ΑΠΟΦΑΣΗ
Muharrem Güneş κ.α. κατά Τουρκίας της 24.11.2020 (αρ. προσφ. 23060/08)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αμφισβήτηση κυριότητας ακινήτου από δημόσιο μετά από 55 χρόνια και ακύρωση τίτλου ιδιοκτησίας μετά από 60 χρόνια. Χρηστή διοίκηση, ασφάλεια δικαίου και δικαίωμα στην ιδιοκτησία
Οι προσφεύγοντες είναι ιδιοκτήτες ακινήτου, ο τίτλος του οποίου είχε καταχωρηθεί από τον προκάτοχο πατέρα τους, στο Κτηματολόγιο. Ο προκάτοχος τους, είχε αναγνωριστεί κύριος του ακινήτου ήδη από το έτος 1951, δυνάμει δικαστικής απόφασης με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Μετά από 55 χρόνια, η κυριότητα των προσφευγόντων σε κάποιο τμήματα του εν λόγω ακινήτου αμφισβητήθηκε από το Δημόσιο και κατόπιν γνωμοδότησης της επιτροπής κτηματολογίου, έγινε διόρθωση εγγραφής και η κυριότητα περιήλθε στο δημόσιο. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν με αμετάκλητη απόφαση τα ένδικα μέσα των προσφευγόντων με την αιτιολογία ότι τα τμήματα αυτά αποτελούσαν δασική έκταση και θεωρούνταν ανεπίδεκτα συστάσεως εμπράγματου δικαιώματος από ιδιώτες .
Το Στρασβούργο επανάλαβε ότι κάθε παρέμβαση στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας πρέπει να είναι ανάλογη του σκοπού που εξυπηρετεί και ότι η χρηστή διοίκηση δεν πρέπει να διαταράσσει την ασφάλεια δικαίου που καλόπιστα απέκτησε ο διοικούμενος.
Στην υπό κρίση υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες μπόρεσαν να απολαύσουν την ιδιοκτησία τους για μεγάλο χρονικό διάστημα με νόμιμο τίτλο, καλή πίστη και χωρίς να παραπλανήσουν τις αρχές. Συνεπώς το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ακύρωση του τίτλου ιδιοκτησίας τους με την αιτιολογία ότι η χορήγηση τίτλου ήταν λάθος των αρχών, διατάραξε την ασφάλεια δικαίου γιατί έγινε μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπου οι προσφεύγοντες καλόπιστα είχαν την πεποίθηση ότι είναι κύριοι του ακινήτου. Επειδή οι αρχές δεν αντέδρασαν με ταχύτητα το ΕΔΔΑ έκρινε ότι διαταράχθηκε η δίκαιη ισορροπία και αναγνώρισε παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας των προσφευγόντων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η υπόθεση αφορούσε απόρριψη διεκδικητικών αγωγών που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες σχετικά με διάφορα οικόπεδα που είχαν καταχωρηθεί ως ιδιοκτησία του Δημοσίου και η παράβλεψη του τίτλου ιδιοκτησίας που απονεμήθηκε στον Adem Güneş με δικαστική απόφαση του 1951.
Οι προσφεύγοντες είναι εννέα Τούρκοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1943 και 1970. Ζουν στο Diyarbakır (Τουρκία). Είναι κληρονόμοι του Adem Güneş. Το 1951 ο Adem Güneş κατέθεσε ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου Eğil αγωγή κυριότητας επί ακινήτου με βάση έκτακτη χρησικτησία. Τον ίδιο χρόνο, το περιφερειακό δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή του, επισήμαίνοντας ότι για περισσότερο από 20 χρόνια είχε την αδιάλειπτη νομή και κατοχή της εν λόγω ιδιοκτησίας, η οποία ήταν ένα «χωράφι βελανιδιάς». Του παραχωρήθηκε τίτλος για το ακίνητο, ο οποίος καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο. Αργότερα έγινε εκούσια διανομή και το ακίνητο κατατμήθηκε σε διάφορα τμήματα, τα οποία αποτέλεσαν αυτοτελή οικόπεδα, τμήματα όλα του κτήματος με αριθ. 119.
Το 1997, μετά από τροποποιήσεις στο κτηματολόγιο, τα τμήματα αρ. 7, 9, 26, 27 και 40 εντός του κτήματος αρ. 119 καταχωρήθηκαν ως ιδιοκτησία του Δημοσίου. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της κτηματολογικής επιτροπής, δεν εντοπίστηκε τίτλος ιδιοκτησίας για τα οικόπεδα κατά τη διάρκεια εξέτασης του κτηματολογίου, και αυτά τα οικόπεδα δεν θα μπορούσαν να είχαν αποκτηθεί μετά από χρησικτησία στο βαθμό που ήταν σε βραχώδη γη, ακατάλληλη για καλλιέργεια. Επιπλέον, το ακίνητο με αρ. 8, το οποίο ήταν ακαλλιέργητη έκταση, καταχωρήθηκε ως ιδιοκτησία του Δημοσίου.
Το 2003 οι προσφεύγοντες κατέθεσαν αγωγή ζητώντας τη διόρθωση της εγγραφής των ακινήτων με αρ. 26, 27 και 40 ως περιουσία του Δημοσίου και την επανεγγραφή αυτών στην ιδιοκτησία τους. Ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας τους είχε καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο. Το 2006 το περιφερειακό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τους, σημειώνοντας ιδίως ότι ορισμένα από τα ακίνητα βρίσκονταν τώρα κάτω από το νερό σε φράγμα και ήταν κοινόχρηστα. Το δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι τα οικόπεδα που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς δεν θα μπορούσαν να έχουν αποκτηθεί μέσω χρησικτησίας, σημειώνοντας ότι το τμήμα του ακινήτου με αρ. 27 που δεν ήταν κάτω από το νερό ήταν ακατάλληλο για καλλιέργεια. Η ασκηθείσα αναίρεση απορρίφθηκε το 2007.
Το 2007 οι προσφεύγοντες προσέφυγαν ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου ζητώντας διόρθωση εγγραφής και καταχώριση των ακινήτων αρ. 7, 8 και 9 στην ιδιοκτησία τους στο κτηματολόγιο. Υποστήριξαν ότι σε αντίθεση με τα ευρήματα της κτηματολογικής επιτροπής, ο τίτλος ιδιοκτησίας τους είχε εγγραφεί στο Κτηματολόγιο με δικαστική απόφαση του 1951. Εξήγησαν επίσης ότι συνέχισαν να καλλιεργούν και να κατέχουν τα οικόπεδα μετά το θάνατο του Adem Güneş το 2003. Την ίδια χρονιά το περιφερειακό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τους, επισημαίνοντας ότι ολόκληρο το ακίνητο με αρ. 7 και δύο τμήματα αυτού με αρ. 8 ήταν κάτω από το νερό, αφού ήταν πλημμυρισμένα λόγω του φράγματος. Έκρινε επίσης ότι το ακίνητο με αρ. 9 και το υπόλοιπο με αρ. 8 πρέπει να θεωρηθούν ως δασικές εκτάσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να παραμείνουν σε κυριότητα ιδιωτών. Το 2008 το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση με την αιτιολογία ότι η δικαστική απόφαση του 1951 δεν συνιστούσε δεδικασμένο για το Υπουργείο Οικονομικών, δεδομένου ότι το τελευταίο δεν είχε συμμετάσχει στη διαδικασία και δεν ήταν διάδικος.
Υποστηρίζοντας, ιδίως, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για παραβίαση του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αποφάσεις της επιτροπής της 12ης Δεκεμβρίου 2006 και της 27ης Δεκεμβρίου 2007 που επιβεβαίωσαν τα κτηματολογικά ευρήματα είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική ακύρωση της εγγραφής καθιστώντας άκυρο τον τίτλο των προσφευγόντων στο εν λόγω ακίνητο δηλαδή την δικαστική απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1951. Αυτή η κατάσταση συνιστούσε στέρηση ιδιοκτησίας κατά την έννοια της δεύτερης πρότασης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αναλογικότητα της παρέμβασης στο δικαίωμα ιδιοκτησίας συνεπάγεται την ύπαρξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και των επιταγών της διαφύλαξης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων. Αυτή η ισορροπία διαταράσσεται εάν ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να υποστεί «μια ειδική και υπερβολική επιβάρυνση».
Στο πλαίσιο της προστασίας της ιδιοκτησίας, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Η αρχή αυτή απαιτεί ότι όταν διακυβεύεται ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, και ιδίως όταν η υπόθεση αφορά θεμελιώδη δικαιώματα, οι δημόσιες αρχές πρέπει να ενεργούν έγκαιρα και κατάλληλα, και πάνω απ’ όλα, με συνεπή τρόπο.
Ενώ αυτή η αρχή της χρηστής διοίκησης δεν αποκλείει τις αρχές από τη διόρθωση των παρατυπιών, ακόμη και όταν αυτές προκύπτουν από τη δική τους αμέλεια, η ανάγκη διόρθωσης ενός παλιού «σφάλματος» δεν πρέπει να συνιστά δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμα που αποκτήθηκε από τον ενδιαφερόμενο στηριζόμενος με καλή πίστη στις ενέργειες των δημόσιων αρχών.
