ΑΡΙΘΜΟΣ 54/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
– Ανώνυμη εταιρεία. Διορισμός προσωρινής διοίκησης. Λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου. Πότε υπάρχει έλλειψη διοίκησης ανώνυμης εταιρείας. Ανακριτικό σύστημα στη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας. Άσκηση παρέμβασης. Νέα πραγματικά περιστατικά.
– Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 18 παρ. 1 και 2 και 34 παρ. 1 στοιχ. β’ και 2 στοιχ. β’ του Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», η ανώνυμη εταιρεία, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό της, εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη γενική συνέλευση, εκτός από το πρώτο διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται κατά την ίδρυσή της με το καταστατικό και ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την πρώτη από την ίδρυση τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Κατά δε τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 του πιο πάνω νόμου, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 2339/1955 «Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ουδέποτε δύναται να υπερβαίνει τα έξη έτη. οι σύμβουλοι, μέτοχοι ή μη, είναι πάντοτε επανεκλέξιμοι και ελεύθερα ανακλητοί». Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 2190/1920, που ορίζει τι πρέπει να περιέχει το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας, συνάγεται ότι: α) η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου προσδιορίζεται είτε μόνο από διάταξη του καταστατικού είτε από την περί εκλογής του απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων και ο χρόνος αυτής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος ούτε. των έξι (6) ετών και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, ούτε του τυχόν οριζόμενου στο καταστατικό μικρότερου της εξαετίας χρόνου στη δεύτερη περίπτωση β) στο καταστατικό ή στην απόφαση της γενικής συνέλευσης μπορεί να ορίζεται ότι η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου που έληξε παρατείνεται μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας από την εκλογή του. Στη δεύτερη δε περίπτωση όχι πέραν του οριζόμενου στο καταστατικό χρόνου και γ) εφόσον δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη παράτασης μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, τα καθήκοντα των μελών παύουν αυτοδικαίως μόλις παρέλθει ο χρόνος της θητείας τους που ορίζεται στο καταστατικό ή στην απόφαση της γενικής συνέλευσης. Η λύση αυτή είναι συμβατή και με την αρχή ότι το διοικητικό συμβούλιο, ως εκλεγόμενο από τη γενική συνέλευση και με τους συμβούλους «ελευθέρως ανακλητούς», πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης αυτής. Αντίθετη εκδοχή, της παράτασης, δηλονότι, της θητείας του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας που λήγει με την πάροδο του οριζόμενου χρόνου στην περί εκλογής απόφαση της γενικής συνέλευσης, μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας, στηριζόμενη στην αιτιολογία ότι στην περί εκλογής απόφαση τεκμαίρεται ότι περιέχεται τέτοια βούληση του εκλέγοντος οργάνου προκειμένου να μη στερηθεί η εταιρεία κατά το χρονικό αυτό διάστημα τη διοίκηση και εκπροσώπηση, όχι μόνον δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο αλλά είναι ενδεχόμενο, στην περίπτωση που και στο καταστατικό προβλέπεται ορισμένη θητεία, να παραβιάζεται η σχετική διάταξή του, εάν από την προηγούμενη εκλογή μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου συμπληρωθεί χρόνος μεγαλύτερος του προβλεπόμενου στο καταστατικό, ενώ η διοίκηση και εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μετά τη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου εξασφαλίζεται με προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2004). Εν συνεχεία, με το άρθρο 26 Ν. 3604/2007 (ΦΕΚ Α’ 18918.8.2007), στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 19 προστέθηκε εδάφιο, το οποίο ορίζει ότι κατ’ εξαίρεση η θητεία του διοικητικού συμβουλίου παρατείνεται μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, εντός της οποίας πρέπει να συνέλθει η αμέσως επόμενη τακτική γενική συνέλευση (βλ. και όμοια ρύθμιση στο ήδη ισχύον άρθρο 85 του Ν. 4548/2018). Με το εδάφιο αυτό έπαψε να θεωρείται αυτοδίκαιη η λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου με την πάροδο του ορισθέντος χρόνου της θητείας αυτού, αλλά τούτη παρατείνεται, όπως ορίζει ο νόμος, καθιστάμενη διάταξη αναγκαστικού δικαίου, μη δυνάμενη να γίνει άλλη χρονική παράταση του χρόνου θητείας του διοικητικού συμβουλίου (Α. Καραγκουνίδης, διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας μετά το Ν. 3604/2007 ΕπισκΕΔ 2008.357 επ.).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, η οποία, όπως προκύπτει από τη γενικότητά της, εφαρμόζεται και για το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 740 και 786 ΚΠολΔ, προσωρινή διοίκηση σε νομικό πρόσωπο μπορεί να διοριστεί από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μόνο: 1) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση ή 2) αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου. Ο διορισμός της προσωρινής διοίκησης γίνεται κατά το άρθρο 786 παρ. 1 ΚΠολΔ με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα της η ανώνυμη εταιρεία. Με την παραπάνω διάταξη, που έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων του νομικού προσώπου και των τρίτων (εταίρων, πιστωτών) που σχετίζονται με αυτό, αλλά και του ευρύτερου συνόλου, ενόψει της σημασίας που έχουν τα νομικά πρόσωπα και ιδιαίτερα οι ανώνυμες εταιρείες ως μέσο άσκησης οικονομικής δραστηριότητας. Η έλλειψη διοίκησης είναι: α) πλασματική όταν οφείλεται σε δυστροπία, κακοβουλία ή διαφωνίες των μελών του διοικητικού συμβουλίου, άρνηση ή αδιαφορία τους για την άσκηση των αναγκαίων πράξεων διοίκησης, β) πραγματική σε περιπτώσεις θανάτου, βαριάς ασθένειας, μακροχρόνιας απουσίας και γ) νομική σε περίπτωση παραίτησης, έστω και σιωπηρής, μέλους του διοικητικού συμβουλίου, απώλειας δικαιοπρακτικής ικανότητας, τελεσίδικης ακύρωσης απόφασης γενικής συνέλευσης, λήξης θητείας χωρίς πρόβλεψη για παράτασή της (ΕφΑθ 2424/1991, ΜΠρΒολ 150/2019). Έλλειψη διοίκησης ανώνυμης εταιρείας υπάρχει στην περίπτωση αδυναμίας άσκησης των αρμοδιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου ως συλλογικού οργάνου, και όταν ορισμένα μόνο από τα μέλη του λείπουν και τα εναπομείναντα, μαζί με τα νομίμως ανακηρυχθέντα και υπάρχοντα αναπληρωματικά, δεν συμπληρώνουν τον απαιτούμενο από το καταστατικό συνολικό αριθμό μελών. Μόνη η δυνατότητα σχηματισμού απαρτίας από τα μη παραιτηθέντα μέλη δεν καλύπτει την έλλειψη διοίκησης, εφόσον δεν ορίζεται άλλως στο καταστατικό, διότι αυτό προϋποθέτει πλήρη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να έχει την προβλεπόμενη από το καταστατικό πλήρη σύνθεση (ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 1408/2010, ΑΠ 1430/1987, ενώ κατά παρεμφερή άποψη έλλειψη διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας, που δικαιολογεί το διορισμό νέου [ολόκληρου] διοικητικού συμβουλίου, υπάρχει [και] στην περίπτωση κατά την οποία ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αρνούνται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ή κωλυσιεργούν στο έργο τους και τα εναπομένοντα είναι λιγότερα από τρία (3), ώστε ο αριθμός αυτών που απομένουν να μην αρκεί, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 ή το καταστατικό της εταιρείας, για το σχηματισμό απαρτίας, βλ. ΑΠ 854/1998, ΕφΑθ 2424/1991, ΜΠρΑθ 1882/2011 ΧρΙΔ 2011.612). Ειδικότερα, οι λόγοι που δημιουργούν συνήθως έλλειψη προσώπων διοίκησης είναι: 1) ο θάνατος μέλους, εφόσον δεν υπάρχει αναπληρωματικό μέλος για τη συμπλήρωση της θέσης ή δεν προβλέπεται από το καταστατικό εκλογή αναπληρωματικών μελών 2) η μακρά ασθένεια ή απουσία μέλους από την οποία παρακωλύεται η κανονική συγκρότηση και λειτουργία της διοίκησης 3) η λήξη της θητείας, εφόσον η απελθούσα διοίκηση δεν είχε συγκαλέσει πριν από τη λήξη της θητείας της γενική συνέλευση προς εκλογή νέας διοίκησης 4) η έκπτωση της διοίκησης ή ορισμένων μελών της, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το καταστατικό ή κατόπιν ορισμένης διαδικασίας 5) η παραίτηση της διοίκησης ή ορισμένων μελών της, εφόσον δεν υπάρχει επαρκής αριθμός αναπληρωματικών μελών προς συμπλήρωση των κενών θέσεων 6) η ακύρωση εκλογής με τελεσίδικη δικαστική απόφαση 7) η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης της γενικής συνέλευσης, κατά την οποία εκλέχθηκε η διοίκηση 8) η άρνηση ή η αδιαφορία μέλους της διοίκησης (ΕφΑθ 9651/1992 ΕλΔνη 1995.211, ΕφΑθ 2424/1991 ό.π., ΜΠρΛαμ 102/2020, ΜΠρΒολ 150/2019, ΜΠρΑθ 1882/2011, ΜΠρΗρακλ 1044/2003 ΝοΒ 2004.620). Συνεπώς, επειδή ως ανυπαρξία διοίκησης νοείται κάθε περίπτωση έλλειψης ενεργού τέτοιας, κατά τη νομολογία ως ελλείποντα νοούνται και τα αρνούμενα να ενεργήσουν ως διοίκηση ή να συμπράξουν στη διοίκηση του νομικού προσώπου, πρόσωπα, με αποτέλεσμα έλλειψη διοίκησης να υφίσταται και σε περίπτωση αδράνειας ή διαφωνίας των διορισθέντων, κατά την κοινή διαχείριση (βλ. εκτός των ως άνω αποφάσεων ειδικότερα και ΜΠρΑθ 285/1997 ΕΕμπΔ 1997.295).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 744 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έτσι, το δικαστήριο, που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να λάβει υπόψη του πραγματικούς ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν από τους διαδίκους για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 1601/2002). Ενόψει αυτών ο διορισμός της διοίκησης έχει δημιουργική δύναμη, με αποτέλεσμα να καταλείπεται στο δικαστήριο η εξουσία ελεύθερης επιλογής των καταλληλότερων από τα μέλη του νομικού προσώπου, στην ανάγκη, δε, και τρίτων, ξένων προς την εταιρεία, προσώπων, χωρίς να δεσμεύεται από τις ενδεικτικά υποβαλλόμενες προτάσεις των διαδίκων, η, δε, διορίζουσα την προσωρινή διοίκηση απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να περιορίσει την εντολή σε ορισμένες πράξεις (ΕφΘεσ 3135/1992 Αρμ 1992.1021, ΜΠρΒολ 150/2019). Επομένως, δεν εμποδίζεται ο διορισμός και κάποιων από τα εναπομείναντα (τακτικά) μέλη της διοίκησης, εφόσον κριθούν κατάλληλα για την εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος εκπλήρωση των, περιορισμένων σε επείγουσες πράξεις, εξουσιών που αποτελούν το αντικείμενο της προσωρινής διοίκησης, καθώς και της ‘Κυριότερης εξουσίας, που είναι η σύγκληση γενικής συνέλευσης για την ανάδειξη νέας αιρετής διοίκησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν πρόκειται περί μικτής προσωρινής διοίκησης, αφού τα μέλη αυτά έχουν ήδη αποβάλει οριστικά την ιδιότητα του τακτικού – αιρετού μέλους της διοίκησης και διορίζονται επειδή κρίθηκαν κατάλληλα ως μέλη της προσωρινής διοίκησης. Η αίτηση διορισμού προσωρινού διοικητικού συμβουλίου λόγω έλλειψης διοίκησης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 786 ΚΠολΔ, δεν απευθύνεται έναντι της παλαιάς διοίκησης, ούτε κλητεύεται υποχρεωτικά κάποιο πρόσωπο, μη εφαρμοζόμενων των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του ίδιου άρθρου, οι οποίες προϋποθέτουν ενεργή διοίκηση, στην περίπτωση, όμως, που ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά την κατάθεση της αίτησης, διατάσσει αυτοβούλως την κλήτευση προσώπου, το οποίο, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ορίζοντας, συνάμα, την προθεσμία για την κοινοποίησή της στο πρόσωπο αυτό, προσδίδεται στο τελευταίο η ιδιότητα διαδίκου (ΜΠρΒολ 150/2019).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η, κατά το άρθρο 69 του ίδιου κώδικα, διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 752 ΚΠολΔ, με το οποίο καθορίζεται κατά διαφορετικό από το άρθρο 81 του ίδιου κώδικα τρόπο η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία. Εξάλλου οι προσδιορίζουσες την έννοια των κύριας και πρόσθετης παρεμβάσεων διατάξεις των άρθρων 79 και 80 του ΚΠολΔ, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, και ασκείται είτε για να προστατευτεί δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος είτε για να αποτραπεί η δημιουργία νομικής υποχρέωσής του ή η προσβολή έννομου συμφέροντός του, ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης, είτε την παραδοχή δικού του αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002, ΑΠ 215/1994, ΕφΠειρ 1121/1995 ΕλΔνη 1997.1664, ΜΠρΣερ 230/2013). Εξάλλου, τα αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης που διορίζει την προσωρινή διοίκηση γεννώνται, σύμφωνα με το άρθρο 763 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από τη δημοσίευση αυτής, πλην όμως τα μέλη που διορίζονται, αποκτούν την ιδιότητα του μέλους της προσωρινής διοίκησης από την ημέρα αποδοχής του διορισμού τους (ΓΝΜΔ ΝΣΚ 168/2018, ΜΠρΑθ 3494/1974 NoB 23.67). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, στην περίπτωση που το μέλος που διορίστηκε δικαστικά αναλάβει ενεργά τη διεκπεραίωση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί με την απόφαση (ΓΝΜΔ ΝΣΚ 168/2018, βλ. επίσης αναφορά περί της προϋπόθεσης για την ανάληψη των σχετικών καθηκόντων της αποδοχής του διορισμού ή της εκλογής από το μέλος σε ΑΠ 1244/2012 ΕπισκΕΔ 2012.935, ΜΠρΗρακλ 1044/2003). Αντιστοίχως, της περίπτωσης κατά την οποία εκλείπουν ορισμένα μέλη της διοίκησης νομικού προσώπου, έτσι ώστε ο αριθμός των εναπομενόντων μελών καθίσταται μικρότερος του απαιτούμενου προς σχηματισμό απαρτίας, διαφέρει από νομική άποψη η περίπτωση κατά την οποία δεν έχουν ακόμη εκλεγεί και αποδεχθεί το διορισμό τους όλα τα προβλεπόμενα από το καταστατικό μέλη της διοίκησης του νομικού προσώπου, αλλιώς δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η σύνθεσή της. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ελλείψει διοίκησης του νομικού προσώπου, έστω και αν τα ήδη εκλεγέντα μέλη αρκούν, κατά το καταστατικό, προς έγκυρη λήψη αποφάσεων και αυτό γιατί η μη ολοκλήρωση της συγκρότησης του πολυμελούς οργάνου, έτσι ώστε αυτό να αποκτήσει την προβλεπόμενη στο καταστατικό πλήρη σύνθεσή του, ισοδυναμεί προς έλλειψη αυτού (ΕφΑθ 9651/1992 ό.π.).
– Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ και των παρ. 1 και 3 του άρθρου 786 ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζεται ότι το δικαστήριο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο ή η εταιρεία, μπορεί με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον να αντικαταστήσει την προσωρινή διοίκηση για σπουδαίους λόγους, προκύπτει, ότι η εμφάνιση σπουδαίων λόγων μετά το διορισμό των μελών της προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου ή εταιρείας, οι οποίοι επιβάλλουν την αντικατάστασή τους, δεν αποτελεί «νέο πραγματικό περιστατικό» με την έννοια του άρθρου 758 παρ. 1 ΚΠολΔ, ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης διορισμού τους από το δικαστήριο που την εξέδωσε, αλλά στοιχείο ανεξάρτητο από την προηγούμενη αίτηση για τον διορισμό τους, και το οποίο, σύμφωνα με τις παραπάνω ρητές διατάξεις του άρθρου 786 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ (οι οποίες αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 758 παρ. 1 όπως ορίζεται και στην αυτή παράγραφο του άρθρου 758, ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται «εφόσον δεν ορίζεται άλλως»), διαπιστώνεται μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, όχι από το δικαστήριο που εξέδωσε την προηγούμενη απόφαση διορισμού των μελών της προσωρινής διοίκησης, αλλά από το αρμόδιο κατά το άρθρο 786 παρ. 1 δικαστήριο (ΑΠ 619/1987 ΔΙΚΗ 1988.282 = ΕΕΝ 1988.199).