ΑΡΙΘΜΟΣ 722/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Αφανής εταιρεία. Ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες, αλλά ανήκει στο δικαστήριο. Κοινοπραξία.
– Σύμφωνα με το άρθρο 285 του Ν. 4072/2012, η αφανής εταιρία, η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα, είναι η σύμβαση μεταξύ εμφανούς και αφανούς εταίρου (ενός ή περισσότερων), με την οποία ο πρώτος παραχωρεί στον τελευταίο δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα μίας ή περισσοτέρων εμπορικών πράξεων ή εμπορικής επιχείρησης, που διενεργεί στο όνομά του, αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων. Η αφανής εταιρία ρυθμίζεται πλέον σήμερα από τις διατάξεις των άρθρων 285-292 του Ν. 4072/2012 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρία, πλην εκείνων που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της. Η αφανής εταιρία, συνεπεία του εσωτερικού χαρακτήρα της, δε διαθέτει εταιρική περιουσία, δηλαδή περιουσία που να έχει φορέα το νομικό πρόσωπο και το μόνο περιουσιακής φύσεως δικαίωμα των αφανών εταίρων αποτελεί το δικαίωμα επί των κερδών. Ειδικότερα, στην εταιρία αυτή, οι εισφορές των εταίρων περιέρχονται, κατ’ αρχάς, στον εμφανή εταίρο, προκειμένου να επιτύχει με αυτές την πραγμάτωση του σκοπού (άρθρο 286 του Ν. 4072/2012). Είναι βέβαια δυνατό να συμφωνηθεί ότι ορισμένες εισφορές θα καταστούν κοινές των εταίρων ή ότι θα παραχωρηθούν στον εμφανή μόνο κατά χρήση (άρθρο 286 εδαφ. β΄ του Ν. 4072/2012). Η δραστηριότητα ασκείται στο όνομα του εμφανούς εταίρου και τα αποκτώμενα από τη διαχείριση ανήκουν στον εμφανή εταίρο (άρθρο 288 του Ν. 4072/2012). Έτσι, οτιδήποτε αποκτά ο εμφανής εταίρος, κατά την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητάς του, δεν ανήκει και στους άλλους εταίρους. Ανήκει μόνο σ’αυτόν, ώστε να μπορεί με τα αποκτώμενα να πραγματώνει τον εταιρικό σκοπό (Σχοινοχωρίτης Γεώργιος, Η αφανής εταιρία, η κοινοπραξία και η αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα μετά το Ν. 4072/2012, ΕλΔνη 6/2014.1602,1603). Ο αφανής εταίρος συμμετέχει στα κέρδη της εταιρίας κατά το ποσοστό ή το ποσό που έχει συμφωνηθεί στην εταιρική σύμβαση, άλλως εφαρμόζεται το άρθρο 763 του ΑΚ (άρθρο 289 παρ.1 του Ν. 4072/2012). Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, ο αφανής εταίρος μετέχει στις ζημίες που προκύπτουν κατά το ίδιο ποσοστό με τα κέρδη. Μπορεί να συμφωνηθεί ότι η συμμετοχή του στις ζημίες δεν υπερβαίνει την αξία της εισφοράς του (άρθρο 289 παρ. 3 Ν. 4072/2012). Στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους ή στο χρόνο που έχουν συμφωνήσει τα μέρη, καθώς και σε περίπτωση λύσης της εταιρίας, ο εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει και να καταβάλει τα αναλογούντα κέρδη στον αφανή εταίρο. Δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί η καταβολή κερδών στον αφανή εταίρο και κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ιδίως κατά την ολοκλήρωση κάποιας πράξης ή επιχειρηματικής δράσης (άρθρο 289 παρ. 3 Ν. 4072/2012). Η αφανής εταιρία, εφόσον έχει εμπορικό σκοπό, αποτελεί εταιρία του εμπορικού δικαίου, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται για την άσκηση εμπορικών πράξεων και διέπεται από τους κανόνες του εμπορικού δικαίου. Προ της ισχύος του νόμου 4072/2012, η σύσταση της αφανούς εταιρείας δεν υπέκειτο σε τύπο, ακόμη και αν αποσκοπούσε σε επιχείρηση δικαιοπραξιών, οι οποίες υπόκεινται σε τύπο. Μέχρι την ψήφιση του νόμου 4072/2012, η νομολογία είχε αντιμετωπίσει το ζήτημα της απόδειξης της σύστασης της αφανούς εταιρίας