Στους αρχαίους Έλληνες
Ηδη στην Μινωϊκή θρησκεία και στη συνέχεια από των Ομηρικών επών μέχρι των χρόνων της Κ. Διαθήκης είναι μαρτυρημένη η πίστη των αρχαίων Ελλήνων σε εμφανίσεις των θεών [θεοφανίες], είτε με τη μορφή, που νοούνται και παριστάνονται στην επίσημη θρησκεία και στην θρησκευτική κατασκευή ειδώλων, είτε υπό άλλη, επίσης ανθρώπινη συνηθέστατα, μορφή φανταστικού ή και πραγματικού ανθρώπου.
Έτσι ιστορείται για τους κατοίκους της “Μεγάλης Ελλάδος” στη Ν. Ιταλία, “ότι θεωρούσαν τον Πυθαγόρα θεό, άλλοι μεν ως τον Πύθιο Απόλλωνα, άλλοι δε ως τον Παιάνα, άλλοι δε ως τον Υπερβόρειο Απόλλωνα, άλλοι δε ως κάποιον άλλον από τους Ολύμπιους θεούς, διαφημίζοντες ότι εφάνηκε στους παλαιότερους με ανθρώπινη μορφή για να χαρίσει στη θνητή φύση το σωτήριο έναυσμα της ευδαιμονίας και φιλοσοφίας”[xxxvi].
«Ο Αριστοτέλης στα βιβλία του “Περί της Πυθαγορικής Φιλοσοφίας” παραδίδει, ότι οι άνθρωποι έκαναν μία τέτοιου είδους διαίρεση για τα απόρρητα, το ένα είδος του λογικού όντος είναι θεός, το δεύτερο άνθρωπος και το τρίτο κάτι σαν τον Πυθαγόρα. Και απολύτως δικαιολογημένα τον θεωρούσαν σαν τέτοιου είδους, γιατί μέσω αυτού απέκτησαν (οι άνθρωποι) μία ιδέα… για τα πάντα μέσα στον κόσμο… τα ορατά και τα αόρατα… και η ιδέα που απέκτησαν ήταν ορθή και ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα… για να μπορέσουν να διακρίνουν αρχές και αιτίες των πάντων, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από τον Πυθαγόρα»[xxxvii].
Και αυτός ο Πυθαγόρας, “ως να ήταν πραγματικά ο ίδιος θεός”, είπε προς τον Άβαριν τον Σκύθη από τους Υπερβόρειους, “ότι έχει έλθει για να υπηρετήσει και να θεραπεύσει τους ανθρώπους και γι’ αυτό είναι ανθρωπόμορφος, ώστε να μην ταράσσονται παραξενευόμενοι από την υπεροχή του και αποφεύγουν την μάθηση κοντά του”[xxxviii].
Στον Κρότωνα δε υποδεχθείς τους πρεσβευτές απ’ την Σύβαρη μίλησε κατά τέτοιο τρόπο, “ώστε και κάποιοι να τον νομίσουν ως τον Απόλλωνα”[xxxix].
Στον Ευριπίδη φέρεται να λέγει ο θεός Διόνυσος•
“αφού άλλαξα τη μορφή μου από θεού σε ανθρώπου ήρθα”[xl].
… και πιο κάτω στο ίδιο κείμενο• “άλλαξα και από θεός πήρα ανδρός μορφή κι ανθρώπου φύση”[xli].
Σαφής και πολύ χαρακτηριστική για την έντονη διαιώνια ιδέα περί θεανθρωπήσεως στους αρχαίους Έλληνες, ακόμη μέχρι και των χρόνων της Κ. Διαθήκης, είναι η μαρτυρία της, η οποία πληροφορεί ότι: κατά την επίσκεψη των αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου στα Λύστρα της Λυκαονίας, “οι όχλοι όταν είδαν τι πραγματοποίησε ο Παύλος”, ήτοι τη θαυματουργική θεραπεία του εκ γενετής χωλού, «φώναζαν δυνατά στη λυκαονική τους γλώσσα και έλεγαν:”Οι θεοί πήραν τη μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σ΄ εμάς”». Και ονόμαζαν τον μεν Βαρνάβα Δία, τον δε Παύλο Ερμή, γιατί αυτός κυρίως μιλούσε. Ο δε ιερέας του ναού του Διός ήθελε μαζί με το πλήθος να τους προσφέρει θυσία, ενώ οι Απόστολοι, κηρύσσοντες τον αληθινό Θεό, τον ζώντα, “μόλις και μετά βίας κατόρθωσαν να σταματήσουν τα πλήθη από το να τους προσφέρουν θυσία”[xliii]
Ένεκα τούτου και η προσδοκία θεανθρώπου λυτρωτού, “σωτήρα”, προβάλλει πιο έντονη και πιο έκδηλη στους αρχαίους Έλληνες. Αυτόν αναζητούντες στο πέρασμα των αιώνων, τον Ένα ύψιστο και μόνο Αληθινό Θεό, και ανικανοποίητοι από τους φανταστικούς θεούς, τους οποίους συνεχώς έπλαθαν λόγω αυτής της αναζήτησης, προσδοκούν και προαναγγέλλουν, ότι θα κατέλθει κάποτε ο Αναζητούμενος υπό μορφή ανθρώπου ως θεάνθρωπος σωτήρας και λυτρωτής, διότι με αυτόν τον τρόπο μόνο δύναται να γίνει γνωστός ο Θεός από τον άνθρωπο: δια της πραγματικής ενανθρωπήσεώς Του και δια της αυτοαποκαλύψεώς Του. Έτσι:
α.- Στον Αισχύλο (Προμηθέας Δεσμώτης): ο Προμηθέας, επειδή επαναστάτησε κατά της επί των πάντων κυριαρχίας του Δία, ήτοι επειδή βαρύτατα αμάρτησε, οφείλει ‘’να τιμωρηθεί’’, λόγω της ισχύουσας άτεγκτης τάξης, η οποία αξιώνει ανταπόδοση όσων έχουν διαπραχθεί (στίχ. 9-10)• οπότε καταδικάζεται στην τρομερή τιμωρία της προσπασσάλωσής του στον βράχο (12 εξ.). Από αυτή την τραγική του θέση εκφράζει προς στιγμή την ελπίδα, ότι θα συγχωρηθεί από τον Θεό, ο οποίος είναι δίκαιος μεν, αλλά και “μακρόθυμος” (στίχ. 187 ε.). Αλλά έπειτα προλέγει, ότι ο λυτρωτής του θα είναι το παιδί, το οποίο θα γεννηθεί από την παρθένα Ιώ και τον Θεό (στίχ. 772 ε., 834 ε., 848 ε.), θα είναι υιός Θεού και υιός Παρθένου, ήτοι θεάνθρωπος, που θα γεννηθεί υπερφυσικά. Ο παρθενογέννητος αυτός θεάνθρωπος θα καταλύσει το κράτος των παλαιών θεών και θα αφανίσει αυτούς και την δύναμή τους (908 ε., 920 ε.).
Και ο Ερμής προλέγει στον Προμηθέα, ότι δεν πρέπει να περιμένει το τέλος των βασάνων του πριν να φανεί κάποιος Θεός, ο οποίος θα τον διαδεχτεί στο μαρτύριο και ο οποίος εκούσια θα κατέβει στον σκοτεινό Άδη και στα ζοφερά βάθη του Ταρτάρου, γινόμενος έτσι εκούσιο εξιλαστήριο θύμα για τη λύτρωση του δεσμώτη, λόγω της αμαρτίας, ανθρώπου, (που είχε καταδικαστεί) με θεία δίκαιη εντολή:
“Τέρμα στον πόνο αυτή μη καρτερείς,
πριν κάποιος θεός τις συμφορές σου να σηκώσει
και στον ανήλιαγο Άδη αντί για σένα
στους άφεγγους κατέβει του Ταρτάρου βυθούς”
(στίχ. 1026 ε.)
Αρκεί η απλή αντιπαραβολή της μεγαλειώδους αυτής εικόνας και προρρήσεως προς το 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα, για να μείνει έκπληκτος κάποιος από το θάμβος της θείας Πρόνοιας, που κυβερνά τα πάντα, η οποία με τόσο θαυμαστό τρόπο προεξαγγέλλει τα θαυμάσια της λύτρωσης του ανθρώπου από τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή.
β. – Η έντονη αυτή στους αρχαίους Έλληνες θεανθρώπινη προσδοκία προβάλλει στην εποχή του Σωκράτη ακόμη πιο ξεκάθαρη και διδάσκεται απ’ αυτόν με πληρέστερη και καταπλήσσουσα διατύπωση.
Κατά τον Σωκράτη, η προσεχής κάθοδος του Θεού στους ανθρώπους υπό μορφή ανθρώπου είναι τόσο αναγκαία, ώστε πρέπει να αναμένεται με ανεπιφύλακτη βεβαιότητα. Η βεβαιότητα αυτή σιγοκαίει και μεγαλύνει την εκ μέρους των Ελλήνων ασίγητη νοσταλγία προς ενατένιση του θεανθρώπου λυτρωτού, ως του πραγματικού ιστορικού Προσώπου που προσδοκάται.
Έτσι, στην απολογία του φέρεται ο Σωκράτης υπό του Πλάτωνος να λέγει προς τους δικαστές του:
“την υπόλοιπη ζωή σας θα την περάσετε στον πνευματικό λήθαργο, εάν ο Θεός δεν στείλει κάποιον άλλον προς εσάς, φροντίζοντας για σας”[xliv].
Αν και αυτός ο προσδοκώμενος θεόπεμπτος, ο οποίος θα εγκαινιάσει στον κόσμο περίοδο αφύπνισης και εγρήγορσης, θα είναι δικαιότατος και μέχρι τον θάνατό του αμετακίνητος στην δικαιοσύνη, όμως θα θεωρηθεί από τους ανθρώπους άδικος και θα υποστεί ταπεινώσεις, εξευτελισμούς και μαρτυρικό θάνατο με ανασκολοπισμό, ήτοι δια καρφώματος πάνω στον σκόλοπα, πάνω σε ψηλό ξύλο. Ιδού επί λέξει το επίσης καταπληκτικό χωρίο του Πλάτωνος, η ανάγνωση του οποίου υπενθυμίζει τις περί δικαιοσύνης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του πάθους Του παραστατικές προφητείες του Ησαΐου, κεφ. 40 ε.
“Ας τον απογυμνώσουμε λοιπόν από όλα τα άλλα, εκτός από τη δικαιοσύνη… έτσι χωρίς να έχει κάμει ποτέ την παραμικρότερη αδικία, ας τον θεωρούν για τον χειρότερο κακούργο, για να περάσει η αρετή του από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες… και ας μη παραστρατήσει από τον δρόμο του, ώσπου να πεθάνει, έτσι που να περνά σ’ όλη του τη ζωή για άδικος, ενώ αυτός ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος… Και έτσι συμπεριφερόμενος ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα ριχτεί στις φυλακές, θα τυφλωθεί με πυρωμένο σίδερο, και τελευταία, αφού περάσει απ’ όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπιστεί”[xlv].
Η πρώτη Χριστιανική Γραμματεία θεώρησε αυτό το χωρίο ως σαφώς μεσσιανικό:
«Τι δε; δεν λέει παραπλήσια και η Γραφή; Ας απομακρύνουμε από μας τον δίκαιο, γιατί μας είναι δύσχρηστος. Ο Πλάτων προφητεύοντας, όχι μόνο τη σωτήρια οικονομία, στο δεύτερο (βιβλίο) της Πολιτείας λέγει τα εξής: “Και έτσι συμπεριφερόμενος ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα ριχτεί στις φυλακές• θα τυφλωθεί με πυρωμένο σίδερο, και τελευταία, αφού περάσει όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπιστεί (= παλουκωθεί)”»[xlvi].
Καταπληκτική για το θέμα μας είναι και η μεταξύ Σωκράτους και Αλκιβιάδη στιχομυθία στο ‘’Αλκιβιάδης δεύτερος’’ του Πλάτωνος [ΧΙΙΙ-ΧΙV, 150D ε.] που είναι αφιερωμένοστο θέμα της προσευχής.Ο Σωκράτης αναπτύσσει τις εξής αλήθειες: α) ότι οι προσευχόμενοι δεν γνωρίζουν ποιος είναι το πραγματικό τους συμφέρον, ώστε αυτό να ζητούν από τους θεούς• γι’ αυτό πολλές φορές ζητούν αυτά που δεν είναι για το συμφέρον τους, μεταξύ των οποίων ζητούν και το κακό των άλλων, β) ότι η προσευχή δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, εάν η υλική θυσία δεν προσφέρεται από ψυχή ευσεβή και δίκαιη: ‘’καθόσον μάλιστα θα ήταν φοβερό αν οι θεοί μας απέβλεπαν στα δώρα και στις θυσίες, και όχιστην ψυχή,αν δηλαδή κάποιος είναι ενάρετος και δίκαιος’’ και γ) ότι, τούτων εχόντων, η δια της προσευχής επικοινωνία με τον Θεό δεν είναι τόσο εύκολη, όσο φαίνεται, δεν είναι απαλλαγμένη από σφάλματα και κινδύνους και δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική. Από αυτά συνάγει ο Σωκράτης το συμπέρασμα, ότι στον άνθρωπο δεν υπολείπεται τίποτε άλλο παρά κατ’ ανάγκη να περιμένειμέχρι να φθάσει ο καιρός να διδαχθεί από κάποιονπως να συμπεριφέρεται προς τους θεούς και τους ανθρώπους,
“Είναι λοιπόν αναγκαίο να περιμένει κανείς, μέχρις ότου μάθει πως πρέπει προς τους θεούς και τους ανθρώπους να συμπεριφέρεται”.
Στην συμπερασματική αυτή διαπίστωση ο Αλκιβιάδης ερωτά:
“Πότε λοιπόν θα ‘ρθεί αυτός ο χρόνος, ω Σωκράτη, και ποιος είναι αυτός που θα τα διδάξει; Διότι πάρα πολύ ευχάριστα, νομίζω, θα έβλεπα αυτό τον άνθρωπο ποιος είναι”.
Στην ερώτηση αυτή ο Σωκράτης απαντά, ότι ο Αναμενόμενος Διδάσκαλος είναι:
“αυτός ο οποίος φροντίζει και για σένα”.
Η φροντίδα για όλους του ανθρώπουςείναι το έργο του Αναμενόμενου Διδασκάλου της Ανθρωπότητας. Για να τον γνωρίσει όμως εκείνος που θέλει, οφείλει πρώρα να αφαιρέσει από την ψυχή του την αχλύ (την πυκνή ομίχλη) με τον τρόπο, σύμφωνα με την αφήγηση του Ομήρου, που και η Αθηνά αφαίρεσε από τα μάτια του Διομήδη την αχλύ,
“ώστε καλά να ξεχωρίζεις τον θεό από τον άνθρωπο”[xlvii].
Επ’ αυτών λέγει ο Αλκιβιάδης:
“Ας τα αφαιρέσει λοιπόν, είτε το θάμπωμα θέλει, είτε οτιδήποτε άλλο• γιατί εγώ είμαι προδιατεθειμένος να μην αποφύγω τίποτε από όσα με διατάξει εκείνος, όποιος τυχόν κι αν είναι ο άνθρωπος αυτός, αν βέβαια πρόκειται να γίνω καλύτερος”.
Με την ομολογία αυτή ο Αλκιβιάδης εκδηλώνει α) τον πόθο του να γίνει καλύτερος του εαυτού του β) την εκ των προτέρων πεποίθησή του, ότι η βελτίωση του θα γίνει μόνο δια του Αναμενομένου Διδασκάλου και γ) την εσωτερική του προετοιμασία για αποδοχή των εντολών του Διδασκάλου χωρίς αντιρρήσεις.
Στο άκουσμα της τριπλής αυτής ομολογίας ο Σωκράτης επαναλαμβάνει, ότι ο μελλοντικός Διδάσκαλος, ο Αναμενόμενος,
“είναι βέβαιο ότι θα επιδείξει αξιοθαύμαστη προθυμία για σένα”•
έχει (τουτέστι, είναι βέβαιο ότι θα επιδείξει• είναι προφητική η χρήση του ενεστώτα) αξιοθαύμαστη φροντίδα για τον Αλκιβιάδη, δηλ. για τον κάθε άνθρωπο. Ήδη και πριν την εμφάνισή του στον κόσμο ο Αναμενόμενος έχει υπό την πλήρη φροντίδα του όλους τους ανθρώπους.
Σ’ αυτήν την περίπτωση – λέει ο Αλκιβιάδης , συμφωνούντος και του Σωκράτη – πρέπει να αναβάλλουμε την προσφορά θυσίας ‘’μέχρι τότε’’, δηλ. μέχρι του χρόνου, κατά τον οποίο ο Αναμενόμενος Διδάσκαλος θα μας διδάξει περί του πως πρέπει να προσευχόμαστε. Και ο Αλκιβιάδης παρατηρεί συμπερασματικά:
“στους θεούς δε και τα στεφάνια και όλα τα άλλα που ταιριάζουν, τότε θα τα προσφέρουμε, όταν δω να φθάνει εκείνη η μέρα.Θα έλθει δε όχι μετά από πολύ, εφ’ όσον αυτοί (οι θεοί) το θέλουν”. Στο τέλος δε του διαλόγου ο Σωκράτης λέγει, ότι διατρέχουν περίοδο “κλύδωνος”.
Από τον διάλογο αυτό προκύπτουν τα εξής:
α) ότι υπήρχε έντονη η προσδοκία περί προσεχούς παρουσίας κάποιου Υπερανθρώπου στη γη, ο οποίος, ως κατ’ εξοχήν αυθεντικός και με δικό του κύρος Παιδαγωγός και Διδάσκαλος, θα αποκάλυπτε στους ανθρώπους την αληθινή Θρησκεία [πως πρέπει προς θεούς να διακείμεθα] και την αληθινή Ηθική [πως πρέπει προς τους ανθρώπους να διακείμεθα] και θα παρείχε σαφείς εντολές, οι οποίες θα οδηγούσαν στην βελτίωση των ανθρώπων, οι οποίοι θα υποταχθούν στο υπεράνθρωπο αυτόνομο κύρος του Διδασκάλου (δεν θα αποφύγω τίποτε από εκείνα που προστάζει εκείνος, εάν πρόκειται βέβαια να γίνω καλύτερος).
β) Ότι η έντονη αυτή προσδοκία οφειλόταν στο συναίσθημα του ανθρώπου, πως η ψυχή του έχει συσκοτισθεί από την αχλύ στο μέσο “κλύδωνος”, η οποία καθιστά αδύνατη την λειτουργία των πνευματικών του οφθαλμών, οι οποίοι γι’ αυτό ποθούν το φως, και στο συναίσθημα, ότι υφίσταται ανάγκη βελτίωσης, την οποία οι άνθρωποι προσμένουν από τον προσδοκώμενο Διδάσκαλο ως δυνατή μόνο από αυτόν.
γ) Ότι λόγω αυτής της αυτεπιγνώσεως και της έντονης προς βελτίωση προσδοκίας έχουν οι άνθρωποι προετοιμαστεί για να δεχτούν ανεπιφύλακτα την αυθεντία του Μέλλοντος Διδασκάλου και
δ) ότι αυτός δεν θα αργήσει να εμφανιστεί, όπου να ‘ναι θα έλθει, μέχρις ότου δε έλθει, πρέπει να μην συνεχίζεται η λατρεία με τον λανθασμένο τρόπο που τελείται, αλλά να αναβληθεί κάθε λατρειακή εκδήλωση, για να διαφωτιστεί ο άνθρωπος με τον καιρό περί της αληθινής και θεοπρεπούς λατρείας από τον Προσδοκώμενο Υπεράνθρωπο Διδάσκαλο.
Γι’ αυτό εύλογα αναφωνεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: “Δεν νομίζω ότι μπορούσε από τους Έλληνες σαφέστερα να επικυρωθεί ο Σωτήρας μας”[xlviii].
Συμπέρασμα
Καταδείξαμε ήδη, ότι ούτε η Φιλοσοφία, ούτε τα Μυστήρια κατόρθωσαν να προσφέρουν στον άνθρωπο αληθινή θεογνωσία και πραγματική κοινωνία με τον Θεό, δηλ. αληθινή λύτρωση. Φιλοσοφία και μυστήρια, νοητική λειτουργία και εποπτικό βίωμα, παρέμειναν στο στάδιο της ανάτασης προς τον Άφθαστον και της αναζήτησης του Αγνοούμενου. Παρέμειναν υποκειμενικές προσπάθειες, οι οποίες δεν κατόρθωσαν να φθάσουν το αντικείμενο της επιδιώξεώς τους. Δεν μπόρεσε μέσω αυτών ο άνθρωπος να γνωρίσει τον Θεό ούτε να ενωθεί με αυτόν, ώστε να μένει με τον Θεό και ο Θεός με αυτόν. Το λυτρωτικό αυτό ιδεώδες παρέμεινε νοσταλγία, η μεταξύ Θεού και ανθρώπου απόσταση παρέμεινε αγεφύρωτη, η νοσταλγία απραγματοποίητη και η λύτρωση, και ως αληθινή θεογνωσία και ως ένωση με τον Θεό, απραγματοποίητη, ενώ συγχρόνως αυτή αποτελούσε το πιο βαθύ ύψιστο επιτακτικό αίτημα της ανθρώπινης καρδιάς. Ο άνθρωπος αισθανόταν, την ανάγκη να βρει λύτρωση πραγματική, όπως ο ασθενής ζει την επιτακτική ανάγκη της ιάσεώς του. Οι πάντες αναζητούσαν λυτρωτή, ως σωτήρα και συγχρόνως ιατρό από τα δεινά της άγνοιας, της πλάνης και του εν τω κόσμω Κακού.
Προς στιγμήν η Στωική και η Επικούρειος φιλοσοφία στράφηκε προς το ιδανικό Ανώτερου Ανθρώπου, ώστε σε κάποιον από αυτούς που εκπλήρωσαν ή πραγματοποίησαν στο παρελθόν αυτό το ιδανικό να βρει ο άνθρωπος, τουλάχιστον, πρότυπο και κανόνα ζωής.
Ο Σενέκας πληροφορεί για τον Επίκουρο τα εξής: Οφείλουμε, λέει ο Επίκουρος, να αναζητήσουμε έναν οποιονδήποτε ευγενή άνθρωπο, τον οποίο να έχουμε πάντοτε προ οφθαλμών, για να ζούμε όπως αυτός, να μας αντικρύζει και να πράττουμε πάντοτε σαν αυτός να το βλέπει[xlix].
Και συνεχίζοντας ο Σενέκας γράφει προς τον φίλο του την ακόλουθη σύσταση: Ας έχει η καρδιά σου Κάποιον, για να τον τιμάς με κάποιο σεβασμό, ο οποίος να αγιάζει και την εσώτατή σου ύπαρξη. Ω! ευτυχής όποιος, και μόνο που σκέπτεται Εκείνον, και χωρίς την παρουσία του, βελτιώνεται! Αλλ’ ευτυχής και εκείνος, ο οποίος γνωρίζει να σέβεται κάποιον τόσο, ώστε, και μόνο με τον να τον σκέπτεται ρυθμίζει και διαπλάσσει τον εαυτόν του, σύμφωνα με την σκέψη για Εκείνον…
Διάλεξε λοιπόν και για τον εαυτό σου έναν Κάτωνα ή… έναν Λαίλιο… έναν οιονδήποτε, του οποίου η συμπεριφορά και ο λόγος να σου αρέσει, ο οποίος στην φυσιογνωμία του να φανερώνει αξιαγάπητη ψυχή: αυτόν, τον προστάτη σου, το πρότυπό σου, κράτα αδιαλείπτως μπροστά στα μάτια σου.
Σου λέω, έχουμε ανάγκη Κάποιου Ενός, σύμφωνα προς τον οποίον θα διαμορφωθεί ο χαρακτήρας μας. Χωρίς κανόνα δεν θα μπορέσεις να εξουδετερώσεις την παρεκτροπή[l].
Αλλ’ όπως ήταν φυσικό, ούτε μεταξύ των ζώντων ούτε μεταξύ των τεθνεώτων ήταν δυνατό να βρεθεί ο Ιδεώδης Άνθρωπος, ο οποίος να αποτελέσει για όλους τους ανθρώπους το αναζητούμενο κοινό ιδανικό πρότυπο για να ρυθμίσει τη ζωή του. Άλλοι μεν θεωρούσαν αυτόν, άλλοι δε τον άλλον και η έριδα περί του ποιος εξ αυτών είναι ο μεγαλύτερος καθιστούσε τους πάντες μικρούς, που υπολείπονταν του αναζητούμενου.
Εξ αυτού κατάλαβαν οι πάντες, τελικά, την ανάγκη να αποβλέψουν σε υπεργήϊνη βοήθεια, για να βγουν από την κατάσταση της αδυναμίας και του ανικανοποίητου, την οποία αισθανόντουσαν τόσο επώδυνη. Έτσι η λυτρωτική ανάγκη απέβη θρησκευτική. Εφόσον ούτε από μέσα, από τη φιλοσοφική ενόραση και τα βιώματα των μυστηρίων, ούτε από έξω, από τους αναζητηθέντες ιδανικούς ανθρώπους, επερχόταν η ποθούμενη λύτρωση. Μία οδός υπολειπόταν για να εύρει ο άνθρωπος την Αλήθεια και την ευτυχία: ηάνωθεν,δια της αποκαλύψεως αυτών από αυτόν τον ίδιο τον Θεό και την άμεση επικοινωνία του ανθρώπου με αυτόν, αλλά η επικοινωνία αυτή να είναι πραγματική.
Ο άνθρωπος ζητεί και θέλει να δει και να ακούσει τον Θεό, για να πειστεί, ότι βρίσκεται προ αυτού και να μπορέσει να ενωθεί πραγματικά μαζί του, ώστε να είναι πεπεισμένος, ότι Τον κατέχει και ζει σε αυτόν μαζί του.
Προσέτι κρινόταν, ότι ο ίδιος ο Θεός πρέπει να κατέβει στους ανθρώπους, διαφορετικά γινόταν ανέφικτη η λύση του δράματος από τους ανθρώπους. Να κατέβει όμως στο κόσμο, χωρίς συγχρόνως να παύσει να τελεί και εκείνα που είναι πέραν του κόσμου, καθώς αρμόζει στον Θεό, θεοπρεπώς.
Απ’ εδώ προέκυψε η έννοια του Θεού Λόγου ως μεσίτη μεταξύ Θεού και κόσμου, του Θεού προερχομένου από Θεό, για να καταστήσει τον Θεό ορατό στον εαυτό Του και να συνδέσει τα διεστώτα, συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με τον Θεό και ανάγοντάς τον στο λυτρωτικό ιδεώδες της θεώσεως. Γι’ αυτό και όταν ακούστηκε το Ευαγγέλιο:
“και ο Λόγος έγινε άνθρωπος
κι έστησε τη σκηνή Του ανάμεσά μας
και είδαμε τη θεϊκή του δόξα,
τη δόξα που ο μοναχογιός έχει απ’ τον Πατέρα,
γεμάτος χάρη και αλήθεια”,[li]
τότε μόλις και τότε μόνο, μόνο στο άκουσμα και στο βίωμα τούτο της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου ζεύχτηκε και συνεπώς τερματίστηκε για τον άνθρωπο η μεταξύ αυτού και του Θεού απόσταση, η οποία προηγουμένως χώριζε τον άνθρωπο από τον Θεό, και πραγματοποιήθηκε η πραγματική λύτρωση δια του μόνου πραγματικού και ορατού Λυτρωτή. Με την συγκατάβασή Του να ενανθρωπήσει ο Θεού Λόγος Θεός, ένωσε στον εαυτό Του τα πριν χωρισμένα, αποκάλυψε με τον Εαυτό του και δια του Εαυτού του τον από αιώνων αναζητούμενον Έναν Αληθινό Θεό, ήτοι την αληθινή θεογνωσία, κατέστησε δια του Εαυτού Του και με τον Εαυτό του προσιτό τον Θεό στον άνθρωπο και τον ένθεο βίο δια της εν Χριστώ ζωής, συμφιλίωσε τα πριν χωρισμένα, κατάργησε την θλίψη. Και έσωσε με την διδασκαλία Του από την ενοχή και δουλεία της αμαρτίας, δια της αντί ημών και υπέρ όλων των ανθρώπων εφ’ άπαξ και στο διηνεκές θυσίας Του και δια της αναστάσεώς Του, δια των οποίων ο άνθρωπος ανέκτησε την παραδείσια κατάσταση της άμεσης κοινωνίας με τον Θεό, της αθανασίας, της αιώνιας ζωής και της πλήρους χαράς και μακαριότητας.
Από αυτά καταφαίνεται, ότι οι Έλληνες περισσότερο από όλους τους άλλους λαούς της οικουμένης εμφάνιζαν ιδεολογική και εννοιολογική προπαρασκευή προς υποδοχή και οικείωση του Θεανθρώπου. Ένεκα δε τούτου και, όταν εμφανίστηκε, Τον δέχτηκαν και ενστερνίστηκαν και έφεραν το καλό μήνυμα γι’ Αυτόν και διερεύνησαν και διατύπωσαν το εξ αποκαλύψεως περιεχόμενο των νέων πνευματικών και ηθικών αξιών της νέας θρησκείας της χάριτος, διαμορφώσαντες, με την σύγκραση αυτού με τον Ελληνικό πνευματικό θησαυρό, το απαράμιλλο θαύμα του διαφωτίσαντος την οικουμένη ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, ο οποίος περικλείει, εκπροσωπεί και ακτινοβολεί έκτοτε ανά τον κόσμο τις υψηλότερες πνευματικές αξίες, θρησκευτικές, ηθικές, ανθρωπιστικές, οι οποίες θεώνουν τον άνθρωπο, υπό την ορθή της θεώσεως έννοια, δια της εν Χριστώ ζωής.
Στους Ρωμαίους
α. Ο Κικέρων [lii], αναφέροντας, ότι οι αρχαίοι χρησμοί των Σιβυλλών είχαν αναγγείλει την έλευση ενός Βασιλέα, τον οποίο όφειλαν να αναγνωρίσουν εκείνοι, που ήθελαν να σωθούν[liii], προβλέπει μία εποχή, κατά την οποία ‘’παντού θα κυβερνά του λοιπού ένας Διδάσκαλος και Κυρίαρχος, ο Θεός’’. Αλλού δε τονίζει, ότι δεν είναι καθόλου αδύνατο να κατέβει ο Θεός από τον ουρανό, ο Οποίος θα επισκεφθεί τους ανθρώπους και θα συναναστραφεί με αυτούς ως θεάνθρωπος, και ερωτά:
“Εάν τούτο υπάρχει στα βιβλία, προς ποιον άνθρωπο και προς ποιον χρόνο υπάρχει;”.
Δεν είναι προφανές ότι την απάντηση στο ερώτημα αυτό την έδωκαν ο Πιλάτος, όταν, δεικνύοντας τον Ιησού είπε, “Ίδε ο άνθρωπος”[liv], και ο Απ. Παύλος με όσα έγραψε, ότι δηλ. τούτο έγινε, “όταν ήλθε ο καιρός που είχε καθορίσει ο Θεός”[lv] το οποίο, όπως θα δούμε ευθύς κατωτέρω, τόσο δυνατά προαισθάνθηκε και προανήγγειλε ο Βιργίλλιος:
β.-Ο P. Vergilius Maro, στην Δ’ των “Εκλογών” του [41 π.Χ.], αναφερόμενος στην εκπλήρωση των χρησμών, που πλησιάζει, εκ των οποίων και μνημονεύει αυτούς της Κυμαίας Σιβύλλης, λέγει (στίχ. 4-20),
Η ύστατη της Κυμαίας ωδής εποχή έφθασε ήδη:
Μεγάλη τάξη των αιώνων γεννιέται εξ υπαρχής. Ήδη και η Παρθένος (αστερισμός) επανέρχεται, επανέρχονται τα Κρόνια Βασίλεια.
Ήδη νέα γενεά αποστέλλεται από τον υψηλό ουρανό.
Συ δε, όταν θα γεννάται το παιδί, δια του οποίου η κατ’ αρχάς σιδηρά (γενεά) θα τελειώσει και σε όλο τον κόσμο νέα θ’ ανατείλει γενεά, αγνή Φαεσφόρε, προστάτευσέ το: ήδη βασιλεύει ο Απόλλωνάς σου.
Και για σένα το κόσμημα τούτο του αιώνα, ενώ συ θα είσαι ύπατος θα εισέλθει, ο Πόλλιος,[lvi] και θα αρχίσουν να προχωρούν οι μεγάλοι μήνες.
Ενώ εσύ θα ηγεμονεύεις, εάν παραμένουν κάποια ίχνη της ασέβειάς μας, ακυρούμενα, διαλύουν από την οικουμένη τον διαρκή τρόμο.
Εκείνος (το προσδοκώμενο παιδί) θα εισδεχθεί τον Θεόν Αυτοζωή, και θα δει τους θεούς να αναμιγνύονται με τους ήρωες της πίστεως και Αυτός θα φανερωθεί σε εκείνους, και θα κυβερνήσει την ειρηνεύουσα οικουμένη με τις προγονικές αρετές.
Και σε σένα, Παιδί, θα προσφέρει η γη τα πρώτα της δωράκια, που φύονται χωρίς καλλιέργεια, τους ατάκτως περιφερόμενους καρπούς του κισσού μαζί με το φυτό της βάκκαρης και η κολοκασία θα φουντώσει ανάμικτη με την γελώσα άκανθα.
Επακολουθεί περιγραφή της αναμενόμενης νέας κατάστασης με όμοιες ποιητικές εικόνες, οι οποίες υπενθυμίζουν την παραδείσια προπτωτική εποχή, την αφετηριακή χρυσή εποχή της ανθρωπότητας, η οποία βαθειά νοσταλγείται, της οποίας προαναγγέλλεται ο επανεγκαινιασμός από το Προσδοκώμενο Παιδί. Μετά δε η έξαρση του ποιητή αποκορυφώνεται στην ακόλουθη μεγαλειώδη προσφώνηση προς τον Προσδοκώμενο Θεάνθρωπο, επ’ ευκαιρία της προσέγγισης του χρόνου της ενανθρωπήσεώς Του:
“Πρόσελθε στις μεγάλες τιμές, θα φθάσει όσον ούπω ο χρόνος, πολυτίμητε απόγονε των θεών, μεγάλε βλαστέ του Διός. Πρόσβλεψε προς τον κλονιζόμενο από το κυρτωμένο βάρος κόσμο και ακόμη προς τα χωράφια και τις εκτάσεις της θαλάσσης και τον βαθύ ουρανό. Πρόσβλεψε, πως τα πάντα σκιρτούν για τον ερχόμενο αιώνα”.
και σε ελεύθερη απόδοση:
Έφθασε ήδη το τέλος της εποχής των χρησμών της Κυμαίας Σιβύλλης. Επίκεινται έναρξη νέας χρονικής περιόδου, περιόδου παγκόσμιας τάξης. Το Παρθενικό Άστρο θα αναλάμψει όσον ούπω και όσον ούπω φθάνει η επάνοδος της αρχικής βασιλείας του ύψιστου Θεού. Όσον ούπω νέα [χρυσή] γενεά στέλλεται άνωθεν από τα ουράνια ύψη στην γη.
Συ λοιπόν, Φωτεινή επιλόχια θεά, προστάτευσε [την Μητέρα], κατά την στιγμή που θα γεννιέται από αυτή το Βρέφος, δια του οποίου θα λήξει η προηγούμενη σιδηρά [=δυστυχής] γενεά, για πρώτη φορά [στην παγκόσμια Ιστορία], και νέα γενεά [ευτυχής] θα ανατείλει σε όλο τον κόσμο. Άρχισε ήδη να βασιλεύει ο πάμφωτος Ένας Θεός. Το κόσμημα αυτό του αιώνος [το θείο Βρέφος] θα ‘ρθεί [στον κόσμο] κατά την διάρκεια της υπατείας σου, ω Πολλίον, και θα αρχίσουν να διαδέχονται ο ένας τον άλλο οι μεγάλοι [= οι ευτυχείς της νέα Περιόδου] μήνες. Εάν δε απομένουν ακόμη ίχνη της ασέβειάς μας, αυτά, εξαλειφόμενα κατά την διάρκεια της ηγεμονίας σου, θα ελευθερώσουν την οικουμένη από τον διαρκή τρόμο. Εκείνος [το Παιδί, το θείο Βρέφος] θα ενσαρκώσει στον Εαυτό του τον Θεό, την Αυτοζωή, και θα δει τους ηρωϊκούς οπαδούς [Του] να συναναστρέφονται τις θείες δυνάμεις και ο Ίδιος θα αποκαλυφθεί σε αυτούς και θα κυβερνήσει με τις προγονικές αρετές την οικουμένη, η οποία θα διάγει ειρηνικά.
