Ενδεικτικά της δυσχερούς κατάστασης στην οποία βρίσκονται πλέον οι μικρές επιχειρήσεις, είναι τα βασικά σημεία της έρευνας SAFE για την πρόσβαση των ΜμΕ σε χρηματοδότηση. Η Ετήσια Έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 14.055 επιχειρήσεων στα κράτη – μέλη της ΕΕ-27 και καλύπτει το διάστημα Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2020. Ιδιαίτερα για την περίπτωση της Ελλάδας, τα στοιχεία επιβεβαιώνουν το διαχρονικό πρόβλημα του λεγόμενου “χρηματοδοτικού κενού” και της εξαιρετικά περιορισμένης πρόσβασης των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση και χρηματοδοτικά εργαλεία.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ που ανέλυσε ορισμένα στοιχεία της έρευνας, μπορούν άμεσα να εξαχθούν κρίσιμα συμπεράσματα για την ρευστότητα των εγχώριων ΜμΕ – εν μέσω πανδημίας- και το συνολικό επίπεδο πρόσβασης σε χρηματοδότηση, εν συγκρίσει με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα:
- Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση για τις Ευρωπαϊκές ΜμΕ μειώθηκε κατά 40%, ποσοστό που αποτελεί το μεγαλύτερο που έχει αναδειχθεί καθ’ όλα τα έτη πραγματοποίησης της σχετικής έρευνας.
- Ο κύκλος εργασιών των ευρωπαϊκών ΜμΕ μειώθηκε δραματικά, με ποσοστό 61% να δηλώνει μείωση κύκλου εργασιών (44% netbalance) στο σύνολο του δείγματος –το μεγαλύτερο ποσοστό από το 2014- κατά το διάστημα της έρευνας (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2020).
- Οι πιστωτικές γραμμές (creditlines) εξακολουθούν να είναι η πρώτη πηγή χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών ΜμΕ. Εντούτοις, ένα 20% των ΜμΕ που αιτήθηκαν δάνειο (1 στις 5) επιτυγχάνει να λάβει το ποσό δανείου που αιτήθηκε.
- Οι επιχορηγήσεις αυξήθηκαν δραστικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο από 8% σε 24%.
Όπως επισημαίνει το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι άκρως ανησυχητικά σε επίπεδο περαιτέρω συγκριτικής εξέτασης. Πιο συγκεκριμένα, οι πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις εντοπίζονται μεταξύ των κρατών-μελών. Για παράδειγμα, ενώ η πρόσβαση σε χρηματοδότηση κρίνεται από τις ελληνικές επιχειρήσεις του δείγματος ως το βασικότερο πρόβλημα (22%), στη Γερμανία και τη Γαλλία είναι προτελευταίο ζήτημα (9%), ενώ ο μ.ο. ανέρχεται σε 10% σε επίπεδο ΕΕ-27. Σε άλλες χώρες δε που εφήρμοσαν μνημονιακά προγράμματα δεν αποτελεί πρώτιστο πρόβλημα: στην Ιρλανδία το ποσοστό είναι 7% (προτελευταίο πρόβλημα), όπως και στην Πορτογαλία (9%) και την Ισπανία (9%) είναι τελευταίο πρόβλημα.
Στην ερώτηση “πόσο σημαντικό πρόβλημα είναι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση κατά τους τελευταίους 6 μήνες” σε σχέση με άλλα θέματα (π.χ. ανταγωνισμός, πρόσβαση αγορές), η Ελλάδα καταγράφει επίσης μια από τις υψηλότερες τιμές (6,6) σε σχέση με τη μέση τιμή των κρατών-μελών (4,8) και συγκριτικά με χώρες όπως Ιρλανδία (4,8), Πορτογαλία (5,8), Ισπανία (5,4), Ρουμανία (5,9), Μάλτα (5,4) και Σλοβενία (4,8).
Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, η έρευνα καταγράφει ότι το 30% των επιχειρήσεων του δείγματος στην Ελλάδα δήλωσε ότι δεν χρησιμοποίησε τραπεζικό δάνειο τους τελευταίους 6 μήνες (μ.ο. 29% σε ΕΕ-27), ένα ποσοστό 14% δηλώνει ότι αξιοποίησε τραπεζικό δανεισμό κατά την ίδια περίοδο, ενώ ποσοστό 54% δηλώνει ότι αυτή η μορφή χρηματοδότησης δεν είναι συμβατή με την επιχείρηση (“not relevant to enterprise”) (50% σε επίπεδο EE-27).
Ειδικότερα, το 30% των επιχειρήσεων που υπέβαλλαν αίτημα για δάνειο, δανειοδοτήθηκε με το σύνολο του ποσού που αιτήθηκε, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 ανέρχεται σε 70%. Αντίστοιχα, ένα ποσοστό 20% των ΜμΕ στο συνολικό δείγμα, δεν κατάφερε να δανειοδοτηθεί με το ποσό που αιτήθηκε σε επίπεδο ΕΕ-27, ενώ στην Ελλάδα το ίδιο ποσοστό ανέρχεται σε 38%. Σε επίπεδο ΕΕ-27, το 6% απορρίφθηκε, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό απόρριψης στο δείγμα των ελληνικών επιχειρήσεων ανέρχεται σε 20%.
Εξίσου ανησυχητικό όμως είναι ότι ένα ποσοστό 30% των ελληνικών ΜμΕ του δείγματος, δηλώνει ότι ο κύριος λόγος που ο δανεισμός δεν είναι συμβατός με την επιχείρηση είναι τα υψηλά προσφερόμενα τραπεζικά επιτόκια. το ποσοστό αυτό καταγράφεται ως μακράν το υψηλότερο σε όλη την ΕΕ (μ.ο. ΕΕ-27: 8%). Το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό για τις ελληνικές επιχειρήσεις εντοπίζεται στον παράγοντα των εξασφαλίσεων (ποσοστό 9% σε σχέση με τον μ.ο. ΕΕ-27: 4%).
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι η μείωση του κύκλου εργασιών των ελληνικών ΜμΕ είναι από τις υψηλότερες ( ποσοστό 71% δηλώνει επιδείνωση) στο σύνολο του δείγματος (-59% net balance). Σημειώνεται ότι ο μ.ο. των κρατών – μελών καταγράφει μείωση στο 44%, ενώ υψηλότερη μείωση καταγράφεται, σε επίπεδο ΕΕ, μόνο στην Ιρλανδία (-62%) και τη Μάλτα (-64%). Συνεπακόλουθα, η ίδια μείωση σημειώνεται και στα κέρδη για τις ελληνικές επιχειρήσεις, με το 74% να δηλώνει επιδείνωση του δείκτη κερδών (-66% net balance, μ.ο. ΕΕ – 27: 59% και 45% αντίστοιχα).
Αντίστοιχα, στην ερώτηση εάν αξιοποιήθηκαν επιχορηγήσεις ή επιδοτούμενος δανεισμός (grants or subsidised bank loan) κατά τους τελευταίους 6 μήνες, το 27% των ελληνικών επιχειρήσεων δηλώνει ότι αξιοποίησε σχετικά εργαλεία, το 28% ότι δεν αξιοποίησε και το 45% ότι δεν είναι συμβατά με την επιχείρηση (“not relevant to enterprise”).
Η ανάλυση των παραπάνω ενδεικτικών και επιλεγμένων στοιχείων δεν αναδεικνύει μόνο την όξυνση του προβλήματος ρευστότητας των ΜμΕ στην Ελλάδα αλλά και για άλλη μια φορά περιγράφει το δυσχερές επιχειρηματικό περιβάλλον εντός του οποίου καλούνται σήμερα οι εγχώριες ΜμΕ να λειτουργήσουν, ιδιαίτερα ως προς το επίπεδο πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια ζοφερή εικόνα σε επίπεδο ρευστότητας και χρηματοδότησης για την πλειονότητα των ΜμΕ που σε συνδυασμό με τις δραματικές οικονομικές επιπτώσεις της μακράς πλέον πανδημικής περιόδου (“long Covid-19 business environment”), αναμένεται να οδηγήσει σε περισσότερα και βαθύτερα προβλήματα βιωσιμότητας κατά την προσεχή περίοδο. Συνεπώς, οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις πολιτικής δεν θα αξιολογηθούν εντέλει ως προς το εύρος και την ποικιλομορφία των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων αλλά ως προς το είδος των εργαλείων (π.χ. επιχορηγήσεις vs δανειοδοτικά εργαλεία), τις επιμέρους προδιαγραφές (π.χ. προϋποθέσεις εξασφάλισης τραπεζικού δανείου ως όρος πρόσβασης σε νέα χρηματοδοτικά εργαλεία), το επίπεδο στόχευσης (π.χ. μεγέθη επιχειρήσεων), την προσβασιμότητα και τον πραγματικό αντίκτυπο επί της ευρείας πλειονότητας και της λειτουργικής βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που ακόμη παραμένουν σε πορεία επιδείνωσης και μακρά αναμονή.
Διαβάστε όλη την έρευνα ΕΔΩ