Η απόφαση εξετάζει την κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ καταγγελία σύμβασης εργασίας, ως αποτέλεσμα παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του εργαζομένου
Στον ιστότοπο του Εφετείου Πειραιώς αναρτήθηκε η υπ’ αριθμ. 595/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών – Ειδική Διαδικασία), η οποία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς εξετάζει την κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ καταγγελία σύμβασης εργασίας, ως αποτέλεσμα παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του εργαζομένου και δη όχι από τον εργοδότη.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η ενάγουσα προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε τον Ιούλιο 2016 σε πλοίο που ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη των εναγομένων (εφεξής Εταιρεία Α) και είχε ναυλωθεί από τη δεύτερη εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρεία (εφεξής Εταιρεία Β).
Η εκναυλώτρια Εταιρεία Α, έχοντας αναλάβει την επάνδρωση του πλοίου (τουλάχιστον ως προς το προσωπικό του ξενοδοχειακού τμήματος αυτού) για λογαριασμό της Εταιρείας Β, υπέβαλε τους υποψήφιους προς πρόσληψη ναυτικούς σε ιατρικές εξετάσεις προς έκδοση του πιστοποιητικού προς ναυτολόγηση, και σε τεστ ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών (drugtest). Στο πλαίσιο αυτό, η ενάγουσα επισκέφθηκε Γενική Κλινική, με την οποία συνεργαζόταν η Εταιρεία Α, όπου και υπεβλήθη σε ακτινογραφία θώρακος, παθολογική και οφθαλμολογική εξέταση, προκειμένου να κριθεί η ικανότητά της προς παροχή ναυτικής εργασίας. Κατά την εξέτασή της, η ενάγουσα ενημέρωσε τους ιατρούς της Κλινικής ότι λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, ενώ προσκόμισε και ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού της, Ψυχιάτρου – Ψυχοθεραπευτή, σύμφωνα με την οποία «η κ. ……….. παρακολουθείται από τον υπογράφοντα, επειδή πάσχει από Αγχώδη Αντίδραση με ψυχοσωματικά, αγχώδη και καταθλιπτικά συμπτώματα».
Μετά τη διενέργεια των εξετάσεων η ενάγουσα κρίθηκε επαρκής για την άσκηση της ναυτικής εργασίας, χωρίς περιορισμούς, προς τούτο δε εκδόθηκε το από 30.06.2016, ιατρικό πιστοποιητικό προς ναυτολόγηση. Την 4.7.2016 η ενάγουσα προσελήφθη και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου Α’ τάξης.
Την ίδια ημέρα που είχε επισκεφθεί την Κλινική, η ενάγουσα υποβλήθηκε και σε εξέταση ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών, τα αποτελέσματα της οποίας εκδόθηκαν περίπου είκοσι ημέρες μετά και απεστάλησαν στην Εταιρεία Α, χωρίς προηγουμένως να γνωστοποιηθούν στην ίδια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτά, η εξέταση είχε εμφανίσει την ύπαρξη βενζοδιαζεπινών.
Μετά την λήψη των αποτελεσμάτων αυτών, η Εταιρεία Α προχώρησε άμεσα στην απόλυση της ενάγουσας, στις 20.7.2020, ήτοι δύο εβδομάδες από την πρόσληψή της. Ειδικότερα, η Εταιρεία Α, «ενεργώντας, ως αντιπρόσωπος της Εταιρείας Β και δεσμεύοντας άμεσα αυτήν», έδωσε εντολή προς απόλυσή της, η οποία ανακοινώθηκε αρχικά από τον Προϊστάμενό της, Αρχιθαλαμηπόλο, ενώ στη συνέχεια ακολουθήθηκε η διαδικασία της απόλυσης από τον Πλοίαρχο του πλοίου.
Η κρίση του δικαστηρίου
Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι (οι επισημάνσεις του συντάκτη):
«Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη, κυρία και εκναυλώτρια του πλοίου, στο πλαίσιο της τεχνικής διαχείρισης και επάνδρωσης αυτού, υπέβαλε την ενάγουσα σε εξέταση ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών και, ακολούθως, προέβη σε επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της, ήτοι των αποτελεσμάτων της εν λόγω εξέτασης, αφού έλαβε τα αποτελέσματα αυτά από τη Γενική Κλινική «……..» και τα γνωστοποίησε σε τρίτους, χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί στην απαιτούμενη ενημέρωση της ενάγουσας, κυρίως, ως προς τους αποδέκτες των δεδομένων αυτών και χωρίς να έχει εξασφαλίσει συγκεκριμένη και ειδική έγγραφη συγκατάθεση της ενάγουσας προς τούτο, κατά παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2α του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997.
Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι τούτο συνάδει με την υπαγορευόμενη από το άρθρο 4 στοιχ. β` ν. 2472/1997 αρχή της αναλογικότητας της επεξεργασίας, καθώς η πρώτη εναγομένη δεν αναφέρει το λόγο, για τον οποίο ήταν απολύτως αναγκαία η επεξεργασία, χρησιμοποίηση και περαιτέρω γνωστοποίηση σε τρίτους, εν αγνοία και δη χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση της ενάγουσας, του πορίσματος των ιατρικών εξετάσεών της («drugtest»), τη στιγμή, μάλιστα, που η εν λόγω εξέταση δεν περιλαμβανόταν στις, κατά νόμο, αναγκαίες εξετάσεις για την απόκτηση ιατρικού πιστοποιητικού ικανότητας προς ναυτολόγηση της ενάγουσας, δεν αποδείχθηκε δε ότι στην προκειμένη περίπτωση ότι υφίστατο κάποιος λόγος απαλλαγής, από τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 7Α του ίδιου νόμου, για την εν λόγω επεξεργασία, οπότε συντρέχει περίπτωση μη νόμιμης επεξεργασίας του ως άνω ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου της (ΑΠ ποιν 901/2019 ό.π.).
Σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον η ως άνω εξέταση δεν προβλεπόταν, όπως προαναφέρθηκε, στις, κατά νόμο, αναγκαίες εξετάσεις, στις οποίες έπρεπε η ενάγουσα να υποβληθεί για τη ναυτολόγησή της, πολλώ δε μάλλον δεν περιλαμβανόταν η γνωστοποίηση και η λήψη υπόψη για τη ναυτολόγησή της του πορίσματος αυτής, κατόπιν σταθμίσεως των εκατέρωθεν συγκρουόμενων εννόμων αγαθών, ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας και δη η προστασία των επιβαινόντων στο ως άνω πλοίο, εν προκειμένω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων, συμφερόντων και θεμελιωδών ελευθεριών της θιγομένης από την επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της και δη του απορρήτου της ιδιωτικής της ζωής (βλ. σχετ. ΕφΔωδ 14/2017 ό.π.).
[…]
Επομένως, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, όλες οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αστικής εκ του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 ευθύνης σε βάρος της ενάγουσας. Συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας (από πρόθεση) συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, ήτοι τη χωρίς δικαίωμα επεξεργασία, μετάδοση και ανακοίνωση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας σε τρίτα πρόσωπα, προσεβλήθη η προσωπικότητα της ενάγουσας, ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και της καταστάσεως της υγείας της και εν γένει της ιδιωτικής της ζωής, που αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς της, με αποτέλεσμα να επέλθει διατάραξη της ψυχικής της ηρεμίας, καθώς προκλήθηκε σε αυτήν ψυχική αναστάτωση, στεναχώρια και ψυχική ταλαιπωρία, η οποία δεν θα επέρχονταν εάν δεν ελάμβανε χώρα η ως άνω παράνομη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών της δεδομένων, που αφορούσαν στη λήψη των ως άνω φαρμακευτικών ουσιών, διότι γνωστοποιήθηκαν, χωρίς τη συγκατάθεση της ενάγουσας, σε προστηθέντες της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι παρέλαβαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και περαιτέρω στα μέλη του πληρώματος, που ενημέρωσαν αυτήν για την απόλυσή της, ήτοι στον ως άνω Προϊστάμενό της και τον Πλοίαρχο του πλοίου, σε πρόσωπα δηλαδή που δεν ήταν εξουσιοδοτημένα προς επεξεργασία τους και δεν δεσμεύονταν από το ιατρικό απόρρητο.»
Η κατά τα ανωτέρω αστική ευθύνη καταλογίστηκε αποκλειστικά σε βάρος της Εταιρείας Α, με το δικαστήριο να παρατηρεί ότι: «Προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, για την ανωτέρω αιτία, υποχρεούται η πρώτη εναγομένη, καθώς αυτή, όπως προεκτέθηκε, είχε αναλάβει τη διαδικασία πρόσληψης του πληρώματος του πλοίου, ακολουθώντας την πάγια πρακτική της ως προς αυτή, χωρίς ανάμειξη στη διαδικασία αυτή της δεύτερης εναγομένης».
Ωστόσο, η δεύτερη των εναγομένων, Εταιρεία Β, δεν βγήκε αλώβητη από τη διαπιστωθείσα παράβαση του Ν.2472/1997.
Καθώς είχε ήδη κριθεί πως, παρά τους ισχυρισμούς των δύο εταιρειών και τα μεταξύ αυτών συμφωνηθέντα, εργοδότης της ενάγουσας ήταν αυτή και όχι η Εταιρεία Α, η οποία επεξεργάστηκε παρανόμως προσωπικά δεδομένα, το δικαστήριο κατέγνωσε την από πλευράς της Εταιρείας Β πρόκληση ηθικής βλάβης στην ενάγουσα, λόγω καταχρηστικής απόλυσής της.
Ειδικότερα, η απόλυση κρίθηκε καταχρηστική, «αφού είχε ως έρεισμα την παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας», με την Εταιρεία Β να υποχρεώνεται σε αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτής «λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 281 του Α.Κ., καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, η οποία έγινε υπό συνθήκες προσβλητικές της προσωπικότητάς της και δη κατά τρόπο, που τη μείωσε στους συναδέλφους της και το κοινωνικό της περιβάλλον, καθώς δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι δεν είναι ικανή για τη θέση […]»
Για τους λόγους αυτούς, το δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν τις ασκηθείσες εφέσεις, κρίνοντας ότι:
Α. «Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με το να επιδικάσει στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτή υπέστη, το ποσό των 20.000 ευρώ, ως προς την πρώτη των εναγομένων, και μετ’ αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε προκειμένου να παραστεί, ως πολιτικώς ενάγουσα, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, το χρηματικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (19.956,00 ευρώ) και το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 ΑΚ, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υστερούν ούτε υπερβαίνουν αντίστοιχα, καταφανώς, εκείνων, που, συνήθως, επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας.»
Β. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς επεδίκασε στην ενάγουσα αποζημίωση απόλυσης 1.448,15 ευρώ.
Γ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς επεδίκασε στην ενάγουσα τις αποδοχές ενός πλήρους μηνός για το διάστημα της εργασίας της στο ένδικο πλοίο, ήτοι ποσόν 1.333,52 ευρώ.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς: