Της Ελευθερίας Κούρταλη
Σε σημαντική βελτίωση των εκτιμήσεών της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το τρέχον ιδιαίτερα δύσκολο έτος προχωρά η Citigroup, παρά αφενός την παράταση του δεύτερου lockdown της οικονομίας και αφετέρου τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ γ’ τριμήνου. Συγκεκριμένα, “κατεβάζει” την εκτίμησή της για την ύφεση φέτος στο 7,7% από 9% πριν -και σημαντικά χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις τόσο των θεσμών όσο και της ελληνικής κυβέρνησης οι οποίες παραμένουν σε ύφεση 10,5%- τονίζοντας πως το σημαντικό ριμπάουντ της ελληνικής οικονομίας θα “καταγραφεί” από τα μέσα του επόμενου έτους, ενώ υπογραμμίζει πως παρά το σοκ η πολιτική στήριξη ήταν και θα συνεχίσει να είναι άφθονη.
Σε χθεσινό της σχόλιο για το ΑΕΠ γ’ τριμήνου, η Citi τόνισε πως η Ελλάδα αναμένεται να επωφεληθεί περισσότερο από άλλες χώρες από την παραγωγή και διανομή αποτελεσματικών εμβολίων Covid και την επιστροφή στην κανονικότητα το 2021, καταγράφοντας απότομη ανάκαμψη στις εισροές τουρισμού και στις ταξιδιωτικές εισπράξεις, ενώ σημαντικό όπλο στην αναπτυξιακή της δυναμική αποτελεί και η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στη νέα της έκθεσή για τις παγκόσμιες προοπτικές του 2021, η αμερικανική τράπεζα σημειώνει πως η εξαιρετικά υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουριστικό τομέα προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στο ΑΕΠ, παρά τη σχετικά πιο περιορισμένη εξέλιξη της πανδημίας στο εσωτερικό της χώρας. Το εμπορικό πλεόνασμα ταξιδιωτικών και μεταφορικών υπηρεσιών (που αντικατοπτρίζει τον τουρισμό και τις ναυτιλιακές βιομηχανίες) έχει συρρικνωθεί στο 4,7% του ΑΕΠ στο 9μηνο του 2020 από 12% την ίδια περίοδο του 2019. Οι έμμεσες επιπτώσεις της έλλειψης ξένων τουριστών επιδεινώνουν τον αντίκτυπο στο ΑΕΠ του 2020. Η Citi αναμένει πως η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα πάρει… φόρα από τα μέσα του 2021, όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία.
Ενάντια σε ένα τόσο μεγάλο σοκ, η πολιτική στήριξη ήταν και θα συνεχίσει να είναι άφθονη, επισημαίνει η Citi. Το ισοζύγιο του προϋπολογισμού έχει μετατοπιστεί από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ σε έλλειμμα σχεδόν 8% το 2020. Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και συνέβαλαν στη διευκόλυνση των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Επίσης, όπως επαναλαμβάνει η Citi, η Ελλάδα θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους δικαιούχους των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης (10% του ΑΕΠ) και εκτιμά ότι τα ποσοστά απορρόφησης από τη χώρα θα είναι υψηλά, όπως δείχνουν και οι επιδόσεις των τελευταίων ετών, με τη χρήση τους να έχει σημαντική επίπτωση στην αύξηση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2022-2024.
Πάντως η αμερικανική τράπεζα τονίζει πως οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις είναι αρκετές. Η δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει αδύναμη λόγω των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων, της περιορισμένης εγχώριας ρευστότητας και της μειωμένης ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών παρά τις προηγούμενες προσπάθειες μεταρρύθμισης. Ενώ τα κονδύλια της ΕΕ μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση ορισμένων από αυτά τα ζητήματα, οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προκλήσεις παραμένουν.
Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις της για την ελληνική οικονομία, η Citi εκτιμά πως μετά το -7,7% του 2020, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμούς της τάξης του 2,2% το 2021 (και πολύ χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις του consensus οι οποίες τοποθετούν την ανάπτυξη του επομένου έτους στο 4,5%) ενώ η ανάπτυξη το 2022 θα είναι “εκρηκτική” στο 6,2% και θα ειναι η υψηλότερη στην Ε.Ε καθώς και στην ευρωζώνη. Για το 2023 τοποθετεί την ανάπτυξη στο 2,8%, το 2024 στο 2,5% και το 2025 στο 2,3%.
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό ισοζύγιο, από έλλειμα 7,3% φέτος, το 2021 το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 5,6%, το 2022 στο 3,1% και το 2023 στο 1,2% ενώ από το 2024 και μετά θα “γυρίσει” σε πλεόνασμα. Η αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους προς ΑΕΠ θα ξεκινήσει το 2022 σύμφωνα με τις εκτιμήσεις καθώς φέτος θα κινηθεί στο 205%, το 2021 στο 208% και το 2022 θα αρχίσει να μειώνεται, στο 198% (στο 192% το 2023, στο 186% το 2024 και στο 179% το 2025).