Λίγο προτού παραδώσει τη σκυτάλη στον Τζο Μπάιντεν, ο Ντόναλντ Τραμπ οξύνει το ήδη τεταμένο κλίμα ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, επιβάλλοντας αυστηρότερους περιορισμούς σε όσους Αμερικανούς επενδυτές ενδιαφέρονται να τοποθετήσουν κεφάλαιά τους σε κινεζικές επιχειρήσεις. Στην πράξη αποκλείει ακόμη πολλές κινεζικές επιχειρήσεις από το αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο, χαρακτηρίζοντας περισσότερες εταιρείες ύποπτες για διασυνδέσεις με τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις.
Στη σχετική ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών τονίζεται ότι η απαγόρευση επεκτείνεται στις επενδύσεις σε διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια ή σε κεφάλαια που παρακολουθούν έναν δείκτη και προπαντός στις θυγατρικές όσων κινεζικών εταιρειών αναφέρονται στην προϋπάρχουσα «μαύρη» λίστα που έχει δημοσιοποιηθεί από τον Νοέμβριο. Η εν λόγω «μαύρη» λίστα αφορούσε την αγορά μετοχών ή άλλων τίτλων 35 κινεζικών εταιρειών που, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, διατηρούν δεσμούς με τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις. Το υπουργείο διευκρινίζει τώρα ότι θα δημοσιεύσει και τα αμοιβαία κεφάλαια που ελέγχονται σε ποσοστό 50% από εταιρείες συνδεδεμένες με τον κινεζικό στρατό.
Η επιβολή αυστηρότερων περιορισμών δημοσιοποιείται με τη μορφή διευκρινίσεων για τις «συνηθέστερες ερωτήσεις» όπως αναφέρει το σχετικό έγγραφο του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης. Η κίνηση φαίνεται να υπαγορεύεται από τις διαφωνίες που έχουν εκδηλωθεί ανάμεσα σε διάφορα κλιμάκια της αμερικανικής κυβέρνησης ως προς το πόσο αυστηροί πρέπει να είναι οι περιορισμοί που θα διέπουν την τοποθέτηση αμερικανικών κεφαλαίων σε κινεζικά περιουσιακά στοιχεία. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Reuters, το υπουργείο Οικονομικών είχε ασκήσει πιέσεις για να μετριασθούν κάπως οι κανόνες αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή αντίσταση των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας. Ζητούσε ειδικότερα να εξαιρεθούν από τη «μαύρη» λίστα οι θυγατρικές κινεζικών εταιρειών.
Σχολιάζοντας την τελευταία εξέλιξη, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, τόνισε ότι τώρα «διασφαλίζουμε πως δεν θα καταλήξουν τα αμερικανικά κεφάλαια να συνδράμουν την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, μυστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ασφαλείας». Συμπλήρωσε μάλιστα πως οι διευκρινίσεις κατευνάζουν τους φόβους μας πως θα μπορούσαν Αμερικανοί επενδυτές εν αγνοία τους να στηρίζουν κινεζικές επιχειρήσεις που έχουν στενούς δεσμούς με τον στρατό της Κίνας, «είτε μέσω άμεσων είτε μέσω έμμεσων ή παθητικών επενδύσεων».
Παράλληλα, ο Ρότζερ Ρόμπινσον, πρώην στέλεχος του Λευκού Οίκου και υπέρμαχος των περιορισμών σε κάθε αμερικανική επένδυση στις κινεζικές εταιρείες, τόνισε πως «αποτελεί σαφή νίκη των αμερικανικών σωμάτων που μεριμνούν για την εθνική ασφάλεια και των προσπαθειών τους να διασφαλίσουν την τήρηση των αποφάσεων που ελήφθησαν τον Νοέμβριο».
Σημειωτέον ότι η σχετική απόφαση του Νοεμβρίου ενεργοποιεί νόμο του 1999 που καλούσε το υπουργείο Αμυνας να συντάξει κατάλογο με τις εταιρείες του κινεζικού στρατού. Το Πεντάγωνο ανταποκρίθηκε μόλις φέτος στο σχετικό αίτημα και έχει αναφέρει 35 εταιρείες. Ανάμεσά τους η πετρελαϊκή CNOOC Ltd αλλά και η μεγαλύτερη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών της Κίνας, η Semiconductor Manufacturing International Corp.
Από τον Νοέμβριο όταν δημοσιεύθηκε η αρχική «μαύρη» λίστα των απαγορευμένων κινεζικών εταιρειών, το Πεκίνο είχε προειδοποιήσει πως θα προχωρήσει σε αντίποινα. Με την τελευταία κίνηση της Ουάσιγκτον, το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών επανέλαβε πως είναι κατηγορηματικά αντίθετο σε οποιουσδήποτε «δεσμούς ανάμεσα στον στρατό και τους πολίτες». Μιλώντας, άλλωστε, στο Reuters ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών τόνισε πως «η πολιτικοποίηση της οικονομίας και του εμπορίου, η καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχύος του κράτους και η διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της εθνικής ασφάλειας αντιβαίνουν τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και του διεθνούς εμπορίου για τις οποίες περηφανεύονται πάντα οι ΗΠΑ».