Και η γη θα προσφέρει σε Σε, ω [θείο] Βρέφος, ατάκτως περιφερόμενους κισσούς μαζί με το φυτό της βάκκαρης , ως πρώτα μικρά δώρα, που φύονται χωρίς καλλιέργεια, και η κολοκασία[lvii] θα φουντώσει ανάμικτη με την γελώσα άκανθα…
Έλα (λοιπόν) προς τις μεγάλες τιμές, πολυτίμητε Υιέ Θεού, Μεγάλε Υιέ του Υψίστου, όσον ούπω φθάνει η εποχή. Ρίξε το βλέμμα Σου στην ανθρωπότητα, που κλονίζεται από το βάρος της δυστυχίας, το οποίον την εκύρτωσε, και σε όλη τη γη και τις εκτάσεις της θάλασσας και στο βαθύ ουρανό• ρίξε το βλέμμα Σου [και δες], πως τα πάντα σκιρτούν για την εποχή, η οποία όσον ούπω φθάνει”.
Μετά από αυτά ο ποιητής εύχεται για τον εαυτό του να μπορούσε να διατηρήσει τη ζωή του και τη δύναμη του, για να πανηγυρίσει τα ωραία αυτά γεγονότα, και καταλήγει με μια προσλαλιά και πάλι προς το Προσδοκώμενο θεογέννητο Παιδί, του Οποίου βλέπει το μειδίαμα προς την Μητέρα, που το κυοφόρησε, βλέπει δηλ. σε προφητική ενόραση το Θείο Βρέφος να φέρεται στην αγκαλιά από την Θεομήτορα!
Χαρακτηριστικό είναι , ότι ο Μ. Κων/νος σε “λόγο, τον οποίο έγραψε στον σύλλογο των αγίων”, δηλ. προς ους Πατέρες της Α’ στη Νίκαια Οικουμενικής Συνόδου, αναφέρθηκε στην 4η εκλογή του Βιργιλίου σε ελληνική μετάφραση και την ερμήνευσε χριστολογικά ως μεσσιανική πρόρρηση• ιδού η σχετική περικοπή:
“Τούτον διαδέχτηκε ο Τιβέριος,
κατά τον χρόνο του οποίου έλαμψε η παρουσία
του Σωτήρος και επικράτησε το μυστήριο της αγιωτάτης θρησκείας,
συγκροτήθηκε δε η νέα γενεά των ανθρώπων,
περί της οποίας νομίζω ότι ομιλεί ο σπουδαιότατος
των ποιητών της Ιταλίας.
Τότε δε παρουσιάστηκε νέο γένος ανθρώπων•[lviii]
Και πάλι σε άλλο χωρίο των Βουκολικών:
Σικελίδες Μούσες, ας υμνήσουμε μεγάλη είδηση[lix]
Τι είναι από αυτό φανερώτερο; Διότι προσθέτει:
Ακούστηκε πάλι ο χρησμός της Κύμης.[lx]
Υπαινίσσεται έτσι την Κυμαία Σίβυλλα. Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά, αλλά προχώρησε περαιτέρω σαν η ανάγκη να ποθούσε τη μαρτυρία του. Τι λέγει; (πάλι)
Πάλι ξεκίνησε ο ιερός κύκλος των αιώνων
πάλι έρχεται παρθένα που φέρει αγαπητό βασιλέα[lxi].
Ποια λοιπόν είναι η επανερχόμενη παρθένα;
Δεν είναι αυτή, η οποία έγινε πλήρης και έγκυος από το Άγιο Πνεύμα;
Και τι εμποδίζει την έγκυο να είναι δια παντός κόρη και να μένει
δια παντός παρθένα;
Θα επανέλθει δε εκ δευτέρου, όταν και ο Θεός έλθει εκ δευτέρου
να ανακουφίσει την οικουμένη.
Και προσθέτει ο ποιητής•
Τον δε προσφάτως γεννηθέντα, φωτοφόρα Σελήνη,
Τον προερχόμενο αντί σιδερένιας από χρυσή γενεά, προσκύνει.
Από αυτό τον άρχοντα τα μεν ανθρώπινα έλκη όλα θεραπεύονται,
Οι δε στεναγμοί των ασεβών καταπραΰνονται[lxii].
Κατανοούμε λοιπόν (συνεχίζει ο αυτοκράτορας) όλα αυτά σαφώς και μυστικώς, τα οποία διατυπώθηκαν αλληγορικά, εις τρόπον ώστε αυτοί που τα εξετάζουν βαθύτερα να ανάγουν το νόημα των στίχων στη θεότητα του Χριστού. Για να μη μπορεί δε κάποιος από τους δυνάστες της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας να κατηγορήσει τον ποιητή, ότι γράφει αντίθετα από τους πατροπαράδοτους νόμους και ότι απορρίπτει, εκείνα που πίστευαν από παλαιά οι πρόγονοί του για τους θεούς, επισκιάζει την αλήθεια. Γιατί νομίζω, ότι γνώριζε τη μακάρια και επώνυμη θυσία του Σωτήρος. Για να αποφύγει δε την αγριότητα της σκληρότητας, οδήγησε τη διάνοια των ακροατών του προς τη δική τους συνήθεια και λέγει ότι πρέπει να ιδρύσουν βωμούς και να κατασκευάσουν ναούς και να τελούν θυσίες στον προσφάτως γεννηθέντα. Ακολούθως δε προσέθεσε και τα λοιπά για τους φρόνιμους. Διότι λέει:
“Βίον θεού αφθάρτου θα λάβει και θα συναθροίσει
πλήθος ηρώων μαζί μ’ εκείνον, και αυτός
θα φανεί στην πατρίδα και στους ποθητούς μακάριους,
κυβερνώντας του κόσμου τα ηνία με πατροπαράδοτες αρετές.
Για σε δε, πρώτα δώρα παράγει η γη,
Κριθάρι και κύπερη μαζί με άνθος κουκιών”[lxiii].
Και συνεχίζοντας την μνημόνευση και την δια μακρών ερμηνεία των στίχων του Βιργιλίου, εις τον Σωτήρα Χριστό, το έργο του και την εγκαινιαζόμενη νέα εποχή, που αναφέρονται αυτοί οι στίχοι, ο Μ. Κων/νος συμπεραίνει:
“Κάποιος από τους ανόητους θα νόμιζε ότι αυτά λέγονται για τη γέννηση κάποιου ανθρώπου… Αλλά και των στοιχείων η χαρά χαρακτηρίζει κάθοδο Θεού, όχι κύηση κάποιου ανθρώπου…”[lxiv].
Χαρακτηριστικό επίσης, είναι, ότι η συνείδηση της επίσημης Χριστιανικής Εκκλησίας αναγνώριζε την πρόρρηση αυτή του Βιργιλίου ως αναφερόμενη στον Σωτήρα Κύριο Ιησού Χριστό.
γ.– Συντομότερη, αλλά εξίσου έντονη επίκληση προς τον Θεό του Φωτός απευθύνει και ο Οράτιος, και η οποία εκφράζει την νοσταλγία για εξαγνισμό και λύτρωση, της οποίας την εκπλήρωση αποδέχεται η ανθρωπότητα από τον Ύψιστο Θεό, αφού και αυτών ακόμη των αγνών παρθένων οι δεήσεις προς την θέα Εστία απέβησαν μάταιες:
“Ποιον από τους θεούς να επικαλεστεί ο λαός τώρα
που καταρρέει η αυτοκρατορία; Με ποια δέηση να
καταπονούν οι άγιες παρθένες την ολίγο ακούουσα
τις ωδές Εστία;
Σε ποιον θα παραδώσει ο Ζευς (ο Ύψιστος Θεός)
την ασέβεια της χώρας για να εξαγνιστεί; Επιτέλους
δεόμεθα, μάντη Απόλλωνα, ας έλθεις, περιβεβλημένος
με νεφέλη τους ώμους σου, που λάμπουν”[lxv].
[i]Ιω. 1, 18.
[ii]Ιω. 1, 18, Ειρμός της Θ’ ωδής της Κυριακής της Τυροφάγου.
[iii]Γεν. 1, 27. 5, 1.
[iv]PG 52, σ. 405.
[v]Στο ίδιο, σ. 452.
[vi]PG 30, σ. 461.
[vii]Αυγούστου Νικολάου, Φιλοσοφικαί Μελέται περί Χριστιανισμού, τομ. Α’ (Αθήναι 1910), σ. 433.
[viii]Adolf VyKopal, Jesus Christus Mittelpunkt der Weltanschaung, I Band (Louvain – Paderborn 1953), σ. 8.
[ix]Αυγούστου Νικολάου, όπ. Π. Τ. Α’, σ. 432.
[x]Στο ίδιο, σ. 425 ε.
[xi]Στο βιβλίο 4, 3 των Καταλοίπων του Lieh-tsze (440-370 π.Χ.).
[xii]Lun-yü 7, 25, στο: Richard Wilhelm, Kung-futse, Gespräche (Lun- yü), Jena 1923,σ. 70.
[xiii]Lun- yü 16, 9, – Όπ. π., σ. 187.
[xiv]Lun- yü 6, 28α– ‘Οπ. π., σ. 60.
[xv]Lun- yü 7, 25 – Όπ. π., σ. 70.
[xvi]Lun- yü 9, 8 – Όπ. π., σ. 89.
[xvii]Lun- yü 13, 12 – Όπ. π., σ. 139.
[xviii]Dsung Yung, βλ. στο: Johannes Witte, Die Christus-Botschaft und die Religionen (Göttingen 1936), σ. 122.
[xix]Dsung Yung, 1, 6 βλ. όπ. π., σ. 122-123.
[xx]Dsung Yung, 1, 10 στο Witte, όπ. π., σ. 123, πρβλ. Λουκ. 2, 25, Ματθ. 11, 28-30.
[xxi]R. Wilhelm, Kung-futse Gespräche (Lun- yü), Jena 1923, σ. 214, όπου υποσημείωση 23. Πρβλ. J. Witteόπ. Π., σ. 123.
[xxii]G. RosenKranz, Der Heilige in den chinesischen Klassikern…, Leipzig 1935, σ.88 – J. Witte όπ. π., σ. 123.
[xxiii]Βασ. Πέντζας, Η αρχαία Κίνα και ο αναμενόμενος Σωτήε, ‘’Κιβωτός’’ [Αθήναι], 4 (Απρίλιος 1952), σ. 174 εξ.
[xxiv]Cullavaga X., 1 του Βου. Κανόνος, στο: όνος, στο: Germann Olbenberg, Buddha, sein Leben, seine Lehre, seine Gemeinde, Stuttgart – Berlin 1903, σ. 187.
[xxv]Λέει ο Alfred Jeremias, Die ausserbiblische Erlösererwantung, Berlin 1927, σ. 245, αναφέροντας την πρόρρηση αυτή του Βούδα.
[xxvi]Emil Abegg, Der Messiasglaube in Indien und Iran auf Grund der Quellen Dargestellt, (Berlin-Leipzig 1928), σ. 177.
[xxvii]Alfred Jeremias, Die ausserbiblische Erlosererwartung, Berlin 1927, σ. 280.
[xxviii]Ιερό βιβλίο, που σημαίνει ‘’το θείο τραγούδι’’.
[xxix]Πρβλ. Ματθ. 2, 2.
[xxx]Πρβλ. Ιω. 4, 32 ε.
[xxxi]Πρβλ. Ματθ. 17, 2 – Αποκ. 1, 16.
[xxxii]Ιερό βιβλίο των αρχαίων Περσών.
[xxxiii]Πρβλ. Λουκ. 11, 27.
[xxxiv]Alfed Jeremias, όπ. π., σ. 140.
[xxxv]Στο ίδιο, σ. 144. Πρβλ. Εβρ. 7, 2 (Μελχισεδέκ=) ‘’βασιλεύς δικαιοσύνης’’. Πρβλ. Και Ρωμ. 3, 21.
[xxxvi]Ιαμβλίχου, Περί του Πυθαγορείου βίου 6, 30.
[xxxvii]Όπ. π., σ. 31.
[xxxviii]Στο ίδιο 19, 92.
[xxxix]Στο ίδιο 27, 133. Πρβλ. Και 28, 135, 140.
[xl]Ευρυπίδου, Βάκχαι 4 εξ.
[xli]Στο ίδιο, 53 ε.
[xlii]Ψ. Καλλισθένης 2, 14 στον Carolus Clemen, Fontes Historiae Religionis Persicae (Bonnae 1920), σ. 71.
[xliii]Πράξ. 14, 8-18
[xliv]Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18 (31Α).
[xlv]Πλάτωνος, Πολιτεία Β’ IV-V, 361 (-362Α).
[xlvi]Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς, 5, 14, PG, 9, 164Β.
[xlvii]Ιλ. Ε’, 128.
[xlviii]Στρωματείς 5, 13, PG 9, 125Β.
[xlix]Seneca, Ad Lucilium Epist. 11, 8, ελεύθερη απόδοση.
[l]Στο ίδιο.
[li]Ιω. 1, 14.
[lii]De divinatione II, Cap. 54, 110.
[liii]Πιθανώς ο Σιβυλλικός χρησμός ΙΙΙ, 652 εξ.
[liv]Ιω. 19, 5.
[lv]Γαλ. 4, 4.
[lvi]Masinius Pollio, επιφανέστατος Ρωμαίος, στην εποχή του οποίου γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
[lvii]Ποώδες φυτό που δίδει γλυκείς βολβούς.
[lviii]Βιργιλίου Εκλογαί, IV, 7.
[lix]Στο ίδιο, IV, 1.
[lx]Στο ίδιο, IV, 4.
[lxi]Βιργιλίου Εκλογαί, IV, 5, 6.
[lxii]Στο ίδιο, IV, 8 εξ.
[lxiii]Στο ίδιο, IV, 17-20.
[lxiv]Ευσεβίου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως: Λόγος τω των αγίων Συλλόγω, ΕΠΕ τ. 4, σ. 598-810.
[lxv]Q. Horatii Flacci, Carminum I, 2, 25-32.
[lxvi]Γεν. 3, 15.
[lxvii]Πράξ. 7, 52.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ ΩΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ!
Απ’ ό,τι προκύπτει από μια συγκριτική μελέτη των παραδόσεων διαφόρων λαών του κόσμου, όλη η ανθρωπότητα π.Χ. ανέμενε το ερχομό ενός Σωτήρα που θα λύτρωνε την ανθρωπότητα από τον θάνατο. Ο αρχαίος κόσμος προφήτευσε διαπιστωμένα και διασταυρωμένα με διαφόρους τρόπους το χαρμόσυνο γεγονός. Οι προφητείες π.Χ. είναι διάσπαρτες μεταξύ των λαών. Αμέσως παρακάτω θα αναφερθούμε σε μερικές από αυτές που μαρτυρούνται σε σωζόμενα αρχαιοελληνικά χειρόγραφα και έργα.
Ο Σωκράτης στην απολογία του έλεγε: «Ω Αθηναίοι, σ’ όλη σας τη ζωή θα κοιμάστε. Με καταδικάζετε σε θάνατο εμένα που κατάφερνα να σας ξυπνώ από τον ύπνο του σκοταδιού. Θα κοιμάστε μέχρι που να σας λυπηθεί ο Θεός και να στείλει σ’ εσάς εκείνον, που θα σας ξυπνήσει πραγματικά.». (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτη, 31 Α)
Ο Πλάτων είχε γράψει στο βιβλίο του «Νόμος και Επινομείς»: «Ο δίκαιος χωρίς να έχει αδικήσει θα μαστιγωθεί, θα δαρεί και τέλος θα σταυρωθεί.». Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα (B, V , 362)επίσης περιέχεται μία προφητεία ισάξια μ’ αυτές των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης: «Θα απογυμνωθεί απ’ όλα εκτός της δικαιοσύνης, διότι ήταν εκ φύσεως αντίθετος στην ως τότε συμπεριφορά. Χωρίς να αδικήσει κανέναν θα δυσφημισθεί πολύ ως άδικος ώστε να βασανισθεί για την δικαιοσύνη και θα γεμίσει με δάκρυα εξαιτίας της κακοδοξίας, αλλά θα μείνει αμετακίνητος μέχρι θανάτου και ενώ θα είναι δίκαιος θα θεωρείται άδικος για όλη του τη ζωή. Έχοντας τέτοιες διαθέσεις ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα δεθεί. Και από τις πολλές πληγές στο πρόσωπό του θα κοκκινίσουν και θα φλογισθούν τα μάτια του και στα τελευταία του αφού πάθει κάθε κακό θα καρφωθεί πάνω σε υψηλό ξύλο, και να ξέρεις ότι δεν είναι δίκαιο, αλλά αφού έτσι το θέλει ας γίνει» (B, V , 362).
Ποιος τα προφητεύει αυτά και για Ποιον; Ο Σωκράτης βλέπει και μιλά για τον Πάσχοντα Θεάνθρωπο.
Για να συμβουλεύσει και τον Αλκιβιάδη, σε σχετική επερώτησή του, ότι για το πώς πρέπει να προσευχόμαστε και τι να ζητούμε, θα μας το διδάξει Αυτός, που θα μας στείλει ο Θεός! Αυτά προδιαγγέλλει ο Σωκράτης.
Ο Σόλων γράφει. «Οποτεδήποτε εις την διηρημένην ανθρωπότητα η άσαρκος Θεότης θα λάβει σάρκα. Αυτή η Θεότης θα φέρει την απαλλαγή από τα πάθη. Ο άσαρκος αυτός Θεός θα κρεμασθεί υπό αγνώμονος λαού και όλα τα πάθη θεληματικά θα υποστεί.»
Οι Σίβυλλες, επίσης, που ήσαν μάντισσες της αρχαιότητας που είχαν την ιδιότητα να προφητεύουν το μέλλον χωρίς να τους ζητηθεί και χωρίς να πληρώνονται γι’αυτό, πέφτοντας σε έκσταση όπως οι Πυθίες. Γι’ αυτές πληροφορούμαστε και από τον Σωκράτη στο έργο του Πλάτωνος «Φαίδρος». Στο Άγιον Όρος επίσης υπάρχουν χειρόγραφα που διασώζουν προφητείες της Σίβυλλας για την έλευση του Χριστού.
Π.χ σε χειρόγραφο με την ονομασία «Υπόμνημα εις τον Άγιον Απόστολον Φίλιππον» πού φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου αναφέρονται τα εξής:
«Ύστερα από πολύ καιρό θα φθάσει κάποιος εις αυτήν την πολυδιηρημένην γη και θα γεννηθεί με σάρκαν αμόλυντον. Με ανεξάντλητα όρια ως Θεότητα θα λυτρώσει τον άνθρωπον από την φθοράν των ανίατων παθών. Και θα τον φθονήσει άπιστος λαός και θα κρεμασθεί ψηλά ως κατάδικος εις θάνατον. Όλα αυτά θα τα υποφέρει με πραότητα».
Στο ίδιο χειρόγραφο αναφέρεται μία συγκλονιστική προφητεία για την θεανθρώπινη φύση του Χριστού, για το εκούσιον πάθος Του, αλλά και για την Ανάστασή Του:
«Ένας ουράνιος με πιέζει ισχυρά, ο οποίος είναι φως τριλαμπές. Αυτός είναι ο παθών Θεός, χωρίς να πάθει τίποτε η Θεότης Του, διότι είναι συγχρόνως θνητός και αθάνατος. Αυτός είναι συγχρόνως Θεός και άνθρωπος, που υποφέρει από τους θνητούς τα πάντα, δηλαδή τον σταυρό, την ύβριν, την ταφή. Αυτός κάποτε από τα μάτια του έχυσε δάκρυα θερμά. Αυτός πέντε χιλιάδες χόρτασε με πέντε άρτους, κάτι που ήθελε δύναμη θεϊκή. Ο Χριστός είναι ο δικός μου Θεός, ο οποίος εσταυρώθη εις το ξύλον, ο οποίος εξέπνευσεν, ο οποίος εκ του τάφου ανήλθεν εις τον ουρανόν».
Η Σίβυλλη της Λιβύσσης προφητεύει επίσης στο έργο αυτό. «Αυτός πραγματοποιώντας τα πάντα με τον λόγο θα θεραπεύει κάθε άνθρωπο, θα καταπαύσει τους ανέμους με τον λόγο του και θα καθησυχάσει την θάλασσα την φουρτουνιασμένη, αφού την πατήσει με πόδια ειρήνης και με πίστη. Σε εμπτύσματα προσβλητικά τις παρειές του θα προσφέρει και την πλάτη του την αγνή σε μαστιγώσεις θα στρέψει. Ενώ τον ραπίζουν, θα σιωπά, για να μη καταλάβει κανείς ποιος είναι, τίνος (υιός) είναι, από πού ήλθε, για να μιλήσει στους νεκρούς. Και θα φορέσει στεφάνι ακάνθινο και θα του τρυπήσουν με καλάμι την πλευρά κατά την συνήθειά τους».
Η Σίβυλλη η Δελφική στο έργο αυτό του Πλάτωνος «Φαίδρος» προφητεύει. «Του Αθανάτου (Θεού) τον μέγα υιό, πολυύμνητε, φανερώς εξυμνώ. Στον οποίο ο ύψιστος γονεύς θρόνο παρέδωσε για να τον λάβει εκείνος, που δεν γεννήθηκε, ως δισυπόστατος που ήταν λόγω της σαρκός, εμφανίσθηκε, και λούσθηκε στα ρεύματα του ποταμού Ιορδάνη, τα οποία οδηγεί σέρνοντας με απαστράπτοντα πόδια τα κύματα».
Η Σίβυλλη της Κυμαίας προφητεύει: «Στα έσχατα χρόνια αντάλλαξε με την γη (τον ουρανό) και αφού ήλθε άσημος από τους λαγόνες της παρθένου Μαρίας εξέπεμψε νέο φως……και σαν ήλθε από τον ουρανό, ενδύθηκε θνητή μορφή, έγινε σάρκα μετά από πάροδο χρόνου και γεννήθηκε, πλάσθηκε όμοιος με μορφή θνητού και γεννήθηκε ως παιδί, με παρθενικό τοκετό, γεγονός που είναι μέγα θαύμα για τους θνητούς, αλλά καθόλου θαύμα για τον Θεό Πατέρα και τον Θεό Υιό. Όταν γεννιόταν το βρέφος, η γη ήταν γεμάτη χαρά, ο Ουράνιος θρόνος λαμπρύνθηκε και ο κόσμος ευφράνθηκε».
Η ίδια (Σίβυλλη της Κυμαίας) μάντισσα στο βιβλίο του Πλάτωνα «Φαίδρος» προφητεύει: «Δύστυχε δεν ανεγνώρισες τον Θεό σου, τον οποίο έλουσε, στο τριπλό ρεύμα του Ιορδάνη και πέταξε πνεύμα επί πολύ (χρόνο), Αυτός ο οποίος πριν και της γης και του γεμάτου άστρα ουρανού υπήρξε κυρίαρχος, με τον λόγο του πατέρα και το πνεύμα το αγνό, και μολονότι ήταν δυνατός κατά σάρκα, πέταξε γρήγορος στον οίκο του πατέρα».
Της ίδιας επίσης είναι και η προφητεία: «Θα μεταβεί στον Άδη για να διαδώσει σε όλους την ελπίδα, και θα εκπληρώσει την μοίρα του θανάτου αφού κοιμηθεί επί τρεις ημέρες και τότε απελευθερώνοντας τους νεκρούς θα τους οδηγήσει στο φως, κάμνοντας πρώτος την αρχή της αναστάσεως για τους εκλεκτούς».
Επίσης οι Σίβυλλες ομιλούν για την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου ως εξής: «Θα έλθει ο Υιός του Θεού εις την γη και θα φορέσει σάρκα ανθρώπινη, εξομοιούμενος με τους θνητούς της γης. Θα φέρει το όνομα αυτού τέσσαρα φωνήεντα και δύο άφωνα, 8 μονάδες, 8 δεκάδες και εκατοντάδα οκτώ, ήτοι 888.» Και πράγματι η λέξη ΙΗΣΟΥΣ έχει 4 φωνήεντα και δύο σύμφωνα και κάνει 888. Ι=10, Η=8, Σ=200, Ο=70, Υ=400, Σ=200 που το άθροισμα είναι 10+8+200+70+400+200=888.
Οι παραπάνω προφητείες αναφέρονται και σε άλλα χειρόγραφα πού βρίσκονται σε άλλες Μονές του Αγίου Όρους ή αλλού(π.χ. Μονή Σινά). Παρατίθενται ακόμη σε σύγχρονο βιβλίο, στον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας» του Αρχιμανδρίτη Βίκτωρος Ματθαίου.
Και γι’ αυτούς που ίσως αμφισβητήσουν ότι τα παραπάνω ειπώθηκαν πράγματι από τις Σίβυλλες και ισχυριστούν ότι είναι επινοήσεις κάποιον Χριστιανών Μοναχών, αρκεί το εξής αδιαμφισβήτητο γεγονός. Από διάφορες πηγές έχει διασταυρωθεί πως τις προφητείες αυτές αλλά και άλλες -είτε της Σίβυλλας είτε άλλων σοφών Ελλήνων- χρησιμοποίησε η Αγία Αικατερίνη. Συγκεκριμένα, το 305 μ.Χ. η Αγία Αικατερίνη η Αλεξανδρινή έλεγχε τον αυτοκράτορα Μαξιμίνο για την ειδωλολατρική του πολιτική.
Ο τελευταίος συγκέντρωσε τότε τους σοφότερους ειδωλολάτρες της αυτοκρατορίας για να την μεταπείσουν και να την κάνουν παγανίστρια. Στο διάλογο που ακολούθησε, αυτή η πάνσοφη και σπουδαγμένη στην Ελληνική παιδεία γυναίκα στην προσπάθειά της να αποδείξει ότι ο Χριστός είναι ο μοναδικός Θεός ανέφερε – μεταξύ άλλων – και τις προφητείες των Σιβυλλών. Και για να προληφθεί η κάθε απερίσκεπτη “σκέψη”, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έπλασε αυτές τις προφητείες η ίδια η Αγία για τους εξής βασικότατους λόγους: Δεν θα μπορούσε να πει ένα τόσο μεγάλο ψέμα σχετικά με την ιέρεια του Απόλλωνα μπροστά στους σοφότερους εκπροσώπους της αρχαίας θρησκείας, διότι αμέσως όλοι θα διαπίστωναν το ψέμα της. Όμως, όχι μόνο δεν την κατηγόρησε κανείς για αναλήθειες, αλλά αντιθέτως οι σοφοί ειδωλολάτρες παραδέχτηκαν την λεκτική τους ήττα και όλοι αμέσως ασπάστηκαν με τη θέληση τους τον Χριστιανισμό με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να τους θανατώσει.
Κανείς δεν μπορεί λοιπόν να αμφισβητήσει την αδιάσειστη αλήθεια ότι τα προφητικά αυτά λόγια βγήκαν από το στόμα των Σιβυλλών. Σε άλλο χειρόγραφο που βρίσκεται στην Αγιορείτικη Μονή Διονυσίου, αναφέρεται μια άλλη προφητεία κάποιας Σίβυλλας:
«Σας προφητεύω έναν τρισυπόστατο Θεό στα ύψη εκτεινόμενο του οποίου ο αιώνιος Λόγος σε ανυποψίαστο κόρη θα κυοφορηθεί, όπως ακριβώς το φέρον φωτιά τόξο, το μέσον του κόσμου διαπερνώντας. Όλο τον κόσμο αφού επαναφέρει στην ζωή, και στον Πατέρα θα τον προσφέρει σαν δώρο. Μαρία θα είναι το όνομα αυτής».
Βλέπουμε λοιπόν ότι η Θεία Πρόνοια μέσω του “σπερματικού λόγου” (όπως τον ονόμασαν οι Πατέρες της Εκκλησίας) φώτισε κάποιους Έλληνες της Αρχαιότητας και έτσι άφησαν εκατοντάδες χρόνια πρίν τον Χριστό προφητείες για την έλευσή Του.
Και άλλοι αρχαίοι λαοί έδωσαν τέτοιες προφητείες χωρίς να πλησιάζουν σε καμία περίπτωση την ακριβολογία των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης περιοριζόμενες αποκλειστικά και μόνο στην αναφορά για τον ερχομό κάποιου Σωτήρα πού θα λυτρώσει τον κόσμο.
Οι προφητείες όμως των αρχαίων Ελλήνων δίνουν λεπτομερέστατα στοιχεία για τον Χριστό (γέννηση Του από την Παρθένο Μαρία, θεανθρώπινη φύση Του, θαύματα Του, Σταύρωση, Κάθοδος στον Άδη και Ανάσταση Του, τρείς υποστάσεις του Θεού). Έτσι, πολλές απ’ αυτές καθίστανται ισάξιες με τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ κάποιες άλλες τις ξεπερνούν κιόλας.
Αυτό ακριβώς αναγνωρίζει και ο μεγάλος μας εκκλησιαστικός συγγραφέας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (2ος αιώνας μ.Χ), ο οποίος στο έργο του «Στρωματείς» (5,13) δηλώνει απερίφραστα: «Ούκ οίμαι υπό Ελλήνων σαφέστερον προσμαρτυρήσεσθαι τόν Σωτήρα ημών» δηλαδή «δεν είναι δυνατόν, νομίζω, να προαναγγελθεί σαφέστερα από τους Έλληνες ό Σωτήρας μας».
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι σοφοί Έλληνες της αρχαιότητας όχι μόνο πίστευαν σε ένα Θεό αλλά μίλησαν κιόλας για την τριαδικότητα Του, για την διττή φύση του Χριστού, για την Σταύρωση και την Ανάστασή Του. Προσπαθούσαν να αποδεσμευτούν από τη δυναστεία των θεών και να πλησιάσουν τον ένα και αληθινό Θεό.
Αποδεικνύεται πως περίμεναν καρτερικά την έλευση του Χριστού για αιώνες. Γι’ αυτό και όταν έγινε η συνάντηση Χριστού και Ελλήνων, ο Χριστός είπε: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου» (Κατά Ιωάννην -12,23) δηλαδή «έφτασε ή ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου (=ο Χριστός)».
Όπως αναφέρει ο Μενέλαος Παγουλάτος εις το βιβλίον του “Ανθολόγιον Πατριδογνωσίας”, το έτος 1974 ο καθηγητής Ελευθ. Πρόκος –επίτιμος καθηγητής ξένων πανεπιστημίων- συμμετέχων σε επιστημονική
επιτροπή της UNESCO, ανεκάλυψε σε μία βιβλιοθήκη του Βατικανού, χειρόγραφο του ΕΥΣΕΒΙΟΥ του ΠΑΜΦΙΛΟΥ, επισκόπου Καισαρείας, 265 μ.Χ., το οποίον περιέχει την συνέχεια της ως άνω φράσεως ως εξής:
“Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου. Ελλάς γαρ μόνη ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και Βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμην.”
Διότι μόνη η Ελλάς γεννά ανθρώπους φυτόν εκ του ουρανού και του Θεού Βλάστημα εξακριβωμένον απογεννώσα λογικήν σκέψιν, ιδιοποιουμένη την επιστήμην.
ΓΝΩΣΤΕΣ ΕΚΠΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης γράφτηκαν τον 15ο αιώνα π.Χ. και αναφέρονται στην Διαθήκη, την συμφωνία του Θεού προς τον Άνθρωπο για την αποκατάστασή του εις την Ουράνιο Βασιλεία και την είσοδό του εις την αιωνιότητα.. Όλα τα βιβλία της Π.Δ. είναι διάσπαρτα με διάφορες προφητείες για το σχέδιο του Θεού και αρχίζουν από την πτώση των πρωτοπλάστων. Σκιαγραφούν, αμυδρά στην αρχή και έντονα μετά, την έλευση του Χριστού δια την σωτηρία του Ανθρώπου. Η πρώτη προφητεία γράφτηκε το 1500 π.Χ. και η τελευταία το 440 π.Χ. Θέλεις να γνωρίσεις γι’ αυτό το σχέδιο του Θεού πώς προφητεύτηκε μέσα στους αιώνες; Μάθε λοιπόν τις προφητείες αυτές.
Προφητεία . Γέν. 3,15. «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα (τον διάβολο) και στην γυναίκα κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει την κεφαλή κι εσύ θα του πληγώσεις την φτέρνα..» Με αυτά τα λόγια ο Θεός προς τους πρωτοπλάστους και τον όφη το διάβολο μαρτυρεί τον ερχομό του Χριστού για την αποκατάσταση του Ανθρώπου εις την αρχική του κατάσταση πριν από την πτώση. Ο δε διάβολος το πνευματικό σύμβολο του κακού δεν θα μπορέσει να βλάψει Εκείνον (τον Χριστό) παρά μόνο στον θάνατο του γιατί θα ακολουθήσει η Ανάσταση του.
Προφητεία.. Ησ. 7,14 (736 π.Χ.) «Η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιό, ο οποίος θα ονομαστεί Εμμανουήλ» (στα Εβραϊκά σημαίνει ο Θεός αναμεταξύ μας).
Προφητεία. Μιχ. 5.2 (8ος αιώνας π.Χ.). « Εγώ ο Κύριος θα παραδώσω το λαό μου στους εχθρούς του, ωσότου μια γυναίκα γεννήσει το αναμενόμενο παιδί…όλοι οι λαοί θα αναγνωρίζουν την μεγαλοσύνη Του. Αυτός θα φέρει την ειρήνη».
Προφητεία Ησ.42,6. «Φως των εθνών σε έκανα, τα μάτια για να ανοίξεις των τυφλών, τους αιχμαλώτους από τα δεσμά να ελευθερώσεις, κι αυτούς που κατοικούν στα σκότη απ’ την υπόγεια φυλακή. Εγώ είμαι ο Κύριος αυτό είναι το όνομα μου. Τη δόξα μου δεν θα την δώσω σε άλλον, ούτε την φήμη μου στα είδωλα…όσα είναι για να γίνουν σας τα αναγγέλλω από πριν».
Παρατήρησε την αντιστοιχία των προφητειών στην Π. Δ. και την εκπλήρωσή τους στην Καινή Διαθήκη.
1. Πουλήθηκε για τριάκοντα αργύρια από τον Ιούδα.
Προφητεία Ζαχ. 11,12 «Τότε τους είπα. Αν σας φαίνεται καλό, δώστε τον μισθό μου.
Αν όμως όχι, κρατείστε τον. Μου μέτρησαν λοιπόν τριάκοντα αργύρια..
Εκπλήρωση: Ματθ.16.14 «Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα μαθητές σηκώθηκε και πήγε στους αρχιερείς και τους είπε: Τι θα μου δώσετε; κι εγώ θα σας τον προδώσω. Αυτοί του μέτρησαν τριάκοντα αργύρια.».
2. Προδόθηκε από ένα φίλο.
Προφητεία Ψαλμ.55.13-15. «Δεν είναι ένας εχθρός που με προσβάλλει, αυτό θα το υπέφερα. Δεν είναι ένας αντίπαλος που θριαμβεύει εναντίον μου, μπροστά του θα κρυβόμουν. Αλλά είσαι εσύ, άνθρωπος της σειράς μου, ο έμπιστος φίλος μου. Που μεταξύ μας φιλικά μιλούσαμε κι αρμονικά βαδίζαμε εις τον οίκο του Θεού.»
Εκπλήρωση: Ματθ. 26 49-50. «Αμέσως λοιπόν, πλησίασε τον Ιησού και του είπε. Χαίρε Διδάσκαλε και τον φίλησε. Ο δε Ιησούς του λέει Φίλε, κάνε αυτό για το οποίο ήρθες. Τότε πλησίασαν, συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν».
3. Τα χρήματα ρίχτηκαν στον αγρό του κεραμέως.
Προφητεία Ζαχ. 11.13. «Και είπε Κύριος προς με, ρίξε αυτά εις τον κεραμέα την έντιμον τιμήν με την οποίαν τιμήθηκε από αυτούς. Και έλαβαν τα τριάκοντα αργύρια και έρριψαν αυτά εις τον οίκο του Κυρίου εις τον κεραμέα..»
Εκπλήρωση: Ματθ. 26.5-10. «Και αφού έριξε (ο Ιούδας) τα αργύρια εις τον ναό έφυγε και κρεμάστηκε. Οι δε αρχιερείς αφού έλαβαν τα αργύρια……και έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν με αυτά τον αγρό του κεραμέως».
4. Οι μαθητές Τον εγκατέλειψαν.
Προφητεία Ζαχ. 13-7. «Θα χτυπήσω τον βοσκό και τα πρόβατα θα διασκορπισθούν».
Εκπλήρωση: Ματθ. 26-56. «Τότε οι μαθητές όλοι αφού τον άφησαν έφυγαν».
5. Τον κατηγόρησαν άδικα.
Προφητεία: Ψαλμ. 34.11. «Μάρτυρες άδικοι παρουσιάσθηκαν, για όσα δεν ήξερα εκείνοι με ανάκριναν».
Εκπλήρωση: Ματθ. 26.59-60. «Οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και όλα τα μέλη του συνεδρίου ζητούσαν να βρούνε μια ψεύτικη μαρτυρία σε βάρος του Ιησού, για να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Παρουσιάσθηκαν πολλοί ψευδομάρτυρες, αλλά δεν βρήκαν την κατηγορία που ήθελαν. Τελικά όμως παρουσιάσθηκαν δύο ψευδομάρτυρες, αλλά δε βρήκαν την κατηγορία που ήθελαν.».
6. Χτυπήθηκε και φτύστηκε.
Προφητεία: Ησ. 50.6 «Τη ράχη μου έδωσα σ’ αυτούς που με μαστίγωναν και το σαγόνι μου σ’ αυτούς που μου ξερίζωναν τα γένια. Δεν έκρυψα το πρόσωπο μου όταν με βρίζανε και μ’ έφτυναν.»
Εκπλήρωση: Ματθ. 26.67. «Τότε τον έφτυσαν στο πρόσωπο και τον χτύπησαν, ενώ όλοι του έδιναν ραπίσματα.
7. Άφωνος μπροστά στους κατηγόρους Του:
Προφητεία: Ησ.53.7. «Αυτός ήταν καταθλιμμένος και βασανισμένος αλλά δεν άνοιξε το στόμα του. Φέρθηκε ως αρνί επί σφαγή και ως πρόβατο άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που τον κουρεύει, ποτέ δεν άνοιξε το στόμα του.»
Εκπλήρωση: Ματθ. 27.12-14. «Άρχισαν τότε να τον κατηγορούν οι πρεσβύτεροι, μα αυτός δεν έδινε καμία απάντηση. Ο Ιησούς δεν έδινε καμία απάντηση, κι ο διοικητής απόρησε πολύ γι’ αυτό.»
8. Πληγώθηκε και ταλαιπωρήθηκε.
Προφητεία: Ησ. 53.5 « Αλλά αυτός τραυματίστηκε για τις παραβάσεις μας, ταλαιπωρήθηκε δια τις ανομίες μας. Η τιμωρία που έφερε την ειρήνη σ’ εμάς ήταν επάνω του και δια των πληγών εμείς γιατρευτήκαμε.»
Εκπλήρωση: Ματθ. 27,26-29. «Τον δε Ιησού αφού μαστίγωσε παρέδωσε δια να σταυρωθεί………Και αφού έπλεξαν στεφάνι με αγκάθια, έβαλαν στο κεφάλι του».
9. Λύγισε από το βάρος του σταυρού.
Προφητεία: Ψαλμ. 97, 24. «Τα γόνατά μου απ’ την νηστεία τρέμουνε και το κορμί μου απόμεινε ισχνό. Και εγώ τους έγινα περίγελος και όταν με βλέπουνε κουνάνε το κεφάλι.»
Εκπλήρωση: Λουκ. 23,26. «Έπιασαν κάποιον ονόματι Σίμωνα και έθεσαν επάνω του τον σταυρό.» Μαρ.15.29. «Οι περαστικοί κινούσαν το κεφάλι ειρωνικά και τον έβριζαν».
10. Χέρια και πόδια τρυπήθηκαν.
Προφητεία: Ψαλμ. 21.17-18. «?τι ?κύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγ? πονηρευομένων περιέσχον με, ?ρυξαν χε?ράς μου κα? πόδας»= Διότι ιδού, οι εχθροί μου σαν αγέλη αγρίων κυνών με έχουν περικυκλώσει. Ο συρφετός αυτός των κακούργων ανθρώπων σαν με φοβερά καρφιά έχουν διατρυπήσει τα χέρια μου και τα πόδια μου.»
Εκπλήρωση: Λουκ. 23.33. «Όταν έφτασαν στο μέρος που ονομαζόταν κρανίου σταύρωσαν εκεί τον Ιησού.»
«Ο Ιησούς σταυρώθηκε κατά τον συνήθη ρωμαϊκό τρόπο. Τα χέρια του και τα πόδια τρυπήθηκαν με μεγάλα καρφιά.»
11. Σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστών.
Προφητεία: Ησ. 23.12 «Μετά ανόμων λογαριάστηκε.»
Εκπλήρωση: Μαρκ. 15.27-28. « Και μαζί με αυτόν σταυρώνουν δύο ληστές, ένα από τα δεξιά και ένα από τα αριστερά του. Και πραγματοποιήθηκε η γραφή που λέει Και μετά ανόμων ελογίσθη.»
12. Προσευχήθηκε για τους διώκτες Του.
Προφητεία: Ησ. 23.12. «Θέλεις μεσιτεύσει υπέρ των ανόμων.»
Εκπλήρωση: Λουκ. 23.34. «Ο δε Ιησούς έλεγε. Πάτερ συγχώρησε αυτούς διότι δεν ξέρουν τι κάνουν.»
13. Ο όχλος κουνούσε περιφρονητικά το κεφάλι του.
Προφητεία: Ψαλμ.109.25. «Και εγώ έγινα περίγελος εις αυτούς. Όταν με είδαν, κούνησαν το κεφάλι τους.»
Εκπλήρωση: Ματθ. 27.38-39. «Δεξιά και αριστερά του σταυρώθηκαν δύο ληστές και οι περαστικοί κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους».
14. Ο κόσμος Τον κορόιδευε:
Προφητεία: Ψαλμ. 21,8 «πάντες ο? θεωρο?ντές με ?ξεμυκτήρισάν με, ?λάλησαν ?ν χείλεσιν, ?κίνησαν κεφαλήν? ?λπισεν ?π? Κύριον, ?υσάσθω α?τόν? σωσάτω α?τόν, ?τι θέλει α?τόν.»= «Όλοι όσοι με βλέπουν με εμπαίζουν και με σαρκάζουν· με υβρίζουν και με βλασφημούν, κινούν ειρωνικώς και απειλητικώς την κεφαλήν των λέγοντες· “ισχυρίζεται ότι έχει στηρίξει τας ελπίδας του στον Κυριον. Αν αυτό είναι αληθινόν, ας τον σώση ο Θεός από τον θάνατον. Ας τον σώση, διότι αυτός ισχυρίζετο, ότι ο Κυριος τον θέλει, ότι ο Κυριος τον αγαπά ιδιαιτέρως”.»
Εκπλήρωση: Ματθ. 27,41-43. «Ομοίως κοροϊδεύοντας αυτόν οι αρχιερείς μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους έλεγαν: Εμπιστεύθηκε τον εαυτό του στον Θεό, ας τον γλιτώσει λοιπόν τώρα αν θέλει.»
15. Ο λαός παρατηρούσε με έκπληξη.
Προφητεία: Ψαλμ. 21 ή 22.17. «Αυτοί με βλέπουν και με παρατηρούν.»
Εκπλήρωση: Λουκ. 23.35 «Και στεκόταν ο λαός παρατηρώντας».
16. Μοιράστηκαν τα ρούχα Του και ρίξανε κλήρο.
Προφητεία: «Μοίρασαν τα ρούχα μου μεταξύ τους και επί τον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο.» Ψαλμ. 21 (22) 18.
Εκπλήρωση: Ιωάν. 19.24 «Οι στρατιώτες λοιπόν, αφού σταύρωσαν τον Ιησού πήραν τα ρούχα του και έκαμαν τέσσερα μερίδια, ένα μερίδιο για κάθε στρατιώτη. Πήραν επίσης τον χιτώνα, που ήταν χωρίς ραφή, υφαντός ολόκληρος από πάνω μέχρι κάτω. Είπαν τότε μεταξύ των. Ας μην τον σκίσουμε αλλά ας ρίξουμε κλήρο για να δούμε ποιος θα τον πάρει.» Το εντυπωσιακό της πραγματοποίησης της προφητείας είναι ότι τα μεν ρούχα χωρίστηκαν σε τέσσερα μερίδια και αυτά μοιράσθηκαν αλλά ο χιτώνας που ήταν ένας μόνο μπήκε σε κλήρο.
17. Η κραυγή της συγχώρησης.
Προφητεία: Ψαλμ. 21 (ή22).1 «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειπες;»
Εκπλήρωση: Ματθ. 27.46 «Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή. Ηλί
Ηλί λαμά σαβαχθανί. Δηλαδή Θεέ μου Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»
18. Του έδωσαν χολή και ξύδι.
Προφητεία: Ψαλμ.68,22 «Και έδωκαν εις εμέ χολή δια φαγητό μου, και εις την δίψα μου με πότισαν με ξύδι.»
Εκπλήρωση: Ιωάν. 19.28,29 «Μετά τούτο λέγει…..διψώ. Εκεί κοντά, βρισκόταν ένα σκεύος γεμάτο ξύδι. Οι στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στήριξαν στην άκρη ενός κλαδιού από ύσσωπο και το έφεραν στο στόμα του Ιησού».
19. Εμπιστεύθηκε τον εαυτό του στο Θεό.
Προφητεία: Ψαλμ. 30 (ή 31).6 «ε?ς χε?ράς σου παραθήσομαι τ? πνε?μα μου»= «Εις τα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου».
Εκπλήρωση: Λουκ. 23.45. «Και αφού φώναξε με φωνή μεγάλη, είπε “Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου”.»
20. Οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν.
Προφητεία: Ψαλμ. 37 (ή 38) 11. «Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου στέκουν από μακριά.»
Εκπλήρωση: Λουκ. 23.49. «Στέκονταν από μακριά όλοι οι γνωστοί του και οι γυναίκες…»
21. Λογχίσθηκε.
Προφητεία. Ζαχ. 12.10. «καί ?ψονται ε?ς ?ν ?ξεκέντησαν».= «και πρόκειται να στρέψουν το βλέμμα προς εμένα, που με διατρύπησαν.»
Εκπλήρωση: Ιωάν. 19. 34 και 34-37. «Εις των στρατιωτών κέντησε με λόγχη την πλευρά Του.»
22. Κανένα από τα οστά δεν θα συντριβή.
Προφητεία: Ψαλμ. 24.21. «Ούτε ένα κόκαλό του δεν θα συντριβεί.»
Εκπλήρωση: Ιωάν. 19.36 «?π? δ? τ?ν ?ησο?ν ?λθόντες ?ς ε?δον α?τ?ν ?δη τεθνηκότα, ο? κατέαξαν α?το? τ? σκέλη, ?λλ? ε?ς τ?ν στρατιωτ?ν λόγχ? α?το? τ?ν πλευρ?ν ?νυξε, κα? ε?θέως ?ξ?λθεν α?μα κα? ?δωρ..»= «Όταν όμως ήλθαν στον Ιησούν, επειδή είδαν, ότι αυτός είχεν ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη, αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην· και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν, πράγμα παράδοξον και πρωτοφανές δια νεκρόν.»
24. Μόλις πέθανε ο Ιησούς στον σταυρό έγινε αμέσως σκοτάδι.
Προφητεία. Αμ. 8.9. « Την ημέρα εκείνη θα κάνω να βασιλέψει ο ήλιος μέρα μεσημέρι. Η γη θα σκοτεινιάσει ενώ θα είναι μέρα φωτεινή.»(Ο προφήτης Αμώς έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ.)
Εκπλήρωση: Ματθ. 27.45. «Από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο σ’ όλη την γη έως ώρας ενάτης.» Δηλαδή σύμφωνα με την Εβραϊκή μέτρηση χρόνου από το μεσημέρι μέχρι και τρεις ώρες.
25. Θάφτηκε στον τάφο ενός πλουσίου.
Προφητεία. Ησ.53.9 «Και ο τάφος αυτού διωρίσθη μετά των κακούργων, πλην εις τον θάνατον αυτού εστάθη μετά του πλουσίου, διότι δεν έκαμε ανομία, ούτε βρέθηκε δόλος μέσα στο στόμα του.»(Ο προφήτης Ησαΐας έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ.)
Εκπλήρωση: Ματθ. 27.57-60. «Και αφού έλαβε το σώμα ο Ιωσήφ, τύλιξε αυτό με σιντόνι και τοποθέτησε αυτό μέσα στο νέο του μνημείο.»
26. Αναστήθηκε από τον τάφο.
Προφητείες.
- Ψαλμ. 16.10-11. «?τι ο?κ ?γκαταλείψεις τ?ν ψυχήν μου ε?ς ?δην, ο?δ? δώσεις τ?ν ?σιόν σου ?δε?ν διαφθοράν».= «Διότι συ ο Θεός μου δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν μου στον άδην, ώστε να φυλακισθή δια παντός εις αυτόν, ούτε θα επιτρέψης, εγώ αφωσιωμένος εις σε, να δοκιμάσω την φθοράν και αποσύνθεσιν του τάφου. Θα με αναστήσης.»
- Ψαλμ. 29.4. «Κύριε, ?νήγαγες ?ξ ?δου τ?ν ψυχήν μου, ?σωσάς με ?π? τ?ν καταβαινόντων ε?ς λάκκον.’= «Από αυτόν τον άδην ανέβασες και επανέφερες την ψυχήν μου. Με έσωσες και δεν αφήκες να συγκαταριθμηθώ με τους νεκρούς, οι οποίοι οδηγούνται στον τάφον.»
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 1
Λουκ. 1,1 Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων,
Λουκ. 1,1 Επειδή πολλοί επεχείρησαν να συντάξουν διήγησιν περί των διδασκαλιών και των γεγονότων, τα οποία εις ημάς τους πιστούς είναι γνωστά με ακρίβειαν και βεβαιότητα,
Λουκ. 1,2 καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου,
Λουκ. 1,2 όπως μας τα παρέδωσαν προφορικώς εκείνοι, οι οποίοι υπήρξαν από την αρχήν του μεσσιανικού έργου του Σωτήρος αυτόπται μάρτυρες αυτού και υπηρέται του κηρύγματός του,
Λουκ. 1,3 ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε,
Λουκ. 1,3 εφάνηκε καλόν και εις εμέ, ο οποίος έχω παρακολουθήσει από την αρχήν, με προσοχήν και ακρίβειαν, όσα αναφέρονται εις την ζωήν και το έργον του Σωτήρος, να σου τα γράψω με την σειράν των, ευγενέστατε Θεόφιλε.
Λουκ.1,4 ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν.
Λουκ. 1,4 Και τούτο, δια να γνωρίσης με σαφήνειαν και ακρίβειαν την ασφαλή και βεβαίαν αλήθειαν της διδασκαλίας, την οποίαν προφορικώς έχεις διδαχθή.
Λουκ. 1,5 Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν θυγατέρων Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἐλισάβετ.
Λουκ. 1,5 Εζούσε κατάς ημέρας του Ηρώδου, του βασιλέως της Ιουδαίας, ένας ιερεύς, ονόματι Ζαχαρίας, ο οποίος ανήκε εις την ιερατικήν τάξιν, που είχε το όνομα του ιερέως Αβιά και η γυναίκα του, η οποία ελέγετο Ελισάβετ, κατήγετο από τους απογόνους του Ααρών, δηλαδή από ιερατικήν τάξιν.
Λουκ. 1,6 ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι.
Λουκ. 1,6 Ησαν δε και οι δύο ενάρετοι ενώπιον του Θεού και εζούσαν σύμφωνα με όλας τας εντολάς και τα παραγγέλματα του Κυρίου, άμεμπτοι εις όλα και ανεπίληπτοι.
Λουκ. 1,7 καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν.
Λουκ. 1,7 Δεν υπήρχε όμως εις αυτούς τέκνον, διότι η Ελισάβετ ήτο στείρα και οι δύο ήσαν αρκετά προχωρημένοι εις τας ημέρας της ζωής των.
Λουκ. 1,8 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 1,8 Καθώς δε ο Ζαχαρίας υπηρετούσε ως ιερεύς ενώπιον του Θεού στον ναόν, όταν είχε έλθει η σειρά της ιερατικής τάξεως εις την οποίαν ανήκε,
Λουκ. 1,9 κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου·
Λουκ. 1,9 του έλαχε με κλήρον, σύμφωνα με την κρατούσα συνήθειαν μεταξύ των ιερέων, να εισέλθη στον ναόν, δηλαδή εις τα άγια και να προσφέρη την θυσίαν του θυμιάματος.
Λουκ. 1,10 καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος.
Λουκ. 1,10 Και όλον το πλήθος του λαού ήτο κατά την ώραν της προσφοράς του θυμιάματος έξω εις την αυλήν του ναού και προσηύχετο.
Λουκ. 1,11 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος.
Λουκ. 1,11 Παρουσιάσθη δε εις αυτόν άγγελος Κυρίου, όρθιος εις τα δεξιά του θυσιαστηρίου, επάνω στο οποίον έκαιε το θυμίαμα.
Λουκ. 1,12 καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν.
Λουκ. 1,12 Και εταράχθη ο Ζαχαρίας όταν τον είδε και φόβος έπεσε επάνω του.
Λουκ. 1,13 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην·
Λουκ. 1,13 Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος· “μη φοβήσαι, Ζαχαρία· διότι η δέησίς σου έγινε ακουστή από τον Θεόν και η γυναίκα σου Ελισάβετ θα σου γεννήση παιδί και θα καλέσης το όνομά του Ιωάννην.
Λουκ. 1,14 καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται.
Λουκ. 1,14 Και θα είναι αυτό το γεγονός χαρά και αγαλλίασις δια σε, και πολλοί, όταν αργότερα ακούσουν το κήρυγμα του, θα χαρούν δια την γέννησίν του.
Λουκ. 1,15 ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ,
Λουκ. 1,15 Διότι αυτός θα αναδειχθή μέγας ενώπιον του Κυρίου και δεν θα πιή ποτέ οίνον η άλλο οινοπνευματώδες ποτόν. Και από τον καιρόν ακόμη, που θα ευρίσκεται εις την κοιλίαν της μητρός του, θα λάβη πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Λουκ. 1,16 καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν·
Λουκ. 1,16 Και πολλούς από τους απογόνους του Ισραήλ θα επαναφέρη μετανοημένους στον Κυριον και Θεόν των.
Λουκ. 1,17 καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον.
Λουκ. 1,17 Και αυτός θα προηγηθή ολίγον χρόνον ενωρίτερον εμπρός από τον Μεσσίαν, με το προφητικόν πνεύμα και την δύναμιν του Ηλιού. Δια να ξαναγυρίση τις σκληρυμμένες καρδιές των πατέρων, γεμάτες τώρα στοργήν, προς τα τέκνα των, και τους απειθείς να τους επαναφέρη εις την σύνεσιν και τα φρονήματα των δικαίων και να ετοιμάση έτσι στον Κυριον λαόν προπαρασκευασμένον δια να υποδεχθή τον Σωτήρα.
Λουκ. 1,18 καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς.
Λουκ. 1,18 Και είπεν ο Ζαχαρίας προς τον άγγελον· “κατά ποίον τρόπον θα γνωρίσω με βεβαιότητα αυτό, που μου λέγεις; Διότι εγώ είμαι γέρων και η γυναίκα μου έχει προχωρήσει πλέον εις την ηλικίαν της”.
Λουκ. 1,19 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα.
Λουκ. 1,19 Και αποκριθείς ο άγγελος του είπεν· “εγώ είμαι ο Γαβριήλ που παρίσταμαι ενώπιον του Θεού και απεστάλην από αυτόν να σου ομιλήσω και να σου αναγγείλω τας χαρμοσύνους ταύτας ειδήσεις.
Λουκ. 1,20 καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν.
Λουκ. 1,20 Και εφ’ όσον ζητείς σημείον, δια να πιστεύσης, ιδού θα είσαι βωβός και δεν θα ημπορής να ομιλήσης μέχρι την ημέραν, που θα πραγματοποιηθούν αυτά. Και τούτο, διότι δεν επίστευσες στους λόγους μου, οι οποίοι οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν στον καιρόν των”.
Λουκ. 1,21 καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτὸν ἐν τῷ ναῷ.
Λουκ. 1,21 Ο δε λαός εξακολουθούσε να περιμένη τον Ζαχαρίαν και απορούσαν όλοι δια την αργοπορίαν μέσα στον ναόν.
Λουκ. 1,22 ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενε κωφός.
Λουκ. 1,22 Οταν δε αυτός εβγήκε, δεν ημπορούσε να ομιλήση προς αυτούς και εκατάλαβαν ότι είχεν ιδεί κάποιαν οπτασίαν μέσα στον ναόν. Και αυτός έκανε συνεχώς νοήματα προς αυτούς και έμενε κωφός και άλαλος.
Λουκ. 1,23 καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Λουκ. 1,23 Και όταν ετελείωσαν αι ημέραι της υπηρεσίας του στον ναόν ανεχώρησε και ήλθεν στο σπίτι του.
Λουκ. 1,24 Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε,
Λουκ. 1,24 Επειτα δε από τας ημέρας αυτάς έμεινεν έγκυος η γυναίκα του η Ελισάβετ και έκρυπτε επιμελώς τον εαυτόν της επί πέντε μήνας.
Λουκ. 1,25 λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τὸ ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις.
Λουκ. 1,25 Και όταν το γεγονός έγινε πλέον φανερόν, έλεγεν η Ελισάβετ ότι “έτσι μου έχει κάμει το καλό αυτό ο Κυριος εις τας ημέρας της γεροντικής μου ηλικίας, κατά τας οποίας επέβλεψε με καλωσύνην και ευδόκησε να μου αφαιρέση την εντροπήν της ατεκνίας μου μεταξύ των ανθρώπων”.
Λουκ. 1,26 Ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ,
Λουκ. 1,26 Κατά δε τον έκτον μήνα από τότε που είχε μείνει έγκυος η Ελισάβετ, εστάλη από τον Θεόν ο άγγελος Γαβριήλ εις μίαν πόλιν της Γαλιλαίας, ονόματι Ναζαρέτ,
Λουκ. 1,27 πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυΐδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ.
Λουκ. 1,27 προς μίαν παρθένον, μνηστευομένην με άνδρα ονόματι Ιωσήφ, η οποία κατήγετο από το γένος Δαυίδ. Και η παρθένος ωνομάζετο Μαριάμ.
Λουκ. 1,28 καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν.
Λουκ. 1,28 Αφού δε ο άγγελος εισήλθεν στο σπίτι, είπε προς αυτήν· “χαίρε συ, που έλαβες μεγάλας και εξαιρετικάς χάριτας από τον Θεόν· ο Κυριος είναι μαζή σου. Είσαι συ ευλογημένη όσον καμμία άλλη μεταξύ των γυναικών”.
Λουκ. 1,29 ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος.
Λουκ. 1,29 Αυτή δε, όταν είδε τον άγγελον, εταράχθη πολύ από τα λόγια του και εσκέπτετο μέσα της τι σημαίνει και ποίον σκοπόν έχει αυτός ο χαιρετισμός.
Λουκ. 1,30 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ.
Λουκ. 1,30 Και είπεν ο άγγελος προς αυτήν· “μη φοβάσαι, Μαριάμ, διότι ευρήκες εξαιρετικήν εύνοιαν και ευλογίαν εκ μέρους του Θεού.
Λουκ. 1,31 καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.
Λουκ. 1,31 Και ιδού θα συλλάβης και θα γεννήσης υιόν και θα καλέσης το όνομα αυτού Ιησούν.
Λουκ. 1,32 οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυΐδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
Λουκ. 1,32 Αυτός θα είναι μέγας δια την αγιότητα και το έργον του. Και θα ονομασθή ο κατ’ εχοχήν Υιός του υψίστου. Και θα δώση εις αυτόν Κυριος ο Θεός τον θρόνον του προπάτορός του Δαυίδ.
Λουκ. 1,33 καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος.
Λουκ. 1,33 Και θα βασιλεύση στους αιώνας ως αιώνιος βασιλεύς εις όλας τας γενεάς των πιστών, που θα αποτελούν την νέαν πνευματικήν οικογένειαν του Ιακώβ. Και η βασιλεία του δεν θα λάβη τέλος”.
Λουκ. 1,34 εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;
Λουκ. 1,34 Είπε δε η Μαριάμ προς τον άγγελον· “πως θα γίνη το πρωτάκουστον τούτο, να γεννήσω υιόν, αφού δεν γνωρίζω άνδρα;
Λουκ. 1,35 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.
Λουκ. 1,35 Και απεκρίθη ο άγγελος και της είπε· “το Πνεύμα το Αγιον που θα σε απαλλάξη από το προπατορικόν αμάρτημα και θα σε εξαγιάση, θα έλθη εις σε και η δημιουργική δύναμις του Υψίστου θα σε περικαλύψη και θα σε διαποτίση. Δι’ αυτό και το απολύτως άγιον και αναμάρτητον βρέφος, το οποίον κατά τον υπερφυσικόν αυτόν τρόπον θα γεννηθή από σε, θα κληθή, διότι θα είναι, ο Υιός του Θεού.
Λουκ. 1,36 καὶ ἰδοὺ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ·
Λουκ. 1,36 Ιδού δε ότι και η Ελισάβετ η συγγενής σου έχει συλλάβει και αυτήν υιόν εις την γεροντικήν της ηλικίαν. Και ο μήνας αυτός είναι ο έκτος της εγκυμοσύνης εις αυτήν, την οποίαν έως τώρα έλεγαν στείραν.
Λουκ. 1,37 ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα.
Λουκ. 1,37 Διότι δεν είναι αδύνατον στον Θεόν κάθε τι θαυμαστόν και υπερφυσικόν”.
Λουκ. 1,38 εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος.
Λουκ. 1,38 Είπε δε η Μαριάμ· “ιδού η δούλη του Κυρίου πρόθυμος να υποταχθώ εις την θείαν βουλήν. Ας γίνη σύμφωνα με τον λόγον σου”. Και ανεχώρησεν από αυτήν ο άγγελος.
Λουκ. 1,39 Ἀναστᾶσα δὲ Μαριὰμ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς εἰς πόλιν Ἰούδα,
Λουκ. 1,39 Ανεχώρησε δε η Μαριάμ κατά τας ημέρας αυτάς, αμέσως μετά τον ευαγγελισμόν της, και επήγε γρήγορα εις την ορεινήν περιοχήν της Ιουδαίας, εις κάποιαν πόλιν της φυλής Ιούδα.
Λουκ. 1,40 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ.
Λουκ. 1,40 Και εισήλθε στο σπίτι του Ζαχαρίου και εχαιρέτησε την Ελισάβετ.
Λουκ. 1,41 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς· καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ
Λουκ. 1,41 Και αμέσως μόλις ήκουσεν η Ελισάβετ τον χαιρετισμόν της Μαρίας, συνέβη τούτο το Θαυμαστόν· εσκίρτησε το βρέφος εις την κοιλίαν της. Και εγέμισε από Πνεύμα Αγιον η Ελισάβετ.
Λουκ. 1,42 καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.
Λουκ. 1,42 Και από την πολλήν χαράν της εφώναξε με μεγάλην φωνήν και με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος είπε· “συ είσαι από τον Θεόν η ασυγκρίτως περισσότερον ευλογημένη μεταξύ όλων των γυναικών και ευλογημένος είναι ο καρπός της κοιλίας σου.
Λουκ. 1,43 καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;
Λουκ. 1,43 Και πως μου έγινε η μεγάλη αυτή τιμή να έλθη εις επίσκεψίν μου η μητέρα του Κυρίου μου;
Λουκ. 1,44 ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου.
Λουκ. 1,44 Εκατάλαβα ότι είσαι μητέρα του Κυρίου μου, διότι ιδού μόλις έφθασεν εις τα αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, εσκίρτησε με αγαλλίασιν το βρέφος μέσα εις την κοιλίαν μου.
Λουκ. 1,45 καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου.
Λουκ. 1,45 Και μακαρία είσαι συ, η οποία επίστευσες, ότι θα λάβουν πλήρη και τελείαν πραγματοποίησιν όσα δια του αγγέλου σου έχει είπει ο Κυριος”.
Λουκ. 1,46 Καὶ εἶπε Μαριάμ. Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον
Λουκ. 1,46 Και είπεν η Μαριάμ· “Υμνεί και δοξάζει η ψυχή μου τον Κυριον.
Λουκ. 1,47 καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου,
Λουκ. 1,47 Και εγέμισε από αγαλλίασιν το πνεύμα μου δια τον Θεόν, τον Σωτήρα εμού και όλου του ανθρωπίνου γένους.
Λουκ. 1,48 ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί.
Λουκ. 1,48 Υμνολογεί η ψυχή μου τον Κυριον, διότι έρριψε το στοργικόν του βλέμμα εις την ταπεινήν και άσημον δούλην του. Και ιδού ότι από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αι γενεαί.
Λουκ. 1,49 ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
Λουκ. 1,49 Διότι έκαμε μεγάλα και θαυμαστά έργα εις εμέ ο παντοδύναμος Κυριος, του οποίου το όνομα είναι άγιον.
Λουκ. 1,50 καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεὰς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν.
Λουκ. 1,50 Το δε έλεος και η αγάπη του ξεχύνονται εις γενεάς γενεών προς όλους εκείνους, που τον φοβούνται και τον σέβονται.
Λουκ. 1,51 Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ, διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν·
Λουκ. 1,51 Εκαμεν στο παρελθόν, και ιδίως τώρα, έργα κραταιά και επέβαλε το θέλημά του με την παντοδύναμον δεξιάν του, κατενίκησε και διεσκόρπισεν αυτούς που υπερηφανεύονται με την επηρμένην διάνοιαν και καρδίαν των.
Λουκ. 1,52 καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς,
Λουκ. 1,52 Εκρήμνισε άρχοντας ισχυρούς από θρόνους και ύψωσε ταπεινούς και αδυνάτους.
Λουκ. 1,53 πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς.
Λουκ. 1,53 Εχόρτασε με πλούσια αγαθά πεινασμένους, και ανθρώπους με πολλά πλούτη τους έδιωξε με αδειανά τα χέρια των.
Λουκ. 1,54 ἀντελάβετο Ἰσραὴλ παιδὸς αὐτοῦ μνησθῆναι ἐλέους,
Λουκ. 1,54 Επροστάτευσε με τον παντοδύναμό του χέρι τον Ισραηλιτικόν λαόν, τον δούλον του, διότι εθυμήθηκε το έλεος και την ευσπλαγχνίαν του,
Λουκ. 1,55 καθὼς ἐλάλησε πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, τῷ Ἀβραὰμ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα.
Λουκ. 1,55 όπως άλλωστε είχεν είπει προς τους πατέρας μας, ότι θα εχάριζε πλούσιον και αιώνιον το έλεός του στον Αβραάμ και τους απογόνους του”.
Λουκ. 1,56 Ἔμεινε δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ ὡσεὶ μῆνας τρεῖς καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
Λουκ. 1,56 Εμεινε δε η Μαριάμ μαζή με την Ελισάβετ τρεις περίπου μήνας και επέστρεψε κατόπιν εις την οικίαν της.
Λουκ. 1,57 Τῇ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν.
Λουκ. 1,57 Εις δε την Ελισάβετ συνεπληρώθη ο χρόνος να γεννήση και εγέννησε υιόν.
Λουκ. 1,58 καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ.
Λουκ. 1,58 Και ήκουσαν οι γείτονες και οι συγγενείς της ότι έδειξε μέγα και θαυμαστόν το έλεός του ο Κυριος εις αυτήν, με το να της χαρίση εις τέτοιαν ηλικίαν υιόν, και όλοι έχαιρον μαζή της.
Λουκ. 1,59 Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν.
Λουκ. 1,59 Και κατά την ογδόην ημέραν ήλθαν πάλιν οι συγγενείς και οι γείτονες, δια να κάμουν περιτομήν στο παιδίον. Και ωνόμαζαν αυτό Ζαχαρίαν, με το όνομα του πατρός του.
Λουκ. 1,60 καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης.
Λουκ. 1,60 Η μητέρα όμως του παιδιού, φωτισμένη από το Πνεύμα του Θεού, είπεν· “όχι Ζαχαρίας, αλλά Ιωάννης θα ωνομασθή”.
Λουκ. 1,61 καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ·
Λουκ. 1,61 Και είπαν εκείνοι εις αυτήν ότι κανείς μεταξύ των συγγενών σου δεν ονομάζεται με το όνομα αυτό.
Λουκ. 1,62 ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν.
Λουκ. 1,62 Ερωτούσαν δε με νεύματα τον πατέρα του, τι όνομα θέλει να δώσουν εις αυτό.
Λουκ. 1,63 καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες.
Λουκ. 1,63 Και Εκείνος, αφού εζήτησε μίαν μικράν πλάκαν, έγραψε τας λέξεις· “Ιωάννης είναι το όνομά του”. Και όλοι εθαύμασαν.
Λουκ. 1,64 ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν.
Λουκ. 1,64 Αμέσως δε ήνοιξε το στόμα του Ζαχαρίου και ελύθη η γλώσσα του και ωμιλούσε ελεύθερα, δοξολογών τον Θεόν.
Λουκ. 1,65 καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς Ἰουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα,
Λουκ. 1,65 Και έπεσεν φόβος εις όλους αυτούς, που κατοικούσαν γύρω και διεδόθησαν όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα εις όλην την ορεινήν εκείνην περιοχήν της Ιουδαίας.
Λουκ. 1,66 καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν λέγοντες· τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 1,66 Και όσοι τα ήκουσαν, τα έβαλαν μέσα εις την καρδιά των και έλεγαν· “τι άραγε θα γίνη το παιδί αυτό;” Η δε προστατευτική και παντοδύναμον χειρ του Κυρίου ήτο μαζή του.
Λουκ. 1,67 Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καὶ προεφήτευσε λέγων·
Λουκ. 1,67 Και ο Ζαχαρίας, ο πατέρας αυτού, εγέμισε με Πνεύμα Αγιον και επροφήτευσε, λέγων·
Λουκ. 1,68 Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ,
Λουκ. 1,68 “Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο αληθινός Θεός και προστάτης του Ισραήλ, διότι επεσκέφθη τον λαόν του και επραγματοποίησε την απελευθέρωσιν αυτού από τους διαφόρους εχθρούς του.
Λουκ. 1,69 καὶ ἤγειρε κέρας σωτηρίας ἡμῖν ἐν τῷ οἴκῳ Δαυΐδ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ,
Λουκ. 1,69 Και προς χάριν ημών ύψωσε δύναμιν ακαταγώνιστον δια την σωτηρίαν μας διότι ηυδόκησε να γεννηθή ο Σωτήρ του κόσμου εις την οικογένειαν του Δαυίδ του δούλου του.
Λουκ. 1,70 καθὼς ἐλάλησε διὰ στόματος τῶν ἁγίων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος προφητῶν αὐτοῦ,
Λουκ. 1,70 Οπως ακριβώς είχε λαλήσει και υποσχεθή με το στόμα των αγίων, των δια μέσου των αιώνων προφητών του,
Λουκ. 1,71 σωτηρίαν ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν μισούντων ἡμᾶς,
Λουκ. 1,71 πραγματοποιεί σωτηρίαν από τους εχθρούς μας και από το χέρι όλων των ορατών και αοράτων εχθρών, που μας μισούν,
Λουκ. 1,72 ποιῆσαι ἔλεος μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ μνησθῆναι διαθήκης ἁγίας αὐτοῦ,
Λουκ. 1,72 δια να ελεήση έτσι τους πατέρας μας που περιμένουν κάτω εις στον Αδην τον Λυτρωτήν και δια να ενθυμηθή και εκπληρώση την αγίαν διαθήκην του,
Λουκ. 1,73 ὅρκον ὃν ὤμοσε πρὸς Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν, τοῦ δοῦναι ἡμῖν
Λουκ. 1,73 την ένορκον δηλαδή διαβεβαίωσιν, την οποίαν έκαμεν στον πατέρα μας τον Αβραάμ· να μας δώση και μας αξιώση,
Λουκ. 1,74 ἀφόβως, ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν ῥυσθέντας, λατρεύειν αὐτῷ
Λουκ. 1,74 χωρίς φόβον και λυτρωμένοι από τους εχθρούς μας, να τον λατρεύωμεν και να τον προσκυνούμεν
Λουκ. 1,75 ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Λουκ. 1,75 όλας τας ημέρας της ζωής μας με αγιότητα καρδίας και με ενάρετον βίον.
Λουκ. 1,76 Καὶ σύ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ,
Λουκ. 1,76 Και συ, παιδίον, θα αναδειχθής και θα ονομασθής προφήτης του Υψίστου. Διότι θα προηγηθής από τον Θεάνθρωπον Λυτρωτήν, δια να προετοιμάσης τους δρόμους του έργου του, δηλαδή να προπαρασκευάσης τας καρδίας των ανθρώπων δια την υποδοχήν του,
Λουκ. 1,77 τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶν
Λουκ. 1,77 και να γνωστοποιήσης στον λαόν αυτού την σωτηρίαν, την οποίαν θα τους προσφέρη συγχωρώντας τας αμαρτίας των.
Λουκ. 1,78 διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ ἡμῶν, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους
Λουκ. 1,78 Και τούτο όχι δια τα ενάρετα έργα μας, αλλά δια τα γεμάτα άπειρον έλεος και συμπάθειαν σπλάγχνα του Θεού ημών. Και ένεκα ακριβώς αυτής της εσπλαγχνίας μας επεσκέφθη θεία ανατολή από τον ουρανόν, ο ήλιος της δικαιοσύνης, δηλαδή ο Χριστός,
Λουκ. 1,79 ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης.
Λουκ. 1,79 δια να φωτίση εκείνους, που απηλπισμένοι δούλοι είναι βυθισμένοι στο σκότος της πλάνης και την σκιαν του πνευματικού θανάτου, να κατευθύνη και να ενισχύη τους πόδας ημών, δια να βαδίσωμεν τον δρόμον, που οδηγεί εις την ειρήνην του Θεού και την αιωνίαν σωτηρίαν”.
Λουκ. 1,80 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ.
Λουκ. 1,80 Το δε παιδίον εμεγάλωνε σωματικώς και εδυνάμωνε ηθικώς και διανοητικώς με τον φωτισμόν και την ενίσχυσιν του Αγίου Πνεύματος. Και έμενεν εις τας ερήμους μέχρι της ημέρας που, σύμφωνα με το θείον σχέδιον, θα ανεδεικνύετο προφήτης και απεσταλμένος του Θεού στον Ισραηλιτικόν λαόν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 2
Λουκ. 2,1 Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην.
Λουκ. 2,1 Κατά τας ημέρας εκείνας, μετά την γέννησιν του Ιωάννου, εξεδόθη ένα διάταγμα από τον Αύγουστον Καίσαρα, να γίνη απογραφή όλων των κατοίκων του κόσμου, που ευρίσκετο υπό την κυριαρχίαν της Ρωμης.
Λουκ. 2,2 αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου.
Λουκ. 2,2 Αυτή η απογραφή ήτο η πρώτη που έγινεν, όταν ηγεμών της Συρίας ήτο ο Κυρήνιος.
Λουκ. 2,3 καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
Λουκ. 2,3 Και επήγαιναν όλοι να απογραφούν, ο καθένας εις την πόλιν από την οποίαν κατήγετο.
Λουκ. 2,4 ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ,
Λουκ. 2,4 Ανέβηκε δε και ο Ιωσήφ από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν τον Δαυΐδ, η οποία ωνομάζετο Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο από το γένος και την οικογένειαν του Δαυΐδ.
Λουκ. 2,5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ.
Λουκ. 2,5 Επήγε δε να απογραφή μαζή με την Μαριάμ, την μνηστευομένην με αυτόν γυναίκα, η οποία ήτο έγκυος.
Λουκ. 2,6 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,
Λουκ. 2,6 Συνέβη δε όταν αυτοί ήσαν εκεί, συνεπληρώθησαν αι ημέραι, δια να γεννήση αυτή.
Λουκ. 2,7 καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.
Λουκ. 2,7 Και εγέννησε τον πρώτον και μόνον υιόν της και τον εσπαργάνωσε και τον έβαλεν εις φάτνην, διότι δεν υπήρχε δι’ αυτούς τόπος στο πανδοχείον να παραμείνουν (επειδή τούτο είχε καταληφθή ενωρίτερα από τους Ιουδαίους, που κατήγοντο από την Βηθλεέμ και είχαν έλθει εκεί να απογραφούν. Και έτσι από αυτήν ακόμη την νηπιακήν του ηλικίαν ο Κυριος δεν είχέ που να κλίνη την κεφαλήν).
Λουκ. 2,8 Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν.
Λουκ. 2,8 Και ήσαν μερικοί ποιμένες εις την περιοχήν αυτήν, που έμεναν στους αγρούς και με την σειράν των κατά το διάστημα της νυκτός εφύλατταν άγρυπνοι το ποίμνιον των.
Λουκ. 2,9 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν.
Λουκ. 2,9 Και ιδού ένας άγγελος Κυρίου παρουσιάσθη έξαφνα εις αυτούς και φως ολόλαμπρον, θείον και υπερφυσικόν, τους περιεκύκλωσε και εφοβήθησαν παρά πολύ δι’ αυτά, που αντίκρυσαν.
Λουκ. 2,10 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ,
Λουκ. 2,10 Και είπεν εις αυτούς ο άγγελος· “μη φοβείσθε, διότι σας αναγγέλλω χαρμόσυνον είδησιν, χαράν μεγάλην, η οποία θα είναι χαρά δι’ όλον τον λαόν του Θεού.
Λουκ. 2,11 ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ.
Λουκ. 2,11 Σας αναγγέλω, ότι εγεννήθη σήμερον για σας Σωτήρ, ο οποίος είναι ο Μεσσίας, ο Κυριος και Θεός. Και εγεννήθη εις την πόλιν του Δαυίδ την Βηθλεέμ, σύμφωνα με τας προφητείας της Γραφής.
Λουκ. 2,12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ.
Λουκ. 2,12 Και αυτό θα είναι για σας σημείον, με το οποίον θα αναγνωρίσετε τον γεννηθέντα Σωτήρα· θα βρήτε ένα βρέφος απλοϊκά σπαργανωμένον, βαλμένο εις την φάτνην.
Λουκ. 2,13 καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων·
Λουκ. 2,13 Και έξαφνα πλήθος στρατιάς αγγέλων από τον ουρανόν ενώθηκε με τον άγγελον και όλοι μαζή εδοξολογούσαν τον Θεόν και έλεγαν·
Λουκ. 2,14 δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
Λουκ. 2,14 “Δοξα ας είναι στον Θεόν στους ουρανούς και εις ολόκληρον την γην ειρήνη, θεία εύνοια και ευλογία στους ανθρώπους”.
Λουκ. 2,15 καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.
Λουκ. 2,15 Οταν δε οι άγγελοι έφυγαν από αυτούς στον ουρανόν, τότε οι ποιμένες είπαν μεταξύ των· “ας περάσωμεν λοιπόν έως εις την Βηθλεέμ, δια να ίδωμεν αυτό που έγινε και το οποίον μας εγνωστοποίησε δια του αγγέλου ο Κυριος”.
Λουκ. 2,16 καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ.
Λουκ. 2,16 Και ήλθαν όσον ημπορούσαν γρηγορώτερα και αφού έψαξαν ευρήκαν και την Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος τοποθετημένο εις την φάτνην.
Λουκ. 2,17 ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ῥήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου·
Λουκ. 2,17 Οταν δε είδον αυτά, εγνωστοποίησαν τότε με λεπτομέρειαν όλα όσα είχεν είπει εις αυτούς ο άγγελος δια το παιδίον αυτό. (Οι απλοϊκοί και πιστοί ποιμένες, ως εάν ήσαν πνευματικοί ποιμένες και απόστολοι, ηξιώθησαν να γίνουν μεταξύ των ανθρώπων οι πρώτοι κήρυκες του Χριστού).
Λουκ. 2,18 καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς.
Λουκ. 2,18 Και όλοι όσοι ήκουσαν, εθαύμασαν δι’ όσα τους είχον είπει οι ποιμένες.
Λουκ. 2,19 ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.
Λουκ. 2,19 Η δε Μαριάμ έβαλεν εις την καρδίαν της και εκρατούσε εις την μνήμην της όλους αυτούς τους λόγους και τους συνέκρινε με εκείνα, τα οποία κατά την ώρα του ευαγγελισμού της είχεν είπει ο άγγελος.
Λουκ. 2,20 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.
Λουκ. 2,20 Και επέστρεψαν οι ποιμένες στο ποίμνιόν των, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν δι’ όλα όσα ήκουσαν και είδαν και τα οποία ήσαν ακριβώς όπως τους τα είπε ο άγγελος.
Λουκ. 2,21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλία.
Λουκ. 2,21 Και όταν συνεπληρώθησαν οκτώ ημέραι, δια να γίνη η περιτομή του παιδίου, έκαμαν την περιτομήν και εδόθη στο παιδίον το όνομα Ιησούς, όπως είχεν είπει ο άγγελος πριν ακόμη συλληφθή αυτό εις την κοιλίαν της μητέρας του.
Λουκ. 2,22 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ,
Λουκ. 2,22 Και όταν, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, συνεπληρώθησαν αι ημέραι του καθαρισμού της μητέρας του παιδίου και του μνηστήρος της, ανέβασαν αυτό εις τα Ιεροσόλυμα, δια να το παρουσιάσουν και το αφιερώσουν στον Κυριον.
Λουκ. 2,23 καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται,
Λουκ. 2,23 Αυτό δε έγινε σύμφωνα με το γραμμένον στον νόμον του Κυρίου, ότι κάθε πρωτότοκον αρσενικόν, που διανοίγει την μήτραν της μητέρας του, θα θεωρηθή αφιερωμένον στον Κυριον.
Λουκ. 2,24 καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν.
Λουκ. 2,24 Ανέβησαν ακόμη στον ναόν να προσφέρουν την θυσίαν δια τον καθαρισμόν των, όπως ήτο πάλιν γραμμένον στον νόμον Κυρίου, δηλαδή ένα ζεύγος τρυγόνες η δύο μικρά περιστέρια, σαν πτωχοί που ήσαν.
Λουκ. 2,25 Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἱεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν·
Λουκ. 2,25 Και ιδού εζούσε εις την Ιερουσαλήμ ένας άνθρωπος, ονόματι Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήτο δίκαιος και ευλαβής και επερίμενε να έλθη λύτρωσις και παρηγορία στον λαόν του Ισραήλ με την έλευσιν του Χριστού, όπως είχαν προείπει αι Γραφαί, και Πνεύμα Αγιον ήτο εις αυτόν·
Λουκ. 2,26 καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου.
Λουκ. 2,26 και του είχεν αποκαλυφθή από το Αγιον Πνεύμα ότι δεν θα απέθνησκεν, πριν ίδη εκείνον, τον οποίον ο Θεός θα έχριε Σωτήρα και βασιλέα του κόσμου.
Λουκ. 2,27 καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ,
Λουκ. 2,27 Και κατά παρακίνησιν του Αγίου Πνεύματος ήλθεν στον ναόν. Και όταν οι γονείς έφεραν το παιδίον Ιησούν στον ναόν να κάμουν δι’ αυτό ο,τι ώριζεν ο νόμος δια τα πρωτότοκα,
Λουκ. 2,28 καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·
Λουκ. 2,28 τότε και αυτός ο Συμεών εδέχθη εις τας αγκάλας του το παιδίον, εδοξολόγησε τον Θεόν και είπε·
Λουκ. 2,29 νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ,
Λουκ. 2,29 “τώρα πλέον με απολύεις εμέ τον δούλον σου να φύγω από τον κόσμον αυτόν, Δεσπότα, ειρηνικός και χαρούμενος, σύμφωνα με τον λόγον που μου είπες,
Λουκ. 2,30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου,
Λουκ. 2,30 διότι είδαν τα μάτια μου τον Χριστόν, ο οποίος θα φέρη την σωτηρίαν,
Λουκ. 2,31 ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν.
Λουκ. 2,31 την οποίαν συ έχεις ετοιμάσει, δια να την ίδουν όλοι οι λαοί της γης.
Λουκ. 2,32 φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.
Λουκ. 2,32 Φως πνευματικόν, που θα φανερώση εις τα έθνη τον αληθινόν Θεόν και την δόξαν του λαού σου Ισραήλ, αφού από αυτόν τον λαόν κατά το ανθρώπινον προέρχεται ο Χριστός”.
Λουκ. 2,33 καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ.
Λουκ. 2,33 Και ο Ιωσήφ και η μητέρα του παιδίου συνεχώς εθαύμαζαν δι’ όσα ελέγοντο περί του παιδίου.
Λουκ. 2,34 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.
Λουκ. 2,34 Και ευλόγησεν αυτούς ο Συμεών και είπε προς την Μαρίαν την μητέρα του παιδίου· “ιδού αυτός θα γίνη αιτία να πέσουν και να αναστηθούν πολλοί στον Ισραήλ, (θα πέσουν εκείνοι που δεν θα πιστεύσουν, θα αναστηθούν και θα λυτρωθούν εκείνοι που θα πιστεύσουν). Και θα γίνη αυτός σημείον αντιλογίας μεταξύ των ανθρώπων.
Λουκ. 2,35 καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.
Λουκ. 2,35 Και την ιδικήν σου μητρικήν καρδίαν θα διαπεράση η ρομφαία του πόνου, όταν ίδης τον υιόν σου να πάσχη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ολα δε αυτά θα γίνουν, δια να φανερωθούν οι μυστικοί διαλογισμοί και απόκρυφοι πόθοι πολλών καρδιών”.
Λουκ. 2,36 Καὶ ἦν Ἄννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς,
Λουκ. 2,36 Υπήρχε δε εις τα Ιεροσόλυμα και κάποια προφήτις, ονόματι Αννα, θυγάτηρ του Φανουήλ, από την φυλήν Ασήρ· αυτή ήτο πολύ προχωρημένη εις την ηλικίαν της και είχε ζήσει επτά έτη μετά του ανδρός της, από την ημέρα που ως παρθένος είχεν υπανδρευθή αυτόν.
Λουκ. 2,37 καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν·
Λουκ. 2,37 Και αυτή ήτο χήρα, ογδοήκοντα τεσσάρων περίπου ετών, η οποία δεν απεμακρύνετο από τον Ιερόν περίβολον του ναού, λατρεύουσα νύκτα και ημέραν τον Θεόν με νηστείας και προσευχάς.
Λουκ. 2,38 καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἱερουσαλήμ.
Λουκ. 2,38 Και αυτή εκείνη την ώραν, αφού είδε το παιδίον, εδοξολογούσε τον Κυριον και έλεγε περί αυτού εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, που επερίμεναν την λύτρωσίν των από τα δεινά και την καταδίκην της αμαρτίας.
Λουκ. 2,39 Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ.
Λουκ. 2,39 Και αμέσως, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία εξετέλεσαν όλα όσα ο νόμος του Κυρίου ώριζε, επέστρεψαν εις την Γαλιλαίαν, εις την πατρίδα των την Ναζαρέτ.
Λουκ. 2,40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό.
Λουκ. 2,40 Το δε παιδίον ηύξανε κατά το σώμα και ισχυροποιείτο πολύ κατά το πνεύμα και επληρούτο από σοφίαν, την οποίαν εις αυτό μετέδιδεν, καθόσον επροχωρούσε η ηλικία του, η ενωμένη με αυτό θεία του φύσις. Και χάρις Θεού ήτο εις αυτό, η οποία το επροφύλασσε αμόλυντο από κάθε αμαρτίαν, το καθωδηγούσε δε και το ενίσχυε προς κάθε αρετήν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 1
Ματθ. 1,1 Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ.
Ματθ. 1,1 Βιβλίον της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού, απογόνου κατά το ανθρώπινον του βασιλέως Δαυΐδ, ο οποίος πάλιν υπήρξεν απόγονος του πατριάρχου Αβραάμ.
Ματθ. 1,2 Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ,
Ματθ. 1,2 Διότι ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού.
Ματθ. 1,3 Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ,
Ματθ. 1,3 Ο Ιούδας δε εγέννησε από την νύμφην αυτού Θάμαρ τους διδύμους Φαρές και Ζαρά, ο Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ.
Ματθ. 1,4 Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών,
Ματθ. 1,4 Ο Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, ο Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών.
Ματθ. 1,5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ῥαχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί,
Ματθ. 1,5 Ο Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ από την τέως αμαρτωλήν Ραχάβ, ο Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ από την Μωαβίτιδα Ρούθ, ο Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί.
Ματθ. 1,6 Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα. Δαυΐδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶνα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου,
Ματθ. 1,6 Ο Ιεσσαί δε εγέννησε τον βασιλέα Δαυΐδ, ο δε βασιλεύς Δαυίδ εγέννησε τον Σολομώντα από την γυναίκα του Ουρίου.
Ματθ. 1,7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοάμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά,
Ματθ. 1,7 Ο Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, ο Αβιά δε εγέννησε τον Ασά.
Ματθ. 1,8 Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφάτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν,
Ματθ. 1,8 Ο Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν.
Ματθ. 1,9 Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν,
Ματθ. 1,9 Ο Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Αχαζ, ο Αχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν.
Ματθ. 1,10 Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν,
Ματθ. 1,10 Ο Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, ο Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν.
Ματθ. 1,11 Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.
Ματθ. 1,11 Ο Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού κατά την εποχήν, που απήχθησαν αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα οι Ιουδαίοι.
Ματθ. 1,12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ,
Ματθ. 1,12 Επειτα δε από την βιαίαν αυτήν μετανάστευσιν των Ιουδαίων εις Βαβυλώνα και την ζωήν των εκεί ως αιχμαλώτων, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, ο δε Σαλαθιήλ εγέννησε τον Ζοροβάβελ.
Ματθ. 1,13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ,
Ματθ. 1,13 Ο Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ.
Ματθ. 1,14 Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ,
Ματθ. 1,14 Ο Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, ο Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ.
Ματθ. 1,15 Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ,
Ματθ. 1,15 Ο Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, ο Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ.
Ματθ. 1,16 Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός.
Ματθ. 1,16 Ο Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ, τον μνηστήρα της Μαρίας, από την οποίαν εγεννήθη ο Ιησούς ο ονομαζόμενος Χριστός.
Ματθ. 1,17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες.
Ματθ. 1,17 Ολαι λοιπόν αι γενεαί από τον Αβραάμ μέχρι του Δαυίδ είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από Δαυίδ μέχρι της μετοικεσίας των Ιουδαίων ως αιχμαλώτων εις την Βαβυλώνα είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από της μετοικεσίας εις την Βαβυλώνα μέχρι των ημερών του Χριστού γενεαί πάλιν δεκατέσσαρες.
Ματθ. 1,18 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.
Ματθ. 1,18 Η δε γέννησις του Ιησού Χριστού έγινε κατά τον ακόλουθον υπερφυσικόν τρόπον. Οταν δηλαδή εμνηστεύθη η μήτηρ αυτού Μαρία με τον Ιωσήφ, χωρίς να συνοικήσουν ως σύζυγοι, ευρέθη έγκυος από την δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.
Ματθ. 1,19 Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν.
Ματθ. 1,19 Ο δε Ιωσήφ, ο μνηστήρ αυτής, όταν αντελήφθη την εγκυμοσύνην αυτής, επήρε την απόφασιν να διαλύση την μνηστείαν. Επειδή όμως ήτο ενάρετος και εύσπλαγχνος δεν ηθέλησε να την διαπομπεύση δημοσία, αλλ’εσκέφθη να την διώξη μυστικά χωρίς να ανακοινώση εις κανένα τας υποψίας του.
Ματθ. 1,20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου.
Ματθ. 1,20 Ενώ δε αυτά είχε στον νουν, ιδού ένας άγγελος του Κυρίου παρουσιάσθη στο όνειρόν του και του είπεν· Ιωσήφ, απόγονε του Δαυΐδ, μη διστάσης, να παραλάβης στον οίκον σου την Μαριάμ, την αγνήν και πιστήν μνηστή σου, διότι το παιδίον που κυοφορείται έντος αυτής έχει συλληφθή από την δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.
Ματθ. 1,21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.
Ματθ. 1,21 Θα γεννήση δε υιόν, και συ (ο οποίος σύμφωνα με τον νόμον θεωρείσαι προστάτης και πατέρας του) θα το ονομάσης Ιησούν (δηλαδή Θεόν-Σωτήρα) διότι αυτός θα σώση πράγματι τον λαόν του από τας αμαρτίας αυτών.
Ματθ. 1,22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·
Ματθ. 1,22 Και όλον αυτό το θαυμαστόν και μοναδικόν γεγονός έγινε, δια να πραγματοποιηθή και επαληθεύση αυτό, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου Ησαΐου·
Ματθ. 1,23 Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός.
Ματθ. 1,23 “Ιδού η αγνή και άμωμος παρθένος θα συλλάβη και θα γεννήση υιόν, χωρίς να γνωρίση άνδρα, και θα ονομάσουν αυτόν Εμμανουήλ, όνομα που σημαίνει· Ο Θεός είναι μαζή μας”.
Ματθ. 1,24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
Ματθ. 1,24 Αμέσως λοιπόν μόλις εσηκώθη από τον ύπνον ο Ιωσήφ, έκαμε όπως τον είχε διατάξει ο άγγελος του Κυρίου και παρέλαβε στον οίκον του με εμπιστοσύνην και σεβασμόν την μνηστήν του.
Ματθ. 1,25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.
Ματθ. 1,25 Και ποτέ δεν εγνώρισεν αυτήν ως σύζυγον ούτε και όταν εγέννησεν αυτή τον πρώτον και μοναδικόν υιόν της ούτε και μετά ταύτα. Και εκάλεσεν ο Ιωσήφ το όνομα του παιδίου Ιησούν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 2
Ματθ. 2,1 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα
Ματθ. 2,1 Οταν δε εγεννήθη ο Ιησούς εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, κατά τας ημέρας που βασιλεύς ήτο ο Ηρώδης, ιδού μάγοι (δηλαδή άνθρωποι σοφοί που εμελετούσαν και τους αστέρας του ουρανού) ήλθον από τας χώρας της Ανατολής εις τα Ιεροσόλυμα.
Ματθ. 2,2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
Ματθ. 2,2 Και ερωτούσαν τους κατοίκους· “που είναι ο νεογέννητος βασιλεύς των Ιουδαίων; Διότι ημείς είδαμεν τον αστέρα αυτού εις την Ανατολήν και από το ουράνιον αυτό φαινόμενον επληροφορηθήκαμεν την γέννησίν του και ήλθομεν να τον προσκυνήσωμεν”.
Ματθ. 2,3 Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ,
Ματθ. 2,3 Οταν ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης να γίνεται λόγος δια νεογέννητον Βασιλέα εκυριεύθη από ταραχήν, διότι εφοβήθη μήπως του αρπάση εκείνος την βασιλείαν· μαζή με τον Ηρώδην εταράχθησαν και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ (φοβηθέντες μήπως εκσπάση και εις βάρος αυτών η οργή του αιμοβόρου βασιλέως).
Ματθ. 2,4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται.
Ματθ. 2,4 Ο Ηρώδης, αφού εκάλεσε και συνεκέντρωσε όλους τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού (αυτούς που εθεωρείτο ότι εγνώριζαν τον νόμον και τους προφήτας) εζητούσε πληροφορίας, που, σύμφωνα με τας Γραφάς, θα εγεννάτο ο Χριστός.
Ματθ. 2,5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου·
Ματθ. 2,5 Εκείνοι δε του είπαν· “εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, διότι έτσι έχει γραφή από τον προφήτην Μιχαίαν·
Ματθ. 2,6 Καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ.
Ματθ. 2,6 Και συ Βηθλεέμ, που ανήκεις εις την περιοχήν της φυλής Ιούδα μολονότι μικρά στον πληθυσμόν, δεν είσαι από απόψεως αξίας καθόλου μικρότερη και άσημη από τας μεγάλας πόλεις της φυλής του Ιούδα. Και τούτο, διότι από σε θα προέλθη και θα αναδειχθή άρχων, ο οποίος ως καλός πομήν θα οδηγήση με στοργήν τον λαόν μου τον Ισραηλιτικόν”.
Ματθ. 2,7 Τότε Ἡρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος,
Ματθ. 2,7 Τοτε ο Ηρώδης εκάλεσε κρυφίως τους μάγους και επληροφορήθη ακριβώς από αυτούς τον χρόνον, κατά τον οποίον είχε φανή ο αστήρ.
Ματθ. 2,8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ.
Ματθ. 2,8 Κατόπιν τους έστειλε εις την Βηθλεέμ και είπε· “πηγαίνετε εκεί και εξετάσατε με κάθε ακρίβειαν όλα τα περί του παιδίου· και όταν θα το εύρετε, πληροφορήσατέ με, δια να έλθω εις την Βηθλεέμ να το προσκυνήσω και εγώ”.
Ματθ. 2,9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον·
Ματθ. 2,9 Οι δε μάγοι, αφού ήκουσαν τα λόγια του βασιλέως, εξεκίνησαν και επορεύοντο εις την Βηθλεέμ· και ιδού το λαμπρόν αστέρι, που είχαν ίδει εις την Ανατολήν, επροπορεύετο και τους ωδηγούσεν, έως ότου ήλθε και εστάθη επάνω από τον τόπον όπου ευρίσκετο το παιδίον.
Ματθ. 2,10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα,
Ματθ. 2,10 Οι μάγοι, όταν είδαν τον αστέρα, εδοκίμασαν πολύ μεγάλην χαράν (διότι ευρήκαν πάλιν τον ασφαλή οδηγόν των).
Ματθ. 2,11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν·
Ματθ. 2,11 Και ελθόντες εις την οικίαν είδαν το παιδίον με την μητέρα αυτού Μαρίαν και πεσόντες στο έδαφος επροσκύνησαν με βαθείαν ευλάβειαν αυτό· και ανοίξαντες τας αποσκευάς και τα θησαυροφυλάκιά των του προσέφεραν δώρα, χρυσόν και πολύτιμα αρώματα της Ανατολής, λιβάνι και σμύρναν.
Ματθ. 2,12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.
Ματθ. 2,12 Επειδή δε έλαβον εντολήν και οδηγίαν από τον Θεόν εις όνειρόν των να μη επιστρέψουν προς τον Ηρώδην, ανεχώρησαν δια την πατρίδα των από άλλον δρόμον.
Ματθ. 2,13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό.
Ματθ. 2,13 Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι’ ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”.
Ματθ. 2,14 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον,
Ματθ. 2,14 Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον.
Ματθ. 2,15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου.
Ματθ. 2,15 Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”.
Ματθ. 2,16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων.
Ματθ. 2,16 Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους.
Ματθ. 2,17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος·
Ματθ. 2,17 Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει·
Ματθ. 2,18 Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.
Ματθ. 2,18 “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”.
Ματθ. 2,19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ
Ματθ. 2,19 Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι’ ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον
Ματθ. 2,20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου.
Ματθ. 2,20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”.
Ματθ. 2,21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ.
Ματθ. 2,21 Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην.
Ματθ. 2,22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,
Ματθ. 2,22 Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον).
Ματθ. 2,23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
Ματθ. 2,23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς του) Ναζωραίος”.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 1
Ιω. 1,1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.
Ιω. 1,1 Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λογος του Θεού. Και ο Λογος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν και πλησιέστατα προς αυτόν, και ο Λογος ήτο Θεός απειροτέλειος, όπως ο Πατήρ και το Αγιον Πνεύμα.
Ιω. 1,2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.
Ιω. 1,2 Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν.
Ιω. 1,3 πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν.
Ιω. 1,3 Ολα τα δημιουργήματα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα, από όσα έχουν γίνει.
Ιω. 1,4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.
Ιω. 1,4 Εις αυτόν υπήρχε ζωή και ως άπειρος πηγή ζωής εδημιούργησε και διατηρεί κάθε ζωήν. Δια δε τους ανθρώπους δεν είναι μόνον η φυσική ζωη, αλλά και το πνευματικόν φως, που φωτίζει τον νουν των εις κατανόησιν και αποδοχήν της αληθείας.
Ιω. 1,5 καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.
Ιω. 1,5 Και το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν ημπόρεσε ποτέ να το επισκιάση και το εξουδετερώση.
Ιω. 1,6 Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης·
Ιω. 1,6 Προάγγελος αυτού του φωτός κατά τας ημέρας εκείνας έγινεν ένας άνθρωπος, σταλμένος από τον Θεόν, του οποίου το όνομα ήτο Ιωάννης.
Ιω. 1,7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 1,7 Αυτός ήλθε με κύριον σκοπόν να μαρτυρήση περί του φωτός, δηλαδή περί του Ιησού Χριστού, και με το κήρυγμά του να προπαρασκευάση τους ανθρώπους, ώστε να πιστεύσουν όλοι στο φως.
Ιω. 1,8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός.
Ιω. 1,8 Δεν ήτο εκείνος το φως, αλλ’ ήλθε να μαρτυρήση δια το φως.
Ιω. 1,9 Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 1,9 Ο Υιός και Λογος του Θεού ήτο πάντοτε το αληθινόν φως, το οποίον φωτίζει κάθε άνθρωπον, που έρχεται στον κόσμον.
Ιω. 1,10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.
Ιω. 1,10 Ητο εξ αρχής στον κόσμον, ως δημιουργός και κυβερνήτης, και ο κόσμος όλος, ορατός και αόρατος, έλαβεν ύπαρξιν δι’ αυτού. Και όμως όταν το φως, ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, ο κόσμος δεν τον ανεγνώρισε και δεν τον εδέχθη.
Ιω. 1,11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον.
Ιω. 1,11 Ηλθε μεταξύ των ιδικών του, δηλαδή των Ιουδαίων, τους οποίους με ιδιαιτέραν στοργήν δια μέσου των αιώνων είχε προστατεύσει, και αυτοί οι ιδικοί του δεν τον εδέχθησαν ως Σωτήρα και Θεόν των.
Ιω. 1,12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
Ιω. 1,12 Αλλοι όμως τον εδέχθησαν. Εις όσους δε τον εδέχθησαν με πίστιν ως Σωτήρα και Θεόν των έδωκε το δικαίωμα να γίνουν τέκνα Θεού, εις αυτούς δηλαδή που πιστεύουν στο όνομά του.
Ιω. 1,13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν.
Ιω. 1,13 Αυτοί δεν εγεννήθησαν από ανθρώπινα αίματα ούτε από θέλημα σαρκός ούτε από θέλημα ανδρός, αλλά εγεννήθησαν από τον Θεόν.
Ιω. 1,14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.
Ιω. 1,14 Και ο Υιός και Λογος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάριν και αλήθειαν.
Ιω. 1,15 Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί δι’ αυτόν και κράζει με μεγάλην φωνήν, λέγων· “αυτός ήτο εκείνος, δια τον οποίον σας είπα, ότι ο ερχόμενος ύστερα από εμέ είναι ασυγκρίτως ανώτερος από εμέ, διότι ως Υιός μονογενής του Πατρός υπήρχε ήδη, πριν εγώ γεννηθώ”.
Ιω. 1,16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος·
Ιω. 1,16 Και από τον άπειρον πνευματικόν πλούτον αυτού όλοι ημείς ελάβαμεν και χάριν επάνω εις την χάριν.
Ιω. 1,17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
Ιω. 1,17 Διότι ενώ ο νόμος εδόθη δια του Μωϋσέως, δούλου του Θεού, η χάρις και η αλήθεια ήλθαν δια του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού.
Ιω. 1,18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο.
Ιω. 1,18 Τον Θεόν κανείς ποτέ δεν έχει ίδει. Ο Υιός ο μονογενής, που υπάρχει προαιωνίως πάντοτε στον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν εις ημάς και κατέστησε γνωστόν τον Θεόν.
Ιω. 1,19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ;
Ιω. 1,19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννου, όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευΐτας να τον ερωτήσουν· “συ ποιός είσαι;”
Ιω. 1,20 καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.
Ιω. 1,20 Και ωμολόγησε, και δεν ηρνήθη. Και ωμολόγησεν ότι “δεν είμαι εγώ ο Χριστός”.
Ιω. 1,21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.
Ιω. 1,21 Και τον ηρώτησαν πάλιν· “λοιπόν ποίος είσαι; Μηπως είσαι ο Ηλίας;” Και είπεν ο Ιωάννης· “δεν είμαι”.“Είσαι συ ο προφήτης, ο ένας και μοναδικός, τον οποίον προανήγγειλε ο Μωϋσής;” και απήντησεν· “όχι”.
Ιω. 1,22 εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;
Ιω. 1,22 Είπαν εν τέλει εις αυτόν· “ποίος είσαι; Πες μας, δια να δώσωμεν απάντησιν εις εκείνους που μας έστειλαν. Τι λέγεις δια τον ευατόν του;”
Ιω. 1,23 ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.
Ιω. 1,23 Είπεν ο Ιωάννης· “εγώ είμαι η φωνή του ανθρώπου, που φωνάζει δυνατά εις την έρημον τα λόγια του προφήτου Ησαΐου· κάμετε ευθύν τον δρόμον του Κυρίου· προετοιμάσατε τας ψυχάς σας, δια να υποδεχθούν τον Χριστόν”.
Ιω. 1,24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων·
Ιω. 1,24 Και οι απεσταλμένοι ήσαν από την τάξιν των Φαρισαίων.
Ιω. 1,25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
Ιω. 1,25 Και με τόνον επιτιμητικόν τον ηρώτησαν και του είπαν· “διατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού συ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;”
Ιω. 1,26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.
Ιω. 1,26 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιωάννης και είπε· “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό· ανάμεσα σας δε στέκει και θα εμφανισθή έντος ολίγου εκείνος, τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε.
Ιω. 1,27 αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος.
Ιω. 1,27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από εμέ, ο οποίος όμως υπήρξε προ εμού ως προαιώνιος Λογος του Θεού, και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λωρί του υποδήματός του”.
Ιω. 1,28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἦν Ἰωάννης βαπτίζων.
Ιω. 1,28 Αυτά συνέβησαν εις την Βηθανίαν, πέραν από τον Ιορδάνην όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης.
Ιω. 1,29 Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
Ιω. 1,29 Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει· “ίδε ο αμνός του Θεού, που επροφήτευσεν ο Ησαΐας, ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη την αμαρτίαν και την ενοχήν του κόσμου.
Ιω. 1,30 οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30 Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα· ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
Ιω. 1,31 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.
Ιω. 1,31 Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
Ιω. 1,32 καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.
Ιω. 1,32 Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Αγιον Πνεύμα να κατεβαίνη ωσάν περιστερά από τον ουρανόν και έμεινεν εις αυτόν μονίμως.
Ιω. 1,33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ιω. 1,33 Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
Ιω. 1,34 κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,34 Και εγώ πράγματι είδα, όπως μου είπεν ο Θεός, και έχω δώσει μαρτυρίαν και ομολογίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινεν άνθρωπος”.