ΑΠΟΦΑΣΗ
Ηλίας Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας της 10.12.2020 (αρ. προσφ. 44101/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τεκμήριο αθωότητας και αστικές δίκες. Αστικές αποφάσεις σε βάρος του προσφεύγοντος παρά το γεγονός ότι αθωώθηκε στις ποινικές διαδικασίες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ο προσφεύγων ενεπλάκη σε τροχαίο και ο συνεπιβάτης του τραυματίστηκε. Ο ίδιος έκανε δύο αλκοτέστ, με τα αποτελέσματα να ανέρχονται σε 0,67 και 0,57 mg/l, ωστόσο στη συνέχεια αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια του αλκοόλ.
Άσκηση αγωγής του συνεπιβάτη κατά του προσφεύγοντος και της ασφαλιστικής του εταιρείας. Η ασφαλιστική εταιρεία άσκησε παρεμπίπτουσα αγωγή εναντίον του προσφεύγοντος. Το πρωτοβάθμιο αστικό δικαστήριο διέταξε τον προσφεύγοντα και την ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλλουν αποζημίωση στον συνεπιβάτη, αλλά απέρριψε την αξίωση της ασφαλιστικής εταιρεία έναντι του προσφεύγοντος. Κατόπιν έφεσης, το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από την απαλλαγή του προσφεύγοντος στα ποινικά δικαστήρια και ότι, σύμφωνα με τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, η συμπεριφορά του προσφεύγοντος απαλλάσσει την ασφαλιστική εταιρεία από την ευθύνη. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ δεν επιτάσσει να δεσμεύονται τα αστικά δικαστήρια από το δεδικασμένο των ποινικών δικαστηρίων και ως εκ τούτου το Εφετείο δεν είχε θέσει υπό αμφισβήτηση το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ιδίως, ότι:
α) Η αθώωση του δεν είχε απαλλάξει τον προσφεύγοντα από την αστική του ευθύνη, αφού η αστική υπόθεση είναι ξέχωρη από την ποινική και εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες απόδειξης.
β) Η ποινική απαλλαγή δεν θα πρέπει να αποκλείει τον καθορισμό αστικής ευθύνης για την καταβολή αποζημίωσης που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα βάσει λιγότερο αυστηρού βάρους απόδειξης.
γ) Η αστική διαδικασία στην υπόθεση δεν ήταν προέκταση της ποινικής διαδικασίας.
δ) Η ασφαλιστική εταιρεία είχε το δικαίωμα να βασίζεται στις ρήτρες της ασφαλιστικής σύμβασης ανεξάρτητα από την αθώωση του προσφεύγοντος στο ποινικό δικαστήριο, και
ε)Τα αστικά δικαστήρια ουδόλως υπαινίχθηκαν την ενοχή ή την ποινική ευθύνη του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Ηλίας Παπαγεωργίου είναι Έλληνας υπήκοος που γεννήθηκε το 1974 και ζει στην Αθήνα. Το 2005 ο προσφεύγων ενεπλάκη σε τροχαίο. Ο συνεπιβάτης του τραυματίστηκε. Ο προσφεύγων έκανε δύο αλκοτέστ μέσω αναπνοής, με τα αποτελέσματα να ανέρχονται σε 0,67 και 0,57 mg/l. Το 2007 αθωώθηκε από το Ποινικό Δικαστήριο για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια του αλκοόλ με αμετάκλητη απόφαση.
Ο συνεπιβάτης άσκησε αγωγή κατά του προσφεύγοντος και της ασφαλιστικής του εταιρείας. Η ασφαλιστική εταιρεία άσκησε παρεμπίπτουσα αγωγή εναντίον του προσφεύγοντος, ισχυριζόμενη ότι, αντί της ίδιας, αυτός ήταν υπεύθυνος καθώς είχε υπερβεί σε κατανάλωση το επιτρεπόμενο όριο αλκοόλ.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε τον προσφεύγοντα και την ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλλουν αποζημίωση στον συνεπιβάτη, αλλά απέρριψε την αξίωση της ασφαλιστικής εταιρεία έναντι του.
Κατόπιν έφεσης, το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από την απαλλαγή του προσφεύγοντος στα ποινικά δικαστήρια και ότι, σύμφωνα με τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, η συμπεριφορά του προσφεύγοντος απαλλάσσει την ασφαλιστική εταιρεία από την ευθύνη. Αναλυτικότερα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν ήταν σε αντίθεση με την ποινική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που είχε απαλλάξει τον προσφεύγοντα, καθώς τα αστικά δικαστήρια δεν δεσμεύονταν από τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, τις οποίες αξιολογούν ελεύθερα μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία. Βάσει αυτής της συλλογιστικής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος εμπίπτει στις ρήτρες εξαίρεσης που προβλέπονται από την ασφαλιστική σύμβαση. Όσον αφορά τη βάση της αστικής ευθύνης, η απόφαση αναφέρεται στην Κοινή Υπουργική Απόφαση με αριθ. Κ4/585/1978, η οποία αναφέρεται στο σχετικό άρθρο του ΚΟΚ και αποτελούσε μέρος των γενικών ασφαλιστικών όρων που προσαρτήθηκαν στο ασφαλιστήριο. Επομένως, έκρινε ότι ο προσφεύγων θα έπρεπε να αποζημιώσει στην ασφαλιστική εταιρεία κατά το ποσό που θα κατέβαλε η τελευταία στον ενάγοντα συνεπιβάτη.
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι το Εφετείο Αθηνών είχε λάβει υπόψη την αθωωτική απόφαση.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ δεν επιτάσσει να δεσμεύονται τα αστικά δικαστήρια από το δεδικασμένο των ποινικών δικαστηρίων. Σύμφωνα με τον ΑΠ, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Εφετείο Αθηνών είχε λάβει υπόψη την απόφαση αθώωσης του ποινικού δικαστηρίου. Η δευτεροβάθμια απόφαση απεφάνθη, χωρίς να προβεί σε ερμηνεία όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους ο προσφεύγων αθωώθηκε και χωρίς να εκφράζει αιτιολογικό, άμεσα ή έμμεσα, για την ποινική ευθύνη του. Ως εκ τούτου, δεν είχε θέσει υπό αμφισβήτηση το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος, όπως προστατεύεται από το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι το αστικό δικαστήριο δέχθηκε ότι βρίσκονταν υπό την επήρεια αλκοόλ κατά την οδήγηση παρά το γεγονός ότι είχε ήδη απαλλαγεί για το αδίκημα αυτό, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα δικαιώματά του.
ΤΟ ΣΤΡΑΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 2
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στις 24 Οκτωβρίου 2007 ο προσφεύγων αθωώθηκε για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ, αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 42 του ν. 2696/1999. Δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα κατά της απόφασης η οποία, ως εκ τούτου, κατέστη αμετάκλητη. Μετά την αθώωση του προσφεύγοντος, τα αστικά δικαστήρια κλήθηκαν να αποφανθούν σχετικά με την αστική ευθύνη του, η οποία ανέκυπτε από την πιθανή παραβίαση του ασφαλιστικού συμβολαίου του. Στο στάδιο της έφεσης, το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την απόφαση με αριθ. 4800/2010 με την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ και, επομένως, η συμπεριφορά του δεν συμπεριλαμβάνονταν/προβλέπονταν στο ασφαλιστήριο που είχε υπογράψει με την ασφαλιστική εταιρεία. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο στην απόφαση με αριθ. 215/2013.
Το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι δεν συμμερίζεται την άποψη του προσφεύγοντος ότι η ίδια η αθωωτική απόφαση τον απάλλαξε αυτόματα από οποιαδήποτε αστική ευθύνη. Αντιθέτως, έχει επανειλημμένα κρίνει ότι, ενώ η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη πρέπει να γίνεται σεβαστή στις διαδικασίες αστικής αποζημίωσης, δεν θα πρέπει να αποκλείει τον καθορισμό αστικής ευθύνης για καταβολή αποζημίωσης που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα βάσει λιγότερο αυστηρού βάρους απόδειξης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, εν προκειμένω, η αστική διαδικασία όχι μόνο κινήθηκε αργότερα, αλλά διεξήχθη επίσης ενώπιον διαφορετικού δικαστηρίου με διαφορετική σύνθεση δικαστών. Ως εκ τούτου, δεν ήταν ούτε προγενέστερη της ποινικής διαδικασίας, ούτε απλώς προέκταση της ποινικής διαδικασίας.
Συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ενώ οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας του επίμαχου ασφαλιστηρίου συμβολαίου θα μπορούσαν, από ορισμένες απόψεις, να αλληλεπικαλύπτονται, ανάλογα με τις περιστάσεις, με εκείνες που αποδεικνύουν ποινική ευθύνη, ο ισχυρισμός της ασφαλιστικής εταιρείας ότι ο προσφεύγων, λόγω της συμπεριφοράς του, ευθύνεται για την αποζημίωση που θα ήταν υποχρεωμένη η ίδια να καταβάλει στον συνεπιβάτη, έπρεπε να καθοριστεί βάσει των αρχών του αστικού δικαίου που διέπουν τις αδικοπραξίες.
Αναφερόμενο το Εφετείο στα σχετικά άρθρα της ΚΥΑ, από την πλευρά που σχετιζόταν με σχετικό άρθρο του ΚΟΚ, κατέστησε σαφές ότι έπρεπε να εξετάσει τη ρήτρα εξαίρεσης του ασφαλιστηρίου και δεν προβλέπονταν καμία αναγνώριση ποινικής ευθύνης. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, σύμφωνα με τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν αποφασιστικό για την αστική υπόθεση. Η ασφαλιστική εταιρεία είχε το δικαίωμα να βασίζεται στη ρήτρα εξαίρεσης, ανεξάρτητα από το εάν ο εναγόμενος καταδικάστηκε ή, όπως εδώ, αθωώθηκε και το ζήτημα της αποζημίωσης έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής νομικής αξιολόγησης βάσει κριτηρίων και προτύπων αποδεικτικών στοιχείων που διέφεραν σημαντικά από εκείνα που ισχύουν για την ποινική ευθύνη.
Επιπλέον, τα αστικά δικαστήρια καθόρισαν το ζήτημα βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν ενώπιόν τους. Σε αντίθεση με το ποινικό δικονομικό δίκαιο, τα αστικά δικαστήρια έπρεπε να βασίζονται στα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσίασαν οι διάδικοι και στους συγκεκριμένους κανόνες του αστικού δικαίου σχετικά με το βάρος της απόδειξης. Ενώ ορισμένα από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επίσης αποδεικτικά στοιχεία και στο ποινικό δικαστήριο, όπως οι μετρήσεις αλκοόλ στο αίμα του προσφεύγοντος, τα αστικά δικαστήρια ήταν υποχρεωμένα να εξετάσουν και να επανεκτιμήσουν τα στοιχεία αυτά.
Επιπλέον, τα στοιχεία αυτά συνοδεύονταν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, το σύνολο των οποίων τέθηκε υπόψη των δικαστηρίων, και βάσει αυτού του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων αποφάνθηκε το Εφετείο και αργότερα επικυρώθηκε η απόφαση από τον Άρειο Πάγο. Συγκεκριμένα, από τα συμπεράσματα του Εφετείου Αθηνών προέκυψε ότι έλαβε υπόψη τις μετρήσεις των επιπέδων αλκοόλ στο αίμα του προσφεύγοντος αλλά και την κατάθεσή του ενώπιον του και την ταχύτητα του αυτοκινήτου κατά τη στιγμή του ατυχήματος, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ρήτρα εξαίρεσης της ασφαλιστικής εταιρείας πρέπει να εφαρμοστεί. (βλ. εφετειακή απόφαση: « […] σε συνδυασμό με την παραδοχή του ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ (δύο ποτά και ένα ποτήρι κρασί) σε ένα μπαρ όπου διασκεδάζοντας με τους φίλους του μέχρι το πρωί της ίδιας ημέρας, και με την παραπάνω απερίσκεπτη οδηγική συμπεριφορά που επέδειξε με την ταχύτητά του, η οποία ξεπέρασε κατά πολύ το επιτρεπόμενο όριο των 50 χλμ/ώρα, την άγνοια του κινδύνου και την υπερεκτίμηση των δεξιοτήτων του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πράγματι, ο προαναφερόμενος οδηγός οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ»).
Το Εφετείο προέβη σε χωριστή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να προσδιορίσει εάν πληρούνταν τα συστατικά στοιχεία ενός αδικήματος, αλλά αξιολόγησε επίσης τα πρόσθετα στοιχεία για τη διαπίστωση της αστικής ευθύνης. Δεν είχε ως στόχο πρώτα να αποδείξει ότι ο προσφεύγων είχε πράγματι διαπράξει ποινικό αδίκημα και να αποφανθεί στη συνέχεια σχετικά με την αξίωση αποζημίωσης.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται έχει κρίσιμη σημασία για την εκτίμηση της συμβατότητας της απόφασης και της συλλογιστικής της με το άρθρο 6 § 2. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, σημείωσε ότι το Εφετείο Αθηνών χρησιμοποίησε την έκφραση «οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ», όπως προβλέπεται στο άρθρο 42 του ΚΟΚ. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό από μόνο του δεν παρουσιάζει πρόβλημα, καθώς η έκφραση δεν προορίζεται αποκλειστικά στη σφαίρα του ποινικού δικαίου, αλλά χρησιμοποιείται εξίσου και στο αστικό δίκαιο σχετικά με τις αδικοπραξίες, καθώς ορισμένα στοιχεία ποινικής διάταξης θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση τόσο ποινικής όσο και αστικής ευθύνης. Λαμβάνοντας υπόψιν το πλαίσιο της απόφασης στο σύνολό της, η χρήση της εν λόγω έκφρασης από το Εφετείο στην παρούσα υπόθεση δεν μπορούσε λογικά να εκληφθεί ως απόδοση ποινικής ευθύνης στον προσφεύγοντα. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι ο ίδιος ο προσφεύγων δεν διαμαρτυρήθηκε αυτοτελώς για την αιτιολογία της απόφασης του Εφετείου ή της απόφασης του Αρείου Πάγου, η οποία επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.
Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, το ΕΔΔΑ δεν διέκρινε στα πραγματικά περιστατικά που παρέθεσε το Εφετείο, ούτε στο σκεπτικό του σχετικά με την αστική ευθύνη του προσφεύγοντος να καταβάλλει αποζημίωση, κανένα στοιχείο που να ισοδυναμούσε με διαπίστωση ποινικής ενοχής εκ μέρους του προσφεύγοντος. Η αιτιολογία του Εφετείου δεν περιείχε καμία δήλωση που να υποδηλώνει, είτε ρητά, είτε σιωπηρά, ότι ο προσφεύγων θεωρούνταν ποινικά υπαίτιος σε σχέση με τις κατηγορίες για τις οποίες είχε αθωωθεί.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διατύπωση της αιτιολογίας στην αστική απόφαση μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το πλαίσιο της αστικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, θεώρησε ότι η διαπίστωση της αστικής ευθύνης δεν αντιβαίνει στο τεκμήριο αθωότητας. Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν δεν θα μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν ως επιβεβαίωση και επικύρωση της ποινικής ευθύνης. Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης).