Πήραν πίσω την περιουσία κληρονόμων πρώην μοναχού σε μονή του Αγίου Όρους. Το ΕΔΔΑ έκρινε πως το κράτος παρείχε ευνοϊκή μεταχείριση και επιδίκασε αποζημίωση.
Το 1934 ιερωμένος απέκτησε οικόπεδο στον Πειραιά και έκτισε ένα σπίτι εκεί. Η έκταση είχε εκχωρηθεί αρχικά από το τότε Υπουργείο Πρόνοιας και στη συνέχεια πέρασε στους κληρονόμους του.
Ωστόσο, όταν εκείνοι πούλησαν στη συνέχεια την έκταση και το ακίνητο, κλήθηκαν να πληρώσουν τα… σπασμένα όταν το 2002 το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου του Αγίου Όρους, όπου είχε χειροτονηθεί ο ιερωμένος, ζήτησε πίσω την περιουσία και κάλεσε τους κληρονόμους να καταβάλουν το ποσό της αγοραπωλησίας.
Για παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία κληρονόμων πρώην μοναχού κάνει λόγο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σε μία απόφασή του που αφορούσε τη διεκδίκηση από μεγάλο ελληνικό μοναστήρι ιδιοκτησίας που απέκτησε μετά τη χειροτονία του.
Οι κληρονόμοι αναγκάστηκαν, αφού πούλησαν το ακίνητο, να επιστρέψουν μετά την παρέμβαση του Μοναστηρίου τα χρήματα πίσω στους αγοραστές, γεγονός που κατά το ΕΔΔΑ συνιστά «ειδική και υπερβολική επιβάρυνση» και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη νόμιμου γενικού συμφέροντος.
Με την απόφασή του το ΕΔΔΑ επιδικάζει αποζημίωση 150.000 ευρώ στους κληρονόμους κρίνοντας πως οι αποφάσεις Εφετείου και Αρείου Πάγου δεν έλαβαν υπόψη όλα τα στοιχεία, επισημαίνοντας πως στηρίχθηκαν μόνο σε Διάταγμα του 1926 περί ευνοϊκής μεταχείρισης του Μοναστηρίου που αρχικά χορηγήθηκε στο κράτος για εκτάσεις που του ανήκουν.
Τονίζει πως μία τέτοια «αυτόματη και απόλυτη εφαρμογή ισοδυναμεί με παροχή στα μοναστήρια ενός προνομίου εικονικής κατοχής και εξαίρεσης από μια συνεχιζόμενη νομική διαδικασία εξέτασης πολλών στοιχείων με τη λήψη υπόψη των συμφερόντων μεταξύ της προστασίας του ατομικού συμφέροντος και της προστασίας του γενικού συμφέροντος. Σε αυτήν την περίπτωση, αυτά τα στοιχεία συνίσταντο σε πολυάριθμες πράξεις κατοχής που πραγματοποιήθηκαν από τους προγόνους των προσφευγόντων κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών (συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής των περιουσιακών και τοπικών φόρων και των φόρων κληρονομιάς), ελλείψει πράξεων κατοχής από το μοναστήρι και την καταχώριση των αξιώσεών του επί της αμφισβητούμενης περιουσίας, και υπό την προϋπόθεση ότι η έκταση είχε εκχωρηθεί αρχικά από το τότε Υπουργείο Πρόνοιας σε μια από τις αδελφές του Ιωάννη Β. (σ.σ. του πρώην μοναχού), και η οποία στη συνέχεια μεταβιβάστηκε από γενιά σε γενιά εντός της ίδιας οικογένειας.
Το ιστορικό
Οι προσφεύγοντες Γρηγόριος, Κυριακή και η Παναγιώτα Λιαμπέρη, είναι Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν αντίστοιχα το 1952, 1966 και 1953 και ζουν στην Αθήνα. Και οι τρεις είναι απόγονοι του Ιωάννη Β., ο οποίος απέκτησε ένα οικόπεδο στον Πειραιά το 1934 και έκτισε ένα σπίτι εκεί.