και των όρων αυτής. Εφόσον υπήρχε έγγραφος συμφωνία, η σύσταση ήταν αυταπόδεικτη και απέμενε μόνο η ερμηνεία των όρων της συμφωνίας. Στην περίπτωση, όμως, που δεν υπήρχε έγγραφη συμφωνία, τότε ήταν προς απόδειξη, τόσον η ίδια η σύσταση, όσο και οι όροι που διέπουν την συμφωνία αυτή. Ειδικότερα, η απόδειξη της κατάρτισης της σύμβασης μπορούσε να γίνει και με μάρτυρες, εφόσον συνέτρεχε μία των προϋποθέσεων του άρθρου 394 του ΚΠολΔ. Πράγματι, στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε έγγραφη συμφωνία των μερών, οι μαρτυρικές καταθέσεις αποτελούσαν το κύριο αποδεικτικό μέσο, για την απόδειξη της σύστασης αφανούς εταιρίας και των όρων που διέπουν την λειτουργία αυτής. Εκτός από τις μαρτυρικές καταθέσεις αξιολογούνταν και κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο (αλληλογραφία μεταξύ των εταίρων, εταιρικά βιβλία, κοινός λογαριασμός κ.α.), πρόσφορο τόσο για την απόδειξη της σύστασης της αφανούς εταιρίας, όσο και των όρων αυτής π.χ. συμμετοχή σε κέρδη και ζημίες, εισφορές των εταίρων, χρόνος διανομής κερδών κ.α..Μετά την ισχύ του νόμου 4072/2012, η αφανής εταιρεία, όπως σημειώνεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, εξακολουθεί να συστήνεται ατύπως, ενώ δεν προβλέπονται διατυπώσεις δημοσιότητας. Στην παρ. 2 του άρθρου 285 του Ν. 4072/2012 ορίζεται ότι η αφανής εταιρία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕ.Μ.Η. Οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών. Για τη συμφωνία αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 393 του ΚΠολΔ. Στην αφανή εταιρία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρία, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας. Ως προς την απόδειξη της σύστασης, επομένως, της αφανούς εταιρίας, από την στιγμή που εξακολουθεί να συστήνεται άτυπα, ισχύουν τα ίδια, που ίσχυαν υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Δηλαδή, προς απόδειξη της σύστασης, μπορεί να αξιοποιηθεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, προκειμένου να αποδειχθεί ότι τα μέρη έχουν συστήσει αφανή εταιρεία. Σύμφωνα, όμως με το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 285 του νόμου 4072/2012, οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 393 παρ.2 του ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά περιεχομένου εγγράφου. Ο προβλεπόμενος, συνεπώς, στην παρ. 2 του άρθρου 285 του Ν. 4072/2012, έγγραφος τύπος είναι αποδεικτικός και όχι συστατικός. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι όροι της εταιρικής σύμβασης αποδεικνύονται υποχρεωτικά με έγγραφο, μόνον εφόσον παρεκκλίνουν των ρυθμίσεων του νόμου. Αν η αφανής εταιρία έχει συσταθεί άτυπα και δεν υπάρχει έγγραφο, οι όροι αυτής προκύπτουν από τις ρυθμίσεις των άρθρων 285 επ. του Ν. 4072/2012.Τα μέρη μπορούν, μεν, να αποκλίνουν αυτών των ρυθμίσεων, καθώς αυτές αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου, μόνο όμως με έγγραφη συμφωνία τους. Αν δεν έχει συνταχθεί έγγραφο, δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες διαφορετικοί όροι της εταιρικής σύμβασης από όσους προβλέπονται στο νόμο 4072/2012 και στις διατάξεις του ΑΚ, που ο νόμος αυτός παραπέμπει (βλ.σχετ. Σπ. Ταλιαδούρου, «Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την αφανή εταιρία, ΔΕΕ 2016.73 και Γ. Σχοινοχωρίτη, «Η αφανής εταιρία, η κοινοπραξία και η αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα μετά τον Ν. 4072/2012», ΕλλΔνη 2014.1601 επ., ΕφΠειρ 235/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Η αφανής εταιρία λύεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Αστικό Κώδικα (άρθρ. 291 παρ.1 εδαφ. α΄ του Ν. 4072/2012). Η ρύθμιση αυτή παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 765 επ. του ΑΚ για τη λύση της αστικής εταιρίας. Έτσι, η λύση της αφανούς εταιρίας επέρχεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, μέσω τακτικής ή έκτακτης καταγγελίας εταίρου, η οποία επιφέρει τις έννομες συνέπειες αυτής, έστω κι αν δεν υφίσταται σπουδαίος λόγος. Τη λύση της αφανούς εταιρίας ακολουθεί αυτοδικαίως η εκκαθάρισή της (άρθρο 291 παρ.1 εδαφ. β΄ Ν. 4072/2012 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 777 επ. του ΑΚ). Η προειρημένη εκκαθάριση διενεργείται από τον εμφανή εταίρο (άρθρ. 291 παρ.2 εδαφ. α΄του N. 4072/ 2012, 778 του ΑΚ και 786 του ΚΠολΔ). Συνίσταται δε στην απόδοση στον αφανή εταίρο της αξίας της συμμετοχής του μειωμένης κατά τις ζημίες που του αναλογούν. Η κατά χρήση εισφορά του αφανούς εταίρου επιστρέφεται αυτούσια. Αντικείμενο δε της προμνημονευθείσας εισφοράς κατά χρήση, που επιστρέφεται αυτούσια (άρθρ. 291 παρ.2 εδαφ.γ΄ του Ν. 4072/2012), δε μπορεί άλλωστε να είναι αναλωτά πράγματα, δηλαδή τα κινητά, των οποίων η κατά προορισμό χρήση σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συναλλαγών συνίσταται στην κατανάλωση ή την εκποίησή τους, όπως τα χρήματα (άρθρα 779, 951 και 952 του ΑΚ), οπότε δε δύναται εν προκειμένω να γίνει λόγος περί αυτούσιας απόδοσης χρημάτων, δοθέντος ότι η εκ μέρους του αφανούς εταίρου εισφορά χρημάτων δεν είναι κατά χρήση, αλλά κατά κυριότητα. Ο νόμος 4072/2012 σύμφωνα με το άρθρο 294 παρ. 1 εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες, κατά την έναρξη ισχύος του (11.4.2012 σύμφωνα με το άρθρο 330), δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. Η ρύθμιση αυτή διαφοροποιείται από το ισχύον πριν την εφαρμογή του Ν. 4072/2012 νομικό καθεστώς, στο οποίο δεν προβλεπόταν καταρχήν στάδιο εκκαθάρισης της λυθείσας λόγω καταγγελίας αφανούς εταιρίας (ΑΠ1192/2019). Σήμερα, ο νέος νόμος κάνει λόγο ρητά για εκκαθάριση. Συγκεκριμένα ορίζει ότι «τη λύση (της εταιρίας) ακολουθεί η εκκαθάριση» (άρθρο 291 παρ. 1 εδ. β` Ν. 4072/2012). Είναι προφανές ότι δεν εκλαμβάνει την εκκαθάριση με την τεχνική του όρου έννοια, αφού η αφανής εταιρία δεν μπορεί να έχει εταιρική περιουσία προς εκκαθάριση. Την εκλαμβάνει ως ένα στάδιο διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, ο ίδιος προσδιορίζει με διατάξεις ενδοτικού δικαίου και το περιεχόμενο του σταδίου αυτού, η υλοποίηση του οποίου ανατίθεται στον εμφανή εταίρο. Ορίζει, λοιπόν, ο νομοθέτης, ότι ο αφανής εταίρος, μετά τη λύση της εταιρίας, λαμβάνει κατ’ αρχήν την αξία της συμμετοχής του, όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση την πραγματική αξία του συνόλου της «εταιρικής» περιουσίας, που αποκτήθηκε από την εταιρική δραστηριότητα του εμφανούς εταίρου (βλ.και Σχοινοχωρίτη, ό.π., σ. 1606).
– Ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση (ΑΠ217/2020).
– Στη διάταξη του άρθρου 293 του Ν. 4072/2012, που εφαρμόζεται και εν προκειμένω αναφορικά με την πρώτη των εναγομένων και ήδη πρώτη εφεσίβλητη κοινοπραξία, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 293 παρ.1 και 3 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: «1. Η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα. 2. Στην κοινοπραξία που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία. Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρον. 3. Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία. 4. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση».