Τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί περιορίζουν αλλά δεν εκμηδενίζουν τις ζημίες
Ο κώδωνας του κινδύνου για τις εμπορικές επιχειρήσεις –ειδικά τις μικρές– έχει ηχήσει προ πολλού. Κάθε ημέρα απαγόρευσης λειτουργίας σημαίνει συσσώρευση περισσότερων οφειλών και συρρίκνωση των διαθεσίμων, εφόσον υπάρχουν. Η πράξη τόσο κατά την 1η καραντίνα όσο και κατά την 2η αποδεικνύει το αυτονόητο: το υποχρεωτικό «κλείσιμο» μιας επιχείρησης δεν μηδενίζει και τα έξοδά της. Και τα μέτρα στήριξης –το «κούρεμα» των ενοικίων, η αναστολή των συμβάσεων εργασίας, η μετάθεση της προθεσμίας πληρωμών φόρων και εισφορών αλλά και η επιστρεπτέα προκαταβολή– περιορίζουν τις καταστροφικές συνέπειες του lockdown αλλά δεν τις μηδενίζουν. Η έρευνα επί των «πραγματικών συνθηκών» που πραγματοποιεί το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ (INEMY – ΕΣΕΕ) αποτυπώνει ξεκάθαρα αυτό το συμπέρασμα: ένα πολύ μικρό κατάστημα με λίγες υποχρεώσεις (ατομική επιχείρηση), φορτώθηκε δαπάνες τουλάχιστον 1.575 ευρώ μέσα στον Νοέμβριο, παρά το γεγονός ότι τα ρολά ήταν κατεβασμένα για το μεγαλύτερο διάστημα του προηγούμενου μήνα. Για μια λίγο μεγαλύτερη επιχείρηση, με μόλις έναν εργαζόμενο, το αντίστοιχο ποσό έφτασε τις 2.670 ευρώ, ενώ μια τρίτη ατομική επιχείρηση με δύο εργαζομένους πλήρους απασχόλησης και έναν μερικής, είδε το κοστολόγιο του Νοεμβρίου να φτάνει τις 4.856 ευρώ. Και για τις τρεις περιπτώσεις δεν έγινε καμία πρόβλεψη για το κόστος που επιφέρει η απόκτηση των προμηθειών, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για μια εμπορική επιχείρηση η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται αν δεν πληρωθούν οι προμηθευτές της. Ούτε ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι μια ατομική επιχείρηση στην πραγματικότητα είναι ένα φυσικό πρόσωπο που πρέπει να καλύψει ατομικές και οικογενειακές ανάγκες.
Τα παραδείγματα που επεξεργάστηκε το ΙΝΕΜΥ αποδεικνύουν ότι χωρίς τα μέτρα στήριξης ο «ξαφνικός εμπορικός θάνατος» θα ήταν σχεδόν αναπόφευκτος, καθώς η συσσώρευση υποχρεώσεων θα ήταν πολύ μεγάλη για να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτήν ένα μαγαζί έστω και σε βάθος χρόνου. Αποδεικνύουν ταυτόχρονα, ότι παρά τα μέτρα στήριξης, δεν εξαφανίζονται οι ζημίες ούτε διασφαλίζεται η επιβίωση του ίδιου του εμπόρου ο οποίος μένει πρακτικά χωρίς εισόδημα.
Το μικρό εμπορικό κατάστημα (στο οποίο απασχολείται μόνο ο ιδιοκτήτης του), με το ενοίκιο των 1.000 ευρώ, θα πρέπει να πληρώσει τα 600 ευρώ, καθώς «κούρεμα» γίνεται αλλά αυτό ανέρχεται στο 40%. Επίσης, το ρεύμα, το νερό, το Ιnternet και τα κοινόχρηστα δεν «παγώνουν». Προστίθεται έτσι ένα ποσό της τάξεως των 120 ευρώ. Οι δόσεις για τον φόρο εισοδήματος της περυσινής χρονιάς δεν έχουν «παγώσει». Ετσι, ακόμη και για κέρδη μόλις 7.000 ευρώ, θα έπρεπε να πληρωθεί μέσα στον Νοέμβριο μια δόση 274 ευρώ αν συνυπολογιστεί και το τέλος επιτηδεύματος που βεβαιώνεται μαζί με τον φόρο εισοδήματος. Επίσης, ο έμπορος πληρώνει ΕΝΦΙΑ για το σπίτι του το οποίο είναι πολύ πιθανό να ανέρχεται στα 130 ευρώ τον μήνα. Ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος έχει επιλέξει την κατώτατη ασφαλιστική κλάση, οι ασφαλιστικές εισφορές του Νοεμβρίου πρέπει να πληρωθούν μέχρι τις 7/12. Αρα, επιπλέον 220 ευρώ. Και αν υπάρχουν και δύο ρυθμίσεις για οφειλές σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία από το παρελθόν, «τρέχουν» και αυτές. Ετσι, προκύπτει ένας λογαριασμός 1.424 ευρώ χωρίς να περιλαμβάνεται το κόστος των προμηθειών. Ακόμη και αν αυτή η εμπορική επιχείρηση έχει λάβει 2.000 ευρώ μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής (εκ των οποίων τα 1.000 ευρώ είναι δάνειο), στην πραγματικότητα τη χρησιμοποιεί μόνο και μόνο για να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις. Δεν μένει τίποτα για τις ατομικές ανάγκες και συσσωρεύονται και οφειλές για το μέλλον.
Τι έχει συμβεί στα οικονομικά μιας λίγο μεγαλύτερης επιχείρησης μέσα στον Νοέμβριο; Είναι μια ατομική επιχείρηση που απασχολεί δύο εργαζομένους με πλήρη απασχόληση και έναν με μερική απασχόληση. Με μηνιαίο ενοίκιο 3.500 ευρώ, η επιχείρηση καλείται να πληρώσει τις 2.100 ευρώ. Οι εργαζόμενοι, για τις λίγες ημέρες που απασχολήθηκαν από την 1η έως τις 6 Νοεμβρίου, έχουν κόστος 671 ευρώ για τα μεροκάματα και τις εισφορές, ενώ η δόση της εφορίας φτάνει στα 781 ευρώ μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης αν υποτεθεί ότι η εμπορική επιχείρηση εμφάνισε κέρδη 23,000 ευρώ στη χρήση του 2019. Αν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έχει επιλέξει (πριν ξεσπάσει η πανδημία) την 3η ασφαλιστική κλάση, πρέπει να πληρώσει εισφορές 312 ευρώ, ενώ στα 220 ευρώ ανέρχονται τα πάγια έξοδα για φως, νερό τηλέφωνο. Σύνολο επιβάρυνσης: 4.224 ευρώ, ποσό που επίσης έχει καλυφθεί εν μέρει από την επιστρεπτέα προκαταβολή.
Εξάλλου και οι δύο επαγγελματίες είναι πιθανό να έχουν εκδώσει κάποιες επιταγές. Αυτή τη στιγμή, έχουν τη δυνατότητα να μην τις πληρώσουν μετά και τη σχετική ρύθμιση που ψηφίστηκε στη Βουλή. Ομως, θα έρθει η στιγμή που η επιταγή θα πρέπει να καλυφθεί.
Η επανάληψη της ίδιας έρευνας για τον Δεκέμβριο, θα δείξει επιδείνωση της κατάστασης. Εκτός από τα κόστη που προαναφέρθηκαν, ο Δεκέμβριος έχει και τα τέλη κυκλοφορίας αλλά και το Δώρο Χριστουγέννων των εργαζομένων. Η κυβέρνηση προφανώς θα καλύψει μέρος της «χασούρας» και του Δεκεμβρίου μέσω της επόμενης φάσης της επιστρεπτέας προκαταβολής, ωστόσο αργά ή γρήγορα θα τεθεί το θέμα της διευθέτησης των οφειλών που θα έχουν συσσωρευθεί από επιταγές, φόρους, ασφαλιστικές εισφορές και δάνεια που θα έχουν μείνει σε εκκρεμότητα.