Δικαστήριο ΕΕ: Η σχετική οδηγία εφαρμόζεται, καταρχήν, σε κάθε διεθνική παροχή υπηρεσιών η οποία συνεπάγεται απόσπαση εργαζομένων, ανεξαρτήτως του οικείου οικονομικού τομέα, άρα και στον τομέα των οδικών μεταφορών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 1-12-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η οδηγία 96/71/ΕΚ, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, εφαρμόζεται στις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το γεγονός ότι η νομική βάση της εν λόγω οδηγίας δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τις μεταφορές δεν μπορεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της τις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των δραστηριοτήτων οδικών μεταφορών, ιδίως εμπορευμάτων.
Ιστορικό της υπόθεσης
Γερμανοί και Ούγγροι εργαζόμενοι απασχολούνταν ως οδηγοί στο πλαίσιο συμβάσεων διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων μεταξύ μιας επιχειρήσεως μεταφορών, της Van den Bosch Transporten BV, της οποίας οι εγκαταστάσεις βρίσκονται στην πόλη Erp (Κάτω Χώρες), και δύο αδελφών εταιριών, γερμανικού και ουγγρικού δικαίου αντίστοιχα, που ανήκαν στον ίδιο όμιλο, με τις οποίες συνδέονταν οι οδηγοί.
Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, η μεταφορά ξεκινούσε κατά κανόνα από την πόλη Erp και οι διαδρομές ολοκληρώνονταν εκεί, πλην όμως οι περισσότερες από τις μεταφορές που εκτελούνταν βάσει των επίμαχων συμβάσεων μεταφοράς εμπορευμάτων πραγματοποιούνταν εκτός του εδάφους των Κάτω Χωρών.
Η Van den Bosch Transporten, ως μέλος της ολλανδικής ένωσης επιχειρήσεων μεταφοράς εμπορευμάτων, υπαγόταν στη συλλογική σύμβαση εργασίας του τομέα «μεταφορών εμπορευμάτων», η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της ως άνω ένωσης και της Federatie Nederlandse Vakbeweging (FNV, ολλανδική ομοσπονδία συνδικάτων). Μια δεύτερη συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία είχε εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στον τομέα της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων και της οποίας οι διατάξεις ήταν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με εκείνες της συλλογικής σύμβασης εργασίας για τις «μεταφορές εμπορευμάτων», είχε αναγορευθεί, σε αντίθεση με την πρώτη, σε κανόνα γενικής εφαρμογής. Πλην όμως, δυνάμει του εθνικού δικαίου, οι επιχειρήσεις που υπάγονταν στη συλλογική σύμβαση εργασίας για τις «μεταφορές εμπορευμάτων» εξαιρούνταν από την υποχρέωση εφαρμογή της δεύτερης αυτής συμβάσεως, υπό τον όρο της τηρήσεως της πρώτης συμβάσεως.
Κατά την FNV, η Van den Bosch Transporten όφειλε, οσάκις χρησιμοποιούσε Γερμανούς και Ούγγρους οδηγούς, να εφαρμόζει τους βασικούς όρους εργασίας της συλλογικής σύμβασης εργασίας για τις «μεταφορές εμπορευμάτων» ως προς αυτούς, υπό την ιδιότητά τους ως αποσπασμένων εργαζομένων, κατά την έννοια της οδηγίας 96/71/ΕΚ.
Δεδομένου ότι οι βασικοί όροι εργασίας, οι οποίοι προβλέπονται από την εν λόγω σύμβαση, δεν είχαν εφαρμοστεί στους ως άνω οδηγούς, η FNV άσκησε αγωγή κατά των τριών επιχειρήσεων μεταφοράς, η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως με παρεμπίπτουσα απόφαση. Εντούτοις, η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε κατ’ έφεση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι επίμαχες συμβάσεις μεταφοράς εμπορευμάτων δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/71/ΕΚ, καθόσον η οδηγία αυτή αφορά μόνον τις συμβάσεις μεταφοράς εμπορευμάτων που πραγματοποιούνται, τουλάχιστον κατά κύριο λόγο, «στο έδαφος» άλλου κράτους μέλους.
Στο πλαίσιο αυτό, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών), επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως, υπέβαλε στο Δικαστήριο σειρά προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται απόσπαση εργαζομένων «στο έδαφος κράτους μέλους» στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε, καταρχάς, ότι η οδηγία 96/71/ΕΚ, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων εφαρμόζεται στις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών. Πράγματι, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, καταρχήν, σε κάθε διεθνική παροχή υπηρεσιών η οποία συνεπάγεται απόσπαση εργαζομένων, ανεξαρτήτως του οικείου οικονομικού τομέα, και, σε αντίθεση με ένα κλασικό εργαλείο ελευθέρωσης, επιδιώκει μια σειρά στόχων αναγόμενων στην ανάγκη προωθήσεως της παροχής υπηρεσιών σε διεθνικό πλαίσιο, διασφαλίζοντας παράλληλα την ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Επομένως, το γεγονός ότι η νομική βάση της εν λόγω οδηγίας δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τις μεταφορές δεν μπορεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της τις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των δραστηριοτήτων οδικών μεταφορών, ιδίως εμπορευμάτων.
