ΑΠΟΦΑΣΗ
Lamatic κατά Ρουμανίας της 01.12.2020 (αριθ. Προσφ. 55859/15)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δίκαιη δίκη και εξέταση μαρτύρων. Αξιολόγηση και διασταύρωση αποδεικτικών στοιχείων. Παραίτηση κατηγορουμένου από την απολογία του στο Εφετείο. Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για ληστεία, ωστόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αθωώθηκε. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ακύρωσε την αθωωτική απόφαση και καταδίκασε τον προσφεύγοντα, βασιζόμενο σε κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα, την οποία επιβεβαίωσε με άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης γιατί δεν απολογήθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και γιατί το τελευταίο δεν εξέτασε την παθούσα.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων, επικουρούμενος από δικηγόρο, συμμετείχε στην ακροαματική διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθώς και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και ο δικηγόρος του μπόρεσε να παρουσιάσει προφορικά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο όλα τα υπερασπιστικά επιχειρήματα εκ μέρους του. Το ότι δεν απολογήθηκε ο ίδιος στο εφετείο, ήταν αποτέλεσμα της δικής του απόφασης να μην απολογηθεί.
Επίσης επισήμανε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκπλήρωσε πλήρως τον ουσιαστικό του ρόλο, δηλαδή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και εξακρίβωσε ότι οι καταθέσεις της αυτόπτης μάρτυρος, στην οποία στηρίχθηκε η ενοχή του, επιβεβαιώθηκαν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Με βάση τα παραπάνω αλλά και του γεγονότος ότι ο ίδιος ο προσφεύγων παραιτήθηκε από το δικαίωμα του να απολογηθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Ioan Valentin Lamatic είναι Ρουμάνος υπήκοος που γεννήθηκε το 1992 και ζει στην Piatra Neamţ (Ρουμανία).
Η προσφυγή αφορούσε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι η ποινική διαδικασία εναντίον του για ληστεία ήταν άδικη.
Τον Νοέμβριο του 2014 ασκήθηκαν εναντίον του προσφεύγοντα τρεις ποινικές διώξεις με την κατηγορία της ληστείας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τον καταδίκασε στη συνέχεια για δύο από τις ληστείες, που διαπράχθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2014, αλλά τον αθώωσε για την τρίτη, η οποία φερόταν ότι διαπράχθηκε τον Ιούλιο του 2014. Στην αθωωτική απόφαση, το δικαστήριο έκρινε ότι το υλικό από το βίντεο της πρώτης ληστείας ήταν αντιφατικό με την περιγραφή του θύματος για τον επιτιθέμενο, ο οποίος αργότερα προσδιορίστηκε ως ο προσφεύγων και ότι, εν πάση περιπτώσει, θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να τον αναγνωρίσει ή να τον ταυτοποιήσει δεδομένου ότι η ληστεία έλαβε χώρα νύχτα και πίσω από τη πλάτη της.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανέτρεψε στη συνέχεια την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με τη ληστεία η οποία τελέσθηκε τον Ιούλιο του 2014 και επικύρωσε την απόφασή του σχετικά με τα άλλα δύο αδικήματα. Αποφάσισε ότι οι καταθέσεις του θύματος, οι οποίες ήταν αμετάβλητες σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, επιβεβαιώθηκαν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα από το υλικό του βίντεο στο οποίο απεικονίζεται το συμβάν, όπου διαφαίνεται άτομο το οποίο μοιάζει με τον προσφεύγοντα και με την περιγραφή που δόθηκε από το θύμα, και από τα έγγραφα από τον εργοδότη του προσφεύγοντος τα οποία αντέκρουσαν τον ισχυρισμό του ότι την στιγμή της επίθεσης, βρισκόταν στην εργασία του.
Ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν παρών κατά την συζήτηση της έφεσης και συνεπικουρείτο από τον δικηγόρο του, παραιτήθηκε από το δικαίωμα να απολογηθεί κατά τη διαδικασία έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν επανεξέτασε κανένα από τους μάρτυρες.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε ανατρέψει την αθώωσή του χωρίς να εξετάσει εκ νέου το θύμα και ότι η καταδίκη του, που βασίστηκε στην μαρτυρία της, ήταν άδικη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το ζήτημα που έπρεπε να εξεταστεί εν προκειμένω ήταν κατά πόσον η διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, στο σύνολό της, ήταν δίκαιη υπό το πρίσμα των ειδικών χαρακτηριστικών της εν λόγω διαδικασίας.
