Τα Άγια Θεοφάνεια είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίσθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. και αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού.
Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης (ο Πρόδρομος), γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, που ήταν 6 μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, και διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα από τον ουρανό ακούσθηκε φωνή που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα”. Η φράση αναφέρεται στα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, ενώ απουσιάζει από αυτό του Ιωάννη.
Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας. Τα θεοφάνεια ονομάζονται έτσι επειδή η φωνή του θεού ακούστηκε στη γη. Για αυτό ονομάστηκαν έτσι Θεό+Φάνεια. Ο θεός φάνηκε στην γη, θεός+φάνηκε. Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει πως κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.
Το Ευαγγέλιο των Αγίων Θεοφανείων του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 3
Ματθ. 3,1 Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας
Ματθ. 3,1 Κατά τας ημέρας εκείνας (που ο Ιησούς εζούσε αφανής εις την Ναζαρέτ) έκαμε την εμφάνισίν του ο Ιωάννης ο βαπτιστής και εκήρυσσε εις την έρημος της Ιουδαίας (που ευρίσκεται εις τα βόρεια της Νεκράς θαλάσσης).
Ματθ. 3,2 καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ματθ. 3,2 Και έλεγε· “μετανοείτε, αλλάξατε φρονήματα και ζωήν, διότι η βασιλεία των ουρανών (την οποίαν θα μας φέρη ο Μεσσίας) έχει πλέον πλησιάσει”.
Ματθ. 3,3 οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ῥηθεὶς ὑπὸ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ.
Ματθ. 3,3 Αυτός δε ο Ιωάννης ήτο εκείνος, δια τον οποίον είχε προφητεύσει ο Ησαΐας λέγων· “φωνή ανθρώπου ο οποίος κράζει μεγαλοφώνως εις την έρημον· Ετοιμάσατε τον δρόμον του Κυρίου, κάματε ευθείς και ομαλούς τους δρόμους αυτού· (δηλαδή προπαρασκευάσατε τις καρδιές σας και καθαρίσατε τις ψυχές σας, δια να τις επισκεφθή ο Κυριος).
Ματθ. 3,4 Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον.
Ματθ. 3,4 Ο δε Ιωάννης (αφοσιωμένος στον Κύριον και την αποστολήν του) εζούσε ασκητικήν ζωήν· εφορούσε ένδυμα από τρίχας καμήλου και δερματίνην ζώνην, γύρω από την μέσην του. Ετρωγε δε μόνον ακρίδας (από εκείνας, που κοπάδια ήρχοντο από την Αραβίαν και τας άλλας περιοχάς) και μέλι, το οποίον άγρια μελίσσια αποθήκευαν εις σχισμάς βράχων η κουφάλες δένδρων.
Ματθ. 3,5 Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου,
Ματθ. 3,5 Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και όλης της Ιουδαίας και όλης της περιοχής δεξιά και αριστερά του Ιορδάνου έβγαιναν τότε εις την έρημον προς τον Ιωάννην.
Ματθ. 3,6 καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
Ματθ. 3,6 Και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην, όπου συγχρόνως εξωμολογούντο και τας αμαρτίας των.
Ματθ. 3,7 ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;
Ματθ. 3,7 Οταν δε ο Ιωάννης είδε πολλούς από τάξιν των υποκριτών Φαρισαίων και των υλιστών Σαδδουκαίων να έρχονται, δια να δεχθούν το βάπτισμά του, είπε προς αυτούς· “Γεννήματα από φαρμακιερές οχιές (που έχετε κληρονομικώς από τους προγόνος σας το δηλητήριον της κακίας και της μοχθηρίας) ποιός σας ωδήγησε να αποφύγετε την δικαίαν του Θεού οργήν, που θα ξεσπάση έντος ολίγου;
Ματθ. 3,8 ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας,
Ματθ. 3,8 Δια να σωθήτε, δεν αρκεί το βάπτισμα, αλλά πρέπει να κάμετε και έργα καλά, που θα είναι καρπός και απόδειξις της ειλικρινούς μετανοίας σας.
Ματθ. 3,9 καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.
Ματθ. 3,9 Και μη νομίσετε ότι ημπορείτε να σωθήτε με το να λέγετε μέσα σας, και μάλιστα με καύχησιν, πατέρα έχομεν τον πατριάρχην Αβραάμ. Διότι σας λέγω τούτο, ότι ο Θεός ημπορεί και από αυτές τις πέτρες να αναδείξη δια θαύματος αξίους απογόνους του Αβραάμ.
Ματθ. 3,10 ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
Ματθ. 3,10 Τώρα δε και το τσεκούρι ευρίσκεται πλέον κοντά εις την ρίζαν των δένδρων. (Εφθασε δηλαδή ο καιρός, που θα εκδηλωθή η δικαιοσύνη του Θεού)· κάθε δένδρον, που δεν κάνει καρπόν καλόν, κόπτετει σύριζα και ρίχνεται στην φωτιά (αυτό θα πάθη κάθε άνθρωπος, του οποίου τα έργα δεν είναι καλά).
Ματθ. 3,11 ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί.
Ματθ. 3,11 Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, δια να σας οδηγήσω εις την μετάνοιαν· εκείνος όμως που έρχεται έπειτα από εμέ, είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι εγώ άξιος ούτε τα υποδήματά του να βαστάσω. Αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον και με το πυρ της χάριτος (που κατακαίει την αμαρτίαν, καθαρίζει δε και ζωογονεί την ψυχήν).
Ματθ. 3,12 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.
Ματθ. 3,12 Αυτός κρατεί στο χέρι του το φτυάρι και θα καθαρίση πλήρως το αλώνι του· και το μεν σιτάρι του θα το συγκεντρώση εις την αποθήκην (τους δικαίους δηλαδή και εναρέτους θα παραλάβη εις την βασιλείαν του) το δε άχυρον θα το κατακαύση εις άσβεστον πυρ, (δηλαδή τους αμετανοήτους αμαρτωλούς θα τους καταδικάση εις την γέενναν του πυρός).
Ματθ. 3,13 Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Ματθ. 3,13 Τοτε έρχεται ο Ιησούς από την Γαλιλαίαν (όπου έμενε και ησχολείτο με την ξυλουργικήν τέχνην) στον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην, δια να βαπτισθή από αυτόν.
Ματθ. 3,14 ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
Ματθ. 3,14 Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε με επιμονήν και έλεγε· “εγώ, ο ατελής και αδύνατος άνθρωπος, έχω ανάγκην να βαπτισθώ από σε, και συ, ο αναμάρτητος και τέλειος, έρχεσαι να βαπτισθής από εμέ;”
Ματθ. 3,15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν·
Ματθ. 3,15 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε προς αυτόν· “ άφησε τώρα τας αντιρρήσεις, διότι έτσι πρέπει, να εκπληρώσω κάθε δικαιοσύνη”. Τοτε ο Ιωάννης τον αφήκε να βαπτισθή.
Ματθ. 3,16 καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν·
Ματθ. 3,16 Και ο Ιησούς, όταν εβαπτίσθη, εβγήκε αμέσως από το νερό. Και ιδού ηνοίχθησαν χάριν αυτού οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνη υπό την μορφήν της περιστεράς και να έρχεται επάνω εις αυτόν.
Ματθ. 3,17 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.
Ματθ. 3,17 Και ιδού φωνή ηκούσθη από τους ουρανούς, η οποία έλεγεν· “Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος, μέσω του οποίου φανερώνομαι”.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 3
Λουκ. 3,1 Ἐν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, καὶ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρῴδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς τετραρχοῦντος,
Λουκ. 3,1 Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ηγεμών της Ιουδαίας ήτο ο Πόντιος Πιλάτος, και τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης Αντίπας, ο δε Φίλιππος, ο αδελφός αυτού, τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας και ο Λυσανίας τετράρχης της Αβιληνής,
Λουκ. 3,2 ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ,
Λουκ. 3,2 όταν αρχιερείς ήσαν ο Αννας και ο Καϊάφας, διέταξεν ο Θεός τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, που έμενεν εις την έρημον,
Λουκ. 3,3 καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν,
Λουκ. 3,3 και ήλθεν εις όλην την περιοχήν του Ιορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας, δια να πάρουν άφεσιν αμαρτιών.
Λουκ. 3,4 ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ λόγων Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ·
Λουκ. 3,4 Αυτό δε το έργο του Ιωάννου είχε προαναγγελθή τα θεόπνευστα λόγια του Ησαΐου, ο οποίος είχε προφητεύσει “θα ακουσθή φωνή ανθρώπου, ο οποίος κράζει εις την έρημον και λέγει, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου, κάμετε ίσους και ομαλούς του δρόμους του, από τους οποίους θα περάση (προπαρασκευάσατε δηλαδή τας καρδίας σας, διά να σας επισκεφθή ο Λυτρωτής)
Λουκ. 3,5 πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας,
Λουκ. 3,5 Καθε φαράγγι θα γεμίση (θα σκεπασθούν δηλαδή τα χάσματα, που η έλλειψις της αρετής δημιουργεί εις τας ψυχάς) και κάθε όρος και βουνό θα χαμηλώση και θα ισοπεδωθή (κάθε δηλαδή εγωϊσμός και υψηλοφροσύνη, που εμποδίζει την λυτρωτική χάριν του Θεού, θα εξαλειφθή και θα σβήση από τας ψυχάς) τα στραβά και ανώμαλα μονοπάτια θα γίνουν ευθεία οδός και οι πετρώδεις δρόμοι ομαλοί.(Ανωμαλίαι και τραχύτητες και ιδιοτροπίαι που δημιουργούν τα πάθη, θα φύγουν από τας ψυχάς, δια να υποδεχθούν αυταί τον Σωτήρα).
Λουκ. 3,6 καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ.
Λουκ. 3,6 Και όταν θα πραγματοποιηθή αυτή η ηθική προπαρασκευή, τότε κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα ιδή και θα απολαύση την σωτηρίαν που στέλνει ο Θεός”.
Λουκ. 3,7 Ἔλεγεν οὖν τοῖς ἐκπορευομένοις ὄχλοις βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ· γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;
Λουκ. 3,7 Ελεγε δε ο Ιωάννης εις τα πλήθη του λαού, που έβγαιναν από τας πόλεις και ήρχοντο να βαπτισθούν από αυτόν· “κακοί απόγονοι από φαρμακερές οχιές, ποιός σας υπέδειξε τον τρόπον, δια να αποφύγετε την οργήν της θείας δικαιοσύνης, που πρόκειται έντος ολίγου να ξεσπάση;
Λουκ. 3,8 ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.
Λουκ. 3,8 Εάν με την καρδιά σας δέχεσθε ειλικρινώς το βάπτισμα της μετανοίας και θέλετε να σωθήτε από την οργήν, κάμετε έργα αγαθά, άξια και σύμφωνα με την μετάνοιάν σας. Και μην αρχίσετε να λέγετε μεταξύ σας με αλαζονείαν· Εχομεν πατέρα τον Αβραάμ. Διότι σας λέγω τούτο, ότι ημπορεί ο Θεός και από τους λίθους αυτούς να αναδείξη τέκνα στον Αβραάμ.
Λουκ. 3,9 ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
Λουκ. 3,9 Τωρα δε και ο πέλεκυς της θείας κρίσεως ευρίσκεται κοντά εις την ρίζαν των δένδρων· κάθε λοιπόν δένδρον, που δεν παράγει καρπόν καλόν, κόβεται και ξερριζώνεται και ρίπτεται εις την φωτιά”.
Λουκ. 3,10 Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι λέγοντες· τί οὖν ποιήσομεν;
Λουκ. 3,10 Και τον ερωτούσαν τα πλήθη· “τι λοιπόν να κάμωμεν, δια να σωθώμεν από την οργήν του Θεού;”
Λουκ. 3,11 ἀποκριθεὶς δὲ λέγει αὐτοῖς· ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω.
Λουκ. 3,11 Απήντησε δε και τους είπε· “αυτός που έχει δύο χιτώνας, ας δώση τον ένα εις εκείνον που δεν έχει, και Εκείνος που έχει τροφάς, ας κάμη το ίδιο”.
Λουκ. 3,12 ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι, καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν;
Λουκ. 3,12 Ηλθαν δε και τελώναι να βαπτισθούν και είπαν προς αυτόν· “διδάσκαλε τι να κάμωμεν;”
Λουκ. 3,13 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε.
Λουκ. 3,13 Εκείνος δε τους είπε· “μη εισπράττετε τίποτε παραπάνω από εκείνο, που έχει ορισθή από τον νόμον”.
Λουκ. 3,14 ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν.
Λουκ. 3,14 Ερωτούσαν δε αυτόν και οι υπηρετούντες ως στρατιώται, λέγοντες· “και ημείς τι να κάμωμεν;” Και είπε προς αυτούς· “κανένα να μη συκοφαντήσετε, κανένα να μη εκφοβήσετε με απειλάς, δια να του αποσπάσετε χρήματα, και να αρκήσθε στον μισθόν σας”.
Λουκ. 3,15 Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός,
Λουκ. 3,15 Ενώ δε ο λαός επερίμενε τον Μεσσίαν και εσκέπτοντο μέσα των δια τον Ιωάννην, μήπως αυτός είναι ο Χριστός,
Λουκ. 3,16 ἀπεκρίνατο ὁ Ἰωάννης ἅπασι λέγων· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί.
Λουκ. 3,16 απεκρίθη ο Ιωάννης εις όλους, λέγων· “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, έρχεται όμως ο ισχυρότερός μου, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λωρί των υποδημάτων του· αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον και με το αγιαστικόν πυρ της χάριτος.
Λουκ. 3,17 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.
Λουκ. 3,17 Αυτός κρατεί το φτυάρι στο χέρι του και θα ξεκαθαρίση το αλώνι του και θα συγκεντρώση το σιτάρι εις την αποθήκην του (τους δικαίους δηλαδή εις την βασιλείαν των ουρανών), το δε άχυρον (τους αμετανοήτους δηλαδή αμαρτωλούς), θα τους κατακαύση με φωτιά, που δεν σβήνει ποτέ”.
Λουκ. 3,18 πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἕτερα παρακαλῶν εὐηγγελίζετο τὸν λαόν.
Λουκ. 3,18 Πολλά μεν λοιπόν και άλλα εδίδασκε προτρέπων εις μετάνοιαν και παρηγορών τους θλιβομένους από την αμαρτίαν και εκήρυττε προς τον λαόν το χαρμόσυνον μήνυμα της ελεύσεως του Χριστού.
Λουκ. 3,19 Ὁ δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ περὶ Ἡρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων ὧν ἐποίησε πονηρῶν ὁ Ἡρῴδης,
Λουκ. 3,19 Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, επειδή ηλέγχετο από τον Ιωάννην, διότι συζούσε παρανόμως με την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού του, όπως και δι’ όλα τα πονηρά έργα, που είχε κάμει,
Λουκ. 3,20 προσέθηκε καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσι καὶ κατέκλεισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ.
Λουκ. 3,20 επρόσθεσε και τούτο το έγκλημα εις όλα όσα είχε διαπράξει και έκλεισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν (δια να θέση τέρμα στους δικαίους ελέγχους του).
Λουκ. 3,21 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν
Λουκ. 3,21 Αυτό έγινε αφού εβαπτίσθη όλος ο λαός, που είχεν έλθει στον Ιορδάνην, και αφού ο Ιησούς εβαπτίσθη και ενώ προσηύχετο, ηνοίχθη ο ουρανός
Λουκ. 3,22 καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.
Λουκ. 3,22 και κατέβηκε το Πνεύμα το Αγιον με μορφήν εξωτερικήν και σωματικήν που έμοιαζε προς περιστεράν και ήλθε φωνή από τον ουρανόν, που έλεγε· “συ είσαι ο υιός μου ο αγαπητός, εις σε έχω ευαρεστηθή”.
Λουκ. 3,23 Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος, ὤν, ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς Ἰωσήφ, τοῦ Ἡλί,
Λουκ. 3,23 Και αυτός ο Ιησούς, δια τον οποίον ελέχθησαν τα ανωτέρω, ήτο, όταν ήρχισε το δημόσιον έργον του, περίπου τριάκοντα ετών, υιός, όπως ενομίζετο από τους Εβραίους, του Ιωσήφ, ο οποίος ήτο υιός του Ηλί,
Λουκ. 3,24 τοῦ Ματθάν, τοῦ Λευΐ, τοῦ Μελχί, τοῦ Ἰωαννᾶ, τοῦ Ἰωσήφ,
Λουκ. 3,24 ο οποίος ήτο υιός του Ματθάν, υιός του Λευϊ, υιού του Μελχί, υιού του Ιωννά, υιού του Ιωσήφ,
Λουκ. 3,25 τοῦ Ματταθίου, τοῦ Ἀμώς, τοῦ Ναούμ, τοῦ Ἐσλίμ, τοῦ Ναγγαί,
Λουκ. 3,25 υιού του Ματταθίου, υιού του Αμώς, υιού του Ναούμ, υιού του Εσλίμ, υιού του Ναγγαί,
Λουκ. 3,26 τοῦ Μαάθ, τοῦ Ματταθίου, τοῦ Σεμεΰ, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰωδᾶ,
Λουκ. 3,26 υιού του Μαάθ, υιού του Ματταθίου, υιού του Σεμεΰ, υιού του Ιωσήφ, υιού του Ιωδά,
Λουκ. 3,27 τοῦ Ἰωαννάν, τοῦ Ῥησᾶ, τοῦ Ζοροβάβελ, τοῦ Σαλαθιήλ, τοῦ Νηρί,
Λουκ. 3,27 υιού του Ιωαννάν, υιού του Ρησά, υιού του Ζοροβάβελ, υιού του Σαλαθιήλ, υιού του Νηρί,
Λουκ. 3,28 τοῦ Μελχί, τοῦ Ἀδδί, τοῦ Κωσάμ, τοῦ Ἐλμωδάμ, τοῦ Ἤρ,
Λουκ. 3,28 υιού του Μελχί, υιού του Αδδί, υιού του Κωσάμ, υιού του Ελμωδάμ, υιού του Ηρ,
Λουκ. 3,29 τοῦ Ἰωσῆ, τοῦ Ἐλιέζερ, τοῦ Ἰωρείμ, τοῦ Ματθάτ, τοῦ Λευΐ,
Λουκ. 3,29 υιού του Ιωσή, υιού του Ελιέζερ, υιού του Ιωρείμ, υιού του Ματθάτ, υιού του Λευϊ,
Λουκ. 3,30 τοῦ Συμεών, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰωνᾶ, τοῦ Ἐλιακείμ,
Λουκ. 3,30 υιού του Συμεών, υιού του Ιούδα, υιού του Ιωσήφ, υιού του Ιωνά, υιού του Ελιακείμ,
Λουκ. 3,31 τοῦ Μελεᾶ, τοῦ Μαϊνάν, τοῦ Ματταθᾶ, τοῦ Νάθαν, τοῦ Δαυΐδ,
Λουκ. 3,31 υιού του Μελεά, υιού του Μαϊνάν, υιού του Ματταθά, υιού του Ναθαν, υιού του Δαυΐδ,
Λουκ. 3,32 τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ Ὠβήδ, τοῦ Βοόζ, τοῦ Σαλμών, τοῦ Ναασσών,
Λουκ. 3,32 υιού του Ιεσσαί, υιού του Ωβήδ, υιού του Βοόζ, υιού του Σαλμών, υιού του Ναασσών,
Λουκ. 3,33 τοῦ Ἀμιναδάβ, τοῦ Ἀράμ, τοῦ Ἰωράμ, τοῦ Ἐσρώμ, τοῦ Φαρές, τοῦ Ἰούδα,
Λουκ. 3,33 υιού του Αμιναδάβ, υιού του Αράμ, υιού του Ιωράμ, υιού του Εσρώμ, υιού του Φαρές, υιού του Ιούδα,
Λουκ. 3,34 τοῦ Ἰακώβ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Θάρα, τοῦ Ναχώρ,
Λουκ. 3,34 υιού του Ιακώβ, υιού του Ισαάκ, υιού του Αβραάμ, υιού του Θαρα, υιού του Ναχώρ,
Λουκ. 3,35 τοῦ Σερούχ, τοῦ Ῥαγαῦ, τοῦ Φάλεκ, τοῦ Ἔβερ, τοῦ Σαλᾶ,
Λουκ. 3,35 υιού του Σερούχ, υιού του Ραγαύ, υιού του Φαλεκ, υιού του Εβερ, υιού του Σαλά,
Λουκ. 3,36 τοῦ Καϊνάν, τοῦ Ἀρφαξάδ, τοῦ Σήμ, τοῦ Νῶε, τοῦ Λάμεχ,
Λουκ. 3,36 υιού του Καϊνάν, υιού του Αρφαξάδ, υιού του Σημ, υιού του Νώε, υιού του Λάμεχ,
Λουκ. 3,37 τοῦ Μαθουσάλα, τοῦ Ἐνώχ, τοῦ Ἰάρεδ, τοῦ Μαλελεήλ, τοῦ Καϊνάν,
Λουκ. 3,37 υιού του Μαθουσάλα, υιού του Ενώχ, υιού του Ιάρεδ, υιού του Μαλελεήλ, υιού του Καϊνάν,
Λουκ. 3,38 τοῦ Ἐνώς, τοῦ Σήθ, τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Θεοῦ.
Λουκ. 3,38 υιού του Ενώς, υιού του Σηθ, υιού του Αδάμ. τον οποίον ως τέκνον του έπλασε κατ’ ευθείαν ο Θεός. (Ο ίδιος ο Θεός δια της δημιουργικής του δυνάμεως έπλασεν εν τη Παρθένω τον Ιησούν, τον νέον Αδάμ).
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 1
Μαρκ. 1,1 Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μαρκ. 1,1 Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού·
Μαρκ. 1,2 Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου·
Μαρκ. 1,2 σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή στους προφήτας ·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προφήτου Μαλαχίου, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος και θα προπαρασκευάση την οδόν σου (δηλαδή τας ψυχάς και τας καρδίας των ανθρώπων) δια να σε υποδεχθούν”.
Μαρκ. 1,3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ,
Μαρκ. 1,3 Και ο σταλμένος αυτός από τον Θεόν αγγελιοφόρος είναι εκείνος, δια τον οποίον ο προφήτης Ησαΐας είπε· “Φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά εις έρημον· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου· κάμετε ευθείς τους δρόμους του (ευθύνατε τας καρδίας σας)”.
Μαρκ. 1,4 ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Μαρκ. 1,4 Έκανε δε ο Ιωάννης αρχή κατά την εποχήν εκείνην, βαπτίζων εις την έρημον και κηρύσσων βάπτισμα εις πιστοποίησιν της μετανοίας, δια να λάβουν οι βαπτιζόμενοι την άφεσιν των αμαρτιών.
Μαρκ. 1,5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
Μαρκ. 1,5 Και επήγαιναν προς αυτόν οι κάτοικοι ολοκλήρου της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην ποταμόν, εξομολογούμενοι συγχρόνως τας αμαρτίας των.
Μαρκ. 1,6 ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον.
Μαρκ. 1,6 Εφορούσε δε ο Ιωάννης ένδυμα από τρίχας καμήλου και είχε δερματίνην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριον.
Μαρκ. 1,7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ.
Μαρκ. 1,7 Και εκήρυττε λέγων· “έρχεται ύστερα από εμέ εκείνος που είναι ισχυρότερός μου και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των υποδημάτων του.
Μαρκ. 1,8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Μαρκ. 1,8 Εγώ μεν σας εβάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον”.
Μαρκ. 1,9 Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην.
Μαρκ. 1,9 Και κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε ο Ιησούς από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη από τον Ιωάννην στον Ιορδάνην.
Μαρκ. 1,10 καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν·
Μαρκ. 1,10 Και αμέσως όταν εβγήκε από το νερό, είδε να σχίζωνται οι ουρανοί και το Πνεύμα του Θεού, ωσάν περιστερά, να κατεβαίνη εις αυτόν.
Μαρκ. 1,11 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα.
Μαρκ. 1,11 Και ήλθε φωνή από τον ουρανούς, που έλεγε· “συ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον εγώ έχω τελείως ευαρεστηθή”.
Μαρκ. 1,12 Καὶ εὐθέως τὸ Πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον·
Μαρκ. 1,12 Και αμέσως το Πνεύμα το Αγιον ωδήγησεν αυτόν εις την έρημον.
Μαρκ. 1,13 καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ.
Μαρκ. 1,13 Και έμεινεν εκεί εις την έρημον σαράντα ημέρας πειραζόμενος από τον Σατανάν, χωρίς ούτε ελάχιστον να υποχωρήση στους πειρασμούς· και ήτο εκεί μαζή με τα θηρία της ερήμου, οι δε άγγελοι του Θεού τον υπηρετούσαν.
