ΑΡΙΘΜΟΣ 99/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Εγγυοδοσία. Δίκη για την κατάπτωση (ή άρση) της εγγυήσεως. Διάδικοι. Αρμόδιο δικαστήριο.
– Από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η δυνατότητα να διαταχθεί καταβολή εγγυοδοσίας επί των περιπτώσεων των άρθρων 162 επ., επί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 694), επί κηρύξεως αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής (άρθρο 911), επί ασκήσεως ανακοπής ή εφέσεως (άρθρο 912 παρ. 1), ή αναιρέσεως (άρθρο 565 ΚΠολΔ) και επί ανοχής ή παραλείψεως πράξεως (άρθρο 947). Η δικαστική εγγύηση επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στις περιπτώσεις που επιτρέπει αυτό ο νόμος, εξαρτών την επιβολή της κατά κανόνα από την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την φερεγγυότητα του οφειλέτη και με άλλες περιστάσεις, υπό τις οποίες τελεί η εξασφαλιζόμενη απαίτηση ή το εξασφαλιζόμενο δικαίωμα. Η εγγύηση εξάλλου συνιστά ασφαλιστικό μέτρο, όταν επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 704 και 705, ενώ όταν αυτή καθορίζεται με σύμβαση ή με άλλη διάταξη νόμου, δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο, αλλά περιεχόμενο ουσιαστικού δικαιώματος. Πάντως και επί εγγυοδοσίας ως ασφαλιστικού μέτρου, συμπληρωματικώς εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 162-168 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 προκύπτει, σαφώς, ότι αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου για τον οποίο είχε δοθεί ενώ εάν παύσει η αιτία για την οποία δόθηκε, η εγγύηση αίρεται και διατάσσεται η απόδοσή της, και στις δύο περιπτώσεις μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ΄ αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο ακόμη και αν η εγγύηση δόθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγου, η δε απόφασή του υπόκειται σε έφεση (ΑΠ 375/1997, ΑΠ 465/2009, ΕφΠειρ 284/2015, ΕφΠειρ 382/2015, ΕφΑθ 6042/2009). Ωστόσο, όταν η εγγυοδοσία έχει διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο, γίνεται δεκτό, για την οικονομία της δίκης και την αποφυγή υποβολής των διαδίκων σε επιπλέον έξοδα, ότι ιδρύεται συντρέχουσα αρμοδιότητα για την άρση ή κατάπτωσή της και του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κύρια δίκη κατ’ άρθρο 697 ΚΠολΔ, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της υποβολής του σχετικού αιτήματος κατά την εκδίκαση της κύριας υποθέσεως (βλ.ΕφΠειρ 931/1993, ΕφΑθ 1344/1987). Η αρμοδιότητα, εξάλλου, του δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της κατατεθείσας υπέρ του αιτούντος υπό του καθ΄ ου η αίτηση οφειλέτου ή τρίτου εγγυήσεως και την συνεπεία αυτής απόδοση στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ή του παρακατατεθέντος στον γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών (ή αντιστρόφως την απόδοση της εγγυήσεως στον αιτούντα καταθέσαντα λόγω παύσεως της αιτίας για την οποία αυτή δόθηκε). Δυνάμει δε της αποφάσεως αυτής ο δικαιωθείς μπορεί να ζητήσει την ανάληψη από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου του παρακατατεθέντος σ΄ αυτόν γραμματίου ή της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας, ενώ μόνον στην περίπτωση που ο γραμματέας αρνείται να προβεί στην απόδοση της εγγυήσεως το δικαστήριο μπορεί να τον υποχρεώσει, εγειρομένης της αγωγής περί καταδίκης του σε ενέργεια της ως άνω πράξεως κατά την τακτική διαδικασία, σε απόδοση της κατατεθείσας εγγυήσεως. Τόσο από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 168 ΚΠολΔ όσο και από το πνεύμα της όλης διατάξεως, με σαφήνεια προκύπτει ότι βάσει των αποδείξεων που θα προσκομισθούν, το δικαστήριο θα αποφασίσει αναλόγως για την άρση ή την κατάπτωση της ήδη δοθείσας εγγυήσεως. Η δίκη για την κατάπτωση (ή άρση) της εγγυήσεως διεξάγεται μεταξύ υπόχρεου και δικαιούχου και όχι μεταξύ της Τράπεζας ή του ΤΠ&Δ και μόνο όταν τα τελευταία αρνούνται την απόδοση δημιουργείται δίκη με διάδικο αυτά, κατά την τακτική διαδικασία. Με τη διάταξη του άρθρου 168 ΚΠολΔ θεσπίζεται σύντομη διαδικασία για την απόδοση της εγγυοδοσίας, αν έπαυσε η αιτία για την οποία δόθηκε ή πραγματοποιήθηκε ο σχετικός λόγος και κατέπεσε η εγγυοδοσία. Πότε πρόκειται για παύση της αιτίας εξαρτάται από το σκοπό της εγγυοδοσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η διαπίστωση της παύσεως συνήθως συναρτάται προς την τελεσίδικη απόφαση. Για την άρση της εγγυοδοσίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε ανάκληση της αποφάσεως που τη διέταξε. Η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου που τη διέταξε (πχ η παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής λόγω μεταγενέστερης εκδόσεως σχετικής αποφάσεως επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή πχ η μη άσκηση αγωγής εντός τριάντα ημερών -αρθ 693) δεν καθιστά περιττή τη διαδικασία εκ του άρθρου 168 ΚΠολΔ. Η διαπίστωση της παύσεως σημαίνει δικαίωμα του καταθέτη να αναλάβει το αντικείμενο της εγγυοδοσίας. Ιδιομορφία παρουσιάζει η εγγυητική επιστολή ως προς την οποία, η Τράπεζα σε σχέση με τον δικαιούχο δεν εξετάζει τη δημιουργία αξιώσεώς του και αρκείται στην καταβολή, όταν ζητηθεί η κατάπτωσή της (ή η άρση της) και αποδεικνύεται η πραγματοποίηση του λόγου με προσκομιδή της σχετικής αποφάσεως. Η απόφαση διατάζει την κατάπτωση (ή την άρση) και την απόδοση της εγγυητικής επιστολής, δεν απαγγέλλει, όμως , καταψήφιση προς πληρωμή του ποσού, όπως δε προαναφέρεται, η σχετική δίκη διεξάγεται μεταξύ του καταθέτη και του υπερ΄ου η εγγύηση (δικαιούχου) και όχι μεταξύ του καταθέτη ή δικαιούχου και της Τράπεζας ή του ΤΠΔ (για όλα τα ανωτέρω βλ. Ορφανίδη σε ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα υπό το άρθρο 168).