Υπόθεση C-302/19
Δικαιώματα των εργαζομένων από τρίτες χώρες στους οποίους έχει χορηγηθεί ενιαία άδεια – Άρθρο 12 – Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης – Κοινωνική ασφάλιση
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 25ης Νοεμβρίου 2020 «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2011/98/ΕΕ – Δικαιώματα των εργαζομένων από τρίτες χώρες στους οποίους έχει χορηγηθεί ενιαία άδεια – Άρθρο 12 – Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης – Κοινωνική ασφάλιση – Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία αποκλείει, για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων σε οικογενειακή παροχή, τα μέλη της οικογένειας του κατόχου ενιαίας άδειας που δεν διαμένουν εντός του εν λόγω κράτους μέλους»
Στην υπόθεση C‑302/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Απριλίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης
Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (INPS)
κατά
WS,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, E. Juhász, Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev
γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2020,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– το Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (INPS), εκπροσωπούμενο από την A. Coretti, τον V. Stumpo και τον M. Sferrazza, avvocati,
– ο WS, εκπροσωπούμενος από τους A. Guariso και L. Neri, avvocati,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους D. Del Gaizo, P. Gentili και A. Giordano, avvocati dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και A. Azéma καθώς και από τον B.-R. Killmann,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 2020,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους υπηκόους τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος μέλος (ΕΕ 2011, L 343, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας μεταξύ του Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (INPS) (Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ιταλία) και του WS σχετικά με την απόρριψη αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος για χρονικά διαστήματα κατά τα οποία η σύζυγος και τα τέκνα του ενδιαφερομένου διέμεναν στην τρίτη χώρα από την οποία κατάγονται.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 19, 20, 24 και 26 της οδηγίας 2011/98 έχουν ως εξής:
«(2) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγνώρισε, κατά την ειδική σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, την ανάγκη εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν τους όρους εισδοχής και διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, επιβεβαίωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εξασφαλίζει ισότιμη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος των κρατών μελών και ότι μια πιο ενεργητική πολιτική κοινωνικής ένταξης θα πρέπει να έχει ως φιλοδοξία να τους προσφέρει δικαιώματα και υποχρεώσεις συγκρίσιμα με αυτά των πολιτών της Ένωσης. Προς τον σκοπό αυτό, ζήτησε από το Συμβούλιο να εκδώσει νομοθετικές πράξεις βάσει των προτάσεων της Επιτροπής. Η ανάγκη επίτευξης των στόχων που προσδιορίστηκαν στο Τάμπερε επαναβεβαιώθηκε στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης, το οποίο υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 2009.
[…]
(19) Ελλείψει οριζόντιας ενωσιακής νομοθεσίας, τα δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών διαφέρουν, ανάλογα με το κράτος μέλος στο οποίο εργάζονται και με την ιθαγένειά τους. Με σκοπό να συνεχισθεί η περαιτέρω ανάπτυξη συνεκτικής πολιτικής μετανάστευσης και να μειωθεί η ανισότητα δικαιωμάτων που υπάρχει μεταξύ των πολιτών της Ένωσης και των υπηκόων τρίτων χωρών που εργάζονται νόμιμα σε ένα κράτος μέλος, καθώς και να συμπληρωθεί το ισχύον κεκτημένο όσον αφορά τη μετανάστευση, θα πρέπει να θεσπιστεί σύνολο δικαιωμάτων ιδίως για να ορίσει τους τομείς πολιτικής στους οποίους κατοχυρώνεται η ισότητα μεταχείρισης των υπηκόων ενός κράτους μέλους και των υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν ακόμα αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Σκοπός των σχετικών διατάξεων είναι να δημιουργηθούν ελάχιστες ισότιμες συνθήκες εντός της Ένωσης, να αναγνωρισθεί το γεγονός ότι οι εν λόγω υπήκοοι τρίτων χωρών συμβάλλουν, με την εργασία τους και τους φόρους που καταβάλλουν, στην οικονομία της Ένωσης, και [να] χρησιμεύ[σει] ως μηχανισμός διασφάλισης για τη μείωση του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των εργαζομένων τρίτων χωρών, ο οποίος πηγάζει από την πιθανή εκμετάλλευση αυτών των τελευταίων. Ο “εργαζόμενος τρίτης χώρας”, όπως παρατίθεται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να ορίζεται με την επιφύλαξη της ερμηνείας της έννοιας της σχέσης εργασίας σε άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, ως ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νομίμως και του επιτρέπεται στα πλαίσια αμειβόμενης σχέσης να εργάζεται εκεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική.
(20) Όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν και εργάζονται νόμιμα σε κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον κοινό σύνολο δικαιωμάτων, βασιζόμενο στην ίση μεταχείριση με τους πολίτες του αντίστοιχου κράτους μέλους υποδοχής τους, ανεξάρτητα από τον αρχικό σκοπό ή τον λόγο εισδοχής. Το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης στους τομείς που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να κατοχυρώνεται όχι μόνο για τους υπηκόους τρίτων χωρών που έγιναν δεκτοί στην επικράτεια κράτους μέλους για να εργασθούν, αλλά εξίσου σε εκείνους οι οποίοι έγιναν δεκτοί για άλλους λόγους και στη συνέχεια τους δόθηκε πρόσβαση στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με άλλες διατάξεις του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειας εργαζομένου τρίτης χώρας που έχουν γίνει δεκτά στο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης [(ΕΕ 2003, L 251, σ. 12)] […].
[…]
(24) Οι εργαζόμενοι τρίτων χωρών θα πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση. Οι κλάδοι της κοινωνικής ασφάλισης καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας [(ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1)]. Οι διατάξεις σχετικά με την ισότητα μεταχείρισης όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στους εργαζομένους που γίνονται δεκτοί σε ένα κράτος μέλος απευθείας από τρίτη χώρα. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να χορηγεί στους εργαζομένους τρίτων χωρών περισσότερα δικαιώματα από τα προβλεπόμενα ήδη στο κείμενο ενωσιακό δίκαιο στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης για υπηκόους τρίτων χωρών σε περιπτώσεις που εμφανίζουν διασυνοριακά στοιχεία. Επίσης, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να χορηγεί δικαιώματα σε σχέση με καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, όπως αυτές που σχετίζονται με τα μέλη οικογενειών που διαμένουν σε τρίτη χώρα. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να παρέχει δικαιώματα μόνο για εκείνα τα μέλη της οικογένειας που επανευρίσκονται με εργαζόμενο τρίτης χώρας για να διαμείνουν σε οποιοδήποτε κράτος μέλος στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης ή για εκείνα τα μέλη της οικογένειας που ήδη διαμένουν νόμιμα σε αυτό το κράτος μέλος.
[…]
(26) Το δίκαιο της Ένωσης δεν περιορίζει την εξουσία των κρατών μελών να οργανώνουν τα δικά τους συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και το ύψος των παροχών αυτών και την περίοδο για την οποία καταβάλλονται. Ωστόσο, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/98, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», έχει ως εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία καθορίζει:
[…]
(β) κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα σε ένα κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του σκοπού της αρχικής εισδοχής τους στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους, τα οποία βασίζονται σε ίση μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους.
[…]»
5 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) “υπήκοος τρίτης χώρας”: κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ]·
β) “εργαζόμενος τρίτης χώρας”: κάθε υπήκοος τρίτης χώρας που έχει γίνει δεκτός στο έδαφος ενός κράτους μέλους και ο οποίος διαμένει νομίμως και του έχει χορηγηθεί άδεια εργασίας, στα πλαίσια αμειβόμενης σχέσης σε αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική·
γ) “ενιαία άδεια”: άδεια διαμονής που εκδίδεται από τις αρχές ενός κράτους μέλους, η οποία επιτρέπει στον υπήκοο τρίτης χώρας να διαμένει νόμιμα στην επικράτειά του με σκοπό την εργασία·
[…]»
6 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:
[…]
γ) στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν γίνει δεκτοί σε ένα κράτος μέλος με σκοπό την εργασία σύμφωνα με το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο.»
7 Το άρθρο 12 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης», έχει ως εξής:
«1. Οι εργαζόμενοι τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους του κράτους μέλους στο οποίο διαμένουν όσον αφορά:
[…]
ε) τους κλάδους της κοινωνικής ασφάλισης, όπως καθορίζονται στον κανονισμό [883/2004]·
[…]
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση:
[…]
β) Περιορίζοντας τα δικαιώματα που χορηγούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ε) στους εργαζομένους τρίτων χωρών, αλλά δεν μπορούν να περιορίσουν τα δικαιώματα αυτά για εργαζομένους τρίτων χωρών οι οποίοι εργάζονται ή εργάστηκαν για ελάχιστο διάστημα έξι μηνών και είναι εγγεγραμμένοι ως άνεργοι.
Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η παράγραφος 1 στοιχείο ε) σχετικά με τις οικογενειακές παροχές δεν εφαρμόζεται σε υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχει επιτραπεί να εργαστούν στο έδαφος κράτους μέλους για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, σε υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν γίνει δεκτοί με σκοπό τις σπουδές ή σε υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους επιτρέπεται να εργαστούν βάσει θεώρησης.
γ) Όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχείο στ) σχετικά με τα φορολογικά πλεονεκτήματα, περιορίζοντας την εφαρμογή της σε περιπτώσεις όπου ο καταχωρισμένος ή συνήθης τόπος διαμονής των μελών της οικογένειας του εργαζομένου τρίτης χώρας για τα οποία αιτείται πλεονεκτημάτων ευρίσκεται εντός του εδάφους του οικείου κράτους μέλους.
[…]»
8 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 43) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τις οικογενειακές παροχές. Κατά το άρθρο του 3, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, ο κανονισμός αυτός δεν ισχύει για την κοινωνική πρόνοια και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Το ιταλικό δίκαιο
9 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η decreto legge n. 69 – Norme in materia previdenziale, per il miglioramento delle gestioni degli enti portuali ed altre disposizioni urgenti (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 69, Διατάξεις κοινωνικής ασφαλίσεως, για τη βελτίωση της διαχειρίσεως των λιμενικών αρχών και λοιπές επείγουσες διατάξεις), της 13ης Μαρτίου 1988 (GURI αριθ. 112, της 14ης Μαΐου 1988), η οποία κυρώθηκε με τον νόμο αριθ. 153 της 13ης Μαΐου 1988 (GURI αριθ. 143, της 20ής Ιουνίου 1988) (στο εξής: νόμος αριθ. 153/1988), θέσπισε το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, του οποίου το ποσό εξαρτάται από τον αριθμό των παιδιών ηλικίας κάτω των 18 ετών που συγκροτούν τον οικογενειακό πυρήνα και από τα εισοδήματά του (στο εξής: επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα).
10 Το άρθρο 2, παράγραφος 6, του νόμου αριθ. 153/1988 ορίζει τα εξής:
«Ο οικογενειακός πυρήνας αποτελείται από τους συζύγους, κατ’ αποκλεισμόν των συζύγων που τελούν σε διάσταση από νομικής ή πραγματικής απόψεως, καθώς και από τα τέκνα και τα εξομοιούμενα προς αυτά πρόσωπα […], ηλικίας κάτω των 18 ετών ή, ανεξαρτήτως ηλικίας, όταν βρίσκονται, λόγω αναπηρίας ή σωματικού ή διανοητικού μειονεκτήματος, σε απόλυτη και μόνιμη ανικανότητα παροχής αμειβόμενης εργασίας. Μπορούν επίσης να ανήκουν στον οικογενειακό πυρήνα, υπό τους ίδιους όρους με τα τέκνα και τα εξομοιούμενα προς αυτά πρόσωπα, οι αδελφοί, οι αδελφές, τα ανίψια και τα εγγόνια ηλικίας κάτω των 18 ετών ή, ανεξαρτήτως ηλικίας, όταν βρίσκονται, λόγω αναπηρίας ή σωματικού ή διανοητικού μειονεκτήματος, σε απόλυτη και μόνιμη ανικανότητα παροχής αμειβόμενης εργασίας, αν είναι ορφανά από πατέρα και μητέρα και δεν δικαιούνται σύνταξη επιζώντος.»
11 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6bis, του νόμου αριθ. 153/1988, δεν ανήκουν στον οικογενειακό πυρήνα, κατά την έννοια του νόμου αυτού, ο σύζυγος και τα τέκνα υπηκόου τρίτης χώρας, καθώς και τα εξομοιούμενα προς αυτά πρόσωπα, που δεν διαμένουν εντός της επικράτειας της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκτός αν η χώρα καταγωγής του εν λόγω αλλοδαπού παρέχει αμοιβαία μεταχείριση στους Ιταλούς υπηκόους ή αν έχει συναφθεί διεθνής σύμβαση σχετικά με τις οικογενειακές παροχές.
12 Η οδηγία 2011/98 μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο της Ιταλίας με το decreto legislativo n. 40 – Attuazione della direttiva 2011/98/UE relativa a una procedura unica di domanda per il rilascio di un permesso unico che consente ai cittadini di Paesi terzi di soggiornare e lavorare nel territorio di uno Stato membro e a un insieme comune di diritti per i lavoratori di Paesi terzi che soggiornano regolarmente in uno Stato membro (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 40, περί μεταφοράς της οδηγίας 2011/98 στο εσωτερικό δίκαιο), της 4ης Μαρτίου 2014 (GURI αριθ. 68, της 22ας Μαρτίου 2014) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα αριθ. 40/2014), με το οποίο θεσπίστηκε «ενιαία άδεια εργασίας».
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
13 Ο WS είναι υπήκοος τρίτης χώρας και κάτοχος άδειας διαμονής για παροχή εξαρτημένης εργασίας από τις 9 Δεκεμβρίου 2011, καθώς και κάτοχος ενιαίας άδειας εργασίας, βάσει του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 40/2014, από τις 28 Δεκεμβρίου 2015. Κατά το διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 2014 και από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2016, η σύζυγός του και τα δύο τέκνα του διέμεναν στη χώρα καταγωγής τους, τη Σρι Λάνκα.
14 Κατόπιν της άρνησης του INPS, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 6bis, του νόμου αριθ. 153/1988, να του καταβάλει το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα κατά τα ως άνω διαστήματα, ο WS άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale del lavoro di Alessandria (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών της Alessandria, Ιταλία), στο πλαίσιο της οποίας προέβαλε παράβαση του άρθρου 12 της οδηγίας 2011/98, καθώς και ότι η άρνηση αυτή συνιστούσε δυσμενή διάκριση. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.
15 Ο WS άσκησε έφεση κατά της απορριπτικής αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου ενώπιον του Corte d’appello di Torino (εφετείου Τορίνο, Ιταλία), το οποίο έκανε δεκτή την έφεση, κρίνοντας ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 2011/98 δεν είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο και ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6bis, του νόμου αριθ. 153/1988 δεν συμβιβαζόταν με την οδηγία αυτή.
16 Το INPS άσκησε αναίρεση κατά της εφετειακής αποφάσεως ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) προβάλλοντας έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως στηριζόμενο σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας 2011/98 και του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 40/2014.
17 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98 και από το ζήτημα αν η διάταξη αυτή συνεπάγεται ότι τα μέλη της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας, κατόχου ενιαίας άδειας και δικαιούχου του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα το οποίο προβλέπει το άρθρο 2 του νόμου αριθ. 153/1988, περιλαμβάνονται στον κύκλο των μελών της οικογένειας που δικαιούνται την παροχή αυτή, μολονότι διαμένουν εκτός της ιταλικής επικράτειας.
18 Διευκρινίζει επ’ αυτού ότι ο οικογενειακός πυρήνας κατά το άρθρο 2 του νόμου αριθ. 153/1988 αποτελεί όχι μόνον τη βάση υπολογισμού του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα, αλλά και τον δικαιούχο του επιδόματος αυτού, μέσω του δικαιούχου της αμοιβής ή της σύνταξης με την οποία συναρτάται το επίδομα. Το επίδομα αυτό αποτελεί οικονομικό συμπλήρωμα του οποίου τυγχάνουν, μεταξύ άλλων, όλοι οι παρέχοντες εργασία που ασκούν τη δραστηριότητά τους εντός της ιταλικής επικράτειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα εισοδήματα του οικογενειακού πυρήνα στον οποίον ανήκουν δεν υπερβαίνουν ορισμένο ανώτατο όριο. Για το διάστημα από 1ης Ιουλίου 2018 έως 30 Ιουνίου 2019, το πλήρες ποσό του επιδόματος ανερχόταν σε 137,50 ευρώ μηνιαίως για ετήσια εισοδήματα που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 14 541,59 ευρώ. Το ποσό αυτό καταβάλλεται από τον εργοδότη ταυτόχρονα με την αμοιβή.
19 Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης ότι το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έχει επισημάνει στη νομολογία του τον διττό χαρακτήρα του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα. Αφενός, το επίδομα αυτό, το οποίο συνδέεται με τα πάσης φύσεως εισοδήματα του οικογενειακού πυρήνα και αποσκοπεί στη διασφάλιση επαρκούς εισοδήματος για τις οικογένειες των οποίων το εισόδημα δεν επαρκεί, εμπίπτει στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω επίδομα, η προστασία των οικογενειών των εν ενεργεία εργαζομένων υλοποιείται με την καταβολή συμπληρώματος της σχετικής με την παρεχόμενη εργασία αμοιβής. Το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, το οποίο χρηματοδοτείται από τις εισφορές που καταβάλλουν όλοι οι εργοδότες, στις οποίες προστίθεται και ένα συμπλήρωμα καταβαλλόμενο από το Δημόσιο, καταβάλλεται προκαταβολικά από τον εργοδότη, ο οποίος μπορεί εν συνεχεία να το συμψηφίσει με την οφειλόμενη εισφορά. Αφετέρου, το επίδομα αυτό εμπίπτει στην κοινωνική πρόνοια, δεδομένου ότι τα εισοδήματα που λαμβάνονται υπόψη τυγχάνουν αύξησης, κατά περίπτωση, για την προστασία των πασχόντων από αναπηρία ή σωματικό ή διανοητικό μειονέκτημα ή των ανηλίκων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν παρατεταμένες δυσκολίες στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους και των υποχρεώσεων που προσιδιάζουν στην ηλικία τους. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται, κατά το αιτούν δικαστήριο, για μέτρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98.
20 Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι τα μέλη του οικογενειακού πυρήνα έχουν ουσιώδη σπουδαιότητα για το σύστημα καταβολής του επιδόματος και θεωρούνται δικαιούχοι αυτού. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο νόμος ορίζει τα μέλη της οικογένειας που συγκροτούν τον οικογενειακό πυρήνα ως τους δικαιούχους οικονομικής παροχής την οποία δικαιούται να λάβει ο δικαιούχος της αμοιβής με την οποία συναρτάται το επίδομα αυτό, διερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98 διάταξη όπως αυτή του άρθρου 2, παράγραφος 6bis, του νόμου αριθ. 153/1988. Διερωτάται, μεταξύ άλλων, ως προς την ερμηνεία της οδηγίας αυτής υπό το πρίσμα των σκοπών που εκτίθενται στις αιτιολογικές της σκέψεις 20 και 24.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98[…], καθώς και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ, αφενός, των κατόχων ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας και, αφετέρου, των ημεδαπών να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε αντίθεση προς όσα προβλέπονται για τους υπηκόους του κράτους μέλους, κατά τον υπολογισμό των μελών του οικογενειακού πυρήνα για τον προσδιορισμό του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα, αποκλείονται τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου κατόχου ενιαίας άδειας, υπηκόου τρίτης χώρας, αν κατοικούν στην τρίτη χώρα από την οποία κατάγονται;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
22 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων σε παροχή κοινωνικής ασφάλισης, δεν λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του κατόχου ενιαίας άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, τα οποία δεν διαμένουν εντός του κράτους μέλους, αλλά σε τρίτη χώρα, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του υπηκόου του εν λόγω κράτους μέλους τα οποία διαμένουν σε τρίτη χώρα.
23 Υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2011/98, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιορίζει την εξουσία των κρατών μελών να οργανώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφάλισης. Ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και το ύψος των παροχών αυτών και την περίοδο για την οποία καταβάλλονται. Ωστόσο, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται με το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, Elchinov, C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 40).
24 Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας, επιβάλλει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όσον αφορά τους κλάδους της κοινωνικής ασφάλισης όπως αυτοί ορίζονται στον κανονισμό 883/2004, επί των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν γίνει δεκτοί σε κράτος μέλος προκειμένου να εργασθούν στο κράτος αυτό σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τούτο ισχύει ως προς τον υπήκοο τρίτης χώρας, κάτοχο ενιαίας άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/98, εφόσον, δυνάμει της διατάξεως αυτής, η εν λόγω άδεια επιτρέπει στον υπήκοο αυτόν να διαμένει νομίμως στο έδαφος του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια, με σκοπό την εργασία (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva, C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 27).
25 Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/98, τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν τα δικαιώματα που απονέμονται βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής στους εργαζομένους τρίτων χωρών, πλην των δικαιωμάτων εκείνων οι οποίοι εργάζονται ή εργάσθηκαν επί τουλάχιστον έξι μήνες και οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι ως άνεργοι. Επιπλέον, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας, το οποίο αφορά τις οικογενειακές παροχές, δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχει επιτραπεί να εργασθούν στο έδαφος κράτους μέλους για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, καθώς και στους υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχει επιτραπεί να διαμένουν στο έδαφος αυτό λόγω σπουδών ή σε υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους επιτρέπεται να εργασθούν βάσει θεωρήσεως (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva, C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 28).
26 Επομένως, όπως και η οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), η οδηγία 2011/98 προβλέπει, υπέρ ορισμένων υπηκόων τρίτων χωρών, δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, το οποίο αποτελεί τον γενικό κανόνα, και απαριθμεί τις παρεκκλίσεις από το δικαίωμα αυτό τις οποίες τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να θεσπίσουν και οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Συνεπώς, επίκληση των παρεκκλίσεων αυτών χωρεί μόνον εάν οι αρμόδιες για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής αρχές του οικείου κράτους μέλους έχουν δηλώσει σαφώς την πρόθεσή τους να κάνουν χρήση των εν λόγω παρεκκλίσεων (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva, C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 29).
27 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/98 παρεκκλίσεις από τα δικαιώματα τα οποία παρέχει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της ίδιας οδηγίας, δεν προκύπτει η δυνατότητα των κρατών μελών να αποκλείουν από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης τον εργαζόμενο κάτοχο ενιαίας άδειας, του οποίου τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός του οικείου κράτους μέλους, αλλά σε τρίτη χώρα. Αντιθέτως, από το σαφές γράμμα του εν λόγω άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι ο εργαζόμενος αυτός πρέπει να απολαύει ίσης μεταχείρισης.
28 Επιπλέον, ενώ το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν περιορισμούς στην ίση μεταχείριση όσον αφορά τα φορολογικά πλεονεκτήματα, περιορίζοντας την εφαρμογή της σε περιπτώσεις όπου ο καταχωρισμένος ή συνήθης τόπος διαμονής των μελών της οικογένειας του εργαζομένου τρίτης χώρας για τα οποία ο εργαζόμενος ζητεί τα πλεονεκτήματα αυτά βρίσκεται εντός του οικείου κράτους μέλους, τέτοια παρέκκλιση δεν προβλέπεται όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Προκύπτει επομένως ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να αποκλείσει τον κάτοχο ενιαίας άδειας του οποίου τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός του οικείου κράτους μέλους από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης που προβλέπει η οδηγία 2011/98 και παρέθεσε συγκεκριμένα τις περιπτώσεις στις οποίες το εν λόγω δικαίωμα μπορεί, εκ του λόγου αυτού, να περιοριστεί από τα κράτη μέλη.
29 Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98 υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 20 και 24, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2011/98 αναφέρει ότι το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης θα πρέπει να κατοχυρώνεται όχι μόνο για τους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν γίνει δεκτοί στο έδαφος κράτους μέλους για να εργαστούν, αλλά και για εκείνους οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί στο κράτος αυτό για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειας κατά την οδηγία 2003/86, και στους οποίους δόθηκε εν συνεχεία πρόσβαση στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με άλλες διατάξεις του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.
30 Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 20 της οδηγίας 2011/98 προκύπτει ότι η αιτιολογική σκέψη αυτή, παραθέτοντας κατάλογο των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί για άλλους λόγους, εξαιρουμένης της εργασίας, και στους οποίους, στη συνέχεια, δόθηκε πρόσβαση στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους βάσει άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου, αφορά, μεταξύ άλλων, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, την περίπτωση κατά την οποία τα μέλη της οικογένειας εργαζομένου τρίτης χώρας και κατόχου ενιαίας άδειας απολαύουν άμεσα του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας αυτής. Ειδικότερα, το δικαίωμα αυτό παρέχεται στα εν λόγω πρόσωπα βάσει της ιδιότητάς τους ως εργαζομένων, μολονότι η άφιξή τους στο κράτος μέλος υποδοχής ήταν δυνατή επειδή ήταν μέλη της οικογένειας εργαζομένου τρίτης χώρας.
31 Αφετέρου, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2011/98, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, να διευκρινίσει ότι η οδηγία αυτή δεν παρέχει η ίδια, πέραν της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής, δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης στους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι κάτοχοι ενιαίας άδειας. Επομένως, δεν επιβάλλει αυτή καθεαυτήν, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, στα κράτη μέλη να καταβάλλουν παροχές κοινωνικής ασφάλισης στα μέλη της οικογένειας τα οποία διαμένουν εκτός του κράτους μέλους υποδοχής. Εν πάση περιπτώσει, παρατηρείται ότι το περιεχόμενο της αιτιολογικής αυτής σκέψης και, ειδικότερα, της τελευταίας περιόδου της δεν περιελήφθη σε καμία από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.
32 Το προοίμιο πράξεως της Ένωσης όμως δεν είναι νομικώς δεσμευτικό και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ούτε για παρέκκλιση από τις καθαυτό διατάξεις της οικείας πράξης ούτε για ερμηνεία των διατάξεων αυτών κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το γράμμα τους (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1998, Nilsson κ.λπ., C‑162/97, EU:C:1998:554, σκέψη 54, καθώς και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑418/18 P, EU:C:2019:1113, σκέψη 76).
33 Κατά συνέπεια, από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις δεν μπορεί να συναχθεί ότι η οδηγία 2011/98 έχει την έννοια ότι ο κάτοχος ενιαίας άδειας του οποίου τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός του οικείου κράτους μέλους, αλλά σε τρίτη χώρα, αποκλείεται από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης που προβλέπει η οδηγία αυτή.
34 Επιπλέον, δεδομένου ότι το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο ως άνω αποκλεισμός από το εν λόγω δικαίωμα του κατόχου ενιαίας άδειας του οποίου τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός του οικείου κράτους μέλους συνάδει προς τον σκοπό ένταξής τους τον οποίον επιδιώκει η οδηγία 2011/98, καθότι η ένταξη προϋποθέτει παρουσία εντός της οικείας επικράτειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 62 και 63 των προτάσεών του, από τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 19 και 20, καθώς και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της είναι να ευνοήσει την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών διασφαλίζοντάς τους δίκαιη μεταχείριση μέσω της θέσπισης κοινού συνόλου δικαιωμάτων, το οποίο θα βασίζεται στην ίση μεταχείρισή τους σε σχέση με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής. Σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι επίσης να δημιουργηθούν ελάχιστες ισότιμες συνθήκες εντός της Ένωσης, να αναγνωρισθεί το γεγονός ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών συμβάλλουν, με την εργασία τους και τους φόρους που καταβάλλουν, στην οικονομία της Ένωσης και να χρησιμεύσει ως μηχανισμός διασφάλισης για τη μείωση του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των εργαζομένων τρίτων χωρών, ο οποίος πηγάζει από την πιθανή εκμετάλλευση των τελευταίων.
35 Επομένως, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό του INPS και της Ιταλικής Κυβέρνησης, ο αποκλεισμός του κατόχου ενιαίας άδειας από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, όταν τα μέλη της οικογένειάς του δεν διαμένουν –για διάστημα που μπορεί να είναι προσωρινό, όπως καταδεικνύουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης– εντός του οικείου κράτους μέλους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει προς τους σκοπούς αυτούς.
36 Το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζονται επίσης ότι ο αποκλεισμός του κατόχου ενιαίας άδειας του οποίου τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός του οικείου κράτους μέλους από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης το οποίο προβλέπει η οδηγία 2011/98 επιβεβαιώνεται από το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διέπονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ 2010, L 344, σ. 1), το οποίο προβλέπει ότι ο κανονισμός 883/2004 και ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), έχουν εφαρμογή στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς λόγω της ιθαγένειάς τους και μόνον, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους και στους επιζώντες τους, εφόσον διαμένουν νόμιμα στο έδαφος του κράτους μέλους και η κατάστασή τους δεν περιορίζεται από κάθε άποψη στο έδαφος ενός και μόνο κράτους μέλους.
37 Εντούτοις, μολονότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 58 και 59 των προτάσεών του, το άρθρο 1 του κανονισμού 1231/2010 αποσκοπεί να θεσπίσει ρητώς δικαίωμα ίσης μεταχείρισης υπέρ των μελών της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένουν εντός κράτους μέλους και βρίσκονται σε κατάσταση την οποία αφορά ο εν λόγω κανονισμός, ουδόλως μπορεί εντούτοις να συναχθεί εξ αυτού ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποκλείσει από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης το οποίο προβλέπει η οδηγία 2011/98 τον κάτοχο ενιαίας άδειας του οποίου τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός του οικείου κράτους μέλους.
38 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση, ένας τέτοιος αποκλεισμός δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στο γεγονός και μόνον ότι, όσον αφορά τους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι απολαύουν προνομιακού καθεστώτος, η οδηγία 2003/109 προβλέπει, στο άρθρο 11, παράγραφος 2, τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν την ίση μεταχείριση, όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, στην περίπτωση που ο καταχωρισμένος ή συνήθης τόπος διαμονής των μελών της οικογένειας βρίσκεται εντός της επικράτειάς τους. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, οι παρεκκλίσεις από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης το οποίο προβλέπει η οδηγία 2011/98 πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η δε παρέκκλιση κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 δεν προβλέπεται από την οδηγία 2011/98. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2011/98 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι περιλαμβάνουν μια πρόσθετη παρέκκλιση, εκ του λόγου και μόνον ότι μια τέτοια παρέκκλιση περιλαμβάνεται σε άλλη πράξη του παράγωγου δικαίου.
39 Επομένως, υπό την επιφύλαξη των επιτρεπόμενων από το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/98 παρεκκλίσεων, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει στον κάτοχο ενιαίας άδειας παροχή κοινωνικής ασφάλισης ούτε και να τη μειώσει, με την αιτιολογία ότι τα μέλη της οικογένειάς του ή ορισμένα από αυτά δεν διαμένουν εντός της επικράτειάς του, αλλά σε τρίτη χώρα, αφ’ ης στιγμής αυτή χορηγείται στους ημεδαπούς ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των μελών της οικογένειάς τους.
40 Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι το ίδιο το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα συνιστά, μεταξύ άλλων, παροχή κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, πρόκειται για παροχή σε χρήμα η οποία χορηγείται χωρίς να διενεργηθεί καμία εξατομικευμένη και κατά διακριτική ευχέρεια εκτίμηση των προσωπικών αναγκών του αιτούντος, επί τη βάσει καθοριζόμενης από τον νόμο κατάστασης, και έχει ως σκοπό την αντιστάθμιση των οικογενειακών βαρών. Μια τέτοια παροχή συνιστά παροχή κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουσα στις οικογενειακές παροχές του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 883/2004 (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva, C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψεις 20 έως 25).
41 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι ο οικογενειακός πυρήνας αποτελεί τη βάση υπολογισμού του ποσού του επιδόματος αυτού. Το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, συναφώς, ότι ο μη συνυπολογισμός των μελών της οικογένειας που δεν διαμένουν εντός της επικράτειας της Ιταλικής Δημοκρατίας ασκεί επιρροή μόνον επί του ποσού αυτού, το οποίο είναι μηδενικό, όπως διευκρίνισε το INPS κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν όλα τα μέλη της οικογένειας διαμένουν εκτός της εθνικής επικράτειας.
42 Παρατηρείται όμως ότι τόσο η μη καταβολή του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα όσο και η μείωση του ποσού του, αναλόγως του αν όλα τα μέλη της οικογένειας ή ορισμένα από αυτά δεν διαμένουν εντός της επικράτειας της Ιταλικής Δημοκρατίας, αντιβαίνουν στο δικαίωμα ίσης μεταχείρισης το οποίο προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98, καθόσον συνιστούν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κατόχων ενιαίας άδειας και των Ιταλών υπηκόων.
43 Αντιθέτως προς ό,τι επίσης υποστηρίζει το INPS, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι οι κάτοχοι ενιαίας άδειας και οι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση λόγω των αντίστοιχων δεσμών τους με το κράτος αυτό, καθότι μια τέτοια δικαιολόγηση είναι αντίθετη προς το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98, το οποίο, σύμφωνα με τους υπομνησθέντες στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως σκοπούς της, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης.
44 Ομοίως, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι ενδεχόμενες δυσχέρειες ελέγχου της κατάστασης των δικαιούχων όσον αφορά τις προϋποθέσεις χορήγησης του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα όταν τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός του οικείου κράτους μέλους, τις οποίες επικαλούνται το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Kohll και Kohll-Schlesser, C‑300/15, EU:C:2016:361, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι τα μέλη του οικογενειακού πυρήνα θεωρούνται, κατά το εθνικό δίκαιο, ως οι δικαιούχοι του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα. Ωστόσο, δεν χωρεί, εκ του λόγου αυτού, άρνηση χορήγησης του εν λόγω επιδόματος στον κάτοχο ενιαίας άδειας του οποίου τα μέλη της οικογένειας δεν διαμένουν εντός της επικράτειας της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ειδικότερα, μολονότι τα μέλη του οικογενειακού πυρήνα ωφελούνται από το εν λόγω επίδομα, όπερ αποτελεί τον ίδιο το σκοπό των οικογενειακών παροχών, από τα στοιχεία τα οποία παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 18 και 19 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η εν λόγω παροχή χορηγείται εντούτοις στον εργαζόμενο ή τον συνταξιούχο, επίσης μέλος του οικογενειακού πυρήνα.
46 Επομένως, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98 αντιτίθεται σε διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 2, παράγραφος 6bis, του νόμου αριθ. 153/1988, κατά την οποία δεν εμπίπτουν στον οικογενειακό πυρήνα, κατά την έννοια του νόμου αυτού, ο σύζυγος και τα τέκνα υπηκόου τρίτης χώρας, καθώς και τα εξομοιούμενα προς αυτά πρόσωπα, που δεν διαμένουν εντός της επικράτειας της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκτός αν η χώρα καταγωγής του εν λόγω αλλοδαπού παρέχει αμοιβαία μεταχείριση στους Ιταλούς υπηκόους ή έχει συναφθεί διεθνής σύμβαση σχετικά με τις οικογενειακές παροχές.
47 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων σε παροχή κοινωνικής ασφάλισης, δεν λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του κατόχου ενιαίας άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, τα οποία δεν διαμένουν εντός του κράτους μέλους, αλλά σε τρίτη χώρα, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του υπηκόου του εν λόγω κράτους μέλους τα οποία διαμένουν σε τρίτη χώρα.
Επί των δικαστικών εξόδων
48 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους υπηκόους τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος μέλος, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων σε παροχή κοινωνικής ασφάλισης, δεν λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του κατόχου ενιαίας άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, τα οποία δεν διαμένουν εντός του κράτους μέλους, αλλά σε τρίτη χώρα, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του υπηκόου του εν λόγω κράτους μέλους τα οποία διαμένουν σε τρίτη χώρα.