ΑΠΟΦΑΣΗ
M.L. κατά Νορβηγίας της 22.12.2020 (αριθ. προσφ. 64639/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ακαταλληλότητα μητέρας για ανατροφή του παιδιού της για ψυχολογικούς λόγους. Αφαίρεση γονικής μέριμνας από τη μητέρα. Έγκριση υιοθεσίας της κόρης της από ανάδοχους γονείς, στους οποίους είχε τοποθετηθεί από την ηλικία των 9 ημερών. Οι εγχώριες αρχές βάσισαν την απόφαση υιοθεσίας, κυρίως στην απουσία δεσμών μεταξύ βιολογικής μητέρας και κόρης και στην προσκόλληση αυτής στους ανάδοχους γονείς.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, παρότι η σχέση βιολογικής μητέρας και κόρης ήταν πολύ περιορισμένη, η τοποθέτηση της τελευταίας σε ανάδοχη οικογένεια όταν ήταν μόλις 9 ημερών δεν είχε αφήσει περιθώριο να αναπτύξουν οποιαδήποτε πραγματική σχέση. Το ΕΔΔΑ επισήμανε επίσης ότι τα πολύ περιορισμένα δικαιώματα επικοινωνίας της προσφεύγουσας με την κόρη της (τέσσερις φορές το χρόνο, για 2 ώρες κάθε φορά) είχαν αποφασιστεί με κριτήριο ότι η απόφαση γονικής μέριμνας επρόκειτο να ήταν μακροχρόνια. Δεν υπήρχε ένδειξη ότι οι εγχώριες αρχές είχαν λάβει πραγματικά μέτρα για την επανεξέταση του δικαιώματος επικοινωνίας, ενώ το παιδί βρισκόταν σε ανάδοχη οικογένεια.
Άλλωστε, η υιοθεσία κατά κανόνα συνεπαγόταν διακοπή των οικογενειακών δεσμών και κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ αυτή επιτρεπόταν μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις. Εν προκειμένω, το εθνικό δικαστήριο, δεν παρείχε καμία ένδειξη ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις.
Υπό το φως των πολύ περιορισμένων δικαιωμάτων επικοινωνίας της μητέρας με το παιδί της και την πλήρη απουσία κρατικών προσπαθειών, ώστε να μη διαλυθεί η βιολογική οικογένεια σε βάθος χρόνου, το Στρασβούργο έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές δεν θα έπρεπε να είχαν βασίσει την απόφαση υιοθεσίας στην απουσία δεσμών μεταξύ του γονέα και του παιδιού.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ιδίως ότι οι κρατικές αρχές δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η αναδοχή του παιδιού να ήταν προσωρινή, ούτε συμμορφώθηκαν με τη θετική υποχρέωση τους για διατήρηση των οικογενειακών δεσμών στο βαθμό που αυτό ήταν εύλογα εφικτό.
Παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8). Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 9.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη και έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα M.L., είναι υπήκοος Νορβηγίας, η οποία γεννήθηκε το 1975.
Όταν η κόρη της προσφεύγουσας γεννήθηκε, τον Απρίλη του 2011, οι υπηρεσίες παιδικής πρόνοιας φρόντισαν να φιλοξενηθεί η προσφεύγουσα σε οικογενειακό κέντρο, δεδομένων των προβληματισμών τους για τη ψυχική της υγεία. Το κέντρο έκρινε ότι η προσφεύγουσα αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες στη φροντίδα του μωρού της και δεν συνεργάζονταν με το προσωπικό. Οι υπηρεσίες παιδικής πρόνοιας αποφάσισαν να τοποθετήσουν την κόρη της σε «επείγον καθεστώς μέριμνας», όταν έγινε εννέα (9) ημερών.
Οι εν λόγω υπηρεσίες στη συνέχεια προσέφυγαν στο Συμβούλιο Κοινωνικής Ευημερίας ζητώντας να τοποθετηθεί το παιδί σε ανάδοχο σπίτι. Τον Σεπτέμβριο του 2011, το συμβούλιο εξέτασε τους διαδίκους και οκτώ μάρτυρες, καταλήγοντας ότι η προσφεύγουσα ήταν ικανή να φροντίζει το παιδί σε πρακτικό, αλλά όχι σε συναισθηματικό επίπεδο. Το Συμβούλιο θεώρησε ότι το καθεστώς μέριμνας θα ήταν μακροχρόνιο και της χορήγησε το δικαίωμα επικοινωνίας με τη κόρη της τέσσερις φορές το χρόνο, για δύο ώρες κάθε φορά.
Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ανεπιτυχώς τις αποφάσεις. Τελικά τον Ιούνιο του 2015, το Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από δικηγόρο, που ενεργούσε ως δικαστής, έναν ψυχολόγο και έναν πολίτη, αποφάσισε να αφαιρέσει τη γονική μέριμνα της μητέρας και να προχωρήσει σε υιοθεσία. Το Συμβούλιο εξέτασε αρκετούς μάρτυρες για δύο ημέρες, με την παρουσία της μητέρας, η οποία εκπροσωπήθηκε και από δικηγόρο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υιοθεσία θα ήταν προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Η μητέρα άσκησε έφεση ενώπιον δικαστηρίου και πραγματοποιήθηκε ακρόαση τον Δεκέμβριο του 2015. Το Περιφερειακό Δικαστήριο, πραγματοποίησε νέα εξέταση της υπόθεσης σε μια συνάντηση αρκετών ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας δόθηκε η ευκαιρία στην προσφεύγουσα να παρουσιάσει και πάλι τα επιχειρήματά της. Το Δικαστήριο συμφώνησε ουσιαστικά με το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ότι ήταν πολύ πιθανό η προσφεύγουσα να μην είναι ικανή να παρέχει την κατάλληλη φροντίδα στην κόρη της, δεδομένης των μειωμένων γνωστικών ικανοτήτων της και ότι θα ήταν προς το συμφέρον της κόρης της, που ήταν ευαίσθητη, ευάλωτη και προσκολλημένη στους ανάδοχους γονείς της, να διευκρινιστεί το καθεστώς επιμέλειάς της.
Το 2016 απορρίφθηκε το αίτημά της για υποβολή προσφυγής στο Ανώτερο Δικαστήριο, και το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το ένδικο μέσο κατά αυτής της απορριπτικής απόφασης.
Βασιζόμενη στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα δικαιώματα, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για τις αποφάσεις των εγχώριων αρχών βάση των οποίων της αφαιρέθηκε η γονική της μέριμνα και εγκρίθηκε η υιοθεσία της κόρης της από τους θετούς γονείς της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις των αρχών σχετικά με τη γονική μέριμνα της προσφεύγουσας αναφορικά με τη κόρη της και, τελικά, την υιοθεσία της κόρης της από τους ανάδοχους γονείς, αποτελούσαν παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας σχετικά με το σεβασμό της οικογενειακής της ζωής, ότι ήταν σύμφωνες με το νόμο και ότι είχαν επιδιώξει έναν θεμιτό σκοπό. Έπρεπε λοιπόν να εξετάσει, εάν τα μέτρα ήταν απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Όσον αφορά τις αντίστοιχες αποφάσεις του Συμβουλίου Κοινωνικής Πρόνοιας και του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτές ήταν ολοκληρωμένες και ότι η προσφεύγουσα είχε επωφεληθεί από την απαιτούμενη προστασία των συμφερόντων της και ήταν σε θέση να παρουσιάσει την υπόθεσή της. Το Δικαστήριο ήταν επίσης ικανοποιημένο από το γεγονός ότι οι αρχές είχαν πραγματοποιήσει σε βάθος εξέταση των παραγόντων σχετικά με την υπόθεση.
Όσον αφορά το ερώτημα εάν οι εγχώριες αρχές είχαν παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για τα επίμαχα μέτρα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι έπρεπε να εξετάσει αυτές τις αποφάσεις βάση του ευρύτερου πλαισίου, έχοντας υπόψη τις προηγούμενες διαδικασίες και αποφάσεις υπό το φως της υπόθεσης στο σύνολό της. Καθώς η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν η τελική απόφαση επί της ουσίας, το Στρασβούργο επικεντρώθηκε στην εξέταση αυτής της κρίσης.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι λόγοι που πρόβαλε το Περιφερειακό Δικαστήριο για να δικαιολογήσει την έγκριση της υιοθεσίας (μειωμένη γνωστική ικανότητα της μητέρας, ελλιπείς δεξιότητες της στη φροντίδα, ευαισθησία και προσκόλληση του παιδιού στους ανάδοχους γονείς, σε συνδυασμό με τους περιορισμένους δεσμούς της κόρης με τη βιολογική μητέρα της και την θετικότητα των ανάδοχων γονέων σχετικά με την επικοινωνία της προσφεύγουσας με τη κόρη της, όταν η τελευταία το επιθυμούσε) αφορούν το ζήτημα της αναγκαιότητας ή μη της παρέμβασης.
Ως προς το αν οι λόγοι που παρέσχε το Περιφερειακό Δικαστήριο ήταν επίσης επαρκείς για να δικαιολογήσουν τα επίμαχα μέτρα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι όπως και προηγουμένως δεν θα υπεισέλθει στο εάν η υιοθεσία ή μακροχρόνια ανάδοχη φροντίδα είναι προς το βέλτιστο συμφέρον ενός παιδιού στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ωστόσο, το Δικαστήριο τόνισε ότι η υιοθεσία κατά κανόνα συνεπαγόταν διακοπή των οικογενειακών δεσμών σε βαθμό που σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου επιτρέπονταν μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι δεν είχε καμία βάση για να αμφισβητήσει τα πορίσματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η κόρη της προσφεύγουσας ήταν ευάλωτη ή ότι είχε προσαρμοστεί πολύ καλά στο ανάδοχο σπίτι. Το Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο δεν παρείχε καμία ένδειξη ότι αυτοί οι παράγοντες, μολονότι ήταν σαφώς σχετικοί με την υπόθεση, ανέρχονταν σε κάτι εξαιρετικό που να δικαιολογούν τη διακοπή όλων των δεσμών και σχέσεων μεταξύ της προσφεύγουσας και της κόρης της.
Επιπλέον, σχετικά με τη άποψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η σχέση της προσφεύγουσας με τη κόρη της ήταν πολύ περιορισμένη, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η τοποθέτηση της κόρης της προσφεύγουσας υπό καθεστώς μέριμνας όταν ήταν μόλις εννέα ημερών δεν τους άφηνε περιθώριο να αναπτύξουν οποιαδήποτε πραγματική σχέση. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι τα πολύ περιοριστικά δικαιώματα επικοινωνίας της προσφεύγουσας όσον αφορά την κόρη της είχαν αποφασιστεί με κριτήριο ότι η απόφαση γονικής μέριμνας θα ήταν μακροχρόνια. Δεν υπήρχε ένδειξη ότι οι εγχώριες αρχές είχαν λάβει πραγματικά μέτρα για την επανεξέταση του καθεστώτος επικοινωνίας, ενώ το παιδί βρισκόταν σε ανάδοχη οικογένεια.
Όσον αφορά την έμφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην ανάγκη περιορισμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας το Δικαστήριο είχε επιφυλάξεις, καθώς τα διαδικαστικά δικαιώματα των βιολογικών γονέων – συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματός τους πρόσβασης σε διαδικασίες προκειμένου να αρθεί η απόφαση μέριμνας ή να χαλαρώσουν οι περιορισμοί στην επικοινωνία με το παιδί τους- αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματός τους στο σεβασμό της οικογενειακής τους ζωή που εγγυάται το άρθρο 8.
Κατά την εκτίμησή του για τα ανωτέρω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση βάση της οποίας εγκρίθηκε η υιοθεσία βασίστηκε ουσιαστικά σε μια αξιολόγηση του τι θα ήταν προς το συμφέρον της κόρης της προσφεύγουσας στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν είχε αμφιβολία ότι η έλλειψη και απουσία πραγματικών δεσμών μεταξύ ενός παιδιού και του βιολογικού γονέα του μπορεί συχνά να μειώνουν τις αρνητικές συναισθηματικές συνέπειες της υιοθεσίας, τόσο για το παιδί, όσο και για τον γονέα. Ωστόσο, υπό το φως των πολύ περιορισμένων δικαιωμάτων επικοινωνίας που είχαν εκχωρηθεί και την πλήρη απουσία άλλων προσπαθειών σε βάθος χρόνου για την αντιμετώπιση του κινδύνου να διαλυθεί η βιολογική οικογένεια, το Δικαστήριο δεν θεώρησε εν προκειμένω ότι οι εγχώριες αρχές θα έπρεπε να είχαν βασίσει την απόφαση υιοθεσίας στην απουσία δεσμών μεταξύ του γονέα και του παιδιού.
Το Στρασβούργο αναφέρθηκε σε ορισμένες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νορβηγίας μετά την έκδοση απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Strand Lobben κ.λπ. (32783/13) και δήλωσε ότι είχε επίγνωση ότι η προσέγγισή του σε υποθέσεις, όπως αυτή, θα μπορούσε συστηματικά να διαφέρει από την προσέγγιση που ακολούθησαν οι εγχώριες υπηρεσίες και αρχές φροντίδας παιδιών (συμπεριλαμβανομένων των εγχώριων δικαστηρίων), οι οποίες είχαν αποφασίσει σχετικά με το μέλλον ενός παιδιού (και της οικογένειάς του). Ωστόσο, το ΕΔΔΑ, λόγω του διαφοροποιημένου του ρόλου, όφειλε να εκτιμήσει, εντός του πεδίου εφαρμογής της προσφυγής που του έχει υποβληθεί, εάν το εναγόμενο κράτος ενήργησε σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του βάσει της Σύμβασης. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι, ως εκ τούτου, συμφωνεί πλήρως με την έμφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Νορβηγικό Δικαστήριο σχετικά με τον ρόλο, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας, των υπηρεσιών παιδικής πρόνοιας, του Συμβούλιου Κοινωνικής Πρόνοιας και, στη συνέχεια, των εθνικών δικαστηρίων, με γνώμονα τις σχετικές απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, προκειμένου να αποφευχθούν λάθη και ελλείψεις που δεν θα μπορούσαν εύκολα να διορθωθούν σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι η διαδικασία μέσω της οποίας εγκρίθηκε η απόφαση υιοθεσίας της κόρης της προσφεύγουσας και οι λόγοι που δόθηκαν για την υιοθέτηση των εν λόγω μέτρων αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι (i) δεν είχαν ληφθεί με σκοπό η τοποθέτηση της κόρης υπό καθεστώς μέριμνας να είναι προσωρινή και στη συνέχεια να επανενωθεί η οικογένεια και ότι (ii) το κράτος δε συμμορφώθηκε με τη θετική υποχρέωση του για λήψη μέτρων διατήρησης των οικογενειακών δεσμών στο βαθμό που αυτό ήταν εύλογα εφικτό.
Υπήρξε επομένως παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Νορβηγία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 9.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.