Η υπόθεση αφορούσε διαδικασία ανάκτησης περιουσίας που κινήθηκε στα ελληνικά αστικά δικαστήρια κατά των προσφευγόντων το 2002 από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου του Αγίου Όρους, που είναι το μεγαλύτερο μοναστηριακό ίδρυμα στην Ελλάδα.
Το 2001 οι προσφεύγοντες μεταβίβασαν το ακίνητο σε αγοραστές με τίμημα 352.164 ευρώ. Oι αγοραστές κατεδάφισαν το υπάρχον σπίτι για να χτίσουν το δικό τους σπίτι. Μετά την πώληση, το μοναστήρι, το οποίο δεν είχε προηγούμενη επαφή με τους προσφεύγοντες και είχε καταχωρήσει τις αξιώσεις του επί του ακινήτου, άσκησε αγωγή εναντίον των αγοραστών, ζητώντας να αναγνωριστεί ως ο ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου.
Το μοναστήρι ισχυρίστηκε ότι ο Ιωάννης Β., με διαφορετικό όνομα, ανήκε στην κοινότητα των μοναχών πριν από το 1921, και αυτό σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία – που προέβλεπε ότι κάθε περιουσία που αποκτούσε μοναχός μετά τη χειροτονία του ανήκε στο μοναστήρι για όσο καιρό ο μοναχός εκπληρούσε τις θρησκευτικές/μοναστηριακές του υποχρεώσεις – και ως εκ τούτου ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης του ακινήτου.
Τελικά, η αγωγή του μοναστηριού για ανάκτηση της κατοχής ήταν επιτυχής. Τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν ότι το εν λόγω ακίνητο δεν θα μπορούσε ποτέ να κληροδοτηθεί από τον Ιωάννη Β. προς τους κληρονόμους του επειδή υπήρξε μοναχός στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Επιπλέον, ο ελληνικός νόμος προέβλεπε, από Διάταγμα του 1926, ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μοναστηριών δεν υπόκεινται σε παραγραφή.
Οι αγοραστές, από την πλευρά τους, κίνησαν διαδικασία το 2003 για την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των προσφευγόντων για τους σκοπούς αποπληρωμής και οι προσφεύγοντες υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν το ποσό της μεταβίβασης στους αγοραστές.
Τι προβλέπει η νομοθεσία
Όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, όπως εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 101 § 2 του Κανονισμού του Αγίου Όρους, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από έναν μοναχό μετά τη χειροτονία του ανήκουν στο μοναστήρι, ανεξάρτητα από τον τόπο θανάτου αυτού του μοναχού, αρκεί ο τελευταίος να μην έχει απαλλαγεί από τα καθήκοντά του.
Ο μοναχός μπορεί να μεταβιβάσει την κληρονομιά του στην οικογένειά του ή σε άτομα της επιλογής του μόνο όταν έχει εγκαταλείψει το μοναστήρι με «νόμιμο» τρόπο, το οποίο πιστοποιείται μέσω πιστοποιητικού απαλλαγής των μοναστηριακών καθηκόντων που εκδίδεται από το μοναστήρι.
Ωστόσο, το ΕΔΔΑ σημειώνει πως «δεν μπορούσε να συμφωνήσει με το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι εναπόκειται σε τρίτους που διεκδικούν δικαιώματα επί της κληρονομιάς ενός αποθανόντος μοναχού να αποδείξουν ότι στον τελευταίο είχε εκδοθεί πιστοποιητικό άδειας από το μοναστήρι ή ότι είχε φύγει αυθαίρετα από το μοναστήρι. Εάν το μοναστήρι δεν συμμορφώθηκε με τους ουσιαστικούς και τυπικούς όρους που προβλέπονται στο άρθρο 96 του νόμιμου χάρτη του Αγίου Όρους, θα ήταν υπερβολικό να απαιτούνται από τους απογόνους ενός μοναχού, όπως οι προσφεύγοντες, να αποδείξουν, αρκετές δεκαετίες αργότερα, πώς ο παππούς τους είχε εγκαταλείψει το μοναστήρι».
Παράλληλα, υπογραμμίζει πως «ελλείψει αποδείξεων για την ύπαρξη προσωρινής άδειας εξόδου ή πιστοποιητικού άδειας που εκδόθηκε από τη μονή, το Δικαστήριο (σ.σ. ΕΔΔΑ) θεώρησε ότι έπρεπε να λάβει υπόψη τις επιθυμίες του Ιωάννη Β., που αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά που υιοθέτησε μετά την αναχώρησή του από το μοναστήρι».
Ειδικότερα επισημαίνει ότι «ο πρόγονος των προσφευγόντων εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και απέκτησε από την αδερφή του, την αμφισβητούμενη περιουσία, την οποία κατείχε μέχρι το θάνατό του και την οποία μεταβίβασε στην άλλη αδερφή του. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν σαφώς ότι ο Ιωάννης Β. είχε επιλέξει εθελοντικά να εγκαταλείψει τη μοναστική ζωή και να μην επιστρέψει πλέον στο μοναστήρι και αποφάσισε να μην μεταβιβάσει την κληρονομιά που απέκτησε μετά την έξοδο από το μοναστήρι στο τελευταίο. Συνεπώς οι εν λόγω κινήσεις υπονοούν έξοδο από το μοναστήρι η οποία δεν συμμορφώνεται με εσωτερικούς κανονισμούς».
Κλειδί η τήρηση «μητρώου μοναχών»
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το ΕΔΔΑ στην απόφασή του στην ανάγκη τήρηση «μητρώου μοναχών» με όλες τις πληροφορίες. «Το γεγονός ότι η κληρονομιά που απέκτησε ένας μοναχός μετά τη χειροτονία του πρέπει να επιστρέψει στη μονή, εφόσον δεν έχει απαλλαγεί, δεν περιβάλλεται από καμία εγγύηση ούτε για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο και τους δικαιούχους του, ούτε για τρίτους» αναφέρεται.
«Πιο συγκεκριμένα, εάν το άρθρο 94 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους υποχρεώνει το μοναστήρι να τηρεί «μητρώο μοναχών» που περιέχει όλες τις χρήσιμες προσωπικές πληροφορίες που σχετίζονται με τη μοναστική ζωή αυτών, φαίνεται ότι αυτό το μητρώο, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, δεν είναι προσβάσιμο για τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, αλλά και για το δικαστήριο που θα κληθεί να αποφανθεί σχετικά με διαφορά σχετικά με το καθεστώς του μοναχού. Η συνέχιση, η προσωρινή διακοπή ή η εξαφάνιση του καθεστώτος του μοναχού δεν εμφανίζεται ούτε στο μητρώο αστικής κατάστασης του μοναχού, έτσι ώστε εάν υπάρξει μεταγενέστερη μεταβίβαση καλή τη πίστη περιουσίας σε τρίτο, ο τελευταίος μπορεί, όπως στην παρούσα περίπτωση, να στερείται της εν λόγω περιουσίας χωρίς να έχει λάβει καμία εγγύηση, είτε κατά τη στιγμή της απόκτησης του ακινήτου, είτε αργότερα» τονίζεται.
«Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η υποχρέωση των προσφευγόντων να επιστρέψουν το ποσό πώλησης της περιουσίας τους στους αγοραστές, η οποία προέκυψε από την απόφαση που έλαβαν τα ελληνικά δικαστήρια σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν οι ιδιοκτήτες της εν λόγω περιουσίας, συνιστά «ειδική και υπερβολική επιβάρυνση» που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη νόμιμου γενικού συμφέροντος που επιδιώκουν οι αρχές» επισημαίνεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ.