Συρροή αιτήσεων εκδόσεως των ΗΠΑ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας με Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης της Γαλλίας
Περίληψη της απόφασης ΣτΕ 49/2021 Ολομ.: Έκδοση Ρώσου υπηκόου στην Γαλλία
ΣτΕ Ολομ. 49/2021
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Δ. Κυριλλόπουλος
Συρροή αιτήσεων εκδόσεως των ΗΠΑ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας με Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης της Γαλλίας
1. Με την 49/2021 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως που άσκησαν η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα Ρώσου υπηκόου κατά αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως εκδόθηκε σε ορθή επανάληψη, με την οποία διετάχθη η έκδοση και παράδοση του εν λόγω αλλοδαπού στις δικαστικές αρχές της Γαλλίας, εν συνεχεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και, τέλος, της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
2. Το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, έκρινε αφενός ότι η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου δεν συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ούτε κυβερνητική πράξη, αφετέρου ότι η απόφαση του ίδιου Υπουργού, με την οποία καθορίζεται η σειρά προτεραιότητας μεταξύ των κρατών στα οποία θα παραδοθεί ο εκζητούμενος, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως, δεν έχει το χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως. Περαιτέρω, έκρινε ότι η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα του εκζητουμένου με έννομο συμφέρον άσκησαν την αίτηση ακυρώσεως, εφ’ όσον, κατά τα προβληθέντα, η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το προστατευόμενο από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή τους.
3. Επί πλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος αποφαίνεται μετά την κρίση των οργάνων της δικαστικής εξουσίας περί συνδρομής των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ, διαθέτει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια να διατάξει ή όχι την έκδοση του εκζητουμένου.
Κατά τη γνώμη, όμως, ενός Αντιπροέδρου, για την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης περί εκδόσεως, που ολοκληρώνει τη δεύτερη φάση της σχετικής διαδικασίας, παρέχεται διακριτική ευχέρεια η οποία ασκείται στο βαθμό που δεν υφίσταται υποχρεωτική ρύθμιση του ίδιου του νόμου ή δεσμευτική κρίση των δικαστικών οργάνων της πρώτης φάσης, οριοθετείται δε από τις συνταγματικές και λοιπές διατάξεις και δικαιικές αρχές που διέπουν την άσκησή της, και ως προς την τήρηση των οποίων υπόκειται, κατά το Σύνταγμα, σε δικαστικό έλεγχο.
4. Ακολούθως, με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα η κρίση των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμον στα αρμόδια δικαστικά όργανα, ενώπιον των οποίων ο εκζητούμενος είχε, άλλωστε, το δικαίωμα να παραστεί και να προβάλει κάθε συναφή ισχυρισμό. Κατόπιν τούτου, απερρίφθη ως απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας σχετικά με το ζήτημα του κινδύνου που διατρέχει ο εκζητούμενος Ρώσος υπήκοος σε περίπτωση εκδόσεώς του στις ΗΠΑ, με δεδομένη τη συνταγματική απαγόρευση εκδόσεως προσώπου για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 2 Συντ.). Τούτο δε ανεξαρτήτως του αβασίμου του ανωτέρω λόγου, καθόσον ως δράση υπέρ της ελευθερίας, για την οποία απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού, νοείται η δραστηριότητα του διωκομένου για την πραγμάτωση της αρχής της αυτοδιαθέσεως των λαών, όπως την αποδέχεται ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών ή η δραστηριότητα που συνδέεται με την κατάλυση πολιτικής εξουσίας που δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση και, πάντως, ως δράση υπέρ της ελευθερίας δεν νοείται η οιασδήποτε μορφής επιχειρηματική δραστηριότητα προς επίτευξη οικονομικών σκοπών.
Κατά την γνώμη, όμως, ενός Αντιπροέδρου, η απαγόρευση της έκδοσης αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας απευθύνεται, πάντως, και στον τελικώς αρμόδιο για την έκδοση Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν κάθε εντεύθεν κίνδυνο για την ζωή του υπό έκδοση προσώπου, ως εκ τούτου δε ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως είναι, κατά την άποψη αυτή, εν πάση περιπτώσει παραδεκτός και εξεταστέος περαιτέρω.
5. Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που έχει συνάψει η Ελλάδα με τις ΗΠΑ και τη Ρωσική Ομοσπονδία, της 2002/584/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο, του ν. 3251/2004 και του άρθρου 439 του ΚΠΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως υποβαλλομένων από τρίτη χώρα (εκτός ΕΕ) και συρροής των αιτήσεων αυτών με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για πρόσωπο διωκόμενο στα εκζητούντα κράτη για διαφορετικά εγκλήματα, μετά την έκδοση αμετακλήτων υπέρ της εκδόσεως του εν λόγω προσώπου γνωμοδοτήσεων των αρμόδιων δικαστικών οργάνων, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον αποφασίσει τελικώς την έκδοση του εκζητουμένου, καθορίζει, κατ’ ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, τη σειρά προτεραιότητος μεταξύ των Κρατών στα οποία θα εκδοθεί αυτός. Η αρμοδιότητα αυτή του Υπουργού Δικαιοσύνης ασκείται μετά τη συνεκτίμηση των προβλεπομένων στα ανωτέρω νομοθετήματα κριτηρίων, τα οποία δεν είναι ούτε αποκλειστικά, ούτε κατατάσσονται ιεραρχικώς, έκαστο δε εξ αυτών, αναλόγως των περιστάσεων και των παραμέτρων της συγκεκριμένης υποθέσεως, δύναται να αποβεί αποφασιστικό για τον καθορισμό της προτεραιότητας. Εν όψει τούτων κρίθηκε ότι η κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των αιτημάτων εκδόσεως της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα εματαίωνε την επανέκδοση του εκζητουμένου στις δικαστικές αρχές της Γαλλίας και των ΗΠΑ, εν όψει του ότι, όπως ανεφέρετο στις αιτήσεις εκδόσεως της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο εκζητούμενος ως υπήκοος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δεν θα εξεδίδετο σε άλλο κράτος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη ως προς την κατά προτεραιότητα έκδοση του αιτούντος στη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Μειοψήφησε ένας Αντιπρόεδρος, ο οποίος υποστήριξε ότι εν προκειμένω η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη, καθώς ούτε από το σώμα της ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ο λόγος για τον οποίο ο Υπουργός Δικαιοσύνης προέκρινε την συγκεκριμένη σειρά προτεραιότητος εκδόσεως του Ρώσου υπηκόου στα εκζητούντα κράτη, μόνη δε η αναφορά στα αιτήματα εκδόσεως της Ρωσικής Ομοσπονδίας περί μη περαιτέρω εκδόσεως αυτού δεν αρκεί για να θεωρηθεί ως αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.
6. Ακολούθως, απερρίφθη ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, καθόσον το δικαίωμα των αιτούντων στην οικογενειακή τους ζωή και, ειδικότερα, το δικαίωμα αφενός μεν της συζύγου στην επανένωση με τον σύζυγό της, αφετέρου δε των ανήλικων τέκνων να προστατευθεί η παιδική τους ηλικία με την ανατροφή τους σε καθεστώς ασφάλειας, το οποίο εξασφαλίζει η φυσική παρουσία του πατέρας τους, είναι μεν ληπτέο υπ’ όψιν, πλήν όμως δεν είναι από μόνο του αποφασιστικό, ούτε δύναται να τεθεί υπεράνω του διεθνούς δημοσίου συμφέροντος της καταπολεμήσεως του εγκλήματος, το οποίο εξυπηρετεί η έκδοση του Ρώσου υπηκόου αρχικώς στη Γαλλία και εν συνεχεία στις ΗΠΑ, προκειμένου να δικασθεί για τα αποδιδόμενα σε αυτόν αδικήματα.
Κατά την γνώμη, όμως, ενός Αντιπροέδρου, η ανάγκη, εν προκειμένω, προστασίας της οικογένειας και των παιδιών του εκζητουμένου, με την παρουσία του κοντά τους, ήταν ιδιαιτέρως ληπτέα υπ’ όψιν ως κριτήριο συνεκτιμητέο για την έκδοσή του.
7. Περαιτέρω, απερρίφθη ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, διότι, ανεξαρτήτως του ότι τα προβλεπόμενα στον νόμο κριτήρια που λαμβάνονται υπ’ όψιν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για το καθορισμό της σειράς προτεραιότητας έχουν άπαντα αντικειμενικό χαρακτήρα, μη συνδεόμενα με την υποκειμενική συμπεριφορά και την προτίμηση του εκζητουμένου, εν προκειμένω, με τις αιτήσεις ακροάσεως που είχε υποβάλει ο εκζητούμενος είχαν τεθεί υπ’ όψιν του Υπουργού οι ισχυρισμοί του.
Μειοψήφησε ένας Αντιπρόεδρος, ο οποίος υποστήριξε ότι μόνο το γεγονός της υποβολής από τον εκζητούμενο των πιο πάνω αιτήσεών του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, χωρίς να έχει προηγουμένως κληθεί προς τούτο και χωρίς να προκύπτει αν οι αιτήσεις αυτές ελήφθησαν πράγματι υπ’ όψιν από τον Υπουργό και αν συνεκτιμήθηκαν στην έκδοση της αποφάσεώς του, δεν συνιστά τήρηση της συνταγματικής υποχρεώσεως της Διοικήσεως σε προηγούμενη ακρόαση του εκζητουμένου.
8. Επί πλέον, κρίθηκε ότι είχε καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει ο εκζητούμενος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 34 περ. ε΄ και 64 του ν. 4375/2016 και ότι η δεύτερη αίτησή του με το ίδιο περιεχόμενο δεν μπορούσε να εξετασθεί ως «μεταγενέστερη αίτηση» του άρθρου 34 περ. κ΄ του ν. 4375/2016. Κατόπιν τούτου, απερρίφθησαν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε «πρώιμα» και «άκαιρα» και ότι η δεύτερη αίτηση του εκζητουμένου περί χορηγήσεως ασύλου παρέμενε εκκρεμής, καθ’ όσον η αρμόδια Υπηρεσία Ασύλου ουδέποτε απεφάνθη επ’ αυτής.
9. Τέλος, κρίθηκε ότι εν όψει του κεντρικού χαρακτήρα του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης στο θεσπισθέν σύστημα με την Απόφαση – Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, ο κανόνας που τίθεται στο άρθρο 15 παρ. 1 της αποφάσεως αυτής (άρθρο 19 του ν. 3251/2004), ουδόλως έχει την έννοια ότι, μετά την πάροδο των τασσόμενων στο άρθρο 17 της ανωτέρω αποφάσεως (άρθρο 21 του ν. 3251/2004) προθεσμιών, η δικαστική αρχή εκτελέσεως του κράτους μέλους δεν δύναται πλέον να εκδώσει την απόφαση για την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ή ότι το κράτος μέλος δεν υποχρεούται πλέον να συνεχίσει τη διαδικασία εκτέλεσης του εν λόγω εντάλματος. Ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως απερρίφθη ως αβάσιμος.
https://www.lawspot.gr/nomika-nea/aitiseis-ekdosis-rosoy-ypikooy-perilipsi-ste-ol-49-2021