Μαρκ. 1,14 Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ
Μαρκ. 1,14 Οταν δε ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου Αντίπα και παρεδόθη εις την φυλακήν, ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της βασιλείας του Θεού.
Μαρκ. 1,15 καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.
Μαρκ. 1,15 Και έλεγεν ότι, “συνεπληρώθη ο ωρισμένος χρόνος και η βασιλεία του Θεού, έχει πλησιάσει. Μετανοείτε, λοιπόν, και πιστεύετε στο ευαγγέλιον, το οποίον εγώ σας κηρύττω”.
Μαρκ. 1,16 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε Σίμωνα καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ Σίμωνος, βάλλοντας ἀμφίβληστρον ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς·
Μαρκ. 1,16 Ενώ δε περιπατούσε κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε τον Σιμωνα και τον Ανδρέαν, τον αδελφόν του Σιμωνος, οι οποίοι έριπταν το δίκτυον εις την θάλασσαν, διότι ήσαν ψαράδες.
Μαρκ. 1,17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
Μαρκ. 1,17 Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε κοντά μου και εγώ θα σας κάμω ικανούς να γίνετε ψαράδες ανθρώπων” (να ελκύετε δηλαδή με το θείον κήρυγμα τους ανθρώπους εις την βασιλείαν του Θεού).
Μαρκ. 1,18 καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Μαρκ. 1,18 Αμέσως δε εκείνοι (με πίστιν προς τον Διδάσκαλον και ενθουσιασμόν δια το έργον στο οποίον τους εκαλούσε, καίτοι δεν ήσαν ακόμη εις θέσιν να το εννοήσουν) αφήκαν τα δίκτυά των και τον ηκολούθησαν.
Μαρκ. 1,19 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα,
Μαρκ. 1,19 Και προχωρήσας ολίγον από εκεί, είδε τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν του, οι οποίοι ήσαν στο πλοίον και ετοίμαζαν τα δίκτυα.
Μαρκ. 1,20 καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ.
Μαρκ. 1,20 Και αμέσως τους εκάλεσε. Εκείνοι δε αφήκαν τον πατέρα των Ζεβεδαίον στο πλοίον με τους μισθωτούς εργάτας και τον ηκολούθησαν.
Μαρκ. 1,21 Καὶ εἰσπορεύονται εἰς Καπερναούμ· καὶ εὐθέως τοῖς σάββασιν εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν ἐδίδασκε.
Μαρκ. 1,21 Και επροχώρησαν και εισήλθαν εις την Καπερναούμ. Και αμέσως κατά την ημέραν του Σαββάτου επήγεν εις την συναγωγήν και εδίδασκε.
Μαρκ. 1,22 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.
Μαρκ. 1,22 Και εθαύμαζαν πολύ δια την διδασκαλίαν του, διότι εδίδασκεν ως έχων εξουσία και όχι όπως οι Γραμματείς.
Μαρκ. 1,23 Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ ἀνέκραξε
Μαρκ. 1,23 Κατά την ώραν δε εκείνην ευρίσκετο εις την συναγωγήν ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε κυριευθή από ακάθαρτον πνεύμα και εφώναξε
Μαρκ. 1,24 λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ.
Μαρκ. 1,24 και είπεν· “άφησέ μας· ποιά σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ ημών και σου, Ιησού Ναζαρηνέ; Ηλθες να μας καταδικάσης και να μας ρίψης εις την αιωνίαν απώλειαν; Γνωρίζω ποίος είσαι· είσαι ο άγιος, του Θεού ”.
Μαρκ. 1,25 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ.
Μαρκ. 1,25 Και ο Ιησούς επέπληξε αυτό λέγων· “κλείσε το στόμα σου και φύγε αμέσως από τον άνθρωπον αυτόν”.
Μαρκ. 1,26 καὶ σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν φωνῇ μεγάλῃ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ.
Μαρκ. 1,26 Και το ακάθαρτον πνεύμα, αφού συνετάραξε τον δαιμονιζόμενον και με το στόμα εκείνου έκραξε και εφώναξε δυνατά, έφυγε από αυτόν.
Μαρκ. 1,27 καὶ ἐθαμβήθησαν πάντες, ὥστε συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντας· τί ἐστι τοῦτο; τίς ἡ διδαχὴ ἡ καινὴ αὕτη, ὅτι κατ᾿ ἐξουσίαν καὶ τοῖς πνεύμασι τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ;
Μαρκ. 1,27 Και όλοι κατελήφθησαν από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν δια το γεγονός, ώστε να συζητούν μεταξύ των και να λέγουν· “τι είναι αυτό το καταπληκτικόν θαύμα, που είδαμε; Ποιά είναι αυτή η νέα πρωτάκουστος διδασκαλία; Διότι αυτός με εξουσίαν και δύναμιν όχι μόνον διδάσκει, αλλά και διατάσσει τα πονηρά πνεύματα και υπακούουν εις αυτόν”!
Μαρκ. 1,28 καὶ ἐξῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εὐθὺς εἰς ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Γαλιλαίας.
Μαρκ. 1,28 Και με μεγάλην ταχύτητα εξηπλώθη η φήμη αυτού εις όλα τα περίχωρα της Γαλιλαίας.
Μαρκ. 1,29 Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.
Μαρκ. 1,29 Και αμέσως εβγήκαν από την συναγωγήν και ήλθαν στο σπίτι του Σιμωνος και του Ανδρέου μαζή με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην.
Μαρκ. 1,30 ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα. καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς.
Μαρκ. 1,30 Η δε πενθερά του Σιμωνος ήτο κατάκοιτος με πυρετόν. Και αμέσως του έκαμαν λόγον δι’ αυτήν.
Μαρκ. 1,31 καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς εὐθέως, καὶ διηκόνει αὐτοῖς.
Μαρκ. 1,31 Και αυτός επλησίασε εις την κλίνην της, την επιασε από το χέρι, την εσήκωσε και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός, και εντελώς υγιής τους υπηρετούσεν.
Μαρκ. 1,32 Ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους.
Μαρκ. 1,32 Αργά δε το απόγευμα, μετά την δύσιν του ηλίου (όταν πλέον είχε περάσει η αργία του Σαββάτου), έφεραν προς αυτόν όλους τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους.
Μαρκ. 1,33 καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν.
Μαρκ. 1,33 Και όλη η πόλις ήτο συγκεντρωμένη έξω από την θύραν της οικίας.
Μαρκ. 1,34 καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι.
Μαρκ. 1,34 Και εθεράπευσε πολλούς, που έπασχαν από διάφορα νοσήματα και πολλά δαιμόνια εξεδίωξε. Δεν άφινε δε τα δαιμόνια να ομιλούν δι’ αυτόν, διότι εγνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός και δεν ήθελε την μαρτυρίαν των ακαθάρτων πνευμάτων.
Μαρκ. 1,35 Καὶ πρωΐ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο.
Μαρκ. 1,35 Και πρωϊ-πρωϊ, ενώ ακόμη ήτο νύχτα, εσηκώθη, εβγήκεν από την πόλιν και επροχώρησεν εις έρημον τόπον και εκεί προσηύχετο.
Μαρκ. 1,36 καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ,
Μαρκ. 1,36 Ο δε Σιμων και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν έτρεξαν, δια να τον εύρουν.
Μαρκ. 1,37 καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι.
Μαρκ. 1,37 Και αφού τον ηύραν του λέγουν, ότι “όλοι σε ζητούν εις την πόλιν”.
Μαρκ. 1,38 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα.
Μαρκ. 1,38 Και εκείνος τους είπεν · “ας υπάγωμεν εις τας γύρω κωμοπόλεις, δια να κηρύξω και εκεί, διότι δι’ αυτόν άλλωστε τον σκοπόν εβγήκα από την πόλιν”.
Μαρκ. 1,39 καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων.
Μαρκ. 1,39 Και εκήρυσσε κατά συνέχειαν εις τας συναγωγάς των εις όλην την Γαλιλαίαν και εξεδίωκε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους.
Μαρκ. 1,40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι.
Μαρκ. 1,40 Και έρχεται προς αυτόν κάποιος λεπρός, ο οποίος γονατιστός εμπρός του τον παρακαλούσε και του έλεγε ότι “εάν συ θέλης ημπορείς να με καθαρίσης, και να με απαλλάξης από την φοβεράν ασθένειάν μου”.
Μαρκ. 1,41 ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι.
Μαρκ. 1,41 Ο δε Ιησούς (βλέπων την μεγάλην πίστιν και την παρρησίαν του ανθρώπου αυτού) τον ευσπλαγχνίσθη, άπλωσε το χέρι, τον ήγγισε και του λέγει· “Θέλω· γίνε καθαρός”.
Μαρκ. 1,42 καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη.
Μαρκ. 1,42 Και αμέσως μόλις ο Ιησούς είπε αυτούς τους λόγους, έφυγε από εκείνον η λέπρα και έγινε τελείως καθαρός και υγιής.
Μαρκ. 1,43 καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ·
Μαρκ. 1,43 Και αφού του ωμίλησε με έντονον και αυστηρόν ύφος να μη αποκαλύψη αυτόν ως ευεργέτην του, τον έβγαλε έξω από το μέρος, όπου ευρίσκοντο και του είπε·
Μαρκ. 1,44 ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ᾿ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.
Μαρκ. 1,44 “πρόσεχε να μη είπης εις κανένα τίποτε, αλλά πήγαινε δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε δια τον καθαρισμόν σου από την λέπραν αυτά που διέταξε ο Μωϋσής, ώστε η εξέτασις του ιερέως και η προσφορά του δώρου σου, να χρησιμεύσουν ως μαρτυρία και βεβαίωσις ότι έγινες τελείως υγιής”.
Μαρκ. 1,45 ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον, ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς εἰς πόλιν εἰσελθεῖν, ἀλλ᾿ ἔξω ἐν ἐρήμοις τόποις ἦν· καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πανταχόθεν.
Μαρκ. 1,45 Αλλά εκείνος, μόλις εξήλθε, ήρχισε να διαλαλή πολλά περί του Ιησού και να διαφημίζη το γεγονός, ώστε ο Κυριος να μη ημπορή πλέον να εισέρχεται φανερά εις την πόλιν δια το πλήθος, που τον περιεκύκλωνεν. Αλλά έμεινε έξω εις ερήμους τόπους. Και παρ’ όλον τούτο, ήρχοντο προς αυτόν από όλα τα μέρη.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 1
Ιω. 1,1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.
Ιω. 1,1 Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν, και ο Λόγος ήτο Θεός.
Ιω. 1,2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.
Ιω. 1,2 Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν.
Ιω. 1,3 πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν.
Ιω. 1,3 Ολα τα δημιουργήματα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα, από όσα έχουν γίνει.
Ιω. 1,4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.
Ιω. 1,4 Εις αυτόν υπήρχε ζωή και η ζωή, ήταν το φως, των ανθρώπων.
Ιω. 1,5 καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.
Ιω. 1,5 Και το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν ημπόρεσε ποτέ να το επισκιάση και το εξουδετερώση.
Ιω. 1,6 Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης·
Ιω. 1,6 Προάγγελος αυτού του φωτός κατά τας ημέρας εκείνας έγινεν ένας άνθρωπος, σταλμένος από τον Θεόν, του οποίου το όνομα ήτο Ιωάννης.
Ιω. 1,7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 1,7 Αυτός ήλθε με κύριον σκοπόν να μαρτυρήση περί του φωτός, δηλαδή περί του Ιησού Χριστού, και με το κήρυγμά του να προπαρασκευάση τους ανθρώπους, ώστε να πιστεύσουν όλοι στο φως.
Ιω. 1,8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός.
Ιω. 1,8 Δεν ήτο εκείνος το φως, αλλ’ ήλθε να μαρτυρήση δια το φως.
Ιω. 1,9 Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 1,9 Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήτο πάντοτε το αληθινόν φως, το οποίον φωτίζει κάθε άνθρωπον, που έρχεται στον κόσμον.
Ιω. 1,10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.
Ιω. 1,10 Ητο εξ αρχής στον κόσμον, ως δημιουργός και κυβερνήτης, και ο κόσμος όλος, ορατός και αόρατος, έλαβεν ύπαρξιν δι’ αυτού. Και όμως όταν το φως, ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, ο κόσμος δεν τον ανεγνώρισε και δεν τον εδέχθη.
Ιω. 1,11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον.
Ιω. 1,11 Ηλθε μεταξύ των ιδικών του, δηλαδή των ανθρώπων, τους οποίους με ιδιαιτέραν στοργήν δια μέσου των αιώνων είχε προστατεύσει, και οι ιδικοί του δεν τον εδέχθησαν ως Σωτήρα και Θεόν των.
Ιω. 1,12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
Ιω. 1,12 ‘Οσοι όμως τον εδέχθησαν, εις αυτούς έδωκε το δικαίωμα να γίνουν τέκνα Θεού, εις αυτούς δηλαδή που πιστεύουν στο όνομά του.
Ιω. 1,13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν.
Ιω. 1,13 Αυτοί δεν εγεννήθησαν από ανθρώπινα αίματα ούτε από θέλημα σαρκός ούτε από θέλημα ανδρός, αλλά εγεννήθησαν από τον Θεόν.
Ιω. 1,14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.
Ιω. 1,14 Και ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάριν και αλήθειαν.
Ιω. 1,15 Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί δι’ αυτόν και κράζει με μεγάλην φωνήν, λέγων· “αυτός ήτο εκείνος, δια τον οποίον σας είπα, ότι ο ερχόμενος ύστερα από εμέ είναι ασυγκρίτως ανώτερος από εμέ, διότι ως Υιός μονογενής του Πατρός υπήρχε ήδη, πριν εγώ γεννηθώ”.
Ιω. 1,16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος·
Ιω. 1,16 Και από τον άπειρον πνευματικόν πλούτον αυτού όλοι ημείς ελάβαμεν και χάριν επάνω εις την χάριν.
Ιω. 1,17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
Ιω. 1,17 Διότι ενώ ο νόμος εδόθη δια του Μωϋσέως, δούλου του Θεού, η χάρις και η αλήθεια ήλθαν δια του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού.
Ιω. 1,18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο.
Ιω. 1,18 Τον Θεόν κανείς ποτέ δεν έχει ίδει. Ο Υιός ο μονογενής, που υπάρχει προαιωνίως πάντοτε στον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν εις ημάς και κατέστησε γνωστόν τον Θεόν.
Ιω. 1,19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ;
Ιω. 1,19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννου, όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευΐτας να τον ερωτήσουν· “συ ποιός είσαι;”
Ιω. 1,20 καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.
Ιω. 1,20 Και ωμολόγησε, και δεν ηρνήθη. Και ωμολόγησεν ότι “δεν είμαι εγώ ο Χριστός”.
Ιω. 1,21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.
Ιω. 1,21 Και τον ηρώτησαν πάλιν· “λοιπόν ποίος είσαι; Μηπως είσαι ο Ηλίας;” Και είπεν ο Ιωάννης· “δεν είμαι”.“Είσαι συ ο προφήτης, ο ένας και μοναδικός, τον οποίον προανήγγειλε ο Μωϋσής;” και απήντησεν· “όχι”.
Ιω. 1,22 εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;
Ιω. 1,22 Είπαν εν τέλει εις αυτόν· “ποίος είσαι; Πες μας, δια να δώσωμεν απάντησιν εις εκείνους που μας έστειλαν. Τι λέγεις δια τον ευατόν του;”
Ιω. 1,23 ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.
Ιω. 1,23 Είπεν ο Ιωάννης· “εγώ είμαι η φωνή του ανθρώπου, που φωνάζει δυνατά εις την έρημον τα λόγια του προφήτου Ησαΐου· κάμετε ευθύν τον δρόμον του Κυρίου· προετοιμάσατε τας ψυχάς σας, δια να υποδεχθούν τον Χριστόν”.
Ιω. 1,24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων·
Ιω. 1,24 Και οι απεσταλμένοι ήσαν από την τάξιν των Φαρισαίων.
Ιω. 1,25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
Ιω. 1,25 Και με τόνον επιτιμητικόν τον ηρώτησαν και του είπαν· “διατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού συ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;”
Ιω. 1,26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.
Ιω. 1,26 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιωάννης και είπε· “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό· ανάμεσα σας δε στέκει και θα εμφανισθή έντος ολίγου εκείνος, τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε.
Ιω. 1,27 αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος.
Ιω. 1,27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από εμέ, ο οποίος όμως υπήρξε προ εμού ως προαιώνιος Λογος του Θεού, και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λωρί του υποδήματός του”.
Ιω. 1,28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἦν Ἰωάννης βαπτίζων.
Ιω. 1,28 Αυτά συνέβησαν εις την Βηθανίαν, πέραν από τον Ιορδάνην όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης.
Ιω. 1,29 Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
Ιω. 1,29 Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει· “ίδε ο αμνός του Θεού, που επροφήτευσεν ο Ησαΐας, ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη την αμαρτίαν και την ενοχήν του κόσμου.
Ιω. 1,30 οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30 Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα· ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
Ιω. 1,31 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.
Ιω. 1,31 Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
Ιω. 1,32 καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.
Ιω. 1,32 Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Αγιον Πνεύμα να κατεβαίνη ωσάν περιστερά από τον ουρανόν και έμεινεν εις αυτόν μονίμως.
Ιω. 1,33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ιω. 1,33 Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
Ιω. 1,34 κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,34 Και εγώ πράγματι είδα, όπως μου είπεν ο Θεός, και έχω δώσει μαρτυρίαν και ομολογίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού ”.
Ιω. 1,35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο,
Ιω. 1,35 Την επομένην ημέραν έστεκε πάλιν ο Ιωάννης στον τόπον αυτόν και δύο από τους μαθητάς του.
Ιω. 1,36 καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,36 Και καθώς με απέραντον σεβασμόν εκύτταξε τον Ιησούν, που περιπατούσε κάπου εκεί, λέγει· “ιδού ο αμνός του Θεού”.
Ιω. 1,37 καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ.
Ιω. 1,37 Και οι δύο μαθηταί του ήκουσαν τα λόγια του αυτά και ηκολούθησαν τον Ιησούν.
Ιω. 1,38 στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς·
Ιω. 1,38 Εγύρισε δε ο Ιησούς και όταν τους είδε να τον ακολουθούν, λέγει εις αυτούς.
Ιω. 1,39 τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις;
Ιω. 1,39 “Τι ζητείτε;” Εκείνοι δε του είπαν· “ραββί-που σημαίνει εις τα ελληνικά διδάσκαλε-που μένεις;”
Ιω. 1,40 λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη.
Ιω. 1,40 Είπεν εις αυτούς· “ελάτε και ιδέτε που μένω”. Ηλθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει και έμειναν κοντά του την ημέραν εκείνην. Η ώρα δε ήτο τέσσαρες το απόγευμα.
Ιω. 1,41 ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ.
Ιω. 1,41 Ενας δε από τους δύο, που ήκουσαν τα όσα ο Ιωάννης είπε περί του Ιησού και ηκολούθησαν αυτόν, ήτο ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πετρου.
Ιω. 1,42 εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός·
Ιω. 1,42 Αυτός, λοιπόν, πρώτος ευρίσκει τον αδελφόν του τον Σιμωνα και του λέγει· “ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Χριστός”.
Ιω. 1,43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος.
Ιω. 1,43 Και ωδήγησεν αυτόν προς τον Ιησούν. Και ο Ιησούς αφού τον εκύτταξε με βλέμμα βαθύ και στοργικόν είπε· “συ είσαι Σιμων, ο υιός του Ιωνά· συ θα ονομασθής Κηφάς, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Πέτρος”.
Ιω. 1,44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.
Ιω. 1,44 Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φίλιππον (μαθητήν και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει· “έλα κοντά μου”.
Ιω. 1,45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου.
Ιω. 1,45 Ο δε Φίλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέου και του Πέτρου.
Ιω. 1,46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.
Ιω. 1,46 Ευρίσκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει· “αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νόμον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ”.
Ιω. 1,47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.
Ιω. 1,47 Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φίλιππος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”.
Ιω. 1,48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
Ιω. 1,48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”.
Ιω. 1,49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
Ιω. 1,49 Λέγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φίλιππος, όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”.
Ιω. 1,50 ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
Ιω. 1,50 Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε· “Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”.
Ιω. 1,51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Ιω. 1,51 Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”.
Ιω. 1,52 καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Ιω. 1,52 Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων)”.
Η εικόνα των Αγίων Θεοφανείων
Δέσποινα Ιωάννου-Βασιλείου
Τα Άγια Θεοφάνεια είναι μία από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης. Εορτάζεται το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου στα Ιορδάνια νάματα και ταυτόχρονα φανερώνεται η Τριαδική Θεότητα στον κόσμο.
Η σπουδαιότητα της εορτής φαίνεται από τις ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι μετά το Πάσχα, η εορτή των Θεοφανίων είναι η αρχαιότερη χριστιανική εορτή.
Το γεγονός της Βαπτίσεως έχει τεράστια θεολογική σημασία. Ο αγιογράφος κατάφερε να αποτυπώσει με τα χρώματα αυτό το πλούσιο σε νοήματα γεγονός.
Ο Χριστός βρίσκεται μεταξύ ψηλών βράχων, που σμίγουν και σχηματίζουν «κλεισούραν». Τα νερά, που δεν είναι αγιασμένα, μας θυμίζουν την εικόνα του θανάτου – κατακλυσμού. Ο συμβολισμός των βράχων της εικόνας της γεννήσεως συνεχίζεται στην εικόνα των Θεοφανίων και καταλήγει στην εικόνα της καθόδου του Χριστού στον Άδη. Η εικόνα της βαπτίσεως παρουσιάζει τον Ιησού να εισέρχεται στα νερά, στον υγρό τάφο. Ο Άδης έχει την μορφή ενός σκοτεινού σπηλαίου, που περιέχει όλο το σώμα του Κυρίου, δείχνοντας την προκάθοδο Του στον Άδη, για να διαλύσει το δυνατό του κόσμου τούτου. Όπως αναφέρει και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Ιησούς «Καταβάς ἐν ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν».
Η κάθοδος του Χριστού στα Ιορδάνια νερά σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου, που είναι η βάση της ζωής σε ολόκληρη τη δημιουργία και κατ’ επέκταση τον καθαγιασμό ολόκληρης της κτίσεως, η οποία εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας «οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η΄ 22).
Ο Χριστός στέκεται στη μέση του Ιορδάνη γυμνός ή με άσπρο ρούχο στη μέση του. Το σώμα του σαν να είναι σκαλισμένο στο ξύλο με διάφορα σχήματα γραμμένα ζωηρά κι όχι σαρκώδες. Είναι ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα κι έτσι αποδίδει στην ανθρωπότητα το ένδοξο παραδεισιακό ένδυμά της. Με το δεξί ή και με τα δύο του χέρια ευλογεί τα νερά και τα ετοιμάζει να γίνουν τα νερά της βαπτίσεως, τα οποία αγιάζει με την δική του κατάδυση. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη εξαγνισμού, γιατί ήταν προαιωνίως αγνός. Πήρε το βάπτισμα του Ιωάννη από ταπεινοφροσύνη και σεβασμό στην ανθρώπινη παράδοση. Βαπτιζόμενος ο Κύριος δεν αγιάστηκε από το νερό αλλά αγίασε το νερό και μαζί με αυτό ολόκληρη την κτίση.
Το ένα του πόδι προβάλλει μπροστά, για να δείξει την υπέρτατη πρωτοβουλία του, να βαπτιστεί από το Ιωάννη και να βγει στην δημόσια δράση. Η μαρτυρία του Ιωάννη για τον Χριστό ότι είναι «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἀμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιωάν. α΄ 29), στάθηκε καθοριστική. Σε μερικές εικόνες της βαπτίσεως ο Χριστός εικονίζεται να πατά πάνω σε μια πλάκα, στην οποία από κάτω βρίσκονται καταπλακωμένα φίδια, τα οποία ξεπροβάλλουν το κεφάλι τους θέλοντας να γλυτώσουν. Η παράσταση αυτή είναι παρμένη από το βιβλίο των Ψαλμών και εδράζεται στο στίχο «σὺ ἐκρατέωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.» (Ψαλμ. ογ΄ 13).
Μέσα στον Ιορδάνη, γύρω από το σώμα του Κυρίου, κολυμπούν ψάρια. Κάτω ξεχωρίζουν μια γυναίκα κι ένας γέρος να κάθονται πάνω σε θεριόψαρα. Η γυναίκα συμβολίζει τη θάλασσα κι ο γέροντας τον Ιορδάνη ποταμό. Ο γέροντας κρατά στα χέρια του μία υδρία από την οποία τρέχει νερό. Αυτά τα πρόσωπα ζωγραφίζονται με βάση τον ψαλμικό στίχο «ἡ θάλασσα εἶδεν καὶ ἔφυγεν ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». (Ψαλμ. ριγ΄ 3).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος βλέπει μια βαθιά αλληγορία στη στροφή του Ιορδάνη προς τα οπίσω. Ο ποταμός πηγάζει από δύο πηγές, τη μια που ονομάζεται Ιόρ και την άλλη που λέγεται Δαν. Από την συνένωση των δύο ποταμών προκύπτει ο Ιορδάνης που χύνεται στην Νέκρα θάλασσα. Έτσι και το ανθρώπινο γένος προήλθε από τους προπάτορες, τον Αδάμ και την Εύα. Μετά την αποστασία το ανθρώπινο γένος πορευόταν στην αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο, που αλληγορούνται με τη Νεκρά θάλασσα. Ο Σωτήρας Χριστός με τη Ενανθρώπησή του ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από την υποδούλωση στη φθορά και στο θάνατο με αποτέλεσμα ακόμη και ο Ιορδάνης ποταμός να θέλει να στραφεί προς τα πίσω, και να μη θέλει να νεκρωθεί.
Η βάπτιση του Χριστού ονομάζεται και Θεοφάνεια. Την φανέρωση της Αγίας Τριάδας ο αγιογράφος τη δηλώνει με το χέρι του Πατρός, που ευλογεί από ένα τμήμα ενός ημικύκλιου που παριστά τους ουρανούς. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος και φωτίζουν το περιστέρι. Κατά τη στιγμή αυτή ο Πατήρ μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού και τον ονομάζει αγαπητόν Του Υιόν. Ο Υιός ο οποίος βαπτίζεται στον Ιορδάνη φωτίζει ολόκληρο τον κόσμο, απαλλάσσοντας τον από την κυριαρχία του Σατανά. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέρχεται με μορφή περιστεράς , βεβαιώνει την μαρτυρία του Πατρός και μας χαρίζει το αδιασάλευτο θεμέλιο της πίστεώς μας. Είναι το Πνεύμα που «ἐντέλλεται» το Χριστό και τον οδηγεί στη δημόσια αποστολή του.
Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό κατ΄ αναλογία με το κατακλυσμό και το περιστέρι με το κλαδί της ελιάς είναι σημείο της ειρήνης. Το Άγιο Πνεύμα κατά τη δημιουργία του κόσμου «ἐπεφέρετο ἐπάνω» από τα αρχέγονα νερά κι ανέδειξε τη ζωή (Γεν. α΄ 2). Έτσι και τώρα στη Βάπτιση αιωρείται πάνω στα νερά του Ιορδάνη και προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος.
Στην αριστερή πλευρά της εικόνας ο Ιωάννης ο Πρόδρομος υποκλίνεται με ταπείνωση και σεβασμό στο πρόσωπο του Μεσσία. Είναι στραμμένος προς το Άγιο Πνεύμα , που κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Το πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένο σε πλάγια στάση λόγω της υπερφυσικής εμφάνισης του Αγίου Πνεύματος. Το δεξί του χέρι αγγίζει το κεφάλι του Χριστού ενώ το αριστερό βρίσκεται σε στάση δεήσεως. Το κεφάλι του είναι αναμαλλιασμένο και το γένι του αραιό. Η έκφραση του είναι αυστηρή και σοβαρή. Τα χέρια και τα πόδια του είναι άσαρκα, διότι «ἡ δὲ τροφὴ ἦν αὐτοῦ ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μτ. γ΄ 4). Το πρόσωπό του αγιογραφείται λιπόσαρκο και μελαψό, για να δηλωθεί ο καύσωνας της ερήμου. Φορεί ρούχα από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη στη μέση (Μτ. γ΄ 4).
Δίπλα του Προδρόμου βρίσκεται μια αξίνα σφηνωμένη ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου. Συμβολίζει τα λόγια του προφήτη Ιωάννη: «…ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται˙ πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Μτ. γ΄ 10). Εδώ φανερώνεται η θεία δίκη που βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, για να διαλέξει τα καρποφόρα από τα άκαρπα δέντρα.
Στη δεξιά πλευρά της εικόνας βρίσκονται οι άγγελοι. Έχουν σκεπασμένα τα χέρια τους και τα προτείνουν στο Χριστό, έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Ένα ιδιαίτερο ύφασμα ή το ιμάτιο σκεπάζει τις ανοικτές παλάμες, που έχουν σχήμα δεήσεως και συνάμα προθυμίας για εξυπηρέτηση.
Τα απότομα φωτεινά χρώματα που ξεχύνονται από το ουρανό και κατεβαίνουν ως το Χριστό, τους Αγγέλους και τον Πρόδρομο, «δημιουργούν ιερότητα υπερβατικής ατμόσφαιρας, κατάλληλης για την εικόνα της Βαπτίσεως που είναι γεμάτη από υπερφυσικά στοιχεία, όπως η μεγαλειώδης φωνή του Πατρός και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος».
Πηγή: Δέσποινας Ιωάννου–Βασιλείου, Το Δωδεκάορτο–Εικόνα: Η άλλη γλώσσα της Θεολογίας, Εκδόσεις Βιβλιεκδοτική, Λευκωσία 2009.
Υμνολογία
Αρχαία φαίνεται και η συνήθεια της τέλεσης του Μεγάλου Αγιασμού την ημέρα των Θεοφανείων, όπου ψάλλονται τα τροπάρια του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου και το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού.
Απολυτίκιο Θεοφανείων
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι»
Κοντάκιο Θεοφανείων
«Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη
και το Φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ΄ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε
Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον»
Μεγαλυνάριο Θεοφανείων
«Σήμερον επέφανεν ο Σωτήρ
εν μορφή ως δούλου βαπτισθήναι
μετά σαρκός υπό Ιωάννου
εν Ιορδάνου ρείθροις
ίνα βροτών εκπλύνει
τα παραπτώματα»
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ:
Α. Σήμερα τα Φώτα κι ο Φωτισμός,
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα.
Καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Β. Σήμερα τα Φώτα κι οι Φωτισμοί
και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η Κυρά μας, η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί:
– Άγιε Γιάννη, Αφέντη και Βαπτιστή,
δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί;
– Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Ν’ ανέβω πάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Η επιφάνεια των αρχαίων
Η εορτή των Θεοφανείων περικλείει εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. H χρήση της λέξης Επιφάνεια καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. αλλά η πίστη στην εμφάνιση του Θείου στους ανθρώπους με σκοπό να τους βοηθήσει ή να τους νουθετήσει ανάγεται στη νεολιθική περίοδο. Το πρώτο παράδειγμα Επιφάνειας απαντάται στη μινωική Κρήτη και απεικονίζεται στο ολόχρυσο «δακτυλίδι του Μίνωα», που βρέθηκε το 1928 σε αγρό κοντά στο βασιλικό τάφο-ιερό της Κνωσού, στο λόφο Γυψάδες, θεωρείται ένα από τα καλύτερα δείγματα της κρητομυκηναϊκής σφραγιδικής του 15ου π.Χ. και κοσμεί σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου. Αποτελεί το μεγαλύτερο σφραγιστικό δακτυλίδι που βρέθηκε ποτέ με βάρος 32 γραμμάρια από ατόφιο χρυσάφι και θέμα του είναι τα μινωικά Θεοφάνεια.
Το δακτυλίδι του «Μίνωα» με θέμα τα μινωικά Θεοφάνεια.
Ο καλλιτέχνης – δημιουργός του εμφανίζει τη μινωική Μητέρα – Θεά να έρχεται από τη θάλασσα πάνω σε καράβι, σύμβολο της θαλασσοκρατορίας των μινωιτών, που έχει τη μορφή ιππόκαμπου. Στη σύνθεση ξεχωρίζουν και δύο δένδρα, ένα στοιχείο δενδρολατρείας, εξέλιξη του οποίου αποτελεί, πιθανότατα, και το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Το ένα δένδρο είναι πάνω αριστερά και το τραβάει προς τα κάτω μια γυναικεία μορφή και το άλλο πάνω σε βωμό στο κέντρο και το τραβάει μια ανδρική μορφή. Στο δεξί άκρο της εικόνας μια μορφή κάθεται πάνω σε μια κατασκευή και μπροστά της μια γυναικεία μορφή μικρού μεγέθους φαίνεται να κατεβαίνει από τον ουρανό.
Στο μυκηναϊκό πολιτισμό μια αντίστοιχη τελετουργική σκηνή σώθηκε στο περίφημο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας, ένα αριστούργημα της μυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας, που ανακαλύφθηκε βορειοανατολικά της μυκηναϊκής ακρόπολης της Τίρυνθας το 1915. Φέρει έγγλυφη παράσταση και ανάγλυφη διακόσμηση σε τρεις σειρές. Στο αριστερό άκρο εμφανίζεται μια γυναικεία θεότητα με μακρύ ιερατικό ένδυμα και κάλυμμα στο κεφάλι, που κάθεται σε θρόνο, ακουμπάει σε υποπόδιο και με το δεξί της χέρι υψώνει ένα κωνικό κύπελλο προς τέσσερις λεοντοκέφαλους δαίμονες, που κατευθύνονται σ’ αυτήν ο ένας πίσω από τον άλλο κρατώντας σπονδικές πρόχους. Γύρω από τη γυναικεία μορφή απεικονίζονται διάφορα στοιχεία που τονίζουν το θρησκευτικό χαρακτήρα της παράστασης: πίσω της ένα πουλί, πιθανότατα αετός, μπροστά της κιονίσκος με θυμιατήριο και ψηλά, επάνω από τις μορφές, ο ουρανός με τον τροχό του ήλιου και τη σελήνη.
Σφραγιστικό δακτυλίδι από το «θησαυρό της Τίρυνθας».
Θέμα πολλών αμφορέων και κυλίκων είναι n εμφάνιση της Δήμητρας, θέας της γεωργίας, στον Τριπτόλεμο, τον ηγεμόνα της Ελευσίνας, στον οποίο δίνει τους σπόρους και του αποκαλύπτει τα μυστικό της καλλιέργειας της γης ως δώρο για τη φιλοξενία που της προσέφερε ο πατέρας του, όταν n θεά αναζητούσε την Περσεφόνη. Σ’ ένα μαρμάρινο ανάγλυφο, που ανακαλύφθηκε στην Ελευσίνα το 1859 και εκτίθεται στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας, παρουσιάζονται τρεις μορφές, δύο γυναίκες και ένας έφηβος. Στα αριστερά η θεά Δήμητρα, στα δεξιά η κόρη της Περσεφόνη και στη μέση ο νεαρός Τριπτόλεμος, που παραλαμβάνει τα στάχυα, για να διαδώσει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σίτου.
Οι θεές της Ελευσίνας Δήμητρα και Περσεφόνη εικονίζονται σε μυστηριακή τελετή. Η Δήμητρα αριστερά παραδίδει στον νέο Τριπτόλεμο στάχυα για να διαδώσει την καλλιέργειά τους στον κόσμο. Δεξιά η Περσεφόνη. Ανάγλυφο. Γύρω στα 440 – 430 π. Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στα μεταγενέστερα χρόνια οι θεοί εμφανίζονται στους ήρωες και στους ανθρώπους συνήθως με τη μορφή ανθρώπου χωρίς να γίνεται αντιληπτή η θεϊκή τους ιδιότητα (ενανθρώπιση), όπως η θεά Ίρις που με τη μορφή της θνητής Λαοδίκης ειδοποιεί την Ελένη ότι ο Πάρης και ο Μενέλαος θα μονομαχήσουν (Ιλιάδα Γ στιχ. 121-140). Κάποιες φορές όμως η εμφάνιση των θεών γίνεται με τη θεϊκή τους ιδιότητα, οπότε μιλάμε για επιφάνεια των θεών, όπως η εμφάνιση της θεάς Αθηνάς στον Αχιλλέα, για να του προτείνει να συμφιλιωθεί με τον Αγαμέμνονα:
«Κατέβηκα απ’ τον ουρανό να παύσω την οργή σου,
εάν μ’ ακούσεις. Μ’ έστειλε η λευκοχέρα Ήρα,
που ολόψυχα σας αγαπά παρόμοια και τους δύο.
(Ιλιάδα, Α 207-209)
Συγκλονιστική είναι η επιφάνεια στο Ω της Ιλιάδας, όταν ο Δίας στέλνει την Ίριδα στον Πρίαμο με το μήνυμα να πάει στον Αχιλλέα και να ζητήσει το νεκρό γιο του Έκτορα.
«Πετάξου από τον Όλυμπο, ανεμοπόδαρη Ίρις,
μέσα στο Ίλιο να πεις του σεβαστού Πριάμου
να κατεβεί στις πρύμνες του με δώρα στον Πηλείδη,
να τον πραΰνει, το ακριβό παιδί του να του δώσσει».
(Ιλιάδα, Ω 144-147)
Αργότερα στέλνει και τον Ερμή να οδηγήσει τον γέρο Πρίαμο στην σκηνή του Αχιλλέα στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να ζητήσει γονυπετής το νεκρό γιο του Έκτορα.
«Ερμή, που τόσο αγαπάς τη συντροφιά του ανθρώπου
όσο κανείς άλλος θεός και ακούεις όποιον θέλεις,
κατέβα και τον Πρίαμο στων Αχαιών τα πλοία
οδήγα τον να μην τον ιδεί κανείς ή τον νοήσει
από τους άλλους Δαναούς, πριν φθάσει στον Πηλείδη».
(Ιλιάδα, Ω 334-338)
Φαίνεται ότι οι ρίζες των εορτών των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων χάνονται προτυπωμένες βαθιά μέσα στο χρόνο, στη διάρκεια του οποίου εμφανίστηκαν πανάρχαιες εορτές, εις προτύπωση της Ενανθρώπισης του Κυρίου και της Αποκάλυψης της ιδίας της Τριαδικής Θεότητας, που ήλθε στο πλήρωμα του χρόνου. Σκοπός όλων των θρησκευτικών τελετών είναι η δημόσια ευχαριστία του θεού με προσφορές και η επίκληση της βοήθειάς του, για να διατηρηθεί η ευημερία της κοινότητας.
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, η Βάπτιση
Ο αγιασμός των υδάτων
Το τριήμερο των Θεοφανείων ξεκινά με τον εκκλησιασμό των χριστιανών το πρωί της παραμονής των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου). Στις εκκλησίες ψάλλεται η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και κατόπιν γίνεται σε δύο φάσεις ο «αγιασμός των υδάτων» κατά μίμηση της βάπτισης του Θεανθρώπου. Στην Ελλάδα ο πρώτος αγιασμός γίνεται την παραμονή των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου και λέγεται «μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση. Οι πιστοί θα πάρουν αγιασμό και το αντίδωρο στην εκκλησία και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Εκεί οι νοικοκυρές θα ετοιμάσουν το νηστίσιμο φαγητό για το μεσημέρι, ενώ τα παιδιά θα ξεχυθούν στα σπίτια, για να ψάλουν τα κάλαντα των Θεοφανείων.
Μετά τη πρωτάγιαση ο ιερέας με το βοηθό του γυρίζει όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της ενορίας με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό και «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών, για να φύγει μακριά κάθε κακό. Ο αγιασμός βρίσκεται μέσα σ’ ένα χάλκινο συνήθως δοχείο, που κουβαλάει ο βοηθός του ιερέα. Σε αυτό βρέχει ο ιερέας την «αγιαστούρα» του και ραντίζει όλους τους χώρους του σπιτιού ή του καταστήματος. Μόλις ο ιερέας τελειώσει τον αγιασμό του σπιτιού, ο νοικοκύρης δίνει συνήθως χρήματα στο βοηθό του. Παλιά τα χρήματα αυτά ήταν μεταλλικά κέρματα, τα οποία έριχνε ο νοικοκύρης μέσα στο σκεύος με τον αγιασμό, ώστε να αγιασθούν ακόμα και τα λεφτά, όπως έλεγαν.
…………………………
Το νερό ως μέσο καθαρμού και εξαγνισμού απαντάται στη λατρευτική ζωή πολλών Θρησκειών και η τελετουργία των υδάτων με τους αρχέγονους συμβολισμούς της αποτελούσε βασικό μέσο κάθαρσης. Το νερό άλλωστε θεωρείται συστατικό στοιχείο της δημιουργίας του κόσμου από πολλούς φιλοσόφους στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Θαλή η φυσική αρχή και αιτία των όντων είναι το ύδωρ (παν συνίσταται εξ ύδατος) και όλα τα φυσικά όντα αποτελούν μετατροπές του αρχέγονου αυτού στοιχείου με πύκνωση ή αραίωση. Το ύδωρ διαστελλόμενο με την εξάτμιση δημιουργεί τον αέρα, ενώ με τη συστολή και τη συμπύκνωσή του παράγει τη γη, πράγμα που επιβεβαιώνεται, όπως λέει, με την εμφάνιση των προσχώσεων στους ποταμούς. Η διδασκαλία του Εμπεδοκλή ανάγει την γέννηση του κόσμου και τις κοσμικές μεταβολές σε τέσσερα «ριζώματα», δηλαδή τη γη, το νερό, τη φωτιά και τον αέρα. Ο Πλάτωνας στον διάλογο «Τίμαιος» αναφέρει ότι ο δημιουργός έπλασε το σύμπαν από την ολότητα τεσσάρων στοιχείων, από τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και τη γη, «τῶν δὲ δὴ τεττάρων ἓν ὅλον ἕκαστον εἴληφεν ἡ τοῦ κόσμου σύστασις. ἐκ γὰρ πυρὸς παντὸς ὕδατός τε καὶ ἀέρος καὶ γῆς συνέστησεν αὐτὸν ὁ συνιστάς » (Πλάτων, Τίμαιος 32 c 5-7).
Στο σημείο αυτό επισημαίνω το πολύ σημαντικό, που περνά απαρατήρητο, ότι ο Πλάτων δεν μιλά για Θεούς, αλλά για τον ΕΝΑΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ (Ο ΣΥΝΙΣΤΑΣ)!!!
Ο αγιασμός στη χώρα μας έχει την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, και την απαλλαγή τους από την επήρεια των δαιμονίων. Η έννοια αυτή αποτελεί μία συνέχεια από την αρχαία λατρεία, που βρήκε την πλήρωσή της μετά την Ενανθρώπηση του Χριστού. Το νερό υπήρξε πάντα μέσο καθαρμού και μύησης στα διάφορα μυστήρια και συνδέθηκε με τις τρεις σημαντικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου: τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Στην Ιλιάδα κύρια θέση κατέχουν οι αναφορές στο λουτρό των νεκρών και τον καθαρμό των πολεμιστών, πριν από διάφορες τελετουργικές ή λατρευτικές πράξεις. O καθαρμός κατά τη γέννηση αποτελούσε αναπαράσταση του μύθου, ότι μόλις γεννήθηκε ο Δίας τον έλουσαν στον ποταμό Γορτύνιο, ο οποίος μετονομάσθηκε σε Λούσιο. Το λουτρό αυτό του νεογέννητου ανθρώπου συνιστά και τον πρώτο θρησκευτικό καθαρμό του. Και εδώ οι ομοιότητες με τη χριστιανική βάπτιση, κατά τη διάρκεια της οποίας δίδεται n άφεση του προπατορικού αμαρτήματος, είναι εμφανείς.
Η εορτή των «πλυντηρίων» στην αρχαία Αθήνα
Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει πολλές εκδηλώσεις, που αποτελούν συνέχεια και ένθεη συμπλήρωση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Πολλοί λαογράφοι υποστηρίζουν ότι η τελετή του αγιασμού των υδάτων στη θάλασσα την ημέρα των Θεοφανίων έχει τις ρίζες της στην εορτή των «Πλυντηρίων», που γινόταν μία φορά το χρόνο στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν της θεάς Αθηνάς και είχε καθαρτήριο χαρακτήρα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι στην εορτή των «Πλυντηρίων» μετέφεραν «εν πομπή» στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της Αθηνάς και το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το καθαρίσουν από τον «προσιζάνοντα ρύπον» των κακών πράξεων των ανθρώπων και να ανανεωθούν οι ιερές δυνάμεις του.
Οι τελετές αυτές γίνονταν, κατά τους αρχαίους συγγραφείς και τις επιγραφές, ως εξής: Αρχικά καθάριζαν και εξάγνιζαν το ναό της Παλλάδος Αθηνάς στην Ακρόπολη. Στο χρονικό αυτό διάστημα το Ιερό δένονταν με σχοινιά (μία πρακτική που τηρείται ακόμα και σήμερα σε Χριστιανικούς ναούς). Οι ιέρειες του ναού που ήταν επιφορτισμένες με τον καθαρισμό ήταν παρθένες και ονομάζονταν «λουτρίδες» ή «πλυντρίδες». Μία ακόμη ιέρεια, η οποία λεγόταν «κατανίπτης», ήταν ειδικά επιφορτισμένη να επιμελείται του αγάλματος της θεάς. Η προπαρασκευαστική αυτή εργασία αποτελούσε την εορτή των Καλλυντηρίων.
Έπειτα άρχιζε η μεγάλη ημέρα των Πλυντηρίων. Σε αυτή κύριο ρόλο είχαν οι λεγόμενες «Πραξιεργίδες», ιέρειες που ήταν υπεύθυνες να ετοιμάζουν το άγαλμα για το λουτρό. Έβγαζαν από το ξόανο τα ενδύματα και τα κοσμήματα, το κάλυπταν με πέπλα και άρχιζε η πομπή με την εποπτεία των «νομοφυλάκων». Το άγαλμα της θεάς μεταφερόταν επισήμως στον όρμο του Φαλήρου, βαπτίζονταν μέσα στη θάλασσα και παρέμενε εκεί όλη την ημέρα. Η ημέρα αυτή θεωρείτο στην Αθήνα ως αποφράδα, γιατί η πόλη κατά το χρονικό αυτό διάστημα στερούνταν την προστασία της πολιούχου θεάς. Για αυτό έπαυε κάθε εργασία και ήταν επιβεβλημένη και επίσημη αργία. Το βράδυ το άγαλμα της Θεάς επανέρχονταν στην Αθήνα συνοδευόμενο από τις «Πραξιεργίδες» και εφήβους που κρατούσαν δάδες αναμμένες. Στόλιζαν το άγαλμα όπως πριν και καθαρισμένο μετά το λουτρό το τοποθετούσαν και πάλι επισήμως στο ναό.
Οι τελετές αυτές γίνονταν το μήνα Θαργηλιώνα (Μάιο), είναι αόριστο όμως ποια προηγείτο της άλλης. Κατά το λεξικογράφο Φώτιο τα Καλλυντήρια τελούνταν την 19η του μηνός Θαργηλιώνος και τα Πλυντήρια την 29η του ίδιου μήνα. Η ετυμολογική έννοια των δύο λέξεων όμως θέτει σε αμφισβήτηση τις ημερομηνίες αυτές, καθώς λογικό είναι το πλύσιμο να προηγείται του καλλωπισμού. Κάποιοι μελετητές συμφωνούν με το Φώτιο και υποστηρίζουν ότι τα Καλλυντήρια ήταν προπαρασκευαστική εορτή καθαρισμού του ιερού της Αθηνάς στην Ακρόπολη και προηγούνταν, ενώ τα Πλυντήρια ήταν η τελετή του λουτρού του ξόανου της θεάς και ακολουθούσε.
Αλέξης Τότσικας
Φιλόλογος – Συγγραφέας
The Baptism of Christ by Paolo Veronese
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
(Ἀντιγραφὴ τῶν β΄ καὶ γ΄ οἴκων τοῦ ὡς ἄνω κοντακίου, τὸ ὁποῖο φέρει ὡς ἀκροστιχίδα τὴ φράση «τοῦ ταπεινοῦ Ρωμανοῦ» καὶ ὡς ἐφύμνιο, σὲ κάθε οἶκο, τὸν στίχο «τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον».)
β´
Οὐχ ὑπερεῖδεν ὁ θεὸς τὸν δόλῳ συληθέντα, ἐντός
τοῦ παραδείσου
καὶ ἀπολελωκότα τὴν θεοΰφαντον στολὴν
ἦλθε γὰρ πρὸς τοῦτον ἱερᾷ πάλιν φωνῇ καλῶν τὸν
παρακούσαντα∙
«Ποῦ εἶ, Ἀδάμ; ἀπάρτι μὴ κρύπτου με∙θέλω θεωρεῖν σε∙
κἄν γυμνὸς εἶ, κἄν πτωχός εἶ, μὴ αἰσχυνθῇς∙
σοὶ γὰρ ὡμοιώθην·
αὐτός ἐπιθυμῶν θεὸς οὐκ ἐγένου∙
ἀλλ’ ἐγὼ νῦν βουληθεὶς σὰρξ ἐγενόμην∙
ἔγγισόν μοι οὖν καὶ γνώρισον, ἵνα λέξῃς∙
“ἦλθες, ἐφάνης
τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον”.
γ´
Ὑπὸ τῶν σπλάχνων τῶν ἐμῶν ἐκάμφθην ὡς οἰκτίρμων
καὶ ἦλθον πρὸς τὸ πλάσμα
προτείνων τὰς παλάμας, ἵνα περιπτύξωμαι σέ∙
μὴ οὖν αἰδεσθῇς με∙ διὰ σὲ γὰρ τὸν γυμνὸν
γυμνοῦμαι καὶ βαπτίζομαι∙
ἤδη μοι Ἰορδάνης ἀνοίγεται, καὶ ὁ Ἰωάννης
εὐτρεπίζει τὰς ὁδοὺς μου ἐν ὕδασι καὶ ἐν διανοίαις».
Τοιαῦτα ὁ σωτὴρ οὐ λόγοις ἀλλ’ ἔργοις
πρὸς τὸν ἄνθρωπον εἰπὼν ἦλθεν, ὡς εἶπε,
τῷ μὲν ποταμῷ τῷ βήματι προσεγγίζων,
τῷ δὲ Προδρόμῳ
τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Ἀκολουθεῖ ἡ άπόδοση τοῦ Τάσου Θεοφιλογιαννάκου:
ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
β΄
Δὲν περιφρόνησε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ ποὺ στὸν παράδεισο ἀπογυμνώθηκε
μὲ δὸλο
κι ἔχασε τὴ στολὴ τὴ θεοΰφαντη∙
ἦλθε σ’ αὐτὸν πάλι –ἄς παράκουσε– καὶ μὲ φωνὴ ἱερὴ τὸν
καλεῖ:
«Ποῦ εἶσαι, Ἀδάμ; Τώρα πιὰ μὴ μοῦ κρύβεσαι. Θέλω νὰ σὲ θωρῶ.
Κι ἄν εἶσαι γυμνὸς, κι ἄν εἶσαι πτωχός, μὴ ντραπεῖς.
Γιατὶ μὲ σένα ὁμοιώθηκα.
Ἐπιθυμοῦσες, μὰ θεὸς δὲν ἔγινες.
Ἰδοὺ ἐγώ λοιπόν, θέλησα κι ἔγινα σάρκα δική σου.
Ἔλα, ἄγγιξέ, γνώρισέ με καὶ πές:
“ἦλθες, φάνηκες,
τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτο».
γ´
Ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν μου κάμφθηκα
καὶ ἦρθα στὸ πλάσμα, ἐσένα,
τείνοντάς σου τα χέρια γιὰ νὰ σὲ περιπτυχθῶ∙
μὴ μὲ ντραπεῖς λοιπόν∙ γι’ ἐσένα τὸν γυμνὸν
γυμνώνομαι καὶ βαπτίζομαι.
Ἤδη ὁ Ἰορδάνης μοῦ ἀνοίγεται καὶ ὁ Ἰωάννης
στὰ ὕδατα καὶ στὶς καρδιές ἑτοιμάζει τοὺς δρόμους μου.
Αὐτά ὁ Σωτήρας εἶπε στὸν ἄνθρωπο, ὄχι μὲ λόγια,
ἀλλὰ μὲ ἔργα καὶ ἦρθε, ὅπως εἶπε,
μέσα στὸν ποταμό βαδίζοντας
καὶ στὸν Πρόδρομο γέρνοντας,
τὸ Φῶς τὸ Ἀπρόσιτο.
Περουτζίνο Βάπτιση του Ιησού, 1481-1482
Πέτρος Γλέζος – Θεοφάνια σ’ ένα νησάκι
Δυο μέρες πριν από τα Φώτα, ο ξάδελφός μας ο Αντώνης μάς έκανε ξαφνικά την πρόταση:
– Ξαδέλφια, τι λέτε; Έρχεστε να πάμε στο Νησί, που θα βαφτίσω ένα παιδί;
– Και δεν πάμε, ξάδελφε, συμφωνήσαμε πρόθυμα και λίγο απερίσκεπτα η σύζυγός μου κι εγώ.
Το Νησί είναι ένα μικρό μακρόστενο νησάκι, που γειτονεύει με το δικό μας. Ένα πολύ μικρό νησάκι –άλλο ένα δίπλα του είναι ακατοίκητο που ολόκληρο το σώμα του το πιάνει το μάτι σου, μόλις ανεβείς σε κάποια κορφή των Φαναριών, να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα, σαν ένα κήτος ή σαν ένα καράβι χωρίς κατάρτια. Ίσως γι’ αυτό, επειδή είναι έτσι μικρό μπροστά στο δικό μας το νησί, που είναι μεγάλο και με βουνά ψηλά, το λένε «Νησί».
Το Νησί θα ’ναι δε θα ’ναι δυο τρία μίλια μακριά από τις ανατολικές μας ακτές, τις όμορφες, τις γεμάτες μικρούς χαριτωμένους κόλπους, θαλασσινές σπηλιές και χαμηλές βουνοπλαγιές κατάφορτες από λιόδεντρα και σκίνους και φίδες. Όλοι όλοι οι κάτοικοι του Νησιού λογαριάζονται καμιά διακοσαριά ψυχές, τριάντα σαράντα οικογένειες. Και φυσικά είναι όλοι τους ψαράδες. Όταν είναι μπονάτσες, ανοίγονται οι βαρκούλες τους γύρω γύρω στο πέλαγος, σαν μέλισσες, για να τρυγήσουν τον ανθό της θάλασσας. Όταν είναι βαρυχειμωνιές, οι άνθρωποι ξεμοναχιάζονται στο Νησί, αποκλεισμένοι από τον άλλον κόσμο· μπορεί να κάμουν και δέκα και δεκαπέντε μέρες να ξεμυτίσουν οι βαρκούλες τους. Τότες οι ψαράδες κάθονται στο χαμηλό ακροθαλάσσι, αγναντεύουν την αγριεμένη θάλασσα, πάνε κι έρχονται βαριεστημένοι στις δυο τρεις ταβερνούλες του νησιού και πίνουν ρακή και καπνίζουν. Και οι γυναίκες φροντίζουν τότε ακόμη πιο πολύ τα λίγα κατσικάκια τους και τις κοτούλες τους, τα μόνα ζωντανά του Θεού που ζουν και τρέφονται πάνω στο γυμνό νησάκι, και ζουν και τρέφουν με το γαλατάκι τους και με τ’ αυγά τους τα παιδιά του τόπου. Πάλι μπορεί να κάνω και λάθος, μπορεί εκτός από τα κατσίκια και τις κότες να κυλάει άπραγος τις μέρες του πάνω στο Νησί και κανένας γαϊδουράκος.
Σ’ αυτό λοιπόν το μικρό γειτονικό νησί, περάσαμε τη χρονιά εκείνη τη μεγάλη, τη φωτεινή γιορτή της Χριστιανοσύνης, τη γιορτή των Θεοφανίων.
Ώσπου να φτάσουμε από το χωριό μας στο Βόλακα, στο ακροθαλάσσι απ’ όπου «θα ρίχναμε πέρα στο Νησί», χρειάστηκε να οδοιπορήσουμε τρεις τέσσερεις ώρες. Οι γυναίκες πήγαιναν μπροστά, καβάλα σε δυο γαϊδουράκια, ο ξάδελφός μου κι εγώ ακολουθούσαμε πεζοπορώντας και κουβεντιάζοντας. Το πόσους ωραίους τόπους είδαμε, το πόσον ωραία βουνολάγκαδα περάσαμε, θα χρειαζόνταν πολλή ώρα να το διηγηθώ. Τώρα ξαναζώ και θυμούμαι μόνο την ώρα λίγο πριν από το δειλινό που, φτάνοντας στο ακρογιάλι, βρήκαμε τη βάρκα του μελλούμενου κουμπάρου από το Νησί να μας περιμένει στον ήσυχο κολπίσκο του Βόλακα. Πήδησε στη στεριά και μας υποδέχτηκε με πολλή ευγένεια, αλλά και με κάποια αδιόρατη σχεδόν στενοχώρια και δε δέχτηκε ούτε να ξαποστάσουμε λίγο στο πετροκάλυβό μας –είχαμε εκεί κάτω ένα χτήμα– ούτε να πιει μια ρακή.
– Πρέπει να περάσουμε στο Νησί πριν μας πάρει η νύχτα… μας είπε με σοβαρό ύφος.
Μπήκαμε λοιπόν στη βαρκούλα του, κι ο κουμπάρος κι ο βοηθός του τράβηξαν κουπί να βγούμε λίγο στ’ ανοιχτά, με την ελπίδα πως ύστερα θ’ ανοίξουμε πανάκι. Όμως ο λίγος αεράκος που φυσούσε ήταν ενάντιος, ο κουμπάρος λοιπόν, ύστερα από λίγη σιγανοκουβέντα με το βοηθό του, έβαλε γερά μπροστά να τραβά κουπί. Το ίδιο κι ο βοηθός. Λίγο λίγο ο ιδρώτας άρχισε ν’ αυλακώνει τα ηλιοψημένα πρόσωπά τους. Τώρα το ενάντιο αεράκι όλο και δυνάμωνε. Και σα να μην έφτανε αυτό, ο κουμπάρος έπρεπε ν’ αδειάζει συνεχώς, μ’ ένα μεγάλο σαρδελοκούτι, και νερό από τον πάτο της βαρκούλας του.
Τότες, όπως η νύχτα πλησίαζε κι η βάρκα όλο και περισσότερο κλυδωνιζόταν, η ξαδέλφη μου, που ήταν ολωσδιόλου στεριανή, άρχισε να φοβάται. Στην αρχή μάς κοίταζε σιωπηλά, κι εμείς της δίναμε κουράγιο. Ύστερα, έτρεμε πια να κουνηθεί από τη θέση της. Ο κουμπάρος, που καταλάβαινε το φόβο της, την παρηγορούσε:
– Μη φοβάσαι, καλέ, και φτάσαμε!…
Κι αληθινά. Είχαμε πια φτάσει στα χαμηλά πλάγια του Νησιού, εδώ κι εκεί περνούσαμε μέσα σε μικρές ξέρες, προσέχοντας μη χτυπήσει απάνω τους η βαρκούλα μας. Το λίγο κύμα σπούσε πάνω τους και τις καβάλαγε με χαμηλό, ήρεμο παφλασμό· ήταν σα να μιλούσε και μας βεβαίωνε πως δεν είχαμε πια κανένα κίνδυνο.
Τέλος, όταν το σούρουπο είχε προχωρήσει για καλά, η βαρκούλα μας έπεσε πλάι στην πρωτόγονη έρημη αποβαθρούλα του Νησιού. Ο κουμπάρος κι ο βοηθός του έβγαλαν στη στεριά τις γυναίκες σχεδόν σηκωτές στην αγκαλιά, κι ο ξάδελφός μου κι εγώ πηδήσαμε στη στεριά, όχι βέβαια με τόση λαχτάρα όσην οι γυναίκες, μα, όσο να ’ναι, με αρκετή ανακούφιση. Τότε μόνον ο κουμπάρος ο Νησιώτης μάς είπε, με τη χαριτωμένη συρτή, τραγουδιστή μιλιά του Νησιού, το μεγάλο μυστικό:
– Κουμπάροι, το βαρκάκι είναι μόνο για τέσσερεις νοματέους… Γι’ αυτό βιαστήκαμε μη φρεσκάρει…
Άλλο τίποτα δεν είπε. Αλλά καλά καταλάβαμε την αποσιωπημένη συνέχεια, όταν τώρα ξέραμε πως τόσην ώρα είμαστε έξι αντί τέσσερα πρόσωπα μέσα στη βαρκούλα.
Φαντάζεστε βέβαια την ευχαρίστησή μας όταν βρεθήκαμε στο ήσυχο, ολοκάθαρο και… ακίνητο σπιτάκι του κουμπάρου. Οι γυναίκες μάς δέχτηκαν με χίλιες χαρές, τα παιδιά κρεμάστηκαν γύρω μας και μας κοίταζαν με θαυμασμό, μασουλώντας κιόλας τα ξερά σύκα που τους είχαμε φέρει. Κι αυτά ακόμη τα αβάφτιστα –ήταν δυο δίδυμα– ανασήκωναν από τις κρεμαστές κούνιες τους τα παχουλά προσωπάκια τους κι ανταποκρίνονταν πρόθυμα στα γέλια και στα κανακέματα που τους κάναμε.
Το βράδυ, ο κουμπάρος ήταν στενοχωρημένος, γιατί, λέει, το φαΐ «ήταν πολύ άνοστο και δεν τράβαγε κρασί». Και όμως. Ήταν εκλεκτό ψάρι με ολόλευκη τρεμάμενη κρούστα, σαν αέρινο γλύκισμα, που το εκάλυπτε –αυτό είναι ένα ειδικό μαγείρευμα, για να κρατάει το ψάρι πολλές μέρες– ένα ψάρι από τα πιο νόστιμα φαγητά που μου έτυχαν ποτέ.
Τη νύχτα ο αγέρας δυνάμωσε για καλά. Τον ακούγαμε να ξυρίζει τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού. Κι η αναπόληση του ταξιδιού μας του δειλινού, έκανε την ευτυχία της τωρινής μας ασφάλειας ακόμη μεγαλύτερη.
– Αλήθεια, αν καμιά φορά φυσήξει κανένας πολύ δυνατός σίφουνας, δεν μπορεί τάχα να το πάρει το Νησί; άκουσα την ξαδέλφη μου να ρωτάει τον άντρα της με χαριτωμένη αφέλεια, στο ανοιχτό διπλανό δωμάτιο, που αυτοί είχαν πάει να κοιμηθούν.
Όμως η ερώτηση έδινε θαυμάσια την εικόνα του παραμυθιού που ζούσαμε. Το Νησί ήταν αληθινά σαν ένα μικρό ξεκάταρτο καράβι ανάμεσα πελάγου. Έτσι το είδαμε την άλλη μέρα το πρωί, όταν βγήκαμε στο ξάγναντο της εκκλησιάς, διασχίζοντας μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά το μόνο δρομάκο του Νησιού, που χώριζε στη μέση τις δυο μόνες σειρές των σπιτιών του.
Φαίνεται πως όλη τη λαχτάρα τους για ομορφιά και αρχοντιά εδώ στο χαμηλό ταπεινό νησάκι οι αγαθοί νησιώτες την είχαν διοχετεύσει στην εκκλησία του. Έλαμπε ολόκληρη μέσα και έξω. Πρόβαλλε πάνω από τα χαμηλά σπιτάκια, πάνω ακόμη κι από όλη τη χαμηλή γη του νησιού σαν αληθινά μεγάλος Οίκος του Θεού. Ήταν βαμμένη ολόλευκη, με τον τρούλο μόνο γαλάζιο, ένα καθαρό γαλάζιο σαν τη θάλασσα και τον ουρανό. Η μικρή της αυλή ήταν κεντημένη με λευκό χαλίκι, και τα δεντράκια της –δυο τρία χαμηλά δεντράκια– ίσκιωναν με το λίγο πράσινό τους την ασπράδα της. Μέσα η εκκλησία άστραφτε ολοκάθαρη.
Όταν μπήκαμε στην εκκλησιά, η μικρή σύναξη –όλο το χωριό– παρ’ όλη την κατάνυξη με την οποία παρακολουθούσε την ωραία ακολουθία των Θεοφανίων, βρήκε τρόπο να περιεργαστεί τους «ξένους». Κι αυτός ακόμη ο ιερέας –ένας συμπαθητικός ώριμος άντρας– επέμεινε να μας λιβανίσει λίγο περισσότερο, όταν πέρασε δίπλα μας, για να μας τιμήσει βέβαια, αλλά και για να βρει καιρό να μας καλοδεί.
Ύστερα το γλυκύ μέλος του ύμνου του Κυρίου μάς έφερε όλους προς αυτόν:
Επεφάνης σήμερον
τη οικουμένη
και το φως Σου, Κύριε,
εσημειώθη εφ’ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε.
Ήλθες, εφάνης,
το Φως το απρόσιτον.
Όταν «αγιάστηκαν» τα νερά, το εκκλησίασμα πέρασε ήσυχα ήσυχα από την Ωραία Πύλη και πήρε αγιασμό, φιλώντας το χέρι του ιερέως. Κι ύστερα, με τον ιερέα και τον ψάλτη, με την «Αρχή του τόπου» –έναν και μόνον χωροφύλακα– και με τον υποδιδάσκαλο μπροστά, ακολουθήσαμε κι εμείς στις επισκέψεις στα σπίτια που γιόρταζαν.
Τα βαφτίσια γίνηκαν το απόγευμα. Ο ξάδελφός μου κι εγώ είχαμε αποφασίσει να βαφτίσουμε τα δίδυμα, και ο κουμπάρος το δέχτηκε εγκάρδια. Εν τω μεταξύ ένας ακόμη γονιός, που είχε αβάφτιστο παιδί, ήρθε και μου ζήτησε να το βαφτίσω. Δέχτηκα την τιμή με προθυμία.
Φυσικά, στα βαφτίσια συνάχτηκε όλο το χωριό. Δεν έμεινε ψυχή σε άλλο σπίτι, εκτός από δυο παράλυτες γριούλες. Γύρω γύρω στην κολυμβήθρα σπρώχνονταν τα παιδιά, πιο πίσω οι μεγάλοι, έως έξω στις αυλές, όπου αποτραβιόνταν οι άντρες για να κάμουν τόπο. Κι ο καημένος ο ιερέας κουράστηκε αρκετά για να τελειώσει με τάξη και ευπρέπεια και τις τρεις βαφτίσεις.
Ύστερα μοιράσαμε τα «μαρτυριάτικα» σε όλο το χωριό, που μας εύχονταν να τα «χιλιάσουμε», και το βράδυ χρειάστηκε να φάμε δυο φορές για να «τιμήσουμε το τραπέζι» και στα δυο σπίτια των κουμπάρων, ένα τραπέζι πλούσιο, ευλογημένο και καλόκαρδο.
Όταν την άλλη μέρα το μεσημέρι, αφού ευχηθήκαμε σε όλους τους Γιάννηδες, κατεβήκαμε στο λιμανάκι του Νησιού για να «μπαρκάρουμε» για το δικό μας, όλο το χωριό πρόβαλε στις πόρτες των σπιτιών να μας ευχηθεί, να μας προπέμψει:
– Στο καλό να πάτε! Στο καλό να πάτε!…
Τώρα οι καλοί μας κουμπάροι είχαν πάρει τα μέτρα τους. Στο λιμανάκι μάς περίμενε το καινούργιο καϊκάκι του καπετάν Νικήτα, για να μας μεταφέρει στον τόπο μας. Είχαν στρώσει ακόμη και χράμια απάνω στο καλοπλυμένο κατάστρωμα του καϊκιού, για να ξαπλώσουν άνετα οι γυναίκες.
Με φρέσκο πρίμο αγέρι το καϊκάκι, σαν πουλί που πετούσε ξυστά πάνω στη θάλασσα, μας έφερε σε είκοσι λεπτά της ώρας στο νησί μας. Βγήκαν μαζί μας στη στεριά ο καπετάνιος κι οι κουμπάροι μας «να φάνε μαζί μας μια ελιά», «να πιουν ένα κρασί», κι ύστερα σάλπαραν πάλι για το Νησί. Τώρα για να «βρούνε τον καιρό» χρειάστηκε «να κόψουν» ένα σωρό βόλτες. Τους παρακολουθούσαμε όπως λίγο λίγο ξεμάκραιναν. Το λευκό πανί πότε φούσκωνε με τον άνεμο, πότε σούρωνε στην άπνοια. Ύστερα, σιγά σιγά το καϊκάκι καβατζάρισε* τη μικρή γλώσσα της γης του Νησιού και χάθηκε πίσω της.
Τότε νοιώσαμε την πίκρα του χωρισμού από τους καλούς ήσυχους Νησιώτες, που ζουν εκεί στο μικρό νησί τους άγνωστοι και αγνοημένοι, και που σ’ εμάς έτυχε η καλή τύχη να τους γνωρίσουμε και να τους αγαπήσουμε. Κι ας ζήσαμε μαζί τους μόνον τρεις ημέρες. Έφτασαν αυτές για να τους βάλουν στην καρδιά μας. Βέβαια, γι’ αυτό βοήθησε κι ο φωτισμός και η θέρμη με την οποία ζέστανε τη χριστιανική ψυχή μας η ευκαιρία να χαρούμε τη μεγάλη γιορτή των Φώτων στο ήσυχο νησάκι τους.
Αληθινά. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα γαλήνια, τα σεμνά, τα ζεστά χριστιανικά Φώτα του γλυκύτατου εκείνου Γενάρη του έτους 194…, τα Φώτα που ο καλός Θεός μάς αξίωσε να γιορτάσουμε στο Νησί.
* καβατζάρω: περνώ έναν κάβο (ακρωτήρι).
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
Baptsm of Christ by Cima da Conegliano
Νίκος Καρούζος – Ὁ Σολωμός στ‘ ὄνειρό μου
Ἀπὸ τὸν Ὑπνόσακκο. Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας–Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.
Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους…
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου
κλεισμένος ὁλοῦθε ἀπ’ τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου
στοὺς οὐρανοὺς ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι
στὴν παλάμη ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῶα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ’ ὅλα τ’ ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ ὅλες τὶς ἀχτίδες
τὴν ἀγαπημένη του πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμὸ της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες
ὥς τὰ κοράσια ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἒρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα κ’ ἕνας σκύλος
ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς
μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἒσφαξε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες.
Η Βάπτισις του Χριστού. Ψηφιδωτό από την βυζαντινή μονή Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη.
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ – Θεοφάνεια
Σ’ αμάξι που αστροπλούμιστα σέρνουν παγόνια
των πόθων η θεά δείχνεται στο λαό της,
περνάει, αλαλαγμός και σπαραγμός της νιότης,
και πίσω της τραβάει τα δεκαοχτώ μου χρόνια.
Γίνηκαν κόσμος, γίνανε ζωή τα χιόνια
και πλάσαν το κορμί και το συλλογισμό της,
κι απάνω στο βασιλικό το μέτωπό της
φωλιάζουν, άγρια πουλιά, τα καταφρόνια.
Του κάκου των αγνών ονείρων το παλάτι
στο δρόμο της για κείνη από χρυσάφ’ υψώνω,
μ’ ένα διαμαντοκάμωτο στη μέση θρόνο.
Περνάει, περνάει μες στ’ αστροφάνταστο τ’ αμάξι·
σαν από πιο θεϊκά χρυσόνειρα χορτάτη,
μήτε γυρίζει το παλάτι να κοιτάξει!
1895
Η Βάπτιση του Χριστού. Νόβγκοροντ, 16ος αιώνας
Πηγή: www.lifo.gr
Στέλιος Σπεράντσας – Φώτα
Φώτα, φως άγιας γιορτής
γύρω λαμπυρίζει.
Άγιος Γιάννης Bαφτιστής
το Xριστό βαφτίζει.
Σήμερα μες στο νερό,
θάλασσα, ποτάμι,
ρίχνουν το χρυσό σταυρό,
τ’ άγιασμα να κάμει.
Σ’ όλα τα νερά αγιασμός
και σε μας ο φωτισμός.
Στου σπιτιού μας τη μεριά
πάμε μ’ αναφτά κεριά.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΨΙΡΟΛΙΟΛΙΟΥ – ΜΑΝΔΡΑΤΖΗ ” ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ “
Αφίεμαι στη γλώσσα γης και ουρανού
Σταγόνα από ρυάκι ή ωκεανού
Στην κρύπτη παγωμένης πόας και ανάπηρου κλαδιού.
Στο παγωμένο χνώτο
σαστισμένου αμνού
Συντάσσομαι με το έλεος του χιονιά
Που ανορθόδοξα κατά το δοκούν αγιάζει
Με το νέο φεγγάρι χρονιάς
που αχνά το τζάμι σχεδιάζει
Με τη μνήμη της άγριας τριανταφυλλιάς
Τη φλέβα που ανταριάζει
Με αγέρα που στα τρίστρατα λύκους ημερώνει
Με πένα αιμάτινη που για
άλυτους χρησμούς θυμώνει
Κάθε Γενάρη βαπτίζομαι σε Ιορδάνη ή σε στέρνα
Αμέτρητα χρυσάφια ρέουν στα μαλλιά, στα χέρια
Λιποτακτούν οι αμαρτίες περιστέρια
Σε αγεωγράφητους αδεσποτους ουρανούς
Μετά
Μαζεύω μανουσάκια στο ποτήρι
Για να μεθάω δίσεκτους καιρούς
Και χαμηλά στην παλάμη ενός γήινου Θεού μου, ξανανιώνω
Φωτεινή Ψι.