει αξίωση για άρση της παράνομης προσβολής και για παράλειψη της στο μέλλον, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του προσβολέα, καθώς και για αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών και του άρθρου 59 ΑΚ, εφόσον συντρέχει και υπαιτιότητα του τελευταίου, εάν δηλαδή αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι από την παράνομη ανταγωνιστική χρήση από τον ίδιο συγκεκριμένης ένδειξης ως διακριτικού γνωρίσματος, μπορούσε να προκληθεί σύγχυση με το διακριτικό γνώρισμα του δικαιούχου (βλ. ΟλΑΠ 2/2008 ΕΕμπΔ 2009.898, ΑΠ 1223/2014 ΕΕμπΔ 2014.1028, ΑΠ 1529/2008 ΕλλΔνη 2011.987, ΕφΑΘ -629/2016 ΔΕΕ 2017.200, ΕφΑΘ 6289/2012 ΔEE 2013.584, ΕφΑΘ 2561/2010 ΕλλΔνη 2011.823).
Δείτε αναλυτικά την απόφαη στην ΤΝΠ Ισοκράτης.