ΑΠΟΦΑΣΗ
Yukhymovych κατά Ουκρανίας της 17.12.2020 (αρ. προσφ. 11464/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αστυνομική βία, όρια άσκησης της, αναποτελεσματική έρευνα και δικαίωμα στη ζωή. Διαδικαστικό και ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Ο υιός του προσφεύγοντος σκοτώθηκε από πυροβολισμούς αστυνομικών κατά την διάρκεια αστυνομικής έρευνας για την διαλεύκανση εγκλήματος το έτος 1999. Η ποινική έρευνα για το θάνατο του υιού του προσφεύγοντος 19 χρόνια μετά το συμβάν, δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν διεξαγάγει αποτελεσματική έρευνα για βασικές πτυχές του συμβάντος, και οι υπαίτιοι δεν έχουν τιμωρηθεί.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι όσον αφορά την έρευνα για τις συνθήκες θανάτου του υιού του προσφεύγοντος, υπάρχει συστηματική καθυστέρηση καθόσον έχει παρέλθει χρονικό διάστημα 19 ετών, δεν έχει κριθεί το ζήτημα της αναλογικότητας της βίας που ασκήθηκε, δεν διευκρινίστηκαν οι συνθήκες του συμβάντος και δεν έχουν τιμωρηθεί οι υπαίτιοι. Έκρινε ότι η έρευνα είναι αναποτελεσματική συνεπώς υπάρχει παραβίαση του άρθρου 2 στο διαδικαστικό του σκέλος.
Ακολούθως όσον αφορά την χρήση βίας, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματική έρευνα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε και το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2 για το δικαίωμα στην ζωή, καθόσον οι εγχώριες αρχές απέτυχαν να αποδείξουν ότι η χρήση βίας που ασκήθηκε από τους αστυνομικούς ήταν δικαιολογημένη και ότι η αστυνομική επιχείρηση είχε σχεδιαστεί με προσήκοντα τρόπο ώστε να ελαχιστοποιεί ο κίνδυνος ζωής που θα μπορούσε να προκύψει.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 39.000 ευρώ για ψυχική οδύνη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2 (ουσιαστικό και διαδικαστικό σκέλος δικαιώματος στη ζωή)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Leontiy Ivanovych Yukhymovych, είναι ουκρανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1949 και ζει στο Lviv (Ουκρανία).
Η προσφυγή αφορούσε το θάνατο του υιού του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια απόπειρας σύλληψής του. Ο υιός του προσφεύγοντος Ruslan Yukhymovych πυροβολήθηκε στις 4 Μαρτίου 1999 όταν η αστυνομία προσπάθησε να τον συλλάβει στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για εκβίαση. Κατέληξε από τους τραυματισμούς του, και πιο συγκεκριμένα εξαιτίας δύο πυροβολισμών στην πλάτη του.
Τον πρώτο μήνα μετά τον θανατηφόρο πυροβολισμό, οι εισαγγελικές αρχές πραγματοποίησαν έρευνα η οποία είχε ως αποτέλεσμα να κινηθούν ποινικές διαδικασίες. Ωστόσο, αυτή η απόφαση παραμερίστηκε και στις 31 Μαρτίου 1999 οι ποινικές διαδικασίες κινήθηκαν σχετικά με τη εικαζόμενη κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία και για την πρόκληση επικίνδυνων σωματικών βλαβών.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες πληροφορίες που παρασχέθηκαν, από τον Μάρτιο του 2018, η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη. Κατά τη διάρκεια των ετών που μεσολάβησαν, η έρευνα είχε διακοπεί επανειλημμένα και είχε συνεχιστεί, με οδηγίες από τα εγχώρια δικαστήρια προς τους ανακριτές να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις και για περαιτέρω λήψη μέτρων. Στις αποφάσεις τους, τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν ιδίως ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν αποτύχει να διερευνήσουν τον τόπο του εγκλήματος και να εξακριβώσουν εάν ο γιος του προσφεύγοντος ήταν οπλισμένος. Τα δικαστήρια επισήμαναν επίσης αντιφάσεις μεταξύ των πορισμάτων των εγκληματολογικών εξετάσεων που αφορούσαν τον τρόπο και τη σειρά με την οποία οι τραυματισμοί είχαν προκληθεί.
Στην υπόθεση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι χρησιμοποιήθηκε υπερβολική βία εναντίον του υιού του, ενώ η κυβέρνηση ισχυρίσθηκε ότι πέθανε ως αποτέλεσμα της ένοπλης σύγκρουσης που έλαβε χώρα ανάμεσα σε αυτόν και την αστυνομία, μετά την προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψη.
Βασιζόμενος στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι ο υιος του είχε φονευθεί από αστυνομικούς και ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν έγκαιρη και αποτελεσματική έρευνα σχετικά με το θάνατό του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι ο θάνατος του υιού του προσφεύγοντος οφείλεται στη χρήση θανατηφόρας βίας από τους αστυνομικούς.
Διαδικαστικό σκέλος
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στη ζωή σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης απαιτεί να υπάρχει κάποια μορφή αποτελεσματικής επίσημης έρευνας όταν ένα άτομο έχει σκοτωθεί ως αποτέλεσμα της χρήσης βίας.
Για να είναι αποτελεσματική η έρευνα για φερόμενη παράνομη δολοφονία από όργανα του κράτους, μπορεί γενικά να θεωρηθεί ως απαραίτητο τα άτομα που είναι υπεύθυνα για τη διεξαγωγή της έρευνας να είναι ανεξάρτητα από αυτά που εμπλέκονται στα γεγονότα.
Η έρευνα πρέπει επίσης να είναι αποτελεσματική υπό την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει σε προσδιορισμό του κατά πόσον η δύναμη που χρησιμοποιήθηκε ήταν ή δεν ήταν δικαιολογημένη στις περιστάσεις και να επιδιώξει – εάν υπάρχει τέτοιο θέμα – την τιμωρία των υπευθύνων.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ελήφθησαν ορισμένα μέτρα έρευνας αμέσως μετά το συμβάν. Ωστόσο, δεν οδήγησαν στην έναρξη ποινικής διαδικασίας μέχρι τις 31 Μαρτίου 1999, είκοσι επτά ημέρες μετά το θανατηφόρο πυροβολισμό, όταν ο εισαγγελέα της Lviv ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση της εισαγγελικής αρχής του Mykolayiv που αρνήθηκε να κινήσει τέτοια διαδικασία. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, μετά την έναρξη, η έρευνα είχε επανειλημμένες διακοπές και επανενάρξεις ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας των μέτρων που ελήφθησαν από τους ανακριτικούς υπαλλήλους και όχι σύμφωνα με τις οδηγίες που δόθηκαν κατά την έναρξη της έρευνας.
Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έρευνα για τον θάνατο του υιού του προσφεύγοντος εκκρεμεί για περισσότερα από 19 χρόνια και ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, το αποτέλεσμα της παραμένει ασαφές. Μια τέτοια καθυστέρηση από μόνη της δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη συμμόρφωση των εγχώριων αρχών με την απαίτηση έγκαιρης και εύλογης έρευνας (βλ. Starčević κατά Κροατίας, αρ. 80909/12, § 58, 13 Νοεμβρίου 2014).
Υπό το πρίσμα της συνολικής διάρκειας της ποινικής έρευνας και των αδυναμιών που περιγράφονται παραπάνω, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της Σύμβασης.
Ουσιαστικό σκέλος
(i) Αξιολόγηση του σχεδιασμού και του ελέγχου της επιχείρησης
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο υιός του προσφεύγοντος δεν σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας μη προγραμματισμένης επιχείρησης που οδήγησε σε εξελίξεις στις οποίες η αστυνομία κλήθηκε να αντιδράσει.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια αμφισβήτησαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η δήλωση του Β. Σχετικά με την υποτιθέμενη βιαιοπραγία, ιδίως ότι δεν είχαν αποδειχθεί οι ταυτότητες των υπόπτων και ότι δεν είχαν εξεταστεί.
Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται από την προηγούμενη μαρτυρία του Μ., όταν σχεδίαζε την επιχείρηση, η αστυνομία δεν είχε τέτοιες πληροφορίες. Μόνο εν αναμονή, ενημερώθηκαν από τον Β. για την ταυτότητα των υπόπτων και ότι ένας από τους φερόμενους υπόπτους είχε όπλο. Επιπλέον, μπορούσε να γίνει κατανοητό από τη κατάθεση του Μ. ότι η ενέδρα σχεδιάστηκε για να καταγραφεί η εκβίαση. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι μεταγενέστερες διαδικασίες έθεσαν αμφιβολίες σχετικά με το εάν οι αστυνομικοί ήταν σαφώς αναγνωρίσιμοι ως αστυνομικοί καθώς φορούσαν πολιτικά ρούχα.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση σχεδιάστηκε και διεξήχθη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος απώλειας ζωής.
(ii) Αξιολόγηση της χρήσης βίας
Όσον αφορά τη χρήση βίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι αντιμετωπίζει θεμελιωδώς διαφορετικές μαρτυρίες για το πώς πέθανε ο υιός του προσφεύγοντος.
Οι πραγματικές περιστάσεις σχετικά με το θάνατο δεν ήταν σαφείς. Τα εγχώρια δικαστήρια, κατά την ακύρωση των αποφάσεων για την περάτωση της διαδικασίας, επανειλημμένα επισήμαναν τις αντιφατικότητες των αποδεικτικά στοιχείων σχετικά με το εάν ο υιός του προσφεύγοντος είχε στην κατοχή του όπλο ή όχι. Επιπλέον, φαίνεται από τα διαθέσιμα έγγραφα στο Δικαστήριο ότι μόνο δύο μάρτυρες υποστήριζαν με συνέπεια ότι ο υιός του προσφεύγοντος ήταν οπλισμένος και είχε απειλήσει τους αστυνομικούς Μ. και Ο. Άλλοι μάρτυρες είτε άλλαξαν την κατάθεσή τους κατά τη διάρκεια της έρευνας είτε δεν μπορούσαν να καταθέσουν αυτό που συνέβη.
Το Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω άλλες παραλείψεις και ελλείψεις στην έρευνα των αρχών, ιδίως αντιφάσεις μεταξύ των αποτελεσμάτων των ιατροδικαστικών εξετάσεων σχετικά με τον τρόπο και τη σειρά με την οποία είχαν προκληθεί οι τραυματισμοί στον υιό του προσφεύγοντος. Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι και τα δύο τραύματα με πυροβολισμό που υπέστη ο υιός του προσφεύγοντος ήταν στην πλάτη του.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο είχε συνεπώς σοβαρές αμφιβολίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι πυροβολισμοί, ιδίως εάν ο υιός του προσφεύγοντος ήταν οπλισμένος και αν είχε απειλήσει τους αστυνομικούς, κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο διεξήχθη η έρευνα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν έχει παράσχει ικανοποιητική και πειστική εξήγηση για το πώς συνέβησαν τα εν λόγω γεγονότα, ούτε παρουσίασε αξιόπιστες αποδείξεις για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ότι η χρήση της θανατηφόρας βίας κατά του υιού του δεν ήταν δικαιολογημένη.
Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που αναλύθηκαν παραπάνω, η κυβέρνηση δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι η επιχείρηση σχεδιάστηκε και διεξήχθη κατά τρόπο που να ελαχιστοποιεί τη θανατηφόρα δύναμη και τυχόν κίνδυνο για τη ζωή του υιού του προσφεύγοντος. Η κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η βία που χρησιμοποίησαν οι αστυνομικοί ήταν δικαιολογημένη, ούτε ότι δεν υπερέβη ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο και αυστηρά ανάλογο με την επίτευξη ενός ή περισσοτέρων από τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 2 § 2 της Σύμβασης.
Έτσι το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης και στο ουσιαστικό του σκέλος.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 39.000 ευρώ για ψυχική οδύνη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).