ΑΠΟΦΑΣΗ
Béla Németh κατά Ουγγαρίας της 17.12.2020 (αριθ. προσφ. 73303/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στην ιδιοκτησία και δικαιοστάσιο «μορατόριουμ»
Απόκτηση σε πλειστηριασμό ακινήτου από τον προσφεύγοντα. Μετά την κατακύρωση του ακινήτου σε αυτόν, ψηφίστηκε νόμος που ανέστειλε τις εξώσεις σε ακίνητα που είχαν κατασχεθεί και πλειστηριαστεί λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών των οφειλετών, για αόριστο χρονικό διάστημα προκειμένου να αποφευχθούν εξώσεις στο πλαίσιο άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Ο νόμος εξαιρούσε από την εφαρμογή τους κρατικούς φορείς.
Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και άνιση μεταχείριση.
Το Στρασβούργο δέχθηκε ότι το δικαίωμα του προσφεύγοντος για το ακίνητο που κατακυρώθηκε σε αυτόν, εμπίπτει στην έννοια της ιδιοκτησίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ. Επανέλαβε ότι οι παρεμβάσεις στην ιδιωτική περιουσία πρέπει να είναι νόμιμες, και πρέπει να επιδιώκουν νόμιμους στόχους.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αναστολή εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος δηλαδή για να προστατευτεί ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού από τον κίνδυνο να βρεθεί χωρίς στέγη. Επίσης το ΕΔΔΑ τόνισε ότι ο προσφεύγων δεν έχασε το δικαίωμα στην περιουσία του και ο επαχθής νόμος τροποποιήθηκε άμεσα. Κατά συνέπεια δεν υπήρχε παραβίαση του δικαιώματός του στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Επίσης το Στρασβούργο έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 14 και αθέμιτη διάκριση γιατί παρόλο που εξαιρούνταν οι κρατικοί φορείς από την εφαρμογή του νόμου, τα ακίνητα άνηκαν επί το πλείστον σε ιδιώτες, οπότε εν τοις πράγμασι ο νόμος αφορούσε τον ιδιωτικό τομέα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Béla Miklós Németh, είναι υπήκοος της Ουγγαρίας ο οποίος γεννήθηκε το 1948 και ζει στο Kistarcsa (Ουγγαρία).
Το 2014 ο προσφεύγων απέκτησε την κυριότητα ενός ακινήτου σε πλειστηριασμό που υπερθεμάτισε. Το ακίνητο πλειστηριάστηκε μετά από αναγκαστική κατάσχεση λόγω ληξιπρόθεσμης οφειλής. Μετά τον πλειστηριασμό ψηφίστηκε τροποποίηση του νόμου περί κατάσχεσης, θεσμοθετώντας προσωρινή αναστολή στις εξώσεις οι οποίες οφείλονταν σε μη καταβολή οφειλών σε μια προσπάθεια μετριασμού των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Ο περιορισμός δεν ίσχυε για το κράτος. Αρχικά δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εφαρμογής. Ο προσφεύγων δεν είχε ακόμη αποκτήσει το τίτλο επί του ακινήτου και ο οφειλέτης δεν μπορούσε πλέον να εξωθεί από την οικία του.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι μπόρεσε να αποκτήσει τον τίτλο και την κατοχή επί του ακινήτου δύο χρόνια μετά την κατακύρωση στον πλειστηριασμό.
Βασιζόμενος στα άρθρα 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία ιδιοκτησίας και περιουσίας) και 14 (απαγόρευση διακρίσεων), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι του είχε απαγορευτεί η χρήση της περιουσίας του και ότι είχε υποστεί διάκριση καθώς η σχετική νομοθεσία προστάτευε τους κρατικούς φορείς εις βάρος του ιδιωτικού τομέα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο προσφεύγων είχε την προσδοκία ότι θα αποκτούσε το περιουσιακό στοιχείο όταν είχε γίνει η κατακύρωση υπέρ του στον πλειστηριασμό. Ωστόσο, δε μπορούσαν να ενεργοποιηθούν τα δικαιώματα της Σύμβασης, καθώς δεν ήταν ακόμη ιδιοκτήτης. Η Κυβέρνηση τόνισε την κοινωνική ανάγκη των κρατικών μέτρων. Ωστόσο, ο προσφεύγων δήλωσε ότι το ακίνητο ήταν μέρος των περιουσιακών στοιχείων του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε δικαιολογημένη προσδοκία επί της ιδιοκτησίας του βάσει του ουγγρικού νόμου, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ως ιδιοκτησία του σύμφωνα με τους σκοπούς της Σύμβασης. Η προσφυγή κρίθηκε παραδεκτή.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι παρεμβάσεις στην ιδιωτική ιδιοκτησία πρέπει να είναι νόμιμες, πρέπει να επιδιώκουν νόμιμους στόχους υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και το κράτος έπρεπε να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των δικαιωμάτων του ατόμου.
Τα μέρη δεν αμφισβήτησαν ότι το Κράτος είχε κάνει χρήση της περιουσίας του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο συμφώνησε. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αναστολή των δικαστικών ενεργειών είχε νομική βάση. Ερωτήματα και ζητήματα σχετικά με την αβεβαιότητα του σχετικού νόμου ήταν ζητήματα δίκαιης ισορροπίας, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενέργειες του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση του μορατόριουμ ενέπιπταν εντός της διακριτικής του ευχέρειας και δεν ήταν «προφανώς χωρίς λογική βάση». Το μορατόριουμ πληρούσε τις απαιτήσεις δημοσίου συμφέροντος της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσωρινή αναστολή εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων ενέπιπτε στη κρίση των εθνικών αρχών. Το Δικαστήριο γνώριζε για την οικονομική κρίση στην Ουγγαρία κατά την εν λόγω περίοδο και την ανάγκη να αποφευχθεί μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να βρεθεί χωρίς στέγη. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι η αναστολή δεν είχε στερήσει τον προσφεύγοντα από τη νόμιμη προσδοκία του έναντι της περιουσίας του, απλώς καθυστέρησε να λάβει την κατοχή της εν λόγω ιδιοκτησίας του. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η νομοθεσία τροποποιήθηκε άμεσα.
Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν έφερε υπερβολική ατομική επιβάρυνση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Άρθρο 14
Το Δικαστήριο έκρινε το άρθρο 14 της Σύμβασης εφαρμοστέο. Επανέλαβε ότι τα κράτη απολάμβαναν ευρέως διακριτική ευχέρεια στον τομέα της στέγασης, λόγω των πολύπλοκων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρόλο που οι κρατικοί φορείς είχαν απαλλαγεί από το μορατόριουμ, αυτό πραγματοποιήθηκε με ορισμένες προϋποθέσεις σχετικά με τις ενέργειες που έπρεπε να ληφθούν.
Επιπλέον, οι κύριοι φορείς εκμετάλλευσης της περιοχής – δηλαδή οι ιδιοκτήτες μισθωμένων κατοικιών – υπάγονταν στον ιδιωτικό τομέα, οπότε αναπόφευκτα η αναστολή είχε εφαρμοστεί περισσότερο σε αυτούς. Τελικά, καθώς η κατάσταση του προσφεύγοντος δεν ήταν «σχετικά παρόμοια» με εκείνη των κρατικών φορέων, το Δικαστήριο δήλωσε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστη διάκριση.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).