Η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκουν μια εμπορική συμφωνία για την εποχή μετά το Brexit, με την πιθανή αποτυχία των προσπαθειών τους να προκαλεί αυξημένο χάρος στο διμερές εμπόριο και τις χρηματοπιστωτικές αγορές αλλά και τεράστιο οικονομικό κόστος.
Ακολουθούν ορισμένες επιπτώσεις από μια αποτυχία στις διαπραγματεύσεις Λονδίνου και Βρυξελλών.
Στερλίνα
Επενδυτές και τράπεζες εδώ και καιρό προβλέπουν ότι θα συναφθεί μια εμπορική συμφωνία, άρα η περίπτωση ενός ‘no-deal’ θα πλήξει τη λίρα, δήλωσαν διαπραγματευτές στην αγορά συναλλάγματος.
Ωστόσο το επενδυτικό κλίμα επλήγη όταν οι δυο πλευρές είπαν το Σάββατο ότι συνεχίζει να μην υπάρχει συμφωνία που να καλύπτει ετήσιες εμπορικές συναλλαγές αξίας σχεδόν 1 τρισεκ. δολαρίων, με τη στερλίνα να υποχωρεί έκτοτε έναντι του αμερικανικού νομίσματος.
Το σοκαριστικό αποτέλεσμα της κάλπης στο δημοψήφισμα του 2016 για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. οδήγησε τη λίρα σε απώλειες 8% έναντι του δολαρίου, που ήταν η μεγαλύτερη ημερήσια πτώση της από την εποχή που ξεκίνησαν οι κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες τη δεκαετία του 1970.
Εμπόριο
Στην περίπτωση μη συμφωνίας για το εμπόριο, η Βρετανία θα χάσει την πρόσβαση μηδενικών δασμών και ποσοστώσεων στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά των 450 εκατ. καταναλωτών, εν μία νυκτί.
Η Βρετανία θα υπαχθεί στους όρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τις εμπορικές της συναλλαγές με την 27μελή Ένωση. Θα επιβάλει τον νέο Παγκόσμιο Δασμό του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Global Tariff/UKGT) στις εισαγωγές από την Ε.Ε. ενώ η Ε.Ε. θα επιβάλει τους ενιαίους εξωτερικούς δασμούς στις βρετανικές εισαγωγές.
Προβλήματα θα δημιουργηθούν και στο εμπόριο, με τις τιμές να αναμένεται να αυξηθούν για τους Βρετανούς καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να προκληθεί αναταραχή στα σύνορα, ιδιαίτερα στα κύρια περάσματα, με τους ειδικούς να υποστηρίζουν ότι είναι πιθανόν να υπάρξουν ελλείψεις σε ορισμένα τρόφιμα στη Βρετανία καθώς η χώρα εισάγει το 60% των νωπών τροφίμων, ενώ προβλήματα πιθανόν να υπάρξουν στις βρετανικές εξαγωγές αρνιών στην Ε.Ε.. Οι δυσκολίες θα είναι μεγαλύτερες σε κλάδους που εξαρτώνται από τις λεγόμενες εφοδιαστικές αλυσίδες άμεσης παράδοσης ( ‘just-in-time’), όπως τα αυτοκίνητα, τα τρόφιμα και τα ποτά. Άλλοι κλάδοι που πιθανόν να επηρεαστούν είναι τα υφάσματα, τα φάρμακα, τα χημικά προϊόντα και τα προϊόντα πετρελαίου.
Η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βρετανίας, που αντιστοιχούσε στο 47% του εμπορίου της το 2019. Έχει εμπορικό έλλειμμα 79 δισεκ. λιρών με την Ε.Ε., με το πλεόνασμα των 18 δισεκ. στις υπηρεσίες να αντισταθμίζεται από έλλειμμα 97 δισεκ. λιρών στα προϊόντα.
Ακόμα και με μια συμφωνία, η Βρετανία αναμένει ότι χιλιάδες φορτηγά που θα προορίζονται για τις ευρωπαϊκές χώρες θα μείνουν σταθμευμένα στη νότια αγγλική κομητεία του Κεντ, με καθυστερήσεις έως και δύο ημέρες.
Αυτοκινητοβιομηχανία – Αλιεία
Ο αντίκτυπος θα είναι άμεσα αισθητός για την αυτοκινητοβιομηχανία τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ε.Ε., με τις βρετανικές εταιρίες να είναι αντιμέτωπες με δασμούς 10% σε όλες τις εξαγωγές αυτοκινήτων προς την Ε.Ε. και έως 22% για φορτηγά και οχήματα τύπου βαν εάν δεν επιτευχθεί εμπορική συμφωνία για το Brexit, σύμφωνα με 23 ενώσεις του κλάδου.
Το κόστος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα περάσει στους καταναλωτές, σύμφωνα με τις 23 αυτές ενώσεις, που προέβλεψαν κόστος 57,7 δισεκ. ευρώ για τα ευρωπαϊκά εργοστάσια και 52,8 δισεκ. ευρώ για τις βρετανικές μονάδες.
Στη Βρετανία, o Σύνδεσμος Κατασκευαστών και Εμπόρων Αυτοκινήτων (SMMT) ανέφερε ότι η μη επίτευξη συμφωνίας θα μειώσει την παραγωγή οχημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά 2 εκατ. αυτοκίνητα την επόμενη πενταετία και θα περιορίσει την ικανότητά της να αναπτύξει την επόμενη γενιά οχημάτων μηδενικών ρύπων.
Στο επίκεντρο βρίσκεται επίσης η έκβαση των διαπραγματεύσεων για τα δικαιώματα αλιείας καθώς θα έχει πολιτικές και οικονομικές συνέπειες, αν και από μόνη της η αλιεία συνεισέφερε μόλις το 0,03% του βρετανικού ΑΕΠ το 2019.
Η Γαλλία επιδιώκει μια συμφωνία που θα προστατεύει την πρόσβασή της στα βρετανικά αλιευτικά ύδατα για αρκετά χρόνια αλλά έχει πει στους αλιείς της να ετοιμάζονται για μικρότερη ψαριά.
Η οικονομία
Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τη Βρετανία και τα 27 κράτη – μέλη της Ε.Ε..
Η μη επίτευξη συμφωνίας θα αφαιρέσει επιπλέον 2% από το βρετανικό ΑΕΠ το 2021 ενώ θα οδηγήσει σε αύξηση τον πληθωρισμό, την ανεργία και τον δημόσιο δανεισμό, όπως έχει προβλέψει το βρετανικό Γραφείο Ευθύνης Προϋπολογισμού (OBR).
Το OBR ανέφερε ότι οι δασμοί βάσει των κανόνων του ΠΟΕ και τα προβλήματα στα σύνορα θα επηρεάσουν τομείς της οικονομίας, όπως ο μεταποιητικός, που εξήλθαν σχετικά αλώβητοι από την πανδημία της COVID-19.
Σύμφωνα με οικονομική μελέτη της ασφαλιστικής εταιρίας Allianz τον Νοέμβριο ένα σκληρό Brexit – μια απότομη, άτακτη έξοδος – μπορεί να κοστίσει στην Ε.Ε. έως και 33 δισεκ. ευρώ σε ετήσιες εξαγωγές, με τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία να υφίστανται το μεγαλύτερο πλήγμα.
Το σοκ δεν θα γίνει στον ίδιο βαθμό αισθητό στην ηπειρωτική Ευρώπη, με τις χώρες που πιθανόν να πληγούν χειρότερα να είναι οι Ιρλανδία, Ολλανδία, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Πορτογαλία, Πολωνία, Τσεχία, Κύπρος, Μάλτα και Ουγγαρία.
Το ινστιτούτο οικονομικών ερευνών Halle έχει προβλέψει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρίες που εξάγουν στη Βρετανία μπορεί να χάσουν πάνω από 700.000 θέσεις εργασίας εάν δεν υπάρξει εμπορική συμφωνία.
Ο Hylke Vandenbussche, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λέβεν του Βελγίου ανέφερε σε έκθεσή του πέρυσι ότι το Βέλγιο θα είναι το κράτος – μέλος της Ε.Ε. με το μεγαλύτερο πλήγμα συγκριτικά με το μέγεθός του, ιδιαίτερα στον τομέα τροφίμων, με την απώλεια 10.000 θέσεων εργασίας.
Βόρεια Ιρλανδία
Αμφότερες οι πλευρές θέλουν να αποφύγουν ένα σκληρό σύνορο μεταξύ της βρετανικής επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, που είναι μέλος της Ε.Ε.. Η εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Βόρειας Ιρλανδίας, που εντάσσεται στη συμφωνία αποχώρησης βάσει της οποίας η Βρετανία βγήκε από την Ε.Ε. στις 31 Ιανουαρίου, θα είναι περίπλοκη χωρίς μια εμπορική συμφωνία.
Βάσει της συνθήκης, η Βόρεια Ιρλανδία παραμένει, ουσιαστικά, στην ενιαία αγορά της Ε.Ε. για προϊόντα και είναι ευθυγραμμισμένη με τους τελωνειακούς της κανονισμούς μετά την 31η Δεκεμβρίου – σε αντίθεση με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο.
Δεν είναι ακόμα σαφές πώς θα λειτουργήσουν οι έλεγχοι, οι διευθετήσεις αλλά και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες μεταξύ της Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Αλλά χωρίς μια εμπορική συμφωνία, ο διαχωρισμός Βρετανίας – Βόρειας Ιρλανδίας θα γίνει ακόμα εντονότερος.
Ένα Brexit χωρίς εμπορική συμφωνία θα επιτρέψει στη Βόρεια Ιρλανδία να γίνει η πίσω πόρτα στην ενιαία αγορά της Ε.Ε., αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες ενός σκληρού συνόρου στο νησί της Ιρλανδίας για πρώτη φορά μετά την ειρηνευτική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998.
Πικρία
Και οι δύο πλευρές είναι πιθανόν να εξαπολύσουν εκατέρωθεν κατηγορίες για το οποίο χάος προκύψει μετά από μια έξοδο χωρίς συμφωνία, και η Ευρώπη θα είναι διαιρεμένη ενώ βρίσκεται αντιμέτωπη με τις προκλήσεις της ανόδου της Κίνας, της ρωσικής αυτοπεποίθησης και τον αντίκτυπο από την πανδημία της Covid-19.
Θα υπάρξει επίσης πικρία εντός της Ε.Ε., που θα χάσει μια από τις κορυφαίες στην Ευρώπη δυνάμεις σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική ισχύ και τις μυστικές πληροφορίες, τη δεύτερη μεγαλύτερή της οικονομία και το μόνο χρηματοπιστωτικό κέντρο που στέκεται ανταγωνιστικά απέναντι στη Νέα Υόρκη.
Η Βρετανία έτσι θα εξαρτάται περισσότερο από τη συμμαχία της με τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, η Βρετανία προωθεί νομοθεσία που θα της επιτρέψει να παρακάμψει τμήματα της συμφωνίας αποχώρησης που συνδέονται με τη Βόρεια Ιρλανδία, καθιστώντας ασαφές σε ποιο βαθμό θα είναι δυνατόν να εφαρμοστεί η συμφωνία διαζυγίου.
Σίτι του Λονδίνου
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική πρωτεύουσα είναι ήδη έτοιμη σε μεγάλο βαθμό για το Brexit καθώς μια εμπορική συμφωνία ποτέ δεν επρόκειτο να καλύπτει την πλέον ανταγωνιστική διεθνώς βιομηχανία της Βρετανίας.
Ενώ οι περισσότερες τράπεζες και επενδυτές έχουν βρει τρόπους για να διαχειριστούν την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε., ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος ενός δύσκολου Brexit θα είναι απρόβλεπτος και η Ε.Ε. πιθανόν να θελήσει να αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς από το Σίτι του Λονδίνου.