ΑΠΟΦΑΣΗ
Süleyman κατά Τουρκίας της 17.11.2020 (αρ. προσφ. 59453/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων σε βασικό ανώνυμο μάρτυρα και δίκαιη δίκη. Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Καταδικάστηκε σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Το εθνικό δικαστήριο στήριξε την απόφαση του, στην κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα ο οποίος έμεινε ανώνυμος και ο προσφεύγων στερήθηκε του δικαιώματος του να τον εξετάσει.
Κατά το Στρασβούργο ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη πρέπει να έχει την αποτελεσματική ευκαιρία να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του, και το δικαστήριο οφείλει να εξισορροπεί τα δικαιώματα μεταξύ κατηγορούμενου και θυμάτων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το εγχώριο δικαστήριο που καταδίκασε τον προσφεύγοντα απέκρυψε την ταυτότητα του βασικού μάρτυρα χωρίς σοβαρό λόγο, όπως απαιτεί η ΕΣΔΑ και μάλιστα κατά τρόπο αντιφατικό, γιατί κατά τη διάρκεια της δίκης, το όνομα του μάρτυρα αποκαλύφθηκε και δεν υπήρχε εύλογος λόγος διατήρησης της ανωνυμίας του. Επιπλέον στήριξε την καταδικαστική απόφαση στις καταθέσεις του ανώνυμου μάρτυρα, καθόσον οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν ήταν ουσιώδες, στέρησε δε τον κατηγορούμενο του δικαιώματος να υποβάλει ερωτήσεις στον μάρτυρα και δεν παρείχε αντισταθμιστικούς παράγοντες προκειμένου να εξισορροπήσει την έλλειψη αυτή.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης και μη εξέτασης του μάρτυρα κατηγορίας (άρθρο 6 παρ. 1 και 6 παρ. 3δ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 6 §1 (δ)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Hakan Süleyman, είναι Τούρκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1981 και εκτίει ποινή κάθειρξης στο Tekirdağ (Τουρκία).
Η υπόθεση αφορούσε τον άδικο χαρακτήρα των ποινικών διαδικασιών λόγω της φερόμενης αδυναμίας του προσφεύγοντος να εξετάσει και να αντιμετωπίσει τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα σε ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για άσκοπους πυροβολισμούς στο Black Sea Hotel κοντά στο Trabzon τον Αύγουστο του 2005. Αργότερα κατηγορήθηκε για αρπαγή ενός διεθνούς ποδοσφαιριστή το 2006 και για πυροβολισμούς στο κατάστημα της γυναίκας του ποδοσφαιριστή και στο αυτοκίνητο άλλου ποδοσφαιριστή.
Τον Ιανουάριο του 2006 ένας ρεσεψιονίστ στο ίδιο ξενοδοχείο πυροβολήθηκε και απεβίωσε. Ο βασικός μάρτυρας ήταν σε θέση να αναγνωρίσει και να δει τα χαρακτηριστικά του δράστη και αργότερα αναγνώρισε ότι ήταν ο προσφεύγων. Επιπλέον, τα αρχικά αποδεικτικά στοιχεία της βαλλιστικής εξέτασης (τα οποία αργότερα αντικρούστηκαν) επιβεβαίωσαν ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν αυτό που χρησιμοποιήθηκε στους πυροβολισμούς τον Αύγουστο του 2005. Ωστόσο, το τηλέφωνο του προσφεύγοντος δεν είχε πραγματοποιήσει κλήση εκείνο το βράδυ μέσω του δικτύου που κάλυπτε την περιοχή του ξενοδοχείου.
Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Ειδικό Κακουργιοδικείο του Erzurum. Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση ώστε να έχει το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις στους μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του βασικού μάρτυρα, του οποίου η ταυτότητα είχε γίνει γνωστή στο κοινό. Ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «ανώνυμος μάρτυρας».
Το δικαστήριο ανέγνωσε τη γραπτή κατάθεση του βασικού μάρτυρα. Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος υποστήριξε ότι οι αντιφάσεις στη κατάθεση απέναντι στον επίμαχο ισχυρισμό, η αδυναμία του να εξετάσει όλους του μάρτυρες, και οι ελλείψεις στην οργανωμένη αστυνομική αντιπαράθεση, παραβίασαν το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Το δικαστήριο αποφάσισε να επανεξετάσει τους μάρτυρες αυτοπροσώπως, εκτός από τον βασικό μάρτυρα.
Ορισμένοι από αυτούς τους μάρτυρες εξετάστηκαν ενώπιον άλλου δικαστηρίου, του Κακουργιοδικείου του Trabzon.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Το δικαστήριο τόνισε ότι τα αρχεία του τηλεφώνου, δεδομένου ότι το τηλέφωνο του προσφεύγοντος είχε απενεργοποιηθεί κατά τη διάρκεια του εγκλήματος, δεν απεδείκνυαν ότι ο προσφεύγων δεν ήταν στο ξενοδοχείο. Καταδικάστηκε επίσης για διάφορα σοβαρά και βίαια αδικήματα, συμπεριλαμβανομένου του αδικήματος της ληστείας. Η καταδίκη για την ανθρωποκτονία επικυρώθηκε στο εφετείο , αλλά η καταδίκη του για το αδίκημα της ληστείας ακυρώθηκε στον β΄ βαθμό.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δικαίωμα στην εξέτασης των μαρτύρων), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι επειδή δεν μπορούσε να εξετάσει τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Αποτελεί βασική αρχή ότι ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη πρέπει να έχει την αποτελεσματική ευκαιρία να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του.
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι στην διαδικασία στο ακροατήριο στις 11.07.2006 θα εξετάζονταν από το Δικαστήριο μάρτυρες και παθόντες με γνωστή διαμονή. Ενώ είναι αλήθεια ότι η ταυτότητα του μάρτυρα Χ. ήταν γνωστή, ήταν επίσημα ανώνυμος και η υπεράσπιση δεν είχε περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με αυτόν ή το ιστορικό του. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε στοιχεία για να συμπεράνει ότι μπορεί ουσιαστικά να θεωρηθεί ως ανώνυμος μάρτυρας.
i.Σχετικά με το εάν υπήρχε εύλογος λόγος να κρατηθεί μυστική η ταυτότητα του μάρτυρα
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η δικαστική απόφαση του εγχώριου δικαστηρίου στις 11.07.2006 έδειξε ότι ο μάρτυρας Χ. θα εξεταζόταν βάσει των άρθρων 58 § 2 και 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην πράξη, αυτή η απόφαση φαίνεται να σήμαινε ότι η ταυτότητα του μάρτυρα θα αποκρύπτονταν.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 58 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προέβλεπε την απόκρυψη της πραγματικής ταυτότητας του μάρτυρα σε περιπτώσεις όπου υπήρχε «σοβαρός κίνδυνος» για αυτόν ή συγγενή του. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι είχε ήδη αποφανθεί σε υποθέσεις κατά της Τουρκίας, στο πλαίσιο καταγγελιών που σχετίζονται με το άρθρο 5 της Σύμβασης, ότι η απλή αναπαραγωγή της διατύπωσης που περιέχεται στις νομοθετικές διατάξεις δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής αιτιολογία για να εφαρμόσει ένα προστατευτικό μέτρο το οποίο σαφώς δεν διέθετε εξατομικευμένη αξιολόγηση λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας δεδομένης περίπτωσης. Παρά το γεγονός και αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης, ότι η αιτιολογημένη απόφαση περιλάμβανε μόνο τα αρχικά του μάρτυρα X. το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το δικάζον δικαστήριο αναφέρθηκε με το πλήρες ονοματεπώνυμό του στη σελίδα 42 του κατηγορητηρίου. Στο ίδιο αυτό έγγραφο στηρίχθηκε η υπεράσπιση για να αμφισβητήσει την απόκρυψη της ταυτότητάς του μάρτυρα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε αυτό το ζήτημα σε προσεκτικό έλεγχο ανάλογο με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης .
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν διακρίνει κανένα λόγο από τα έγγραφα που του υπέβαλαν οι διάδικοι που δικαιολογούσαν την απόφαση του δικαστηρίου να αποκρύψει την πραγματική ταυτότητα του μάρτυρα Χ. υπό το πρίσμα, ιδίως, της αντιφατικής στάσης του δικαστηρίου στο ζήτημα αυτό.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι η κυβέρνηση μπόρεσε να αποδείξει ότι υπήρχε ένας εύλογος λόγος από τη σκοπιά του δικαστηρίου να κρατήσει μυστική την ταυτότητα του μάρτυρα X.
ii. Σχετικά με το εάν υπήρχε εύλογος λόγος για τη μη συμμετοχή του μάρτυρα X. στη δίκη
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το εγχώριο ποινικό δικαστήριο έκρινε για τους μάρτυρες και παθόντες ότι θα ήταν δύσκολο για αυτούς να παρευρεθούν στις ακροάσεις, οι οποίες θα γίνονταν σε άλλη πόλη, δηλαδή στο Erzurum. Ως αποτέλεσμα, ο μάρτυρας Χ. δεν παρευρέθηκε ποτέ στις ακροάσεις ενώπιον του δικαστηρίου και κατέθεσε ενώπιον του Trabzon Assize Court απουσία των διαδίκων.
Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι άλλα άτομα, τα οποία κατοικούσαν επίσης στο Trabzon, εξετάστηκαν ως μάρτυρες. Σε αυτή την περίπτωση, η απουσία ενός εύλογου λόγου για τη μη παρουσία του μάρτυρα X. στη δίκη, ήταν ευθύνη του δικαστηρίου το οποίο δεν φαίνεται να έλαβε θετικά μέτρα για να εξασφαλίσει την εμφάνισή του ενώπιον του, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτοπρόσωπη εξέταση.
Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι τα εθνικά δικαστήρια καθόρισαν την πραγματική ή νομική βάση οποιουδήποτε εύλογου λόγου για την μη εμφάνιση στο εθνικό δικαστήριο του μάρτυρα X.
iii. Σχετικά με το εάν η κατάθεση του απολειπομένου μάρτυρα ήταν η μόνη ή καθοριστική βάση για την καταδίκη του προσφεύγοντος
Όσον αφορά το βαθμό στον οποίο τα εθνικά δικαστήρια στηρίχθηκαν στη μαρτυρική κατάθεση που έδωσε ο μάρτυρας Χ. για την καταδίκη του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το εγχώριο ποινικό δικαστήριο δεν εξέτασε το βάρος που πρέπει να δοθεί στην κατάθεση του μάρτυρα X. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο μάρτυρας Χ. ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας των πυροβολισμών και ότι δεν υπήρχαν άλλα άμεσα και συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι ήταν ο προσφεύγων αυτός που σκότωσε τον M.Ü. Όσον αφορά τα αρχεία κινητής τηλεφωνίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το κινητό τηλέφωνο του προσφεύγοντος έλαβε σήμα στις 2.30 π.μ. από μια βάση που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης Trabzon, η οποία απέχει περίπου 20 χλμ. από τον τόπο του εγκλήματος. Θεωρώντας ότι θα μπορούσε να είχε πάει από το ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης εντός 30 λεπτών, το εγχώριο ποινικό δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αρχεία κινητής τηλεφωνίας δεν έδειξαν ότι ο προσφεύγων δεν βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος κατά τον πυροβολισμό. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η διαπίστωση αυτή δεν μεταβάλλει τον καθοριστικό χαρακτήρα της μαρτυρικής κατάθεσης που έδωσε ο ανώνυμος μάρτυρας X.
Εν ολίγοις, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν δεν ήταν ο μοναδικός λόγος, η κατάθεση στοιχεία που έδωσε ο μάρτυρας Χ. ήταν καθοριστική για την καταδίκη του προσφεύγοντος για τη δολοφονία του M.Ü.
iv. Σχετικά με το εάν υπήρχαν επαρκείς παράγοντες αντιστάθμισης
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, μια καταδίκη βασίστηκε αποφασιστικά στη κατάθεση ενός απολειπομένου μάρτυρα, το Δικαστήριο πρέπει να υποβάλει τη διαδικασία στον πιο διεξοδικό έλεγχο.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε αρχικά ότι ο μάρτυρας Χ. έδωσε τις πρώτες καταθέσεις, με την πραγματική του ταυτότητα, στις 02.02.2006 ενώπιον του εισαγγελέα του Arsin και αναγνώρισε τον προσφεύγοντα βάσει μιας φωτογραφίας ως το πρόσωπο που είχε πυροβολήσει θανάσιμα τον M.Ü. Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε σημαντικό ότι ούτε το δικαστήριο ούτε το Trabzon Assize Court αξιολόγησαν το ερώτημα εάν θα αρκούσαν λιγότερο αυστηρές εναλλακτικές λύσεις, πράγμα που θα έδειχνε ότι είχαν πράγματι πραγματοποιήσει εξισορροπητική κρίση, αν και σιωπηρά, μεταξύ των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και των δικαιωμάτων των θυμάτων και μαρτύρων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες αδυναμίες, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δόθηκαν απαραίτητες εγγυήσεις για τις καταθέσεις που έδωσε ο μάρτυρας X, μια κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Παρά το συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης για το θέμα αυτό, οι οποίοι ήταν οι εξής: (α) ο κατηγορούμενος δεν είχε χρησιμοποιήσει το νόμιμο δικαίωμά του να υποβάλει γραπτές ερωτήσεις στον μάρτυρα Χ. αφού το δικαστήριο είχε διαβάσει το αρχείο των καταθέσεων του στη δίκη και (β) ο προσφεύγων δεν είχε κάνει χρήση της μαγνητοσκοπημένης κατάθεσης του μάρτυρα Χ. η οποία επιπλέον επέτρεψε στο δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του εντύπωση για την αξιοπιστία του.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρώντας ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί έναν ιδιαίτερα σοβαρό περιορισμό όσον αφορά την ικανότητά του να ελέγξει σωστά και δίκαια την αξιοπιστία των καταθέσεων που έδωσε ο μάρτυρας X. με αποτέλεσμα να είναι τόσο «απών» όσο και «ανώνυμος» κατά την έννοια της νομολογία του σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 στ. δ της ΕΣΔΑ, και έχοντας υπόψη την αδιάφορη στάση των εθνικών δικαστηρίων έναντι αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, την απουσία εύλογου λόγου για τη μη συμμετοχή του στη δίκη, και τις σοβαρές συνέπειες για τον κατηγορούμενο, δηλαδή την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απλή ύπαρξη βιντεοσκόπησης των καταθέσεων του μάρτυρα X. ήταν τέτοια ώστε να ήταν επαρκής για να θεραπεύσει τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην υπεράσπιση ως προς την ικανότητά της να αμφισβητήσει αποτελεσματικά αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ήταν τα καθοριστικά για την καταδίκη του προσφεύγοντος, ακόμη και δεδομένης της αποτυχίας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να αντιμετωπίσει και να διορθώσει το προαναφερθέν μειονέκτημα.
Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σκέψεις επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν δόθηκαν στον προσφεύγοντα κατάλληλες εγγυήσεις ανάλογες με τη φύση των καταγγελιών του και τη σημασία που διακυβεύεται για αυτόν, δηλαδή την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, που θα του επέτρεπε να ελεγχθούν επαρκώς η αξιοπιστία και η αλήθεια των καταθέσων που δόθηκαν από τον μάρτυρα Χ. σύμφωνα με τις εγγυήσεις για δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης.
Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αξίωση για ικανοποίηση εντός της προθεσμίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η πιο κατάλληλη μορφή έννομης προστασίας θα ήταν η επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εάν ο προσφεύγων το ζητούσε (επιμέλεια echrcaselaw.com).