Κατά το ΕΔΔΑ τα εγχώρια δικαστήρια δεν μπορούν, ως θέμα δίκαιης δίκης, να προσδιορίσουν σωστά το ζήτημα της ενοχής ή αθωότητας χωρίς άμεση εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που δίδει αυτοπροσώπως ένας κατηγορούμενος που ισχυρίζεται ότι δεν έχει διαπράξει την υποτιθέμενη πράξη που συνιστά ποινικό αδίκημα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ωστόσο ότι ο προσφεύγων, επικουρούμενος από δικηγόρο, συμμετείχε στην ακροαματική διαδικασία πρωτοδίκως καθώς και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Τα αναγνωστέα έγγραφα αναγνώστηκαν παρουσία του κατά την ακρόαση του πρωτοβάθμιου Επαρχιακού Δικαστηρίου, κατά την οποία εξετάστηκαν επίσης οι μάρτυρες. Ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι η υπεράσπιση εμποδίστηκε να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Επιπλέον, ο δικηγόρος του μπόρεσε να παρουσιάσει προφορικά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο όλα τα υπερασπιστικά επιχειρήματα του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα του άρθρου 6 της Σύμβασης εμποδίζει ένα άτομο να παραιτηθεί με τη δική του ελεύθερη βούληση, είτε ρητά είτε σιωπηρά, από το δικαίωμα που του παρέχουν οι εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης, εάν αποδειχθεί αυτή η παραίτηση με ξεκάθαρο τρόπο και με ελάχιστες διασφαλίσεις ανάλογες με τη σημασία της.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης, δόθηκε η ευκαιρία στον προσφεύγοντα και ήταν σε θέση να καταθέσει τη δική του εκδοχή των γεγονότων και να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της μαρτυρίας του αυτόπτη μάρτυρα ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος σχετικά με την αναξιοπιστία του μάρτυρα, το γεγονός ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έκρινε απαραίτητο να τον επανεξετάσει δεν εμφανίζεται ούτε αυθαίρετη ούτε παράλογη η απόφαση, καθώς το ιστορικό των καταθέσεων έδειξε ότι είχε καταθέσει τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε όλες τις καταθέσεις του στις εγχώριες αρχές.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε εν προκειμένω ότι το γεγονός ότι ένα εφετείο έχει την δικαιοδοσία να ανατρέψει την αθώωση από κατώτερο δικαστήριο χωρίς να εξετάσει αυτοπροσώπως μάρτυρες, αυτό καθαυτό δεν παραβιάζει από μόνο του τις εγγυήσεις δίκαιης ακρόασης του άρθρου 6 §1 της ΕΣΔΑ.
Εξετάζοντας την αξιοπιστία της κατάθεσης της AMD (αυτόπτης μάρτυρας) ως προς αυτό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέτασε παράγοντες ισορροπίας, όπως την αξία και την σημασία της για τη διαδικασία, όταν επιβεβαιώθηκε και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και από την αξιοπιστία της, σημειώνοντας ότι οι καταθέσεις της παρέμειναν ταυτόσημες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα είναι ένα περίπλοκο καθήκον που συνήθως δεν μπορεί να επιτευχθεί απλά διαβάζοντας τις καταθέσεις του, ειδικά όταν λαμβάνονται υπόψη μόνο μερικές από αυτές.
Ωστόσο, στην προκειμένη υπόθεση, το βασικό καθήκον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν ήταν να εκτιμήσει την αξιοπιστία ενός ουσιαστικού μάρτυρα, δηλαδή της AMD, αλλά περισσότερο να διαπιστώσει αν οι καταθέσεις της επιβεβαιώθηκαν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας ή αν, όπως υποστηρίχθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απουσίαζαν τέτοια επιβεβαιωτικά στοιχεία.
Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη τις πλήρεις καταθέσεις της αυτόπτης μάρτυρος, και όχι μόνο τμήματα αυτών, ακριβώς επειδή ήταν αμετάβλητες και ακριβείς.
Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντέστρεψε τη συλλογιστική του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διότι στην αρχή, κατά την άποψή του, τα πλάνα της κάμερας έδειχναν ένα άτομο που μοιάζει με τον προσφεύγοντα και μοιάζει με την περιγραφή που έδωσε η A.M.D. καθώς και τα άλλα δύο θύματα.
Επομένως, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, εν προκειμένω, η πτυχή την οποία κλήθηκε το εφετείο να αποφασίσει για την καταδίκη του προσφεύγοντος ήταν αν οι καταθέσεις της AMD, οι οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκαν, παρέμεναν αμετάβλητες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, επιβεβαιώθηκαν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν πιο αντικειμενικό χαρακτήρα καθώς αποτελούνταν από πλάνα κάμερας και έγγραφα που έρχονταν σε αντίθεση με το άλλοθι του προσφεύγοντος.
Επιπλέον, διαπιστώνοντας ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαίωσαν τις καταθέσεις του θύματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο άσκησε πλήρως τον ουσιώδη ρόλο του, τον ρόλο της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του, τον τρόπο αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων, ως πρωταρχικό ζήτημα ρύθμισης από την εθνική νομοθεσία και τα εθνικά δικαστήρια.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, και ιδίως του γεγονότος ότι ο προσφεύγων παραιτήθηκε ρητά από το δικαίωμά του να απολογηθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι του δόθηκε ωστόσο η ευκαιρία να προβάλει όλα τα επιχειρήματά του και ότι η διαφωνία μεταξύ του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αφορούσαν τον τρόπο αξιολόγησης των επιβεβαιωτικών αποδεικτικών στοιχείων, ξεκινώντας από τον τρόπο με τον οποίο καθένα από αυτά αξιολόγησε τα πλάνα της κάμερας, παρά την αξιοπιστία των καταθέσεων της AMD, το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος έπρεπε να διαφοροποιηθεί από άλλες υποθέσεις στις οποίες τα εγχώρια δικαστήρια στον δεύτερο βαθμό καταδίκασαν κατηγορούμενους που είχαν αθωωθεί από τα πρωτοβάθμια, χωρίς να ακούσουν τα πραγματικά περιστατικά από τους διαδίκους ή να διαβάσουν την μαρτυρική κατάθεση που κρίθηκε σχετική με την καταδίκη των κατηγορουμένων.
Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής διαδικασίας, διασφαλίστηκε η δίκαιη δίκη της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος.
Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 της Σύμβασης) (επιμέλεια echrcaselaw.com).