Ο κίνδυνος κρατικής κακόπιστης συμπεριφοράς βαρύνει το κράτος και δεν θα πρέπει να αποβεί σε βάρος του θιγόμενου ατόμου, ειδικά όταν δεν εμπλέκεται άλλο ανταγωνιστικό ιδιωτικό συμφέρον. Στο πλαίσιο της ακύρωσης ενός τίτλου ιδιοκτησίας που αποδίδεται κατά λάθος, η αρχή της χρηστής διοίκησης δεν επιβάλλει στις αρχές μόνο την υποχρέωση να ενεργούν γρήγορα για να διορθώσουν τα λάθη τους, αλλά επίσης συνεπάγεται και την καταβολή ενός εύλογου ποσού ως αποζημίωση στον κάτοχο.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν εγγράψει τίτλο ιδιοκτησίας στο κτηματολόγιο. Το Δικαστήριο του Eğil αναγνώρισε κυριότητα δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας των αμφισβητούμενων ακινήτων το 1951 γιατί θεώρησε, μετά από επιτόπια επίσκεψη και γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων, ότι το επίμαχο ακίνητο πληρούσε τους όρους της χρησικτησίας, και ότι στο εν λόγω ακίνητο ο προκάτοχος των προσφευγόντων είχε ασκήσει ειρηνική και αδιάκοπη νομή και κατοχή για περισσότερα από είκοσι (20) χρόνια.
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, η εγγραφή στο Κτηματολόγιο αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος και ότι ένας τίτλος που καταχωρείται σε αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ύπαρξης κυριότητας.
Σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες μπόρεσαν να απολαύσουν την περιουσία τους με κανονικό τρόπο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου ακυρωθεί η πράξη του τίτλου υπέρ του Δημοσίου Οικονομικού και ότι νομίμως μπορούσαν να θεωρήσουν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση «ασφάλειας δικαίου» με αυτόν τον τίτλο.
Είναι αλήθεια ότι οι προσφεύγοντες είχαν αποκτήσει τον τίτλο μετά από διαδικασία στην οποία η διοίκηση δεν ήταν διάδικος και ότι τα εγχώρια δικαστήρια έκριναν ότι η εν λόγω απόφαση (του 1951) δεν μπορούσε να δεσμεύσει το Υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, το σημείο αυτό δεν ήταν αποφασιστικό για το Δικαστήριο, δεδομένου ότι αυτή η αμετάκλητη απόφαση που αφορούσε την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου είχε εγγραφεί στο Κτηματολόγιο και οι προσφεύγοντες είχαν δεόντως καταχωρημένη πράξη τίτλου η οποία είναι εκτελεστή κατά τρίτων μέχρι και τις 15 Ιανουάριου 2019. Το Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς ότι η απλή εγγραφή στο Κτηματολόγιο αρκούσε για να καταστήσει το δικαίωμα εκτελεστό κατά τρίτων. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 1020 του NCC, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι παρακάμπτει τις καταχωρίσεις στο Κτηματολόγιο. Επιπλέον, αυτός είναι ένας από τους ίδιους τους στόχους της καταχώρησης ιδιοκτησίας , και ισχύει έναντι τρίτων.
Επιπλέον, τόσο ο τίτλος των προσφευγόντων όσο και η απόφαση στην οποία βασίζεται προέρχονται από δημόσιες αρχές. Δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει – και η Κυβέρνηση δεν είχε ποτέ προβάλει ισχυρισμούς σχετικά με αυτό – ότι οι προσφεύγοντες έκαναν παραπλανητικούς ελιγμούς, ότι έκαναν ψευδείς δηλώσεις ή ότι άλλως προσπάθησαν να εξαπατήσουν και παραπλανήσουν τις εν λόγω αρχές, συμπεριλαμβανομένου του δικαστηρίου. Εάν οι τελευταίοι είχαν κάνει λάθη, η διόρθωσή αυτών δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος των προσφευγόντων των οποίων η καλή πίστη δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.
Επιπλέον, δεδομένης της ιδιαίτερα μεγάλης καθυστέρησης μεταξύ της ακύρωσης της εγγραφής στο Κτηματολόγιο και της απόφασης, είναι δύσκολο να δεχτεί το Δικαστήριο ότι οι αρχές αντέδρασαν με την απαιτούμενη ταχύτητα και με τρόπο σύμφωνο τόσο με την αρχή της χρηστής διακυβέρνησης όσο και με την ασφάλεια δικαίου.
Υπό το πρίσμα αυτών των στοιχείων, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η δίκαιη ισορροπία διαταράχθηκε εις βάρος των προσφευγόντων και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος ειρηνική απόλαυσης της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο αποφάσισε να διαγράψει από τον κατάλογο των υποθέσεων το μέρος της προσφυγής σχετικά με την αποζημίωση και την ηθική βλάβη. Επιδίκασε ποσό 1.720 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).