Όσον αφορά, εν συνεχεία, την ιδιότητα των εν λόγω οδηγών ως αποσπασμένων εργαζομένων, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, προκειμένου ένας εργαζόμενος να θεωρηθεί αποσπασμένος «στο έδαφος κράτους μέλους», η εκτέλεση της εργασίας του πρέπει να συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό. Η ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου καθορίζεται στο πλαίσιο σφαιρικής εκτιμήσεως στοιχείων όπως η φύση των δραστηριοτήτων τις οποίες ο εργαζόμενος ασκεί στο εν λόγω έδαφος, το πόσο στενά συνδέονται οι δραστηριότητες του εν λόγω εργαζομένου με το έδαφος εκάστου κράτους μέλους στο οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του, καθώς και το τμήμα που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω δραστηριότητες σε σχέση με το σύνολο της υπηρεσίας μεταφοράς.
Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι ένας οδηγός διεθνών οδικών μεταφορών, τον οποίο επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος έχει θέσει στη διάθεση επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, λαμβάνει τις συμφυείς με την αποστολή του οδηγίες και ξεκινά ή τερματίζει την αποστολή αυτή στην έδρα της δεύτερης επιχειρήσεως δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω οδηγός «αποσπάστηκε» στο έδαφος του άλλου αυτού κράτους μέλους, κατά την έννοια της οδηγίας 96/71/ΕΚ, εφόσον η εκτέλεση της εργασίας του δεν συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό βάσει άλλων παραγόντων.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε, εξάλλου, ότι το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενες στη σύμβαση διαθέσεως εργαζομένων επιχειρήσεις συνδέονται στο πλαίσιο ομίλου επιχειρήσεων δεν είναι ικανό, αφ’ εαυτού, να καθορίσει τον βαθμό στον οποίο η εκτέλεση της εργασίας συνδέεται με το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο αποστέλλονται οι εν λόγω εργαζόμενοι. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να καθοριστεί αν υφίσταται απόσπαση εργαζομένων.
Όσον αφορά την ειδική περίπτωση των ενδομεταφορών, στις οποίες, όπως υπογραμμίζει ο κανονισμός (ΕΚ) 1072/2009, [κανονισμός για τους κοινούς κανόνες πρόσβασης στην αγορά διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών], εφαρμόζεται η οδηγία 96/71/ΕΚ, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι μεταφορές αυτές πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, γεγονός από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι η εκτέλεση της εργασίας από τον οδηγό στο πλαίσιο τέτοιων πράξεων συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό. Η διάρκεια της ενδομεταφοράς αποτελεί στοιχείο το οποίο δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να καθοριστεί αν υφίσταται τέτοια απόσπαση, με την επιφύλαξη της δυνατότητας που έχουν τα κράτη μέλη δυνάμει της οδηγίας αυτής να μην εφαρμόζουν ορισμένες διατάξεις της, ιδίως όσον αφορά τα όρια του κατώτατου μισθού, όταν η διάρκεια της αποσπάσεως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.
Τέλος, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σε περίπτωση αποσπάσεως εργαζομένων, τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει της οδηγίας 96/71/ΕΚ, να μεριμνούν ώστε οι οικείες επιχειρήσεις να εγγυώνται στους εργαζομένους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους ορισμένους όρους εργασίας και απασχολήσεως οι οποίοι καθορίζονται, μεταξύ άλλων, από συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής, ήτοι συμβάσεις που πρέπει να τηρούνται από όλες τις επιχειρήσεις που ανήκουν στον δεδομένο κλάδο ή επάγγελμα και υπάγονται στον γεωγραφικό χώρο εφαρμογής τους. Το ζήτημα αν μια συλλογική σύμβαση έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής πρέπει να εκτιμάται βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η έννοια αυτή αφορά επίσης συλλογική σύμβαση εργασίας η οποία δεν έχει μεν αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής, πλην όμως από την τήρησή της εξαρτάται, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που υπάγονται σε αυτήν, η εξαίρεση από την υποχρέωση εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως εργασίας η οποία έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής και της οποίας οι διατάξεις είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με τις διατάξεις της πρώτης συλλογικής συμβάσεως εργασίας.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA